Ήρθα
εδώ στο Μοναστήρι όχι για να υψηλοφρονώ. Ο ίδιος ο Χριστός μας που
είναι Θεός, ταπεινώθηκε πιο κάτω κι από τον τελευταίο άνθρωπο. Δεν ξέρω
ψαλμωδίες. Προσευχή μόνο (κάνω) μέσ’ από την καρδιά μου
αυθόρμητα, με πίστη. Παρακαλώ τον Όσιο: «Όσιέ μου, όποιοι πατούν το πόδι
στην Μονή μας, να τους δίνης το αίτημά τους». Έχω χαρά που ο Θεός με
έταξε εδώ, να προσφέρω ό,τι μπορώ στους αδελφούς μου. Ένα λόγο
ενισχυτικό, τα πνευματικά, δηλαδή την προσευχή, την Λειτουργία μας, την
ελεημοσύνη, την διακονία. Ο Κύριος μου τα δίνει εκατονταπλάσια.
✶✶✶
Την περασμένη Κυριακή το μεσημέρι στις 2 η ώρα πέρασε μια δαιμονισμένη από δω, από την Κήρυνθο (ήταν), και
φώναζε: «Θέλω τον Ιάκωβο». Ξέρω τι κάνει ο Σατανάς, εγώ τις γνωρίζω τις
παγίδες του διαβόλου. «Θέλω τον Ιάκωβο, τον καλόγερο, να με διαβάση ο
καλόγερος, ο Ιάκωβος και θα γίνω καλά. Θα με διώξη, θα με διώξη ο
Ιάκωβος». Λοιπόν, οι πατέρες κρύφθηκαν, κλειδωθήκαν μέσα να μην ακούνε.
Τρομοκρατία μ’ αυτόν τον φόβο. Λοιπόν δεν με νοιάζει για μένα, τις ξέρω
τις παγίδες του διαβόλου. Λοιπόν (την επομένη) το πρωί στην
Εκκλησία, πήρα το Σταυρό την σταύρωσα «εις το όνομα του Πατρός και του
Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν», νόμιζα πως θ’ ακούσω φωνές και
λαχτάρες, τίποτα. Μετά την σταύρωσα με την αγία Κάρα, την διάβασα,
ηρέμησε και έφυγε.