Ὅταν βιώνεις καθημερινὰ τὴν ἀβεβαιότητα γιὰ τὴν ἐπιβίωσή σου· ὅταν βλέπεις τὰ προβλήματα ὄχι μόνο νὰ μὴν ὁδηγοῦνται σὲ κάποια λύση, ἀλλὰ νὰ διογκώνονται· ὅταν εἶσαι ἀναγκασμένος νὰ συμβιώνεις ἢ νὰ συνεργάζεσαι μὲ ἀνθρώπους δύστροπους, ἄδικους, σκληρούς, φθονερούς· ὅταν δύσκολες ἀσθένειες ἢ καὶ αὐτὸς ὁ φοβερὸς θάνατος ἐπισκέπτονται ἀγαπημένα σου πρόσωπα· ὅταν κι ἐσὺ ὁ ἴδιος ἔρχεσαι ἀντιμέτωπος μὲ πειρασμοὺς καὶ θλίψεις χωρὶς νὰ διαφαίνεται κάποια διέξοδος… Ὁπωσδήποτε τότε δοκιμάζεται ἡ ὑπομονή σου. Κι εἶναι φυσικὸ νὰ ἀναρωτηθεῖς: «Ἐπιτέλους, πόση ὑπομονὴ νὰ κάνω ἀκόμη; Δὲν ἀντέχω! Πόσο ἄλλο ὑπομονή;».
Βέβαια, εὔκολα θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι θὰ περάσει ἡ δυσκολία. Πότε ὅμως; Τὸ πότε θὰ περάσει, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ. Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη ξεπεραστεῖ σύντομα ἡ δυσκολία, μήπως δὲν θὰ ἔρθει ἄλλη; «Κοιλάδα κλαυθμῶνος» (Ψαλ. 83, 7) εἶναι ἡ ἐπίγεια ζωή μας, γεμάτη ἀπὸ θλίψεις καὶ στενοχώριες. Τὸ ζητούμενο ἑπομένως δὲν εἶναι νὰ μάθουμε τὸ πότε θὰ τελειώσει ἡ κάθε δοκιμασία, ἀλλὰ τὸ πῶς θὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε σωστά.