Ο σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ σύμβολο τῆς ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Συνάπτει τὰ διεστῶτα, ἑνώνει Θεὸ καὶ ἄνθρωπο. Ἀλλ᾽
ἐνῷ ἑνώνει, συγχρόνως καὶ χωρίζει. Χωρίζει; Μάλιστα, χωρίζει. Τί
χωρίζει; Προσέξτε, ἀγαπητοί μου, τὴ συνέχεια.
Ἡ ἐσταυρωμένη ἀγάπη, ὁ Χριστός, ἐπιβάλλει ὑποχρεώσεις· θέλει ν᾿
ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀγάπη του, νὰ τὸν ἀγαπήσουμε φλογερά. «Ἡμεῖς», λέει ὁ
εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς»
(Α΄ Ἰω. 4,19) . Καὶ πρώτη ἐκδήλωσις ἀγάπης πρὸς αὐτὸν εἶνε, νὰ μισήσουμε
ἐκεῖνο ποὺ ὠδήγησε τὸν Κύριο στὸ σταυρό, δηλαδὴ τὴν ἁμαρτία.
Ἡ ἁμαρτία
μὲ τὶς ποικίλες μορφὲς καὶ διακλαδώσεις της, μὲ ἀγκυροβόλιο καὶ
ὁρμητήριο τὴν καρδιὰ κάθε ἁμαρτωλοῦ, ξεκινᾷ κ᾽ ἐξαπλώνεται στὸ
περιβάλλον, ἀποκτᾷ κι ἄλλους ὀπαδοὺς καὶ συνεργάτες, καὶ δημιουργεῖ
αἰσχρὴ παράταξι, δικό της κόσμο ἄκοσμο, μέσα στὸν ὁποῖο κυρίαρχο
στοιχεῖο εἶνε ἡ ἴδια.