Ἡ λέξη Ἡσυχασμὸς παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἡσυχάζω ποὺ σημαίνει βρίσκομαι σὲ κατάσταση σιγῆς, ἠρεμίας καὶ αὐτογνωσίας. Ὁ ἡσυχαστὴς μοναχός, ἀλλὰ καὶ λαϊκός, πλημμυρισμένος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα, προσπαθεῖ νὰ ἀποβάλλει κάθε κοσμικὴ ἐνασχόληση καὶ σκέψη, ἀποζητᾷ τὴν ἡσυχία καὶ ἐπικεντρώνεται στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, λέγοντας ἀδιάλειπτα τὴν νοερὰ προσευχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον με τὸν ἁμαρτωλό».
Ἡ ἄσκηση αὐτὴ καθαρίζει τὴν καρδιὰ ἀπὸ κάθε πάθος καὶ τὸ νοῦ ἀπὸ τοὺς ἀκάθαρτους λογισμούς, τοὺς ὁποίους ὑπαγορεύουν οἱ δαίμονες. Ὁ ἡσυχαστὴς ἔτσι ἀποκτᾷ «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τὸ μυαλό του, ἡ καρδιά του, οἱ αἰσθήσεις του καὶ γενικὰ ὁλόκληρη ἡ ψυχοσωματική του ὑπόσταση γεμίζει ἀπὸ τὴν ἄκτιστη χάρη καὶ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τὸν καθαρίζει ἀπὸ τοὺς ρύπους τῆς ἁμαρτίας, τὸν ἁγιάζει, τὸν καθιστᾷ μέτοχο τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν συνεχῆ ἄσκηση ὁ ἡσυχαστὴς αἰσθάνεται μὲ τίς σωματικές του αἰσθήσεις, βλέπει μὲ τὰ σωματικὰ μάτια του τὸ ἄκτιστο θεῖο φῶς, αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ εἶδαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι στὸ ὄρος Θαβώρ.