Ἡ ἔλευση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ στὸν κόσμο ἀποτελεῖ μιὰ ἀπὸ τίς λιγοστὲς ἀνάπαυλες χαρᾶς ποὺ δοκίμασε τὸ ταλαίπωρο ἀνθρώπινο γένος στὸ διᾶβα τῆς ἱστορίας του. Αὐτὴ εἶναι ἀποτυπωμένη στὸν ἀγγελικὸ ἄγγελμα τῆς Γεννήσεως στοὺς ἁπλοϊκοὺς ποιμένες τῆς Βηθλεέμ: «ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθῃ ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος» (Λουκ. 2,12). Τὸ ἴδιο ἀποτυπωμένη εἶναι καὶ στὴ θεσπέσια χριστουγεννιάτικη ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας: «Εὐφραίνεστε δίκαιοι, οὐρανοὶ ἀγαλλιᾶσθε, σκιρτήσατε τὰ ὄρη Χριστοῦ γεννηθέντος» (1ο τροπ. τῶν αἴνων). Κι᾿ αὐτὸ διότι ὁ ἀπόλυτα ἀγαθὸς Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἐλέους δὲν ἄφησε τὸ πλάσμα Του αἰώνια καταδικασμένο στὴν ἐπήρεια τοῦ κακοῦ καὶ στὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ἔστειλε τὸ μονάκριβο Υἱό Του, νὰ λυτρώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος, κατατροπώνοντας τὸν ἀντίδικό Του διάβολο, ἐφευρέτη τοῦ κακοῦ καὶ πηγὴ κάθε δυστυχίας. Κατὰ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας: «ἠρρώστησεν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐν Ἀδὰμ διὰ τῆς παρακοῆς τὴν φθορὰν εἰσέδυ τε οὕτως αὐτὴν τὰ πάθη» (P.G.74,788/9) καὶ γι᾿ αὐτὸ σαρκώθηκε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἔρθει στὴ γῆ ὡς μοναδικὸς ἰατρὸς γιὰ νὰ θεραπεύσει τὸν βαρύτατα τραυματισμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ βαθύτατα νοσοῦντα ἀπὸ τὴ φθορὰ ἄνθρωπο. Νὰ τὸν ἀποκαταστήσει στὴν πρὸ τῆς πτώσεως κατάστασή του, ὅτι «πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 5,1) κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Νὰ τοῦ δώσει ξανὰ τὴ δυνατότητα της πρὸς τὸν Θεὸ καθομοίωσής του, ἡ ὁποία εἶχε χαθεῖ μὲ τὴν πτώση καὶ τῆς κατὰ χάριν θεώσεώς του.