Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

Λάμπρος Σκόντζος: Ἡσυχασμός - Ἡ κορυφαία ἔκφραση τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητας


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
 
Ἡ λέξη Ἡσυχασμὸς παράγεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ἡσυχάζω ποὺ σημαίνει βρίσκομαι σὲ κατάσταση σιγῆς, ἠρεμίας καὶ αὐτογνωσίας. Ὁ ἡσυχαστὴς μοναχός, ἀλλὰ καὶ λαϊκός, πλημμυρισμένος ἀπὸ θεῖο ἔρωτα, προσπαθεῖ νὰ ἀποβάλλει κάθε κοσμικὴ ἐνασχόληση καὶ σκέψη, ἀποζητᾷ τὴν ἡσυχία καὶ ἐπικεντρώνεται στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, λέγοντας ἀδιάλειπτα τὴν νοερὰ προσευχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον με τὸν ἁμαρτωλό»
 
Ἡ ἄσκηση αὐτὴ καθαρίζει τὴν καρδιὰ ἀπὸ κάθε πάθος καὶ τὸ νοῦ ἀπὸ τοὺς ἀκάθαρτους λογισμούς, τοὺς ὁποίους ὑπαγορεύουν οἱ δαίμονες. Ὁ ἡσυχαστὴς ἔτσι ἀποκτᾷ «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τὸ μυαλό του, ἡ καρδιά του, οἱ αἰσθήσεις του καὶ γενικὰ ὁλόκληρη ἡ ψυχοσωματική του ὑπόσταση γεμίζει ἀπὸ τὴν ἄκτιστη χάρη καὶ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τὸν καθαρίζει ἀπὸ τοὺς ρύπους τῆς ἁμαρτίας, τὸν ἁγιάζει, τὸν καθιστᾷ μέτοχο τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν συνεχῆ ἄσκηση ὁ ἡσυχαστὴς αἰσθάνεται μὲ τίς σωματικές του αἰσθήσεις, βλέπει μὲ τὰ σωματικὰ μάτια του τὸ ἄκτιστο θεῖο φῶς, αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ εἶδαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι στὸ ὄρος Θαβώρ.
 
Τὸ ἡσυχαστικὸ κίνημα, ὑπῆρχε ἀπὸ τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Μεγάλοι Πατέρες τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἄσκησαν τὸν ἡσυχασμό, ὅπως ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, οἱ ὁποῖοι ἀπομονώθηκαν στὸν Ἦρι ποταμὸ στὸν Πόντο, ὅπου ἀσκήθηκαν στὴν ἡσυχία, τὴν προσευχή, τὴν μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, στὸ θεῖο στοχασμὸ καὶ ἔφτασαν σὲ θαυμαστὲς θεῖες ἐμπειρίες καὶ στὴ θεοπτία. Ἀλλὰ τὸ ἡσυχαστικὸ κίνημα  ἀναπτύχθηκε καὶ μεσουράνησε τὸν 13ο καὶ 14ο μ. Χ. αἰῶνα, μὲ ἐπίκεντρο τὸ Ἅγιον Ὄρος. Πρῶτος κομιστὴς καὶ δάσκαλος ὑπῆρξε ὁ Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης. Συνεχιστής του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1356), ὁ ὁποῖος λάμπρυνε τὸν ἁγιορείτικο μοναχισμό.
 
Ὅμως τὸ ἡσυχαστικὸ κίνημα πολεμήθηκε μὲ σφοδρότητα ἀπὸ τὸν δυτικὸ παρεφθαρμένο χριστιανισμὸ καὶ τὴν σχολιαστικὴ θεολογία. Τὸ 1335 ὁ μοναχός, θεολόγος καὶ φιλόσοφος Βαρλαὰμ ὁ Καλαβρός, ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἰταλία στὴν ὀρθόδοξη ἀνατολὴ γιὰ νὰ ἀντικρούσει τὸ κίνημα τοῦ ἡσυχασμοῦ. Βαθύτατα ἐπηρεασμένος ἀπὸ ἀριστοτελισμό, τὴ λατινικὴ θεολογία καὶ τὸν σχολαστικισμό, δίδασκε πὼς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατον νὰ γνωρίσει, νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό. Ἐπίσης δίδασκε πὼς ὁ Θεὸς εἶναι «κλεισμένος στὸν ἑαυτό του» καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀντίθετα οἱ ὀρθόδοξοι Πατέρες, κάνοντας τὴ διευκρίνιση μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, δίδασκαν πὼς ἡ γνώση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι μὲν ἀδύνατος, ὄχι ὅμως οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες δίνονται ὡς ὕψιστες δωρεὲς στοὺς ἀνθρώπους καὶ γίνονται φανερὲς σὲ ὅσους κατορθώνουν νὰ καθαρθοῦν ἀπὸ τὰ πάθη τους. Κύριο μέσο φωτισμοῦ καὶ προσωπικῆς ἐμπειρίας τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀδιάκοπη νοερὰ προσευχή, στὴν ὁποία ἀσκοῦνταν οἱ ἡσυχαστὲς μοναχοί, διὰ τῆς ἀδιάκοπης προσευχῆς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον με», κατόρθωναν νὰ βλέπουν μὲ τὰ σωματικά τους μάτια τὸ Ἄκτιστο Φῶς, δηλαδὴ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
 
Γιὰ τοὺς δυτικούς, καὶ ἐν προκειμένῳ γιὰ τὸν ἐκπρόσωπό τους μοναχὸ Βαρλαάμ, ἡ διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ τῆς νίψεως θεοπτία ἦταν ἀκατανόητη καὶ βλάσφημη. Κατηγοροῦσαν τοὺς ἡσυχαστὲς γιὰ αἱρετικοὺς (μεσσαλιανιστὲς) καὶ τοὺς μέμφονταν ὡς «ὀμφαλοσκόπους», ἐπειδὴ οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ ἐπικέντρωναν τὸ βλέμμα τους, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς, στὸ στέρνο, στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς. Ἡ σύγκρουσή τους μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ὑπῆρξε σφοδρὴ καὶ προκάλεσε πνευματικὴ θύελλα, ἐφάμιλλη της εἰκονομαχίας.
 
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπῆρξε ὑπέρμαχος τοῦ ἡσυχασμοῦ, τῆς πνευματικότερης ἔκφρασης τοῦ ὀρθοδόξου μοναχικοῦ ἰδεώδους, διότι ἦταν ἀπόλυτα πεπεισμένος πὼς ἡ θεοπτία μέσῳ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι σύμφωνη μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτὸ ὑπῆρξε δάσκαλος καὶ ἐμπνευστὴς τοῦ ἡσυχασμοῦ. Συνεχίζοντας ὁ ἴδιος τὴν μακραίωνη παράδοση τῶν ἀρχαίων Πατέρων καὶ ἀσκητῶν τῆς Ἐκκλησίας, δίδασκε πὼς ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴ νίψη, μπορεῖ νὰ δεῖ καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή, μὲ τὰ φυσικά του μάτια, τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ εἶδαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ Μεταμόρφωσή Του στὸ ὄρος Θαβώρ.
 
Γι᾿ αὐτὸ ξέσπασε νέα σφοδρὴ θεολογικὴ ἔριδα, παρόμοια μὲ ἐκείνη της εἰκονομαχίας. Εἶναι γνωστὴ ἡ λεγομένη ἡσυχαστικὴ ἔριδα ἡ ὁποία συντάραξε τὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ ὁποία ἀναγκάστηκε νὰ συγκαλέσει τρεῖς Συνόδους (1351,1347 καὶ 1351), γιὰ νὰ ὁρίσει τὴν σώζουσα διδασκαλία της στὸ ἀκανθῶδες θέμα τοῦ ἡσυχασμοῦ, καταδικάζοντας τοὺς πολεμίους της ὡς αἱρετικούς. Μάλιστα ἡ Σύνοδος τοῦ 1351 θεωρεῖται ὡς ἡ Θ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
 
Πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ πώς, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας, ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀπόκοσμος καὶ παντελῶς ἄγνωστος γιά μᾶς τοὺς πεπερασμένους ἀνθρώπους. Βεβαίως δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε τὴν οὐσία Του, ἡ ὁποία παραμένει ἐντελῶς ἄγνωστη σέ μᾶς, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ἔχουμε μετοχὴ καὶ γνώση τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, μέσῳ τῶν ὁποίων καὶ σωζόμαστε. Ὁ θεὸς τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ, τῆς δυτικῆς χριστιανικῆς παράδοσης, ὁ ὁποῖος ὑποτίθεται ὅτι «κατανοεῖται» διὰ τῆς λογικῆς δὲν ὑπάρχει, διότι ὅπως εἴπαμε δὲν εἶναι δυνατὸ στὸν ἄνθρωπο νὰ κατανοήσει τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι στὴν οὐσία ἕνα εἴδωλο, μιὰ ἀνθρώπινη ἐπινόηση ἑνὸς ἀγνώστου Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος, ἀφοῦ κατάλαβε ὅτι αὐτὸ ποὺ ἐκλάμβανε ὡς «θεὸ» δὲν εἶναι ὁ Θεός, τὸν ἀρνήθηκε, φτάνοντας στὸ σημεῖο νὰ διακηρύξει ἐπίσημα τὸ «θάνατο τοῦ Θεοῦ» διὰ στόματος τοῦ τραγικοῦ ἐκπροσώπου τῆς εὐρωπαϊκῆς διανόησης, Νίτσε. Ἀντίθετα στὴν ὀρθόδοξη ἀνατολή, ὅπου ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει θέσει τὰ σωστὰ ὅρια μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς γνώσεως καὶ μετοχῆς τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του, ἀπουσιάζουν τέτοια φαινόμενα ἄρνησης καὶ ἀθεΐας. Ἡ σύγχρονη ἄρνηση καὶ ἀθεΐα μᾶς ἦρθε ἀπὸ τὴ Δύση.
 
Καταλαβαίνει λοιπὸν ὁ καθένας πόσο σημαντικὴ εἶναι ἡ συμβολὴ τοῦ ἡσυχαστικοῦ κινήματος γιὰ τὴ διαμόρφωση τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητάς μας καὶ αὐτοσυνειδησία μας. Γιά μᾶς τοὺς ὀρθοδόξους ὁ ἡσυχασμὸς εἶναι ταυτισμένος μὲ τήν ἀνόθευτη καὶ ἀπαραχάρακτη χριστιανική μας πίστη καὶ ζωή. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε στὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι ἁγίασαν καὶ θεώθηκαν ἐπειδὴ ἦταν ἡσυχαστές, δηλαδὴ ἀγωνίστηκαν νὰ γίνουν μέτοχοι τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, διὰ τῆς ὀρθῆς πίστεως, τῆς καθάρσεως ἀπὸ τὰ πάθη, τῆς ἀδιάλειπτης καὶ καθαρῆς προσευχῆς, διὰ τοῦ καθαροῦ βίου, καὶ τῆς μετοχῆς στὴν ἁγιαστικὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας μας.
 
Ποτὲ δὲν ἔπαψε νὰ βιώνεται ὁ ἡσυχασμὸς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, τὴ γνήσια, τὴν ἀληθινή, τὴ μοναδικὴ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Θυμίζουμε, πὼς καὶ στὰ δύσκολα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ἔχουμε ἀνάλογο ἡσυχαστικὸ κίνημα, τὸ λεγόμενο κίνημα τῶν Κολλυβάδων, μὲ ἐπίκεντρο τὸ Ἅγιο Ὄρος. Καὶ τότε ἦρθαν βλαβερὲς ἐπιδράσεις ἀπό τὸ χῶρο τῆς αἱρετικῆς Δύσης, μέσῳ τῶν παπικῶν καὶ προτεσταντῶν ἱεραποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν εἰσβάλλει στὸν ὀρθόδοξο τουρκοκρατούμενο χῶρο γιὰ νὰ ἀλλοιώσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας καὶ νὰ μᾶς προσηλυτίσουν στὰ δικά τους δόγματα, νὰ ἀλλοιώσουν τὴν ὀρθόδοξη ζωή μας μὲ τὰ δικά τους ἔθιμα. 
 
Τότε ἐγέρθηκε ὡς ἰσχυρὸς κυματοθραύστης τὸ κολλυβαδικὸ κίνημα καὶ ἀπέτρεψε αὐτὸν τὸν κίνδυνο. Ἀλλὰ καὶ οἱ σύγχρονοι ἅγιοί μας, ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ἅγιος Νικόλαος Πλανᾶς, ὁ ἅγιος Παναγῆς Μπασιάς, ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ ἅγιος Νικόλαος Ἀχρίδος, ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος, ὁ ἅγιος Καλλίνικος κ.α.  καὶ οἱ μεγάλοι λογοτέχνες Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Κόντογλου καὶ ἄλλοι ὑπῆρξαν συνεχιστὲς τοῦ ἡσυχαστικοῦ καὶ κολυβαδικοῦ πνεύματος. Αὐτὴ εἶναι μιὰ τρανὴ ἀπόδειξη ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία μας, μόνη αὐτή, ἔχει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ποὺ ὑπάρχει σὲ αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν ὁδηγεῖ εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν διασώζει ἀκέραιη καὶ ἀλώβητη ἀπὸ τίς πλάνες, τίς αἱρέσεις καὶ τίς παραχαράξεις, διότι ὅπως τονίζουμε ἀδιάκοπα, ἡ ἀλήθεια εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴ σωτηρία μας, χωρὶς τὴν ἀλήθεια, ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας σωτηρία δὲν ὑπάρχει. Ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας σωτηρία δὲν ὑπάρχει, ὅπως διακήρυξε ὁ ἅγιος Κυπριανὸς Καρθαγένης, ὁ μεγάλος αὐτὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας.
 
Ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας δὲν λείπουν οἱ ἐπικριτὲς τοῦ Ἡσυχασμοῦ καὶ τοῦ Κολλυβαδικοῦ Κινήματος. Σύγχρονοι θεολογοῦντες καὶ μή, στερούμενοι τῆς γνήσιας ὀρθοδόξου πνευματικότητας, συγχέουν τὴν ἡσυχαστικὴ πνευματικότητα καὶ τῶν πρακτικῶν της μὲ τίς ἀρχές, τίς δοξασίες καὶ τίς πρακτικὲς τῶν ἀνατολικῶν θρησκευμάτων καὶ κύρια τοῦ Ἰνδουισμοῦ καὶ τοῦ Βουδισμοῦ. Τὴν ἡσυχία τὴ συγχέουν μὲ τὴν ἀπόκοσμη ἀπομόνωση τῶν γκουρού.  Τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὴν μονολόγιστη εὐχή, μὲ τὸν ὑπερβατικὸ διαλογισμό. Ὅμως θέλουν νὰ ἀγνοοῦν ὅτι ὑπάρχει χάσμα ἀγεφύρωτο ἀνάμεσα στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ τὰ σύγχρονα αὐτὰ εἰδωλολατρικὰ καὶ πολυθεϊστικὰ θρησκεύματα.
 
Παρὰ τίς φαινομενικὲς «ὁμοιότητες» κάποιων ἐξωτερικῶν πρακτικῶν, κανένα κοινὸ στοιχεῖο ἔχουν, ὅσον ἀφορᾷ τὴν θεολογία, τὴν ἀνθρωπολογία καὶ τὴ σωτηριολογία. Στὰ ἀνατολικὰ θρησκεύματα δὲν ὑπάρχει ὕψιστος προσωπικὸς Θεός. Δὲν ὑπάρχει κακὸ καὶ καλό, ἀλλὰ τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ ὁρίζει ἀπόλυτα τὸ μοιρολατρικὸ «κάρμα» καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἀπαιτεῖται σωτῆρας. Σωτῆρας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὁ ὁποῖος «σώζεται» διὰ τῶν ἀσκήσεων τῆς γιόγκα καὶ τοῦ ὑπερβατικοῦ διαλογισμοῦ. Ὁ γιόγκι ἀπομονώνεται, γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν «ἀρνητικὴ ἐνέργεια» τῶν ἀνθρώπων καὶ γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς «αὐτολύτρωσής» του. Ἀντίθετα στὴν ὀρθόδοξη ἡσυχαστικὴ παράδοση ὁ ἡσυχαστής, πιστεύει στὸν προσωπικὸ Τριαδικὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ ἐναποθέτει σ᾿ Αὐτόν, μὲ ταπείνωση καὶ συντριβὴ τὸν ἁμαρτωλὸ ἑαυτό του. Δὲν ἀπομονώνεται γιὰ νὰ «ἀπαλλαγεῖ» ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ ἀπερίσπαστος ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια, στὴν συνάντησή του μέ το Θεό. Ἡ ἀγάπη του γιὰ ὅλο τὸν κόσμο ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἀέναη προσευχή του γι᾿ αὐτόν. Ἡ ἡσυχία, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλὰ τὰ μέσα γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἑνώσεως μέ τὸν Θεὸ καὶ τὴν θέα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του.
 
Ἴσως ἀναρωτηθοῦν πολλοί: Ἡ ἡσυχαστικὴ ζωὴ καὶ οἱ πρακτικές του, ἀναφέρονται στοὺς μοναχούς, αὐτοὶ μποροῦν καὶ πρέπει νὰ εἶναι ἡσυχαστές. Ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε στὸν κόσμο καὶ εἴμαστε ἐπιφορτισμένοι μὲ ὑποχρεώσεις προσωπικές, οἰκογενειακές, ἐπαγγελματικὲς κλπ καὶ ἀντιμετωπίζουμε δυσκολίες καὶ προβλήματα τῆς καθημερινότητας, δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἡσυχαστές, ποὺ σημαίνει δὲν μποροῦμε νὰ γίνουμε μέτοχοι τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ θεόπτες. Αὐτὸ εἶναι μιὰ λαθεμένη ἀντίληψη. 
 
Ὁ κάθε χριστιανός, ἀνεξάρτητα ἂν ζεῖ στὸν κόσμο, ἢ σὲ μοναστήρι ἢ στὴν  ἔρημο, καλεῖται νὰ κάνει τὸ δικό του ἀγῶνα γιὰ κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη του, τὴν ἀπόκτηση ἀρετῶν, νὰ καλλιεργήσει τὴν πίστη του καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του στὸ Θεό. Νὰ ἔχει συνειδητὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωή, νὰ βρίσκεται σὲ συνεχῆ μετάνοια, νὰ ἐξομολογεῖται νὰ κοινωνὰ τακτικά, νὰ ἐκκλησιάζεται, νὰ προσεύχεται μὲ κατάνυξη, νὰ νηστεύει, γιὰ νὰ παίρνει δύναμη στὸν ἀγῶνα του. Νὰ μελετᾷ το λόγο τοῦ Θεοῦ. Νὰ βρίσκεται σὲ συνεχῆ ἐγρήγορση καὶ γενικὰ νὰ ἀναθέσει τὴ ζωή του στό Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸ Θεό, νὰ γίνουμε μέτοχοι τῶν ἄκτιστων ἐνεργειῶν του καὶ νὰ τρέφουμε τὴ βεβαία ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης, ὁ στοργικός μας Πατέρας, θὰ ἐκτιμήσει τὴν προσπάθειά μας, θὰ τὴν εὐλογήσει καὶ θὰ τὴν ἀξιοποιήσει γιὰ τὸ συμφέρον ἡμῶν τῶν παιδιῶν του.
 
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου