Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Mαρτυρία του χασάπη Ελασίτη Σαμαρτζή Νικήτα …. «ήρωα» της Αριστεράς (για να μαθαίνουν οι νεότεροι τι σημαίνει συμμοριτοπόλεμος)


Αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω συνέβησαν πριν φύγουν οι Γερμανοί από την πατρίδα μας και πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος.... 

Φανταστείτε λοιπόν τι έγινε στον συμμοριτοπόλεμο...
(Αν νομίζετε ότι η φρίκη έρχεται μόνο από τα μαχαίρια των τζιχαντιστών που σφάζουν ανθρώπους στην Συρία και στο Ιράκ είστε γελασμένοι)
Ξεχνάτε τους "Ελληνες" κομμουνιστές....

Εξέταση μάρτυρος Σαμαρτζή Νικήτα του Ιωάννου. Κόρινθος 6-3-1945.


Νικήτας Σαμαρτζής του Ιωάννου ετών 33 Γεωργός, γεννήθηκα και κατοικώ εις χωρίον Καλύβια Κορινθίας, άγαμος, εγγράμματος, Έλλην και χριστιανός ορθόδοξος, Ορκίσθηκα επί του ιερού ευαγγελίου κατά τα άρθρα 121 και 124 της Ποινικής Οικονομίας.

Στο στρατόπεδο Μονής Αγίου Γεωργίου έφερναν κρατούμενους από διάφορες περιοχές και τους συνόδευαν οι αποτελούντες την ΟΠΛΑ διαφόρων περιοχών. 

Από το στρατόπεδο τους περνάμε λίγους – λίγους και τους ΕΚΤΕΛΟΥΣΑΜΕ σε διάφορες περιοχές του δασώδους της πέριξ της Μονής και σε μια ΤΡΥΠΑ ΠΟΛΥ ΒΑΘΙΑ που αν ρίξεις μια πέτρα θα μετρήσεις το 16 για να ακούσεις το χτύπο στο υπέδαφος που θα φτάσει. Την τρύπα αυτή τη βρήκα εγώ κατ’ εντολή του Κρητικού ή Πισογιαννάκη όστις δε ξέρω από που το έμαθε ότι υπήρχε τέτοια τρύπα.

Κατά τον Μάιο 1944 πήγαν 9 κρατούμενους αγνώστους και τους οδήγησαν δια μέσου του χωρίου Γκούρα εις Μακριά Λάκα της Ζήρειας και τους εκτέλεσαν με τη βοήθεια του Νικολάου Σταυροπούλου ή Μουσουλίνη από τη Γκούρα. Στην τρύπα που ανέφερα που βρίσκεται στη θέση Κακόβουνι – Ντουρντουβάνα εκτελέσαμε 260 και κατά την εξής σειράν. 

17 κατοίκους Νεμέας, τους πήγαμε εγώ, ο Βλάσης Οικονομόπουλος, ο Σερμπέτης, ο Κρητικός, ο Δασκαλόπουλος, ο Γιάννης Φραγκορράφτης, ο Βλάσης Πρόβος και ο Καραπάνος από τη Νεμέα και ο Μωριάς με έξη αντάρτες που έστειλε το σύνταγμα Βαζαίου, για να λάβει μέρος στις εκτελέσεις.

Αφού ξεκουραστήκαμε είπαμε στους κρατούμενους ότι τους πάμε για την Ταξιαρχία στα Μαζέικα. 0 Καραπάνος με τον Κρητικό και τον Μωριά πήγαν στη τρύπα. Εκεί οδηγούντο δύο – δύο δήθεν για ανάκριση και χωρίς να αντιλαμβάνονται οι άλλοι, τους εκτελούσαν οι Μωρίας, Κρητικός, Καραπάνος κατά τον εξής τρόπο: 

Τους γδύναμε τελείως και με το μαχαίρι τους έκοβαν το λάρυγγα και τους έριχναν μέσα στην τρύπα. Τα ρούχα που παίρνανε τα πήγαιναν στην περιφερειακή Επιτροπή που ήταν στο Μπούζι και έπειτα στη Λαύκα και τα φορούσαν τα διάφορα μέλη της οργανώσεως. Τότε εγώ δεν έλαβα μέρος στην εκτέλεση.

Την άλλη μέρα πήραμε άλλους τριάντα από το στρατόπεδο μεταξύ των οποίων και ο Αθανάσιος Ρεκουνιώτης και η Ελένη Καραλή από τα Καλύβια. Φύγαμε στις 4 το πρωί και με δεμένα τα χέρια τους με σχοινιά τους πήγαμε στην ίδια τρύπα. Εκτελέστηκαν κατά τον ίδιο τρόπο από τους ίδιους. 

Εγώ δεν εκτέλεσα και αυτή τη φορά. Έπειτα από 3-4 μέρες πήραμε από το στρατόπεδο μεταξύ των οποίων οι περισσότεροι από το Βαλτέτσι Τριπόλεως και τους οποίους έστειλε στο στρατόπεδο το Σύνταγμα του Βαζαίου και τους πήγαμε στην τρύπα με δεμένα τα χέρια.

Εκεί τη προτροπή του Μωργιά και με πιστόλι στα χέρια με ανάγκασαν κι έσφαξα κι εγώ. Κατά την εκτέλεση παρίστατο και ο Βλάσης Οικονομόπουλος, αλλά και αυτός δεν έσφαξε, μόνον πήρε τα ρούχα των εκτελεσθέντων, που του έδωσε ο Πισογιαννάκης. 

Έπειτα από 7-8 μέρες πήραμε από το στρατόπεδο άλλους 35-37 δεν θυμάμαι ακριβώς, μεταξύ των οποίων ήσαν ο Βλάσης Ρομπόκος γιατρός Γκούρας, Γεώργιος Γεωργίου. Κι αυτούς τους πήγαμε δεμένους. 

Τότε έκλεισε η ομάδα του Μωριά και την εκτέλεση με μαχαίρι την έκαναν ο Θύμιος Γιόκας, Σερμπέτης ή Γλυκός, ο Βλάσης Πρόβος, Νικόλαος Δάσκαλόπουλος από Κακούρι, Βλάσης Οικονομόπουλος και εγώ.


Έπειτα από αρκετές μέρες και μάλιστα κατά μήνα Ιούλιο 1944 μεταφέρθηκαν από το στρατόπεδο και εκτελέστηκαν στην τρύπα 48 που οι περισσότεροι ήσαν από το Φενεό, μεταξύ των οποίων και ο Αλέξανδρος Χαρλαύτης και οι δύο υιοί του Αργύρης και Γιάννης. 

Επίσης o Κωνσταντίνος Δάρης και ο υιός του ο Φαρμακοποιός Νίκος Λαδάς, Νίκος Μητρόπουλος, η Αθανασία Μπαλή, Παπα-Παναγής Χαρλαύτης κάτοικοι Γκούρας, το ζεύγος Τσεκρέκη, Δημ. Ψαχούλιας ή Βολιαρίτης από το Μεσινό, ο Παπαγιωργόπουλος και ο υιός του Γιάννης Τσούλης, o Κολοβός και η κόρη του από τα Καλύβια, Γρηγόρης Καπέλος κι ο αδερφός του ο Δάσκαλος, Ηλίας Σταματόπουλος κάτοικοι Φονιά, Κατσαούνης από Γκιόζα, Φεντσής, Σωτήρης Κακκαβάς από τη Σιβίστα κλπ που δεν θυμάμαι.

Αυτών των 48 η εκτέλεση γινόταν με τον εξής τρόπο : Έλεγαν στον καθένα να πέσει κάτω κι αν αρνιόταν τον κτυπούσαν με γλωσσίδι καμπάνας. Τους χτυπούσε ο Σίμος πίσω στο κεφάλι κι όταν έπεφταν κάτω τους έσφαζαν. Την άλλη μέρα πήρανε άλλους 37-38 αν θυμάμαι ακριβώς. Τότε δεν ήρθε ο Σίμος αλλά ο Πισογιαννάκης. Οι 38 ήσαν από τη Νεμέα, τους έφερε ο Θύμιος με τον Απόστολο Καραΐσκο και άλλους που δεν τους γνωρίζω στο στρατόπεδο και αυτούς εκτελέσαμε με τον ίδιο τρόπο, πρώτα τους χτυπούσαμε με το γλωσσίδι κι έπειτα τους σφάζαμε με μαχαίρι.

Ο Βασ. Κατσηρμάς πήρε μια μέρα τη κόρη του Χαρ. Κολοβού που μετά εκτελέστηκε και της είπε Ασπασία να πάμε μαζί το φαγητό στο μοναστήρι κι όταν μετά από συνεννόηση με το Στρατοπεδάρχη ο Κασαλμάς την έπιασαν και τη σκότωσαν. Μια μέρα ήρθε στο στρατόπεδο ο Όθωνας Τζανέλος, ο Νίκος Σταυρόπουλος, ο Γιώργης ο Κατσελάς, ο Γιάννης Λύρας του Ανασ. συζήτησαν με το στρατοπεδάρχη κι έφυγαν. Μετά 2-3 μέρες έφερε ο Κοτσελάς τους συλληφθέντες της Γκούρας. Τα κειμήλια της μονής Αγίου Γεργίου Φενεού μάζεψαν να τα φυλάξουν οι μοναχοί και τα έκρυψαν στο καταφύγια της Μονής.

Ο στρατοπεδάρχης Σίμος τα ανακάλυψε και τα πήρε για να ενισχύσει τα οικονομικά του κόμματος. Από τους καλόγηρους της μονής έσφαξαν το μοναχό Αρσένιο διότι έδειξε κάποιο ταγάρι με γράμμα στους κατοίκους του Στενού. Τον πήραν με άλλους έξη καλογήρους και τους έσφαξαν στην τρύπα.

Συνεργοί στη σφαγή των καλογήρων ήσαν και κάτοικοι των Καλυβίων για να αρπάξουν την περιουσία της μονής. Τους συλληφθέντες και εκτελεσθέντες της Γκούρας έφερε στο μοναστήρι ο Γιώρ. Κοτσελάς με δυο άλλους και τους παρέδωσε στο στρατοπεδάρχη Σίμο και βοηθό Πισογιαννάκη. 

Ο Γ. Κοτσελάς παρέδωσε κι ένα φάκελο για τους κατηγορούμενους στον στρατοπεδάρχη. Τον ιερέα της Γκούρας Παπα-Χαρλαύτη τον εκτέλεσε στην τρύπα ο Κ. Σερμπέτης ή Γλυκός και μάλιστα τον χτύπησε με μαχαίρι διότι εκστόμισε μια κατάρα και συνέχεια τον χτυπούσε με το μαχαίρι έως ότου τον αποτελείωσε.

Ο Μοίραρχος Αθ. Δρούγκας

Κόρινθος 9 Μαρτίου 1945

Πηγή: agiasofia
ΑΒΕΡΩΦ



Παρακάτω σας παραθέτω την μαρτυρία ενός δραπετεύσαντος της σφαγής του Βασίλη Δωρή ο οποίος αναφέρει μάλιστα τον δολοφόνο Σαμαρτζή ως Σαρματζή... 


7 Ιουλίου 1944. Ήταν ημέρα Παρασκευή, όταν δύο αντάρται του Ε.Λ.Α.Σ. ήλθαν εις το σπίτι μας εις το Δούκα του Άργους, και εζήτησαν κατόπιν διαταγής του καπετάν Γραβιά (Ανδ. Φρούσιου εκ Νεμέας) Α΄ Γραμματέως του Κ.Κ. επαρχίας Άργους, εδρεύοντος εις το χωρίον Εξοχή, το αδερφό μου Σωτήριον και τον γαμβρόν μου Γεώργιον Διαμαντήν. 

Τους θέλει, μας είπαν, ο Γραβιάς, δια μίαν ανάκρισιν. Το κλητήριον αυτό του Γραβιά σαν να μας έβαλε εις υποψίαν και ανησυχήσαμε κάπως, πράγμα που το αντελήφθησαν και αυτά τα σκυλιά οι αντάρται και επιχείρησαν να μας καθησυχάσουν, λέγοντας μας, ότι δεν συμβαίνει τίποτε: απλώς θα έχη να μας ερωτήση, κάτι ο καπετάνιος. Και έτσι με τον ευγενέστερον τρόπον επήραν τους δύο. 

Εγώ όμως, βλέπων τους αδερφούς μου να φεύγουν καθ΄ ον τρόπον και τόσοι άλλοι, οι οποίοι δεν ξαναγύρισαν, έβαλα εμέσως το κακό στο νού μου και άρχισα ν΄ ανησυχώ και δια τον εαυτόν μου. Πράγματι δε την επομένην, Σάββατον πρωϊ πρωί, εδέχθην την επίσκεψην ενός αντάρτου του Φρουραρχείου του χωριού μου, ονόματι Μήτσος, Βουλγαρικής καταγωγής και δύο άλλων απεσταλμένων επίσης του Γραβιά, οι οποίοι μου εδήλωσαν, ότι έχουν διαταγήν, να με συνοδεύσουν μέχρι την Εξοχήν, δια να συμπληρώσω την ανάκρισιν των άλλων δύο αδερφών μου.

Αμέσως εκατάλαβα τους σκοπούς, διότι εγνώριζα καλά τας κομμουνιστικάς δολιότητας και από νούν μου επερνούσαν διάφορες σκέψεις φοβερές δε εικόνες επλημμύριζαν την φαντασίαν μου. Εσκέφθην προς στιγμήν, να μην υπακούσω και να τους φύγω, διότι όπως είπα, τας συλλήψεις διενήργουν με δόλον και τεχνάσματα και ως εκ τούτου δεν εφαίνοντο και τόσον αυστηροί, αλλά ενελογίσθην τας συνεπείας δια τους λοιπούς οικείους μου και ιδίως διά τους δύο πρώτους, οι οποίοι θα με εθεώρουν υπεύθυνον της σφαγής των που θα εγίνετο οπωσδήποτε. 

Εζύγησα τα πράγματα και τους ηκολούθησα. Με ωδήγησαν εις το χωρίον Εξοχή και με έκλεισαν εις την εκκλησίαν-κρατητήριον, όπου ήσαν και άλλοι πολλοί κρατούμενοι από τα πέριξ χωριά, καθώς και ο αδελφός μου με τον γαμβρόν μου.

Τους ηρώτησα, εάν τους παρουσίασαν στον Γραβιάν και μου είπαν όχι, πράγμα βέβαια που δεν μου έκανε εντύπωσιν, διότι εγνώριζα ότι δεν πρόκειται περί ανακρίσεως. Είχα ιδεί τόσους και τόσους να περνούν προς τα βουνά, δια να ανακριθούν, οι οποίοι τώρα δεν υπήρχαν πλέον στη ζωή. 

Μόνον ο αδερφός μου και ιδίως ο γαμβρός μου δεν ήθελαν να καταλάβουν! Ενόμιζαν οι δυστυχείς, ότι αυτό το κάθαρμα ο Γραβιάς, που είχε κοιμηθή πολλές φορές στο έρημο το σπίτι μας, δεν ήτο δυνατόν να μας κάνη κακό. Τα φίδια όμως, και τοιούτος είναι όλος ο κομμουνιστικός υπόκοσμος, δεν πιάνονται φίλοι.

Εμείναμε κλεισμένοι στην εκκλησία, περιμένοντας τι θα γίνη, όταν περί το μεσημέρι εκάλεσαν ονομαστικώς 11, μεταξύ των οποίων και εμάς τους τρείς, τον Κωνστ. Τσέλιον από τα Τσιπιανά, τον Παπασωτηρίου από την Νεμέαν και έξι γυναίκες. 

Με τρόμον και αγωνίαν επεριμέναμε, να ιδώμεν τι θα μας κάνουν. Είχα το φόβο της εκτελέσεως, διότι την περασμένη νύχτα κατά τον ίδιον τρόπο επήραν τρείς Νεμεάτες, τους οποίους «έφαγαν τα ρέμματα». Εγνωρίζαμε άλλωστε, ότι η Εξοχή είναι το μεγαλύτερο σφαγείον. 

Εκεί είχαν σφαγή ο ιατρός Αθ. Καρράς, η σύζυγός του Αγγελική, ο Ιωάννης Μητάς, ο ιερεύς Παπαγεωργίου με την κόρη του και πλήθος άλλων αθώων Ελλήνων. Αλλά εμάς μας έβαλαν εμπρός διά την Ταξιαρχίαν, όπου θα ανακριθούμε και θα μας αφήσουν ελευθέρους.

Μας παρέλαβον τρία πρωτοπαλλήκαρα της Ο.Π.Λ.Α.: ο Θύμιος από το Κριεκούκι της Αττικής και δύο άλλοι από το χωρίον της ορεινής Κορινθίας Γκιόζα. Εις τον Θύμιον ενεχύρισε προσωπικώς ο Γραβιάς κλειστόν έγγραφον δια τον δήθεν Ταξίαρχον με την προφορικήν διαταγήν να μας πάη μέχρι τέρμα και να γυρίση. 

Αυτό δε το κτήνος ο Γραβιάς, όταν φεύγαμε μας είπε τα εξής με τερατώδη ειρωνίαν: «άντε παιδιά, είσαστε τυχεροί, που θα πάμε στην ταξιαρχία, είναι καλός ο Ταξίαρχος και θα σας απολύση όλους»! πράγματι δε με τα ενθαρρυντικά αυτά λόγια των κακούργων επήραμε θάρρος. 

Εμένα όμως με έτρωγαν τα φίδια, είτε διότι ήταν τυχερό μου να ζήσω, είτε διότι εγνώριζα καλύτερα από τους άλλους την κομμουνιστικήν θηριωδίαν. 

Διότι και άλλην φοράν, όταν διέλυσαν την αντάρτικην ομάδα των Εθνικιστών του όρους Φαρμακά Άργους, εις την οποίαν υπηρετούσα ως αντάρτης, θα με εξετέλουν με το ξύλο εις την Εκκλησίαν του χωρίου «Κεφαλόβρυσον», αλλά με έσωσε το χωριό με την επέμβασίν του. Και διότι με είχαν στο μάτι εξ αιτίας της αντιρήσεως μου να καταταγώ αντάρτης εις τον δολοφονικόν στρατόν των.

Μας εγνώριζαν επίσης καλά όλους, ότι δεν τους συμπαθούσαμε και ότι είμεθα εθνικών φρονημάτων, συνεργαζόμενοι στενώς με την Αγγλικήν αποστολήν. Όλα λοιπόν αυτά τα γεγονότα με έπειθον, ότι μας πηγαίνουν για μαχαίρι. Εις μάτην όμως προσεπάθουν να πείσω και τον αδερφόν μου και τον γαμβρόν μου. 

Εκείνοι δεν ήθελαν να πιστεύσουν τα τραγικά, που μας επερίμεναν. Μάλιστα ο γαμβρός μου έλεγε, ότι στην Ταξιαρχία θα εύρουμε τόσους γνωστούς αξιωματικούς από την ομάδα των εθνικιστών και οι οποίοι προσεχώρησαν στον Ε.Λ.Α.Σ, ιδιαιτέρως τον αρχηγόν Ταγμ/χην Βαζαίον, αυτόν τον αρχιπροδότην, που κρατείται τώρα εις τας φυλακάς Κορίνθου. 

Δι΄ αυτό, ενώ μας έτυχαν καθ΄ οδόν πολλές ευκαιρίες -και να τους σκοτώσουμε ακόμη- δεν τας εξεμεταλλεύθημεν. Εξαιρέσει μόνον μιάς γυναίκας από την Νεμέαν ονόματι Ευσταθίου, η οποία έβλεπε το δίκοπο μαχαίρι του Θύμιου και την έπιανε ρίγος, οι άλλοι ήσαν αισιόδοξοι. 

Δεν θα ξεχάσω δε τον Τσέλιον ο οποίος εις όλον τον δρόμον ετραγουδούσε με όλη την λεβεντιά, που διακρίνει τους Τσιπιανίτες. Που να ήξευρε ο άμοιρος, ότι δια να μεταβή από το χωριό του εις το γειτονικό χωριό Νεοχώριον, δια ν΄ ανταλλάξη πατάτες με βούτυρον, έπρεπε, σύμφωνα με τους κομμουνιστικούς νόμους, να έχη άδειαν από την Ν.Κ.Β.Δ., άλλως θα υποστή την ποινήν του θανάτου.

Αυτό θα πη Λαοκρατία, διά την οποίαν τότε τόσον λαύρως διεκήρυσσον, αυτό είναι δημοκρατία διά την οποίαν τώρα «τα δίνουν όλα» οι οπαδοί της. Και έτσι με την νύχτα, διά να φθάσωμε εις το Μοναστήρι-στρατόπεδον επί των υπωρειών του Χελμού, το οποίον απέχει μίαν ώραν από το χωρίον Καλύβια της Φενεού εις την δυτικήν Κορινθίαν, εις τας 7 το βράδυ. 

Εκεί ηύραμε και άλλους γνωστούς, τον βαλκανιονίκην ιατρόν Πετρόπουλον, τον συγχωριανόν μας Γεωργ. Καπετάνον, τον εκ Νεμέας ιατρόν Τομαράν και πολλούς άλλους πάσης ηλικίας και φύλλου, ιδίως γυναίκες και μικρά παιδιά από το Βαλτέτσι της Τριπόλεως, καθώς και άλλους από Νεμέαν, Βόχαν, Ακράταν κ.λ.π. Επίσης εκεί μας συνάντησε και ένας δικηγόρος από το Άργος, ο οποίος προσεποείτο τον κρατούμενον.

Αλλά αυτό ήτο ψέμα, διότι ήτο μεγάλος κομμουνιστής και ήτο ελεύθερος εις το στρατόπεδον και εγνώριζε τα συμβαίνοντα εκεί. Μάλιστα τον ηρώτησα, εάν είδε τους εκ Λυρκείας φίλους μου Γεωργ. Χονδρόπουλον, καθηγητήν Καπετανόπολον, Γεωργ. Παπαγεωργίου και Αντ. Νάσσην και μου είπε ότι επήγαν στην Ταξιαρχίαν προ τριών ημερών. Δυστυχώς ο εκκληματίας αυτός είναι ελεύθερος και αγορεύει υπέρ των συντρόφων του εις τα Δικαστήρια. 

Μας έκλεισαν όλους εις τα υπόγεια του Μοναστηριού, όπου εκρατούντο πάρα πολλοί. Η κατάστασις εκεί μέσα ήτο άθλια: ψείρα, κακό… Ερωτήσαμε τους άλλους τι γίνεται και μας είπαν, ότι κάθε βράδυ διώχνουν δέκα είκοσι δια την Ταξιαρχίαν, ενώ εν τω μεταξύ έφερναν άλλους. Φαίνεται, ότι δεν εκαταλάβαιναν όλοι τα συμβαίνοντα, διότι τα κατάφερναν οι φύλακες τόσον καλά και μυστικά, που δεν ημπορούσες να καταλάβης. Δεν θα ξεχάσω δε την νύχτα εκείνην της 9ης προς την 10ην Ιουλίου, που περάσαμε στα υπόγεια του Μοναστηρίου καπνίζοντες τσάϊ ξερό, δια να μας περνά η πίκρα. Είμαστε τελείως νηστικοί από δύο ημερών.
 
Εις τας δύο την νύκτα ήλθαν οι φύλακες-δήμιοι κάποιος Δασκαλόπουλος από το Κακούρι της Μαντινείας και ένας Οικονομόπουλος από τα Καλύβια και εφώναξαν 20 ονόματα, μεταξύ των οποίων και εμένα, τον αδερφόν μου Σωτήριον, τον γαμβρόν μου Διαμαντήν, τον Πετρόπουλον, τον Καπετάνιον, την Νεμεάτισσαν Ευσταθίου και άλλους από την Ακράταν και την Κορινθίαν. 

Ακολούθως μας παρουσίασαν εις κάποιον αξιωματικόν, ο οποίος μας εδιάβασε μίαν αναφοράν με τας υπογραφάς μερικών συγχωριανών μας κομμουνιστών και άλλων κομμουνιστών-στελεχών της περιφερείας μας, του βουλευτού της Π.Ε.Ε.Α., του αρχηγού του εφεδρικού ΕΛΑΣ, του περιφερειακού καθοδηγητού και στο κάτω μέρος φαρδειά πλατειά του Γραβιά, διά της οποίας κατηγορούμεθα ως αντιδραστικοί, διότι διατελέσαμεν εθνικισταί αντάρται, διότι συνεργαζόμεθα με τους Άγγλους και τα τοιαύτα. 

Μας διαβεβαίωσεν όμως κυνικώτατα το κάθαρμα αυτό, ότι στον Ταξίαρχο που θα πάμε, θα απολογηθούμε και θα μας απολύσουν, διότι δεν είναι βαρειά η κατηγορία μας. Μετά ταύτα μας ωδήγησαν εις την πύλην του Μοναστηρίου, όπου ένας αγροφύλαξ από τα Καλύβια, ο Νικήτας Σαρματζής, μας έδεσε οπισθάγκωνα έναν, έναν, ενώ ένας άλλος ο Βλάσσης Πρόβος από το Μούλκι, μας εφρούρει κρατών προτεταμένον αυτόματον. 

Εις ερώτησίν μας, διατί μας δένουν μας απήντησεν: «μη φοβόσαστε παιδιά, επειδή είναι μακρυά η Ταξιαρχία, σας δένουμε όσο είναι νύχτα, δια να μην φύγη κανείς και βρούμε το μπελά μας, άμα φωτίση θα σας λύσουμε». Και έτσι τα ανθρωπόμορφα τέρατα μας έσυραν στο σφαγείον σαν αρνιά.

Μας διέταξαν να βαδίσουμε. Είμεθα 20, εκείνοι δε 7 από τους οποίους εγνώριζα τον Δασκαλόπουλον, τον Οικονομόπουλον, τον Σαρματζήν και τον Πρόβον. Οι άλλοι τρείς σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά ήσαν κάποιος Αντώνης(καπετάν κεραυνός) και κάποιος Κωνστ. Γλυκός από το Στόμιον της Κορινθίας. 

Επήραμε τον δρόμον προς Καλύβια. Εβαδίζαμε σιγά σιγά, διότι είμεθα δεμένοι και ήταν νύκτα. Επεράσαμε νύχτα ακόμη το ποτάμι που τρέχει στους πρόποδας του Χελμού και ξημερώνοντας ανεβαίναμε τον ανήφορο προς το Κακκοβούνι. 

Εκάναμε πολλές στάσεις διότι είμεθα κουρασμένοι και τελείως νηστικοί. Μερικοί από εμάς το είχαν καταλάβει, ότι μας πηγαίνουν για εκτέλεσι, εγώ δε το έλεγα καθαρά, ότι δεν έχουμε ελπίδα. Μάλιστα όταν εκάναμε στάση επρόσεχα, μήπως μας βάλουν με τα αυτόματα.

Ας σημειωθή, ότι δεν μας έλυσαν, όταν εφώτισε απ΄ αυτό δε άρχισαν να υποψιάζωνται όλοι. Αυτά τα σκυλιά όμως έδιναν θάρρος και αυτό βέβαια, δια να βαδίζωμε γρήγορα, δια να γυρίσουν εκείνοι πίσω. Δεν εδίναμε όμως σημασίαν στα λόγια των, εγώ δε προσπαθούσα να λυθώ δια να τους φύγω. Πράγματι το έβαλα βαθειά στο μυαλό μου, ότι πρέπει να κάμω το παν. Επρόκειτο περί ζωής ή θανάτου. 

Γι΄ αυτό επίεζα συνεχώς τα χέρια μου και σε λίγο κατόρθωσα ν΄ απαλλαγώ από το σχοινί που με είχαν δέσει. Έκρυβα όμως τα χέρια μου κρατώντας τα οπίσω σκεπασμένα με το σακκάκι μου, και ανεζήτουν ευκαιρίαν να φύγω. Ο αδελφός μου με είδε, ότι είχα λυθεί και προσπαθούσε να λυθή και εκείνος, ενώ ο γαμβρός μου δεν ήθελε να πιστεύση, ότι μας πηγαίνουν για εκτέλεση και μας συνεβούλευε να μην φύγουμε, διότι θα ήταν χειρότερα. 

Με είδαν όμως πριν προφθάσω να το βάλω στα πόδια και με έδεσαν σφιχτότερα και με επρόσεχαν. Τότε πλέον τα έχασα.
Ενόμιζα ότι δευτέρα φορά δεν θα μπορέσω να λυθώ, δια να φύγω όπως όπως. Το προσωπό μου είχε γίνει χλωμό και εις μάτην προσπαθούσα να αποδιώξω τον νούν μου από την φρίκην του θανάτου. 

Όταν αντίκριζα το τεράστιο μαχαίρι, που ήταν κρεμασμένο στη μέση του Θύμιου, με έπιανε ρίγος. Έρριχνα μια ματιά προς τα οπίσω, στα βουνά που περάσαμε, που δεν θα τα ξανάβλεπα και μ΄ έπιανε κρύος ιδρώς.

Ενθυμόμουνα το σπίτι μου, τον μικρόν μου αδερφόν Νίκον, ο οποίος δυστυχώς δεν είχε καλυτέραν από τον Σωτήρην τύχην. Εσκεπτόμουν τα νιάτα μου και την ζωήν μου, που θα την έχανα χωρίς να βλάψω κανένα, τα λόγια των Άγγλων της αποστολής λοχαγών Κέλλα και Φρέϊζερ, που μου έλεγαν, ότι θα με πάρουν Αγγλία, όταν λήξη ο πόλεμος και οι οποίοι τώρα σαπίζουν μαζί με τους ιδικούς μας εις το Κακκοβούνι. 

Μου εφαίνετο σαν νύχτα, διότι τα μάτια μου είχαν θολώσει. Η αγριότης της φύσεως, η ερημιά, η χαράδρα με τρόμαζαν. Σμήνη από κοράκια επετούσαν επάνω από την χαράδρα, ενώ η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη μυίγες. Ο αδερφός μου προσπαθών να τις αποδιώξη, διότι δεν μπορούσε να τις υποφέρη, ετίναζε το κεφάλι του συνεχώς. Από όλους έβγαιναν βαθείς αναστεναγμοί.

Υπό τας συνθήκας αυτάς, ενώ ο ήλιος του Ιουλίου άρχισε να καίη, διότι είχε φθάσει εννέα η ώρα, αναβαίναμε τον ανήφορον του μαρτυρίου. Σε μια στιγμή όμως, ενώ εβαδίζαμε και φαίνεται ασυναισθήτως επίεζα τα χέρια μου, κατάλαβα ότι μπορούσα να λυθώ πάλιν. Το κατόρθωσα να λυθώ, που και τώρα ακόμη μου φαίνεται απίστευτον. 

Αλλά η Παναγία, που την μελετούσα σ΄ όλον τον δρόμο, μου έδωσε δύναμιν. Ήδη ήμουν έτοιμος να σαλτάρω στον κατήφορο, αλλά αυτά τα παλιόσκυλα με παρακολουθούσαν. Πάντως το είχα πάρει απόφασιν να φύγω οπωσδήποτε και ας με σκότωναν με σφαίρα. Ήταν προτιμότερη η σφαίρα από το μαχαίρι. 

Έδωσα θάρρος και εις τον αδερφόν μου και του είπα να επιχειρήση να λυθή, δια να φύγουμε μαζί, οπότε ήταν ευκολότερον, διότι θα τους εδημιουργούσαμε σύγχυσιν και ποιος ξεύρει, εάν είχαν τύχην και μερικοί άλλοι, αλλά εκείνος μου απήντησε με πνιγμένη φωνή ότι είναι σφιχτά δεμένος. 

«Φύγε, μου λέγει, Βασίλη, να προλάβης τον Νίκον, γιατί και εκείνον θα τον πάρουνε, και να πής τα μαντάτα μας». Ηπόρησα πως με τόσο θάρρος μου εμίλησε ο αδελφός μου, διότι τα μάτια του επέταξαν φωτιές. Ήταν φαίνεται οι τελευταίες αναλαμπές του. 

Αίφνης και ενώ ψιθυρίζαμε τα τελευταία λόγια με τον αδελφόν μου, μας διέταξαν να σταματήσωμε. Είχαμε φθάσει εις την κορυφήν του Κοκκοβουνίου. Τότε εμείς όλοι εκαθήσαμε χάμω, κάθιδροι όπως είμαστε σαν τα θολωμένα ψάρια. Δύο δήμιοι, ο Θύμιος και ο Σαρματζής φέροντες μαζί των και ένα αυτόματον, άλλαξαν πορείαν στρέψαντες μάλλον προς τα οπίσω. Αμέσως κατάλαβα ότι κάπου εκεί κοντά θα γίνη το πανηγύρι. Δρόμος δεν διακρίνετο διά να νομίση κανείς ότι εκεί κοντά είναι καταυλισμός και μάλιστα Ταξιαρχίας.

Άρχισαν να παίρνουν δύο-δύο με την δικαιολογίαν, ότι θα ανακριθούν και θα γυρίσουν για να πάνε άλλοι και ούτω καθεξής, μέχρις ότου τελειώσουν όλοι. Ο αδελφός μου, ο οποίος παραδόξως, όπως είπα, είχε πάρει θάρρος, βλέπων τα πράγματα, ερώτησε έναν από τους Φρουρούς μας: «συναγωνιστήν εδώ ούτε δρόμο βλέπουμε, ούτε Ταξιαρχία, σαν να μας μυρίζη μαχαίρι». 

Εκείνος δε απάντησε: «μη φοβόσαστε παιδιά, εδώ είναι γκοτζάμου Ταξιαρχία, θα πάρετε και συσσίτιο»!. Εγώ όμως προσπαθούσα να εύρω την κατάλληλην ευκαιρία να φύγω. Το είχα πάρει απόφαση να τους φύγω, σαν τον Αποστόλην Μπάρλαν από την Φρουσούναν και τον ανάπηρον Παν. Αγγελόπουλον από το Βρούσι της Επαρχίας μας, όπως και το κατάφερα, αλλά υπό συνθήκας δυσμενεστέρας από εκείνους. 

Γι΄ αυτό είχαμε μείνει σκοπίμως τελευταίοι από όλη τη παρέα μας. Μόνον ο ιατρός Πετρόπουλος είχε προπορευθή. Ήταν ο μακαρίτης ανυπόμονος και επήγε πρώτος, φαίνεται από τη συνήθεια να έρχεται και εις τους αγώνας, που έδωσε στη Σόφια και στο Βελιγράδι πρώτος. Εδώ όμως οι ομοεθνείς συναγωνισταί τον έριξαν εις τον πάτο του βαράθρου.

Ο γαμβρός μου με τον συγχωριανόν μας Γεωργ. Καπετάνιον ήσαν όπισθεν μας και εκάθηντο αμίλητοι, διότι ο τόσον αισιόδοξος γαμβρός μου επίστεψε πλέον, ότι δεν ξαναβλέπει τα παιδιά του, αφού δεν έβλεπε να ξαναγυρίζη κανείς από τους πρώτους.

Ήλθε και η σειρά εμένα και του αδερφού μου, ο οποίος ετέθη πρώτος. Μόλις δε απεμακρύνθημεν ολίγον και δεν εφαινόμεθα από τους εναπομείναντας, μας έβαλαν τα πιστόλια εις το κορμί και μας διέταζαν απειλητικά να προχωρήσουμε. Τότε εγώ τους λέω «βρέ συναγωνισταί γιατί μας σκοτώνετε, τι σας εκάναμε; Ανακρίνετέ μας, τουλάχιστον». 

Εκείνος αντί απαντήσεως μου εβλασφήμησε τα θεία και μου έδωσε μερικά κτυπήματα εις το κορμί με κλάρα ελάτου που κρατούσε για να στηρίζεται, διότι το μέρος ήτο απόκρημνον. Εσκέφθην αμέσως να το βάλω στα πόδια, διότι, όπως είπα, ήμουν λυμένος και έκρυβα τα χέρια μου κάτω από το σακκάκι, αλλά υπήρχε φόβος να σκοτωθώ εις τους βράχους. Έσφιγγα την καρδιά μου κι έριχνα το βλέμμα μου παντού, ο δε αδελφός μου ήταν πράσινος από το φόβο του.

Εβαδίσαμε 50-60 μέτρα ακόμη και επήραμε τον κατήφορο προς την χαράδρα, όταν σε μια στιγμή ακούω τον αδελφόν μου να φωνάζη με απελπισίαν:
«αααχ νειάτα μου, σπιτάκι μου, αντίο κόσμε!!!!» (ήτο ηλικίας 27 ετών άγαμος). 

Φαίνεται ο δυστυχισμένος αντίκρυσε το σφαγείον, διότι και εγώ αμέσως με ένα βλέμμα προς τη χαράδρα, είδα τους δύο δημίους τον Θύμιον και τον Σαρματζήν ακουμπισμένους εις ένα έλατον με τα μανίκια ανασκουμπωμένα και εκάπνιζαν!! Τι αποκτήνωσις Θεέ μου!! Κατά γης δε δύο ανθρώπινα κεφάλια νωπά και πιο πέρα άλλα δύο. Όλο δε το έμπροσθεν των έδαφος κατακόκκινο από τα αίματα. 

Σώματα δεν είδα διότι, όπως κατάλαβα καθώς και εκ των σχετικών ανταποκρίσεων αποδεικνύεται, τα σώματα τα έριχναν αμέσως εις την τρύπαν, τα δε κεφάλια τα έριχναν, όταν εμαζεύοντο πολλά, δια να μη σκύβουν και τους πονέση η μέση! Από εκείνην τη στιγμή έπαυσα να αισθάνομαι.

Το αίμα μου είχε ανέβει στο κεφάλι και το πρόσωπό μου είχε αγριέψει. Αμέσως με μια υπεράνθρωπη δύναμη, που μόνο η Παναγία μπορούσε να μου δώση, χωρίς καλά καλά να το καταλάβω τι έκανα, ετίναξα αστραπιαίως μια δυνατή γροθιά εις το πρόσωπον του συνοδού μου και ερρίφθην στον κατήφορον. 

Είναι δε τόσον απότομος ο κατήφορος, ώστε ερρίφθην σχεδόν εις το κενόν, το οποίον δεν έλαβα υπ΄ όψει. Πάλη μεταξύ ζωής ή θανάτου! Οι δήμιοι με απεχαιρέτησαν με μερικές πιστολιές και δύο ρυπάς αυτομάτου όπλου και με τη φράσιν «άστε τον, δεν πειράζει, ένας λιγότερος». Το τι έπαθε ο αδελφός μου μετά ταύτα μόνον ο Θεός ξεύρει και θα τους τιμωρήση.

Εγώ μόνον, όταν αργότερα συνήλθα, ενόμισα (σαν όνειρο) ότι άκουσα ένα μούγκρισμα του αδελφού μου. Ο γαμβρός μου και ο Γεώργιος Καπετάνιος δεν αποκλείεται να κατάλαβαν, ότι κάποιος από τα δύο αδέλφια έφυγε και ποιος ξεύρει τι τους είπαν αυτά τα βρωμόσκυλα ή τι θα έπαθαν και εκείνοι βασανιζόμενοι. 

Εγώ έτρεχα με τόσην ταχύτητα, που απορώ, πως δεν έγινα χαλκομανία στα πυκνότατα έλατα. Το μόνον που έπαθα είναι, ότι έπεσα μέσα εις ένα θάμνον και έσπασα το αριστερό μου χέρι. Αυτό όμως δεν με εμπόδισε να σηκωθώ και να συνεχίσω τον δρόμον μου. Απεμακρύνθην αρκετά από το σφαγείον και τότε κατάλαβα ότι ζώ. 

Και διά να χάσουν τα ίχνη μου, διότι ενόμιζα ότι με κυνηγούν, έστρεψα πάλιν προς το βουνό, επειδή θα έμπαινα στα χωράφια και θα με έβλεπαν οπότε αλλοίμονό μου! Δεν εστενοχωρούντο βέβαια, που θα γλύτωνε ένας Έλλην, αφού θα εσκότωναν πολλούς συγγενείς μου εις εκδίκησιν, όσον θα επληροφορείτο ο κόσμος τα φρικτά εγκλήματά των και θα εδυσφημείτο ο αγώνας των. Αφού εβεβαιώθην, ότι με είχαν χάσει πλέον και είχα γλυτώσει από τα νύχια της ΟΠΛΑ εμπήκα μέσα εις ένα φουντωτόν κέδρον, διά να συνέλθω.

Η καρδιά μου εκτυπούσε δυνατά, ενώ ο ιδρώς έτρεχε ποταμηδόν. Έκανα τον Σταυρόν μου πολλές φορές και συνησθάνθην τι είχε συμβή. Εθυμήθηκα τον αδελφόν μου, τον γαμβρόν μου, που εσφάγησαν και μερικά δάκρυα πόνου έβρεξαν το προσωπόν μου. 

Έβλεπα τον κάμπο της Φενεού, που είχα περάσει την προηγουμένην, την Τζήρια και τα βουνά της Γκούρας, που όλα ήσαν ένα κομμάτι Ελλάδα και μου εφαίνοντο σαν λυπημένα για το κακό που γίνεται γύρο των. Έβλεπα με τη φαντασία μου τον μικρόν αδελφόν μου Νίκον και ήθελα να κάμω φτερά και να τον γλιτώσω από την σφαγήν, διότι θα εξεδικούντο μέχρι 4ης γενεάς όπως ήταν το πρόγραμμά των.

Έμεινα εκεί μέχρις ότου ενύχτωσε, οπότε άρχισα να βαδίζω μέσα σε ένα δάσος άγνωστο, άγριο, ξυπόλητος, διότι τα υποδήματά μου έμειναν εκεί που έπεσα, τραυματισμένος στα χέρια και τα πόδια. Από ενωρίς είχα επισημάνει τον τόπο και είχα σχεδιάσει την πορείαν μου που θα ακολουθήσω, δια να φθάσω στο Δούκα το ταχύτερον με οδηγόν τα άστρα του ουρανού. 

Ευτυχώς που στο δρόμο μου ηύρα ένα καλύβι, όπου έμενε μια γυναικούλα. Την είχα διακρίνει από το παρατηρητήριό μου και μόλις ενύκτωσε επλησίασσα, για να της ζητήσω ολίγο νερό, διότι είχα σκάσει από την δίψα. 

Η καλή αυτή γυναικούλα, η οποία ονομάζεται Δήμητρα Θανασενάρη και κατοικεί εις το χωρίον «Καλύβια» της Φενεού και εις την οποία εκφράζω δημοσία τας ευχαριστίας μου, μου πρόσφερε άφθονο νερό με ένα τουλούμι κατσικίσιο, ψωμί και προ πάντων με ωδήγησε από πού θα περάσω και πως θα βαδίσω, διά να μην με πιάσουν, διότι αυτά τα σκυλιά είχαν φαγωθή να με συλλάβουν. 

Με τις καμπάνες και τα τηλέφωνα είχαν κινητοποήσει τα φυλάκιά των. Εν πάση περιπτώσει, βαδίζων όλο νύχτα από βουνό σε βουνό έφτασα μετά 4ήμερον πορείαν εις το χωρίον Κεφαλόβρυσον.

Ο σκοπός μου ήτο να σώσω τον μικρόν μου αδερφόν Νίκον. Δυστυχώς λόγω της αφαντάστου τρομοκρατίας και η οποία ενετάθη μετά την φυγήν μου, ιδίως μεταξύ των συγγενών μου, λόγω του απειλουμένου αφανισμού του συγγενολογίου μου, ο κόσμος δεν με εξυπηρέτησε. 

Έστειλα ένα συγγενή μου τον Ανδρέαν Κωστάκην εις το Δούκα δια να πλησιάση τον αδελφόν μου, και αφού του ανακοινώσει τα θλιβερά συμβάντα, να τον πείση παντί τρόπω να φύγη και να έλθη εις αντάμωσίν μου, αφου εγκαταλείψη τα πάντα. Ατυχώς όμως ο δειλός αυτός συγγενής μου εφοβήθη να εισέλθη εις το χωρίον Δούκα, διότι έμενον εκεί αντάρται! Και έτσι εγύρισε άπρακτος, δια να μου προσφέρη και εν ακόμη ποτήριον πίκρας. Δεν είχα όμως εξαντλήσει όλας τας ελπίδας.

Εσκέφθην να διαθέσω τότε τα υπολείμματα των δυνάμεών μου και να επιχειρήσω το τόλμημα να πλησιάσω τον αδελφόν μου, μόνος μου, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Δι΄ αυτό την ερχομένην νύκτα έφθασα εις Δούκα. Ήτο όμως πλέον αργά. 

Ο Νίκος εκρατείτο εις το Φρουραρχείον, τα πρόβατά μας, τα ζώα μας και όλα τα έμψυχα ήσαν συγκεντρωμένα εις την αυλήν του σπιτιού μας. Άλλος καταπέλτης μου ήλθε τότε. Εσκέφθην να επιχειρήσω κανένα παράτολμον πράγμα, να παίξω όλα για όλα, αλλά ήμουν σωματικόν ράκος, όπως αναφέρω ανωτέρω, και δεν είχα στα χέρια μου τίποτα.

Εμηχανεύθην το παν αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η τελευταία μου προσπάθεια ήτο να κτυπήσω την πόρτα ενός ομωνύμου εξαδέλφου μου (το έσχατον μέσον), αλλ΄ εκείνος με αντίκρυσε με τρόπον, διότι είχε πληροφορηθή τα συμβάντα και υπήρχε άμεσος φόβος να το πάρη η μπόρα και αυτόν και με απέπεμψε. Και έτσι επήρα την απόφασιν, ότι ο Νίκος (ήτο 19 ετών) θα ακολουθήση τον δρόμον του Σωτήρη.

Με θλιμμένην καρδιά, απογοητευμένος απεμακρυνόμην από το Δούκα, διότι υπήρχε φόβος να γίνω αντιληπτός από καμμιά περίπολο ή να με αναγνωρίση κανείς από την εντόπιαν κομμουνιστικήν οργάνωσιν και η οποία μας παρέδωσε στους αντάρτας. Εκρύφτηκα εις το απέναντι βουνό Μελιδόνι και ανέμενα να ιδώ τι θα γίνη. 

Πράγματι πρωί πρωί εκάλεσαν όλο το χωριό με την καμπάνα, δια να φέρουν τα ζώα των, προκειμένου να λεηλατήσουν το σπίτι μας. Και έτσι διήρπαξαν τα υπάρχοντά μας μέχρι βελόνας, τους μόχθους πεντηκονταετούς ζωής των γονέων μας, επήραν τα 75 πρόβατα που είχαμε, έβαλαν εμπρός τον τελευταίον βλαστόν του Φιλίππου Δωρή, τον οδυρόμενον Νίκον, αφού άφησαν οπίσω στο πασίγνωστο χάνι του Γεροφίλιππα τους τέσσαρας τοίχους. 

Εκφράζομαι δε με αγανάκτησιν κατά των δύο συγχωριανών μου οικογενειών, διά τον εγκληματικόν των ρόλον, τόσον κατά την ως αντιδραστικών κατηγορίαν μας, την οποίαν αυτοί πρώτοι ενώπιον των ανταρτών ήγειραν δια των υπογραφών των, όσον και διά τον εμπαιγμόν του μελλοθανάτου αδελφού μου Νίκου κατά την κένωσιν της οικίας μας. 

Οι ίδιοι τον παρελθόντα Ιούνιον εφόνευσαν τον δεύτερον γαμβρόν μου Δημ. Κουκούλην και έτσι ανεβίβασαν τους νεκρούς της οικογενείας μου εις τέσσαρας. Όλοι όμως πλην ενός κρατούνται εις τας φυλακάς της Ακροναυπλίας μαζί με τον φίλον τους Γραβιάν και τους λοιπούς συντρόφους των.

Παρηκολούθησα με θλίψιν την συντελουμένην καταστροφήν της οικογενείας του πατρός μου, του οποίου θα έτριζαν τα κόκκαλα και ενεθυμήθην τον πατέρα μου και την μητέρα μου, που δεν εζούσαν, τον αδερφό μου Ευάγγελον εις τας Αθήνας, που δεν ήξευρε τίποτα από όλα αυτά, που συνέβησαν και έκλαψα όσον δεν ημπορούσα πλέον. 

Άκουσα τα κλαυθμυριστά γαυγίσματα του σκύλου, που μόνον αυτός έμεινε από την περιουσίαν μας και ούρλιαζε όλη την ημέρα, σαν να καταλάβαινε τι είχε γίνει, έκλαψα ξανά, έκλαψα μέχρι που εστέγνωσα και επεγνωσμένος έλαβα την άγουσαν δια το Άργος, όπου μετά τίνας ημέρας επληροφορήθην, ότι το εναπομείναν έρημο σπίτι μας το έκαψαν οι Γερμανοί, δια να εξαλειφθή και το τελευταίον ίχνος του παρελθόντος μας. 

Κατέφυγα εις τας Αθήνας και έμεινα πλησίον του εκεί διαμένοντος εναπομείναντος αδερφού Ευαγγέλου, όπυ και εδοκίμασα τον Δεκέμβριον μαζί του όλη την φρίκην του εθνοκτόνου κινήματος τελικώς δε κατετάγην εις την Εθνοφυλακήν.

Αυτά υπήρξαν τα κατορθώματα μιάς εγκληματικής σπείρας εχθρών της Ελλάδος, τους οποίους τόσον ανοήτως υποστηρίζουν πολλοί Έλληνες. Το αίμα όμως αχνίζει ακόμη και δεν είναι μακράν που η οργή του Λαού θα έλθη τιμωρός των αποτροπαίων εγκλημάτων.


Βασίλειος Φιλ. Δωρής
Δούκα Άργους Αύγουστος 1945


πηγή 

  


Κι ένα άρθρο του Σπύρου Χατζάρα για την σφαγή.

Οι ανθρωποσφαγές έγιναν με εντολή του ΚΚΕ Στις 4 Ιουνίου 1945, άρχισε η ανάσυρση των σορών των εκτελεσθέντων από τους κομμουνιστές στο βάραθρο του Φενεού. Το ειδικό συνεργείο του Υπουργείου Δικαιοσύνης , απαρτιζόταν από τους ιατροδικαστές Ι. Λουκόπουλο, Φατούρο, Κωνσταντέλο, και τον αστυνόμο Ν. Χαρλαύτη. Μαζί ήσαν και Αγγλοι.

Η διαδικασία ανάσυρσης στο βάραθρο, ολοκληρώθηκε στις 15 Ιουνίου 1945. Ανασύρθηκαν τότε περίπου 440 πτώματα. Τα 260 αναγνωρίστηκαν από τους συγγενείς τους, και για 180 πτώματα δεν κατέστη δυνατή η αναγνώριση. 

Η σφαγή του Φενεού, είναι επομένως και ιατροδικαστικά ντοκουμενταρισμένη, και δεν πρόκειται για «κραυγαλέα εμφυλιοπολεμικη ρητορική» όπως ισχυρίζονται οι αριστεροί ινστρούχτορες του διαδικτύου που θέλουν όχι τις ιατροδικαστικές εκθέσεις αλλά «πηγές από Ιστορικούς επιστήμονες», (Και μάλιστα με υποτροφία Σόρος αν είναι δυνατό), για να πειστούν.

Η ολοκλήρωση της ανάσυρσης των σορών έγινε ιδιωτικά σε δυο φάσες. Η πρώτη το 1971 και η δεύτερη το 1991, όταν οι σπηλαιολόγοι Νίκος Λελούδας και Στάθης Παυλίδης ανταποκρινόμενοι σε αίτημα συγγενών ανέσυραν και τα οστά των 150 τελευταίων από τον δεύτερο θάλαμο. 

Ποτέ δεν έγινε έρευνα για τον εντοπισμό υπολοίπων ανθρωπίνων σκελετών στην ευρύτερη περιοχή, παρόλο που οι κομμουνιστές ομολόγησαν εκτελέσεις στην χαράδρα του μοναστηρίου του Αγίου Γεωργίου, στο Διάσελο της Ζαρούχλας, στη Μακριά Λάκα της Ζήρειας, και σε περιοχές γύρω από τα χωριά Καλύβια και Γκούρα, και ότι οι εκτελεσθέντες αφήνονταν άταφοι, “για να τους φάνε τα ζώα’….






Το βάραθρο του Κοκκοβουνίου που είναι 6 χιλιόμετρα από το μοναστήρι, το γνώριζε ο εντόπιος Παναγάκης Οικονομόπουλος, κάτοικος του χωριού Φονιάς, ο οποίος ενημέρωσε τον υπεύθυνο του στρατοπέδου του Αγίου Γεωργίου Κρητικό ή Πισογιαννάκη . Στο βάραθρο εκτελέσθηκαν μέχρι το τέλος Ιουλίου περίπου 700, τα πτώματα των οποίων ανασυρθήκαν μέχρι το 1991.

Ο αριθμός των εκτελεσμένων στην γύρω περιοχή είναι άγνωστος. Ο αριθμός εκείνων που πέρασαν από το στρατόπεδο υπολογίζεται στις 3000, εκ των οποίων οι 1200 εξακολουθούν να θεωρούνται αγνοούμενοι. Από τους 1800 οι 700 ρίχτηκαν στο βάραθρο και περισσότεροι από τους άλλους εκτελέστηκαν στη γύρω περιοχή.

Σπύρος Χατζάρας

ΥΓ. Η αριστερή προπαγάνδα του διαδικτύου έφθασε στο σημείο να αναφέρει ότι δήθεν από το βάραθρο ανασυρθήκαν 100 Γερμανοί που είχε εκτελέσει ο ΕΛΑΣ….

ΠΗΓΗ

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για την σφαγή ΕΔΩ

«Πᾶνος»

1 σχόλιο: