– Γέροντα, ὑπερηφανεύομαι γιὰ τὶς σωματικὲς ἱκανότητες καὶ γιὰ τὰ πνευματικὰ χαρίσματα ποὺ νομίζω πὼς ἔχω.
– Γιατί νὰ ὑπερηφανεύεσαι; Ἐσὺ «ἐποίησας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»[1]; Πρόσεξε, μὴν κάνης δικό σου ὅ,τι σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καί, ὅ,τι σοῦ λείπει, μὴν προσπαθῆς νὰ δείχνης ὅτι τὸ ἔχεις. Νὰ λὲς στὸν ἑαυτό σου: «Ὁ Θεός, ἐπειδὴ ἤμουν ἀδύνατη, μοῦ ἔδωσε μερικὰ χαρίσματα, γιατὶ ἀλλιῶς θὰ στεναχωριόμουν καὶ θὰ ἤμουν κακορρίζικη. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ κάνω τώρα εἶναι νὰ τὰ ἀξιοποιήσω, γιὰ νὰ πλουτήσω πνευματικά. Δόξα σοι, Θεέ μου! Σ᾿ εὐχαριστῶ, ποὺ μὲ λυπήθηκες καὶ μὲ βοήθησες». Ἐσὺ θεωρεῖς ὅτι εἶναι δικά σου ὅλα τὰ χαρίσματα ποὺ ἔχεις· εἶναι ὅμως δικά σου; «Τί ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες;»[2].