(Θεολογικὸ σχόλιο στὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ
Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας κορυφαῖος ἑορτολογικὸς σταθμὸς τοῦ ἐνιαυτοῦ, διότι ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ ὅλων τῶν ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Τὸ ἴδιο ἀποτελεῖ καὶ ἀπαρχὴ ὅλων τῶν σωτηριωδῶν γεγονότων, τὰ ὁποῖα ἔγιναν γιὰ τὴν ἀπολύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα ἑορτάζουμε λαμπρῶς τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ στὴν πάναγνη σάρκα τῆς Ἁγίας Παρθένου, ὥστε δι᾿ Αὐτοῦ νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Τὴ μεγάλη αὐτὴ ἡμέρα ἔχουμε τὴν ἐκπλήρωση τῆς πιὸ ἐλπιδοφόρας ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρωπότητα. Ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι γενάρχες μας παράκουσαν τὴν θεία ἐντολὴ στὴν Ἐδὲμ καὶ προτίμησαν τὸ δρόμο τῆς ἁμαρτίας, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ὁ ἀπόλυτα ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ἔδωσε τὴ μεγάλη ὑπόσχεση, πὼς σὲ μελλοντικοὺς χρόνους θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ὁ «Γιὸς τῆς Γυναίκας» γιὰ νὰ δώσει τέλος στὸ κράτος τοῦ διαβόλου καὶ νὰ λυτρώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος. «Καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σου καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς. Αὐτὸς σοῦ τηρήσει κεφαλήν, κεντρίσεις ἐσὺ αὐτοῦ πτέρναν» (Γέν. 3,17).
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὡς τὸ τελειότερο καὶ ἐκλεκτότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὡς «εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσις» αὐτοῦ (Γέν. 1,26). Πλάστηκε νὰ ζεῖ αἰώνια μέσα στὴ χάρη καὶ τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, ἀτέρμονο βίο ἄπαυτης εὐδαιμονίας. Αὐτὴ τὴ σημασία ἔχει ἡ βιβλικὴ διήγηση περὶ τοῦ κήπου τῆς Ἐδὲμ (Γέν. 2ο κεφ.). Ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε κακὴ χρήση τῆς ἐλεύθερης βούλησής του καὶ προτίμησε τὸ κακό. Ὁ ἀρχέκακος διάβολος τὸν παρέσυρε στὴν πτώση καὶ τὴν καταστροφή. Αὐτὸ τοῦ στέρησε τὸν παράδεισο, δηλαδὴ τὴν παρουσία καὶ τίς ἀκένωτες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ.
Μέγα χάσμα ἀνοίχτηκε ἀνάμεσά τους (Ἐφ. 2,13). Ἡ ἁγία Γραφὴ ἀναφέρει συμβολικὰ πὼς οἱ πρωτόπλαστοι διώχτηκαν ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς Ἐδὲμ καὶ δύο ἀγγελικὰ ὄντα τάχθηκαν νὰ φυλάγουν μὲ πύρινες ρομφαῖες τὴν πύλη του, γιὰ νὰ μὴν μποροῦν νὰ τὴν παραβιάσουν αὐτοί. Τὸ ἀτέλειωτο δρᾶμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἄρχισε!
Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα τότε κάθισαν ἀπέναντι ἀπὸ τὸν κῆπο τῆς τρυφῆς καὶ θρηνοῦσαν γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τοὺς βρῆκε. Ἀναλογίζονταν τὴν πρότερη εὐδαιμονία τους, τὴν σύγκριναν μὲ τὴν τωρινὴ δυστυχία τους, προέβλεπαν τὸ μέλλον ζοφερὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔκλαιγαν γοερά. Τὰ καυτά τους δάκρυα πότιζαν τὴν ἄνυδρη γῆ καὶ οἱ σπαραχτικὲς κραυγές τους ἔσπαζαν τὴν ἠρεμία τῆς ἐρήμου.
Ὅμως δυστυχῶς ὁ θρῆνος τῶν πρωτοπλάστων δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα μεταμέλειας γιὰ τὴν ἀνυπακοὴ καὶ τὴν ἀνταρσία τους κατὰ τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἦταν πράξη μετάνοιας καὶ αἴτημα συγγνώμης πρὸς τὸ Θεό, ἀλλὰ ὠφελιμιστικὸς σπαραγμός. Δὲ θρηνοῦσαν γιὰ τὴ χαμένη ἀθωότητα καὶ ἁγιότητα, ἀλλὰ γιὰ τὴ χαμένη ὑλικὴ εὐμάρεια τοῦ παραδείσου. Οὔτε ἕνας λόγος μετάνοιας δὲν ἀκούστηκε ἀπὸ τὰ χείλη τους! Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας λένε πὼς ἂν ἐκείνη τὴν τραγικὴ στιγμὴ οἱ προπάτορές μας μετανοοῦσαν εἰλικρινὰ καὶ ζητοῦσαν ταπεινὰ συγγνώμη ἀπὸ τὸν ἀπόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θὰ εἶχαν ἀποκατασταθεῖ στὴν πρότερη τῆς πτώσεως κατάστασή τους. Ἔσχατη καὶ ἐχθίστη κατάληξη γιὰ ἐκείνους καὶ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος ἦταν ὁ θάνατος, ὡς «ἔσχατος ἐχθρός» (Α΄ Κορ. 15,26). Ὁ σκοτεινὸς Ἅδης, τὸ βασίλειο τοῦ διαβόλου, ἦταν τὸ αἰώνιο δεσμωτήριο ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ὁ «ἀντίδικος» εἶχε σὲ κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία. Κανένας δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν σώσει, παρὰ μονάχα ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός του!
Τὴ σωτηρία του ἀνέλαβε, σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο σχέδιο, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὁποίου ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, διὰ τῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Λουκ. 1,35), σαρκώθηκε ἄνευ σπορᾶς ἀνδρὸς στὴν ἁγία γαστέρα τῆς Παρθένου Μαρίας (Ματθ. 1,20). Ὁ ἀπόλυτα ἅγιος Θεός, παρακινούμενος ἀπὸ ἄμετρη ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, δέχθηκε νὰ ταπεινωθεῖ τόσο πολὺ ὥστε νὰ ὑποστεῖ τὴν ἀνθρώπινη κυοφορία καὶ γέννα.
Ἡ ἀνθρώπινη φύση, ὅμως, εἶχε τραυματισθεῖ καὶ ἐξαχρειωθεῖ ἀπὸ τὴν πτώση καὶ τὴν ἁμαρτία. Ὁ κάθε ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση εἶναι φορέας τοῦ λεγομένου προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, τὸ ὁποῖο νοεῖται στὴν ὀρθόδοξη θεολογία μας ὡς βαρύτατο πνευματικό, ἠθικὸ καὶ σωματικὸ τραυματικὸ ἕλκος, καὶ ὄχι ὡς προσωπικὸ ἁμάρτημα, τὸ ὁποῖο ἐξαλείφεται κατὰ τὴν ὥρα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Ἡ Παναγία μας ἔφερε καὶ αὐτὴ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὡς μέτοχος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνειος τόνισε πὼς «οὐ ἑτέρως γεγεννημένη (ἡ Ἁγία Παρθένος) παρὰ τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν, ἀλλὰ καθὼς πάντες ἐκ σπέρματος ἀνδρὸς καὶ μήτρας γυναικός» (PG42,748) καὶ ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἐπισημαίνει: «Ἀδελφὴ γὰρ ἡμῶν ἡ Μαρία, ἐπεὶ καὶ πάντες ἐκ τοῦ Ἀδὰμ ἐσμέν» ( PG26,1061b). Ὅμως, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, μὲ τὴν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἡ ἁγία Κόρη καθαρίστηκε ἀπὸ τὸν ψυχοσωματικὸ αὐτὸ ρύπο καὶ κατόπιν σκήνωσε σὲ Αὐτὴ ὁ Ἅγιος Θεὸς Λόγος. Ἀπὸ τότε ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ κεχαριτωμένη στοὺς αἰῶνες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς χαρακτηρίζει τὴν Παναγία ὡς «ἱερωτάτη περιστερά, ἀκεραία καὶ ἄκακον ψυχὴν καὶ τῷ Θεῷ καθιερωμένην Πνεύματι» (Δαμ. γ΄,2), «θυγάτριον ἱερώτατον, τὸ λαθόντα πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ» (Α΄ 7). Τὴν Παναγία Παρθένο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «καθαῖρον αὐτὴν καὶ δύναμιν δεκτικήν τῆς τοῦ Λόγου Θεότητος παρέχον, ἅμα δὲ καὶ γεννητικήν» (Γ΄ 14).
Ἐπισημαίνουμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας στὴν ἄκρα καὶ αἰώνια ἁγνότητα, καθαρότητα καὶ ἁγιότητα τῆς Ἁγίας Παρθένου, τὴν ὁποία ἀρνοῦνται πολλοὶ κακόδοξοι καὶ ὑβριστές Της. Ἡ Παναγία μας ὑπῆρξε ἁγνὴ παρθένος, μὲ τὴν εἰδικὴ καὶ γενικὴ σημασία τοῦ ὅρου, σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή Της, γι᾿ αὐτὸ τὴν ἀποκαλοῦμε Ἀειπάρθενο. Γι᾿ αὐτὸ στὸ θεσπέσιο αὐτὸ ποίημα ὑμνεῖται συνεχῶς ὡς «Νύμφη ἀνύμφευτη».
Ἡ σύλληψη τοῦ Κυρίου δὲν ἔγινε μὲ φυσικὸ τρόπο, ὅπως γεννιοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ «εὑρέθῃ ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» (Ματθ. 1,19). Ὁ προαιώνιος Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ σκήνωσε στὸ τίμιο καὶ ἁγνὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου χωρὶς τὴ μεσολάβηση ἀνδρός, μὲ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος (Λουκ. 1,35). Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ βασικότερα δόγματα τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως, τὸ ὁποῖο ἀποτυπώθηκε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως γιὰ ὁμολογία τῶν πιστῶν.
Ἄν, σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ σύλληψη τοῦ Κυρίου μας γινόταν διὰ σπέρματος ἀνδρός, ὁ Χριστὸς θὰ ἔπαιρνε τὴν τραυματισμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση καὶ θὰ ἦταν ἐξάπαντος φορέας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Αὐτὸ θὰ εἶχε ὡς συνέπεια τὴν ἀδυναμία Του νὰ γίνει σωτῆρας τοῦ κόσμου, διότι καὶ ὁ Ἴδιος θὰ εἶχε ἀνάγκη σωτηρίας. Ἀντίθετα μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε τὴν ὥρα τῆς συλλήψεως πραγματικὴ ἀναδημιουργία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ νέος Ἀδὰμ καὶ στὸ θεανδρικό Του πρόσωπο ἔχουμε τὴν δημιουργία νέου τύπου ἀνθρώπου ἀληθινοῦ καὶ ἁγίου, ἀσύγκριτα ἀνώτερου τοῦ πρώτου χοϊκοῦ καὶ πτωτικοῦ Ἀδάμ. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ ἀντιπροσωπεύει τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο τῆς πτώσεως καὶ τῆς φθορᾶς καὶ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ἀντιπροσωπεύει τὸν νέο ἄνθρωπο τοῦ θεοειδοὺς καὶ θεοφόρου, ποὺ εἶναι προορισμένος νὰ θεωθεῖ ἐν Χριστῷ (Α΄ Κορ. 15,46-48).
Αὐτὰ ὅμως ἀποτελοῦν ὕψιστες ἀλήθειες καὶ γιὰ νὰ τίς κατανοήσει κάποιος θὰ πρέπει νὰ ἀνοίξει τὴν καρδιά του νὰ εἰσέλθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὥστε νὰ βιώσει αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ἡ προσπάθεια ὀρθολογικῆς κατανόησης εἶναι μάταια. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας» (Α΄ Κορ. 1,21).
Τὸ ἱερὸ κείμενο ἀναφέρει πὼς «ἐν δὲ τῷ μηνὶ τῷ ἕκτῳ ἀπεστάλῃ ὁ ἄγγελος Γαβριὴλ ὑπὸ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ἡ ὄνομα Ναζαρέτ, πρὸς παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ὦ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαυίδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ, καὶ εἰσελθὼν ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτὴν εἶπε· χαῖρε κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί. Ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθῃ ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος. Καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτή· Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ. Καὶ ἰδοὺ συλλήψη ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,26-33). Ἡ εὐλογημένη Κόρη ἀπόρησε καὶ ρώτησε τὸν οὐράνιο ἀγγελιοφόρο: «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;» (Λουκ. 1,34). Ἔχοντας ὑπόψη Της τοὺς φυσικοὺς νόμους, θεώρησε παράδοξη καὶ ἀφύσικη τὴν κύησή Της. Ἡ γέννηση τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅλων των ζωντανῶν πλασμάτων εἶναι προϊὸν ἑτερόφυλων μείξεων. Ὁ ἄρχων τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων Γαβριήλ, διαβλέποντας τὴν δικαιολογημένη ἀπορία Της, τῆς εἶπε: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ» (Λουκ. 1,35). Καὶ συνέχισε ὁ μέγας ἀρχάγγελος: «οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα» (Λουκ. 1,37).
Ἡ ἀπορία τῆς Παρθένου Μαρίας τὴν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ (Λουκ. 1,30) δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀπιστίας, τὸ ἀντίθετο μάλιστα. Ἡ ἄνευ σπορᾶς σύλληψη καὶ κυοφορία εἶναι μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονὸς στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Εἶναι ἀνατροπὴ τῶν νόμων τῆς φύσεως, εἶναι τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Θεοτόκος, ὡς ἄνθρωπος καὶ Αὐτή, ἐξέφρασε τὴ δικαιολογημένη ἀπορία Της πρὸς τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ. Ἄν ἡ ἀπορία Της ἦταν ἀπιστία θὰ θεωροῦσε τὸ γεγονὸς ὡς μιὰ ψευδαίσθηση, μιὰ ψεύτικη ὀπτασία καὶ δὲν θὰ ἔδινε τὴ μεγάλη συγκατάθεση: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1,38). Ὁ ἀποφασιστικὸς αὐτὸς λόγος τῆς Θεοτόκου ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς ὑλοποιήσεως τοῦ θείου σχεδίου γιὰ τὴ σωτηρία του κόσμου. Ὑποθετικά, ἂν ἡ Παρθένος Μαρία ἀρνιόταν νὰ γίνει μητέρα τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀναστέλλονταν καὶ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὅμως Ἐκείνη πλημμυρισμένη ἀπὸ ἀκράδαντη πίστη, γεμάτη ταπείνωση καὶ ὑπακοὴ στὴ θεία ἐντολή, θέλησε νὰ γίνει ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, νὰ γεφυρώσει τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ ἐπανενώσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Ποιητή Του.
Ἡ καλὴ ἀγγελία τῆς ἔλευσης τοῦ Μεσσία δὲν Τῆς προκάλεσε ἰδιαίτερη ἔκπληξη, διότι ἡ ἁγνὴ Παρθένος τῆς Ναζαρὲτ ἀνῆκε στὴν μικρὴ μερίδα τῶν εὐσεβῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι μελετοῦσαν τίς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ περίμεναν ἐναγωνίως τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ. Ἡ Θεοτόκος εἶχε γαλουχηθεῖ ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς γονεῖς Της καὶ τὸ εὐσεβὲς ἱερατεῖο τοῦ Ναοῦ, ὅσο καιρὸ βρισκόταν ἐκεῖ, γιὰ τὴν ἀναμονὴ τοῦ Σωτῆρα. Ἁπλὰ ἡ ἀναγγελία τοῦ ἐρχομοῦ Του πλήρωσε τὴν ἁγνὴ ψυχή Της μὲ ἀνείπωτη χαρὰ καὶ οὐράνια ἀγαλλίαση.
Ἡ ταπεινὴ Παρθένος, βαπτισμένη καὶ λουσμένη ἀπό τὴν χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, δέχτηκε τὴν ρήση τοῦ Γαβριὴλ (Λουκ. 1,38). Αὐτὴ ἡ σωτήρια συγκατάθεση ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Σὲ ὑποθετικὴ ἐρώτηση, ἂν ἡ Θεοτόκος δὲ συναινοῦσε καὶ δὲν ἀποδέχονταν νὰ γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Σωτῆρα μας, ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου θὰ ἦταν ἀδύνατη καὶ ἡ σωτηρία ἀπραγματοποίητη. Τὸ ἱερότατο στόμα τῆς Θεομήτορος ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀντιπροσώπευε ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ τὴν ἀγωνία του νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου. Κατὰ συνέπεια ἡ Θεοτόκος, μετὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό, εἶναι τὸ πρωταγωνιστοῦν πρόσωπο στὸ ἔργο τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας λένε πὼς ἂν ὁ Θεὸς προσέφερε ὡς ὑπέρτατο δῶρο στὴν ἀνθρωπότητα τὸν Υἱό Του γιὰ τὴ σωτηρία της, ἡ ἀνθρωπότητα ἔδωσε ὡς δῶρο την Παρθένο Μαρία, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ γεμάτη ταπείνωση συγκατάθεσή της νὰ γίνει συνεργὸς στὸ ἔργο τῆς ἀπολυτρώσεως εἶναι μέρος τῆς ὑπέρτατης δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν πεσόντα ἄνθρωπο! Βεβαίως ἡ συγκατάθεσή της αὐτὴ δὲν ἦταν χωρὶς συνέπειες. Στὴν ὑπόλοιπη ζωή της δὲ ζοῦσε πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας. Καὶ ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τὴν προφητεία τοῦ θεοδόχου Συμεῶνος, γεύτηκε τὴ ρομφαία νὰ ξεσκίζει τὰ σπλάχνα της, βιώνοντας ὡς μητέρα, τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ υἱοῦ της, ἤτοι: «αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. 2,35)!
Ὡς ὀρθόδοξοι πιστοὶ στεκόμαστε μὲ δέος μπροστὰ στὸ ἱερότατο πρόσωπο τῆς Θεομήτορος, διότι ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾷται (καί) ἀπὸ τὴ δική της ὑπέρτατη συμβολὴ στὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Στὰ πάναγνα σπλάχνα της ἀναδημιουργήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση μας στὸ θεῖο πρόσωπο τοῦ Λυτρωτῆ μας Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ τὴ μεγάλη ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἑορτάζουμε λαμπρὰ τὴ θεία ἐνανθρώπηση, δοξάζοντας τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ μεγαλύνοντας τὴν Ἀειπάρθενο.
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
ΣΗΜΕΡΟΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΤΩΝ ΣΟΔΟΜΩΝ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΣΩΣΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΙΝ!
ΑπάντησηΔιαγραφή