Με εκείνο, όμως, το κρυολόγημα εγώ έπαθα υγρά πλευρίτιδα και πονούσα
πολύ. Δεν είχα διάθεση, δεν ήθλεα να φάω. Ειδοποίησαν οι Γέροντες κι
ήλθε ένας ψηλός, αγιότατος ασκητής, ο πατήρ Αντώνιος. Ήταν
οσιοπατερείτης. Η εκκλησία τού κελλιού του ήταν ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ὁσίων
Πατέρων τῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τᾠ Ἄθῳ ἀσκησάντων, τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων.
Αυτός έκανεκαι λίγο τον γιατρό. Ήλθε, με είδε, πάει στην καλύβη του και
μου φέρνει ένα είδος δέρματος, που το λένε εκδόριον, και μου το βάζει
πίσω στην πλάτη μου. Αυτό όλη τη νύχτα βύζαινε το υγρό τής πλάτης μου.
Την άλλη μέρα, κατά τις δέκα η ώρα, παίρνει ένα ψαλίδι, το απολυμαίνει
με οινόπνευμα και μου κόβει το εκδόριον, που είχε γεμίσει υγρό κι έγινε
σαν μαξιλαράκι μαζί με το δέρμα μου. Ο πόνος μου εκείνη τη στιγμή ήταν
αφόρητος. Η εξάντλησή μου πολύ μεγάλη. Λιποθύμησα. Κι όταν συνήλθα λίγο,
ένιωσα μεγάλη χαρά μέσα μου, γιατί μπορούσα και προσευχόμουνα. Άρχισα
τότε να ψάλλω: “Ἀπό τῶν πολλῶν μου ἁμαρτιῶν ἀσθενεῖ τό σῶμα, ἀσθενῖ μου
καί ἡ ψυχή…”. Έτσι που μ’ άκουσε ο παπα – Ιωαννίκιος, έρχεται κοντά μου,
με αγκαλιάζει, με φιλεί στο μέτωπο και μου λέει:
– Παιδί μου, να με συγχωρέσεις!
Έρχεται ο Γέροντας. Τού λέγει άγρια:
– Α, τον ατραβό τον άνθρωπο!
Εγώ δεν είχα όρεξη, δεν ήθελα να φάω, έτρωγα πολύ λίγο και κάθε μέρα και χειρότερα· πήγαινα για θάνατο. Φοβηθήκανε οι Γέροντες μήπως πεθάνω, το ίδιο κι ο πατήρ Αντώνιος, που έκανε τον γιατρό.
– Να φύγει το παιδί, λέει ο πατήρ Αντώνιος, δεν θα αντέξει, χρειάζεται φάρμακα, που εδώ δεν έχουμε. Δεν τρώγει κι οπωσδήποτε, όσο κάθεται, τόσο χειροτερεύει.
Σκεφθείτε ότι έφαγα μία γουλιά από αμύγδαλα κοπανισμένα και με επίραξε. Τόσο το στομάχι μου είχε εξασθενήσει.
Οι Γέροντές μου με θέλανε πάρα πολύ, αλλά βρεθήκανε στην ανάγκη να με στείλουν έξω στον κόσμο, γιατί εκεί ούτε γάλα ούτε κρέας υπήρχε. Κι έτσι μου έδωσαν άδεια, έβγαλαν χαρτιά από τον Δικαίο, νσ γυρίσω στο χωριό μου για δύο μήνες περίπου, ώσπου να συνέλθω. Κι έφυγα. Με πήρε ο παπα – Ιωαννίκιος, με πήγε στη Δάφνη με βάρκα με κουπιά. Δεν είχαμε μηχανή τότε καθόλου. Τότε δεν είχαμε ούτε μουλάρια ούτε μηχανές. Οι ασκηταί ό,τι κουβαλούσαν εκεί πάνω, το κουβαλούσαν στον ώμο, στην πλάτη. Εφθάσαμε, λοιπόν, στη Δάφνη. Δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος· με ξαπλώσανε σε ένα δωμάτιο. Εκεί στεγαζόταν το ταχυδρομείο. Σε λίγο με πιάσανε φριχτοί πόνοι στα νεφρά. Έκλαιγα από τον πόνο. Έκλαιγε κι ο παπα – Ιωαννίκιος. Εγώ μες στον πόνο βρήκα τη δύναμη να τον παρηγορήσω:
– Μην κλαίεις, Γέροντα, θα γίνω καλά, δεν έχω τίποτα.
Κι εκείνος παρηγορούσε εμένα μες στο κλάμα λέγοντας:
– Μην κλαίεις, παιδί μου, θα γίνεις καλά.
Ήλθε το καράβι, μ’ έβαλε μέσα, μ’ εφίλησε στο μέτωπο και χωρίσαμε κλαίγοντας.
– Παιδί μου, να με συγχωρέσεις!
Έρχεται ο Γέροντας. Τού λέγει άγρια:
– Α, τον ατραβό τον άνθρωπο!
Εγώ δεν είχα όρεξη, δεν ήθελα να φάω, έτρωγα πολύ λίγο και κάθε μέρα και χειρότερα· πήγαινα για θάνατο. Φοβηθήκανε οι Γέροντες μήπως πεθάνω, το ίδιο κι ο πατήρ Αντώνιος, που έκανε τον γιατρό.
– Να φύγει το παιδί, λέει ο πατήρ Αντώνιος, δεν θα αντέξει, χρειάζεται φάρμακα, που εδώ δεν έχουμε. Δεν τρώγει κι οπωσδήποτε, όσο κάθεται, τόσο χειροτερεύει.
Σκεφθείτε ότι έφαγα μία γουλιά από αμύγδαλα κοπανισμένα και με επίραξε. Τόσο το στομάχι μου είχε εξασθενήσει.
Οι Γέροντές μου με θέλανε πάρα πολύ, αλλά βρεθήκανε στην ανάγκη να με στείλουν έξω στον κόσμο, γιατί εκεί ούτε γάλα ούτε κρέας υπήρχε. Κι έτσι μου έδωσαν άδεια, έβγαλαν χαρτιά από τον Δικαίο, νσ γυρίσω στο χωριό μου για δύο μήνες περίπου, ώσπου να συνέλθω. Κι έφυγα. Με πήρε ο παπα – Ιωαννίκιος, με πήγε στη Δάφνη με βάρκα με κουπιά. Δεν είχαμε μηχανή τότε καθόλου. Τότε δεν είχαμε ούτε μουλάρια ούτε μηχανές. Οι ασκηταί ό,τι κουβαλούσαν εκεί πάνω, το κουβαλούσαν στον ώμο, στην πλάτη. Εφθάσαμε, λοιπόν, στη Δάφνη. Δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος· με ξαπλώσανε σε ένα δωμάτιο. Εκεί στεγαζόταν το ταχυδρομείο. Σε λίγο με πιάσανε φριχτοί πόνοι στα νεφρά. Έκλαιγα από τον πόνο. Έκλαιγε κι ο παπα – Ιωαννίκιος. Εγώ μες στον πόνο βρήκα τη δύναμη να τον παρηγορήσω:
– Μην κλαίεις, Γέροντα, θα γίνω καλά, δεν έχω τίποτα.
Κι εκείνος παρηγορούσε εμένα μες στο κλάμα λέγοντας:
– Μην κλαίεις, παιδί μου, θα γίνεις καλά.
Ήλθε το καράβι, μ’ έβαλε μέσα, μ’ εφίλησε στο μέτωπο και χωρίσαμε κλαίγοντας.
[Βίος και Λόγοι Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2003, σελ. 91]
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου