«Τίνα ζητεῖτε;» Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἀπηύθυνε ὁ Ἄγγελος στὶς μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ποὺ τόλμησαν νὰ προσέλθουν «λίαν πρωΐ» στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουν τὶς «ἁρμόδιες» τιμές. Τὴν ἴδια ἐρώτηση, «τίνα ζητεῖς», θὰ ἔκανε καὶ ὁ Πιλᾶτος στὸν Ἰωσὴφ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ποὺ «τολμήσας εἰσῆλθε» καὶ «ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ». Τὸ κοινὸ χαρακτηριστικὸ τῶν Μυροφόρων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ἦταν ἡ τόλμη, μὲ τὴν ὁποία προσέρχονται οἱ μὲν γυναῖκες στὸν τάφο, ὁ δὲ Ἰωσὴφ στὸν Πιλᾶτο καὶ κοινὴ ἀφετηρία τῆς τόλμης των, ποὺ τοὺς ὤθησε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν ἀδράνεια καὶ νὰ ἐνεργήσουν ἀποφασιστικά, παρὰ τὸ ἐχθρικὸ ἐξωτερικὸ κλίμα, ἦταν ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Σταυρωθέντα καὶ Ταφέντα διδάσκαλό των.
Ἔτσι, οἱ μὲν μαθήτριες ἔσπευσαν «ὄρθρου βαθέος» νὰ «προϋπαντήσουν» τὸν «πρὸ ἡλίου δύναντα» Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, παρακάμπτοντας τοὺς ἐξωτερικοὺς κινδύνους, «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», ἀλλὰ καὶ ξεπερνῶντας τὴν ἴδια τὴν γυναικεία των φύση, μιὰ καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκυλίσουν μόνες τὸν λίθο ἀπὸ τὸν τάφο, ὁ δὲ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, οἱ μέχρι τότε κρυφοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ἐπίσης, ξεπέρασαν τὸν φόβο των, ἀποκαλύφθηκαν καὶ τόλμησαν νὰ ζητήσουν νὰ προσφέρουν τὶς καθιερωμένες τιμὲς γιὰ τὸν θανόντα Κύριό των.
Ἐὰν ἡ ἀγάπη τῶν Μυροφόρων δὲν ἦταν τόσο μεγάλη καὶ δυνατή, ὥστε νὰ τοὺς ὠθήσῃ νὰ ξεπεράσουν τοὺς μέχρι τότε φόβους καὶ τὶς ἀναστολές των, θὰ προέβαιναν ἄραγε σὲ αὐτὲς τὶς ἐνέργειες ποὺ τοὺς ἐξέθεταν ἀνεπανόρθωτα; Θὰ ξεκινοῦσαν οἱ μαθήτριες γιὰ τὸν τάφο, χωρὶς μάλιστα νὰ γνωρίζουν ἐὰν μποροῦν νὰ φέρουν σὲ πέρας τὴν οὕτως ἢ ἄλλως ἐπικίνδυνη ἀποστολή των; Ἀπὸ τὴν ἄλλη θὰ διακινδύνευαν οἱ εὐσχήμονες Ἰωσὴφ καὶ Νικόδημος νὰ χάσουν τὰ ἀξιώματά των, ἐὰν ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριό των δὲν ἦταν μεγαλύτερη ἀπὸ τὸν φόβο των, ἐὰν ὁ πόθος καὶ ἡ ἐπιθυμία των νὰ προσφέρουν τὰ ἁρμόζοντα δὲν τοὺς ἔφλεγε περισσότερο ἀπ’ ὅ τι τοὺς ἔλυνε τὰ μέλη των ὁ φόβος γιὰ τὴν ἀποκάλυψή των;
Ἀσφαλῶς τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ ἔκαναν, ἐὰν δὲν τοὺς κινοῦσε σὲ δράση ἡ τόλμη, ποὺ μὲ τὴν σειρά της τροφοδοτοῦταν ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Θὰ ἔμεναν καὶ αὐτοὶ κλεισμένοι καὶ ἀδρανεῖς στὸ ὑπερῶον τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἦταν συγκεντρωμένοι καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ «φανεροί» μαθητές, ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου τῶν Ἰουδαίων. Βεβαίως καὶ αὐτοί, οἱ φοβισμένοι, ἀγαποῦσαν τὸν Κύριο. Ὅμως ἡ θλίψη καὶ ἡ ἀπογοήτευσή των ἀπὸ τὸν θάνατό Του ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε τοὺς εἶχαν καταβάλει ὁλοκληρωτικὰ καὶ εἶχαν λησμονήσει ὅλες τὶς ἐπαγγελίες τοῦ Κυρίου περὶ τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Φανταστῆτε πόσο μεγάλη πρέπει νὰ ἦταν ἡ ἀπελπισία των, ὥστε νὰ συνεχίζουν νὰ ἀθυμοῦν καὶ νὰ ἀπιστοῦν, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι πληροφορήθηκαν γιὰ τὴν ἔγερση τοῦ Χριστοῦ «ἀπὸ πρῶτο χέρι», ἀπὸ τὶς μαθήτριες καὶ τοὺς ἄλλους μαθητές, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ ἀντίκρυσαν τὸ κενοτάφιο μὲ τὰ μάτια των (Λουκ., κδ’ 1-12, Ἰωάν., κ’ 1-8)!
Χρειάζεται ἀλήθεια πολὺ μεγάλη τόλμη καὶ ξεπέρασμα τῆς λογικῆς, γιὰ νὰ πιστέψῃ κανεὶς καὶ τότε καὶ τώρα ὅτι «ἠγέρθη ὁ Κύριος». Χρειάζεται ἐπίσης νὰ καθαρίσῃ τὸν ἐσωτερικὸ καθρέπτη, τῆς ψυχῆς, ποὺ θὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ ἀντικρύσῃ «μὲ ἄλλα μάτια» τὸν Ἀναστάντα Κύριο καὶ Σωτῆρα μας. Ὁ Κύριος, πάντως, κάμπτεται τελικὰ ἀπὸ τὴν ἐπιμονὴ καὶ ἀνταποκρίνεται στὴν ζήτηση αὐτῶν ποὺ τολμοῦν καὶ ἐπιμένουν.
Γι’ αὐτὸ ἀποκαλύπτεται στὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, ποὺ παραμένει στὸν τάφο «κλαίουσα» καὶ ζητεῖ νὰ εὕρῃ τὸν Κύριό Της, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθητές, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης, «ἦλθον, εἶδον» «καὶ ἀπῆλθον πάλιν πρὸς ἑαυτούς» (Ἰωάν., κ’ 10-18). Ὁ Ρωμανὸς μελωδὸς στὸ ὑπέροχο κοντάκιό του «Εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην Κυριακὴν τοῦ Πάσχα» γράφει χαρακτηριστικὰ ὅτι «ὁ τὰ πάντα βλέπων Κύριος ἰδὼν τὴν Μαγδαληνὴν Μαρίαν νενικημένην τῷ κλαυθμῷ καὶ ἡττημένην τῷ πόθω ἐσπλαγχνίσθη τότε καὶ ὤφθη τῇ κόρῃ». Ὁ πόθος, δηλαδή, ποὺ κατέλαβε τὴν Μαρία γιὰ τὸν ἀγαπημένο της Κύριο, «νίκησε», κατὰ τὸν μελωδό, καὶ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ὥστε καμπτόμενος ἀπὸ τὴν μεγάλη της ἐπιθυμία νὰ τὴν σπλαγχνισθῆ καὶ νὰ τῆς φανερωθῆ!
Ἀλλὰ καὶ ὁ Πιλάτος ἐκάμφθη στὸ αἴτημα τοῦ Ἰωσὴφ καὶ «ἐδωρήσατο» σ’ αὐτὸν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀπορώντας μάλιστα ποὺ Ἐκεῖνος εἶχε ἤδη πεθάνει, διότι δὲν γνώριζε ἀσφαλῶς, ὁ μέγας καὶ τρανὸς Πιλάτος, ὅτι δὲν ἀποφασίζει ὁ θάνατος πότε θὰ τὸν πάρῃ κοντά του ἀλλὰ ὅτι ὁ Κύριος ἐξουσιάζει τὸν θάνατο καὶ παραδίδει τὸ πνεῦμα Του, ὅταν πλέον ἔχει ὁλοκληρώσει τὴν ἀποστολή Του ((Ἰωάν., ιθ’ 30).
Ἑπομένως, οἱ Μυροφόροι καὶ οἱ Μυροφόρες τοῦ Κυρίου, ποὺ τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τὴν τρίτη Κυριακὴ μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση, ἔχουν νὰ μᾶς διδάξουν μεταξὺ ἄλλων ἕνα πολὺ καλὸ μάθημα γιὰ τὸ πῶς θὰ ἀντιμετωπίζωμε ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι καὶ μάλιστα οἱ λεγόμενοι μαθητές Του, τοὺς δικούς μας φόβους.
Μὲ ποιά πλευρὰ θὰ θελήσωμε νὰ βρεθοῦμε; Μὲ ἐκείνους τοὺς μαθητὲς πού, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀντίκρυσαν τὸ κενὸ μνημεῖο «ἰδίοις ὄμμασι» καὶ πληροφορήθηκαν ἀπὸ ἔγκυρες πηγὲς γιὰ τὴν ἔγερσή Του, ἐν τούτοις ἐπέμεναν στὴν ἀπιστία των καὶ συνέχισαν νὰ ζοῦν στὴν θλίψη καὶ στὴν ἀπραξία «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων»; Ἤ θὰ τολμήσωμε ἴσως νὰ παραβλέψωμε τὶς ἀντικειμενικὰ δύσκολες ἐξωτερικὲς συνθῆκες, βαδίζοντες ἐνάντια στὴν δική μας ἀδύναμη ἀνθρώπινη φύση καὶ ξεπερνῶντες τοὺς φυσικούς μας φόβους;
Ἐὰν ἐπιλέξωμε τὴν δεύτερη ὁδό, αὐτὴν ποὺ ἐπέλεξαν καὶ οἱ τολμηροὶ Μυροφόροι καὶ οἱ θαρραλέες Μυροφόρες, τότε θὰ ἔχωμε διπλῆ ἐπιτυχία. Καὶ τὴν ἀδράνειά μας θὰ ξεπεράσωμε καὶ τὸν Κύριό μας θὰ συναντήσωμε, διότι ὁ Κύριος ἀποκαλύπτεται σὲ ὅποιον ἐπιμόνως τὸν ζητᾶ, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, λαχταρᾶ νὰ τὸν συναντήσῃ!
Φανταστῆτε ὅτι καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θὰ νοιώσωμε τρομερὴ ἔκπληξη ἀλλὰ καὶ ἀπίστευτη χαρά μὲ τὸ κατόρθωμά μας, ἐὰν ὁ πόθος μας γιὰ τὸν ἀγαπημένο μας Χριστὸ εἶναι τόσο μεγάλος, ὥστε νὰ ξεπερνάῃ τὸν φόβο τῶν Ἰουδαίων τοῦ κόσμου τούτου καὶ νὰ παραμερίζῃ ὅλους τοὺς ἄλλους φόβους.
Τολμῶμεν, λοιπόν, καὶ δρῶμεν, ὥστε ὄχι μόνον οἱ ἴδιοι νὰ ἐξέλθωμε ἀπὸ τὴν ἀπογοήτευση καὶ τὴν παραίτησή μας καὶ νὰ προοδεύσωμε προσωπικά, ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλους τολμηροὺς νὰ ἐργαστοῦμε καὶ μάλιστα νὰ συνεργαστοῦμε πρὸς κοινωνικὴ πρόοδο καὶ προκοπή. Τότε καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης θὰ συνεργήσῃ στὴν δική μας θέληση γιὰ τὸ ἀγαθὸ καὶ θὰ ἐνθαρρύνῃ κάθε τολμηρὴ δράση πρὸς δόξα δική Του καί, συγχρόνως, γιὰ τὴν ἀφύπνιση καὶ τὴν σωτηρία πάντων τῶν ἀνθρώπων! Γένοιτο!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
«Πᾶνος»
ΧΡΙΣΤΌΣ ΑΝΈΣΤΗ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤὶ ἄλλο εἶναι ὁ θάνατος, ἄν ὄχι ὁ μεγαλύτερός μας φόβος;
Με την Ανάσταση Του, ο Κύριος μας τον ξεδόντιασε.
Ὁ Χριστιανὸς δὲ θησαυρίζει σ’ αὐτό τὸν κόσμο, γνωρίζοντας πὼς τίποτε ἀπ’ ὅσα μαζεύει δὲ θὰ τοῦ φανεῖ χρήσιμο τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Οἱ ποινὲς καὶ τὰ φόβητρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου δὲ μποροῦν νὰ τὸν λυγίσουν, ἀφοῦ τὸ μεγάλο φόβητρο, ὁ θάνατος, ἔχει κατακρημνιστεῖ.
Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀνακρινόμενος γιὰ τὴν Πίστη τοῦ ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, ἐξέφρασε αὐτὴ τὴν ἀφοβία τοῦ ἀληθοῦς Χριστιανοῦ.
«Πῶς δὲ φοβᾶσαι;» ρώτησε ὁ ἔπαρχος, βλέποντας τὸ Βασίλειο ἀτάραχο μπροστά στὶς ἐπαπειλούμενες τιμωρίες..
Μὲ ἀπειλεῖς μὲ θάνατο; Θἀ μου γίνεις εὐεργέτης.
Αὐτὸ ποθῶ κι έγῶ, νὰ πάω πιὸ γρήγορα στὸ Θεό, γιὰ τὸν ὁποίο ζῶ καὶ ἀγωνίζομαι…»
Στὴν ἀπάντηση τοῦ μεγάλου αὐτοῦ πατέρα τῆς Εκκλησίας μας βλέπουμε τὸ παράδοξο ποὺ βιώνει ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος:
Ὁ φόβος θανάτου γίνεται πόθος θανάτου!
Γιατὶ ὁ θάνατος δέν ειναι τέλος, ἀλλά συνάντηση μὲ τὸ Νυμφίο τῆς ψυχῆς.
Ἄν γιὰ ἑμάς ὁ θάνατος φαίνεται σκοτεινὴ καὶ φοβερὴ ὥρα, εἵμαστε κατ’ ὄνομα Χριστιανοί.
Ἀφοβία θανάτου, πάντως, δὲ σημαίνει καὶ ἀνεύθυνη στάση ζωῆς.
Ὁ Χριστιανὸς δὲν ἔχει φόβο θανάτου, ἔχει ὅμως φόβο κολάσεως.
Βλέπουμε τις Μυροφόρες να αψηφούν όλους τους κινδύνους μπροστά στην αγάπη που είχαν για τον Διδάσκαλο τους.
Πήρανε μύρα για να τιμήσουν το νεκρό Σώμα του Κυρίου μας.
Και εμείς δυστυχώς τα τελευταία δύο χρόνια ζούσαμε το θέατρο του παραλόγου:
Θάβανε το αγαπημένο τους πρόσωπο χωρὶς νὰ τοῦ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό, χωρὶς ν’ ἀγγίξουν κὰν τὸ φέρετρο, ποὺ τὸ κουβαλοῦν κάποιοι ντυμένοι μὲ προστατευτικὲς φόρμες σὰ νὰ πρόκειται γιὰ τοξικὴ ούσία καὶ ὄχι άνθρώπινο σώμα.
Ἡ ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει χῶρο σὲ μία κοινωνία ποὺ φοβᾶται μὴ νοσήσει.
Θα συνεχίσω..
Ὁ ἱστορικὸς Εύσέβιος Καισαρείας περιγράφει τὴ συμπεριφορά των Χριστιανῶν καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν κατὰ τὴ διάρκεια μίας πανδημίας στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟἱ εἰδωλολάτρες ἀπέφευγαν ὅποιον νοσοῦσε, ἔδιωχναν άκόμη καὶ τοὺς οἰκείους τοὺς ἀπὸ τὸ σπίτι εἄν εἴχαν τὴν ἀσθένεια καὶ τοὺς ἄφηναν στὸ δρόμο μισοπεθαμένους.
Οἱ Χριστιανοί ἀντίθετα, ἔψαχναν καὶ περιέθαλπαν τὸν κάθε ἄρρωστο, καὶ ἔφταναν νὰ πεθαίνουν οἱ ἴδιοι, ἔχοντας μολυνθεῖ ἀπό τὴν ἀσθένεια γιὰ νὰ βοηθήσουν τοὺς ἄλλους νὰ τὴν ξεπεράσουν.
Ἐκείνο τὸν καιρό, ὄταν κάποιος πέθαινε ἀπό τὴ μολυσματικὴ ἀσθένεια, οἱ εἰδωλολάτρες δὲν ἤθελαν οὔτε νὰ τὸν ἀγγίξουν γιὰ νὰ τὸν θάψουν.
Οἱ Χριστιανοὶ ἔπλεναν τοὺς κεκοιμημένους ἀπὸ τὴ λοιμικὴ νόσο, τοὺς ἀγκάλιαζαν, τοὺς ἔκλειναν τὰ μάτια μὲ τὰ χέρια τοὺς καὶ τοὺς κήδευαν…
Εμεῖς οἱ Χριστιανοί, πῶς συγκρινόμαστε μ’ ἐκείνους τοὺς πρώτους Χριστιανούς;
Πολὺ ὑπολειπόμαστε.
Σίγουρα ὅμως, μποροῦμε νὰ βροῦμε ἕνα τρόπο ν’ ἀγαπήσουμε τοὺς συνανθρώπους μας, κατὰ τὸ μέτρο ποὺ μποροῦμε.
Ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ δὲ μπορεῖ νὰ χωριστεῖ ἀπό τὴν ἀγάπη στὸν πλησίον.
Καὶ ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲ μπορεῖ νὰ ἐκδηλωθεῖ, ἂν δὲν συντρίψουμε πρώτα τὸ φόβο ποὺ φυλάει τὸ τρεμάμενο ἐγῶ μας.
Ἡ ἀγάπη μὰς ἐλευθερώνει.
Η δειλία είναι παρεπόμενο του φόβου και ο φόβος αποτέλεσμα της αμαρτίας.
Ο Άγιος Τριαδικός Θεός μας, έπλασε τον άνθρωπο άφοβο.
Μέσα στον Παράδεισο αισθανόταν ασφαλής και ειρήνευε και απολάμβανε την κοινωνία με τον Θεό. Η δειλία είναι πικρός καρπός και το αποτέλεσμα της πτώσεως.
«Της φωνής σου ήκουσα και εφοβήθην...» (Γεν., 3, 10)
Το Ιερό Ευαγγέλιο, Αδέρφια μου, όταν το μελετούμε, δημιουργεί Ήρωες, αφοβία, ανδρεία, γενναιότητα: «Ου γαρ έδωκεν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού» (Β΄ Τιμ., 1, 7).
Παραδείγματα αφοβίας και θάρρους και ηρωισμού, οι Μυροφόρες γυναίκες, ο ευσχήμων βουλευτής Ιωσήφ, ο εκ γενετής τυφλός και μετέπειτα όλοι οι Απόστολοι, Αυτούς λοιπόν πρέπει να ακολουθούμε, να τολμούμε και να μην είμαστε δειλοί στα περί του Θεού.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέει στην Αποκάλυψη:
Αποκ. 21,8 τοῖς δὲ δειλοῖς καὶ ἀπίστοις καὶ ἐβδελυγμένοις καὶ φονεῦσι καὶ πόρνοις καὶ φαρμακοῖς καὶ εἰδωλολάτραις καὶ πᾶσι τοῖς ψευδέσι τὸ μέρος αὐτῶν ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ ἐν πυρὶ καὶ θείῳ, ὅ ἐστιν ὁ θάνατος ὁ δεύτερος.
Στα φοβερά θανάσιμα αμαρτήματα, να τοποθετείται πρώτη η δειλία.
Η χειρότερη κόλαση (ἐν τῇ λίμνῃ τῇ καιομένῃ) θα είναι για τους δειλούς.
Πάλι και πάλι..
ΧΡΙΣΤΌΣ ΑΝΈΣΤΗ!