Φωτογραφικὸ ὑλικὸ
Γιάννης Κατσέας
Ἕνα ἱστορικὸ ἐκκλησιαστικὸ Μνημεῖο ἐγκαταλειμμένο στὴ φθορὰ τοῦ χρόνου Κοντὰ στὸ χωριὸ Νιβίτσα τῶν Ἁγίων Σαράντα, στὶς ὑπώρειες ἑνὸς ὑποθαλάσσιου λόφου μὲ ἀραιὴ βλάστηση ὑπάρχουν τὰ ἐρείπια τῆς Μονῆς τῆς Κοκαμιᾶς.
Ὁ Π. Ἀραβαντινός προσδιορίζει τὴ θέση του: «Τὸ τῆς Κοκαμιᾶς μοναστήριον ἀφίσταται ὥραν πρὸς νότον ἐκ τοῦ τῆς ἀκρορρίζης καὶ ἕν τέταρτον τῆς ὥρας ἀπέχει τῆς θαλάσσης, ἐπὶ στενωποῦ καὶ πετρώδους κοιλάδος. Φαίνεται ὅτι ἀρχικῶς ἔκειτο κατὰ τὴν ἀκτήν, ὅπου ὁρῶνται ἐρείπια ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου».
Μόνο τὸ καθολικό, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένο στὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου, καὶ τὸ ἡγουμενεῖο διατηροῦν τὴ στέγασή τους (ὄχι σὲ καλὴ κατάσταση). Ἡ Μονὴ Κοκαμιᾶς χτίστηκε τὸν 13ο αἰῶνα. Ὡστόσο, ὅπως γνωμοδότησε ὁ καθηγητὴς Δ. Εὐαγγελίδης, τὰ κτίσματα δὲν εἶναι προγενέστερα τοῦ 17ου αἰ. καὶ μερικὰ εἶναι τοῦ 16ου αἰ.
Τὸ σημερινὸ καθολικὸ ἀνεγέρθηκε στὰ ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ. Τὸ καθολικό, ὅπως μαρτυρεῖ κτητορικὴ ἐπιγραφὴ ἱστορήθηκε τὸ 1672.
Στὴ Μονὴ ὑπῆρχε ἕνα χειρόγραφο Εὐαγγέλιο, σταχωμένο ἀπὸ τὸ 1562, στὸ ὁποῖο ἀποδίδονταν θαυματουργικὲς ἰδιότητες. Ἦταν γραμμένο σὲ φύλλα περγαμηνῆς καὶ διακοσμημένο μὲ μινιατοῦρες μεγάλης καλλιτεχνικῆς ποιότητας. Τὸ Εὐαγγέλιο αὐτὸ ἀγνοεῖται μετὰ τὸ Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ὁ ναὸς εἶναι μικρῶν διαστάσεων, σχεδὸν μικροσκοπικὸς (7x4). Εἶναι τρίκογχος σταυροειδὴς μὲ τροῦλλο καὶ ἔχει καμπαναριὸ στὸ δυτικὸ ἀέτωμα τοῦ ἐξωνάρθηκα. Τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ εἶναι γεμᾶτο ἀπὸ ἁγιογραφίες τοῦ 1672-1674. Οἱ ἁγιογραφίες αὐτὲς ἔγιναν ἀπὸ τὸ ζωγράφο Μιχάλη (κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ζέρμα). Οἱ ἁγιογραφίες αὐτὲς εἶναι μικρὲς καὶ πυκνές, ζωγραφισμένες σὲ τρεῖς κυρίως ζῶνες.
Οἱ φορητὲς εἰκόνες τοῦ ξύλινου τέμπλου ἔχουν συλληθεῖ ἀπὸ ἱερόσυλους, ὅπως καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια.
Τὴν σημερινὴ κατάσταση τῆς Μονῆς περιγράφει εὔγλωττα ὁ ἐρευνητὴς Γιῶργος Γιακουμής, ὁ ὁποῖος ἔχει κάνει μιὰ ὁλοκληρωμένη δουλειὰ γιὰ τὰ τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ χώρου. «Πρόκειται γιὰ ἕνα μελαγχολικὸ πέτρινο συγκρότημα κτισμάτων, γκρεμισμένων ἢ ἐρειπωμένων σήμερα...
Εἰσερχόμενος μέσα στὸν περίβολο ὁ ἐπισκέπτης βλέπει θλιβερὰ χαλάσματα ἄλλοτε ὡραίων πέτρινων οἰκοδομημάτων, διώροφων καὶ εὐρύχωρων, ὅπως ξενῶνα, τραπεζαρία (ὅπου ὑπῆρχαν πρὶν μερικὰ τοιχογραφίες), κελλιά, ἀποθῆκες καὶ ἄλλοι χῶροι».
Πηγή: Νεολαία ΒορειοΗπειρωτῶν
______________________
Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κοκαμιᾶς (Κακομαίας)
Ὁ Παπαδημήτρης, ἢ Δημήτρης Στεφάνου τῆς οἰκογένειας Παπαδημαίων τῆς Νίβιτσας, ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ καὶ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Κοκαμιᾶς σὲ μιὰ ἰδιόχειρη σημείωση στὸ πρῶτο φύλλο τοῦ θαυματουργοῦ Εὐαγγελίου, μὲ ἡμερομηνία Αὐγούστου 1643 μᾶς ἔδινε τὴν πληροφορία ὅτι:
«Σήμερα ἦρθαν μουσαφιραίοι στὸ Μοναστήρι Φράγκοι, οἱ ὁποῖοι βγῆκαν στὴν ξηρὰ κάτω ἀπὸ τὸ μοναστήρι λόγῳ τοῦ ὅτι τὸ "λόβερ" ἡ βάρκα μὲ τρία κατάρτια τσακίσθηκε ἀπὸ τή μεγάλη τραμουντάνα. Οἱ Φράγκοι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χρήματα, ποὺ ἄφησαν στὸ μοναστήρι, ἀφιέρωσαν καὶ μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας»
Ἡ ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου δὲν εἶναι γνωστή, ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα θαυμαστὰ Εὐαγγέλια τοῦ κόσμου. Εἶναι γραμμένο σὲ περγαμηνὴ καὶ μὲ εἰκονογράφηση ἔγχρωμη. Στὴν ἀκτὴ τῆς Κοκαμιᾶς τὸ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν θάλασσα τὰ φύκια καὶ ἀπὸ κεῖ τὸ πῆρε ἕνας βοσκὸς ποὺ ἔβοσκε στὴν παραλία τὰ πρόβατά του.
Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κοκαμιᾶς πίστευαν καὶ Τοῦρκοι. Οἱ Μουσουλμᾶνοι τοῦ Κουρβελεσίου ἔστελναν στὴν Κοκαμιὰ ἀφιερώματα πάμπολλα καὶ μάλιστα ζῶα χοντρὰ καὶ λιανά. Ἔλυναν τὶς διαφορές τους μὲ ὅρκο στὸ Εὐαγγέλιο:
- Θὰ τὸ λύσουμε μὲ ὅρκο στὸ Βαγγέλιο τῆς Κοκαμιᾶς!
Τὸ ἔπαιρναν συχνὰ στὰ χωριὰ γιὰ ἁγιασμὸ καὶ μάλιστα, ὅταν ἔπεφταν ἀρρώστιες στὰ κοπάδια. Στὸ διάστημα τῶν αἰώνων εἶχε περιπέτειες καὶ γι'᾿αὐτὸ οἱ Νιβιτσιῶτες εἶχαν λάβει δρακόντια μέτρα γιὰ τὴ διασφάλιση του. Ἡ φύλαξή του ἀνετίθετο σὲ οἰκογένειες μὲ ἀπόφαση τῶν γενικῶν συνελεύσεων τοῦ χωριοῦ, τῶν ἐφοροεπιτρόπων καὶ τῆς μουχταροδημογεροντίας καὶ ἡ παράδοση γινόταν μὲ πρωτόκολλο γιὰ ὁρισμένο χρονικὸ διάστημα. Ἡ οἰκογένεια ποὺ εἶχε τὴν φύλαξη δὲν ἄφηνε ποτὲ τὸ σπίτι χωρὶς φρουρὰ ἀνδρῶν καὶ τὸ καντήλι ἔκαιγε μερόνυχτα.
Γιὰ νὰ πᾶνε νὰ τὸ προσκυνήσουν στὸ σπίτι, ποὺ φυλαγόταν ἔπρεπε νὰ συνοδεύονται ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ τοὺς ἐφοροεπίτροπους καὶ νὰ τὸ ἀσπασθοῦν μπροστά τους. Προκειμένου νὰ μεταφερθεῖ σὲ ἄλλο χωριὸ κατ᾿ αἴτηση του ἔπρεπε νὰ συνοδεύεται κατὰ τὴ διαδρομὴ ἀπὸ ἔνοπλους φρουροὺς (συνήθως ἀγροφύλακες) τῆς Νίβιτσας καὶ τοῦ χωριοῦ, ποὺ τὸ ζήτησε γιὰ ἁγιασμὸ κι αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ ἀπόφαση τῆς δημογεροντίας. Ἡ παραλαβὴ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, ποὺ τὸ φύλαγε γινόταν μὲ ἱεροτελεστία, ἐνῶ οἱ καμπάνες τοῦ χωριοῦ χτυποῦσαν καὶ ὅλοι οἱ χωρικοί, ὅπου κι ἂν βρισκόντουσαν, ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Τὸ ἴδιο ἐπαναλαμβάνονταν καὶ στὸ χωριὸ ποὺ πήγαινε.
Ἰσχυρὲς φάρες, ποὺ φύλαγαν τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κοκαμιᾶς στὴ Νίβιτσα οἱ ἀδελφοὶ Κυριάκος, Βαγγέλης καὶ Ἀναστάσης Παπαδήμας, Ἰωάννης Δούλης, Γεωργάκης καὶ τὰ παιδιά του, ὁ Πύλιος καὶ Κῶτσο Παπαγκίκας, Γιωργάκης Γκιόκας, Κῶτσο Θωμᾶς, Κῶτσο Κουμής κ.α.
Κατὰ τοὺς δύσκολους καιροὺς τοῦ βαλκανικοῦ πολέμου οἱ κάτοικοι τῆς Νίβιτσας κατέφυγαν πρόσφυγες στὴν Κέρκυρα. Ἐκεῖ μετέφερε καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ὁ φύλακας του ἐκείνη τὴν περίοδο Γιωργάκης Γκιόκας. Ἐκεῖ ὑπῆρχαν πληροφορίες ὅτι σπεῖρα Γερμανῶν ἀρχαιοκάπηλων προσπαθοῦσε νὰ τὸ ἀγοράσει προσφέροντας στὸν φύλακα ἑνάμιση ἑκατομμύριο μάρκα. Ὅμως ἡ φρουρὰ διπλασιάστηκε καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μετὰ τὴν λήξη τοῦ πολέμου γύρισε στὴ Νίβιτσα, ὅπου κινδύνευσε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν ἀρχαία κοιτίδα του καὶ νὰ μεταφερθεῖ στὸ Ἐθνικὸ Μουσεῖο τῶν Τιράνων ἐπὶ τῶν ἀλβανικῶν κυβερνήσεων.
Τρεῖς φορὲς ἐπὶ ὑπουργίας (ἐσωτερικῶν) Μουσά Γιούκα προσπάθησαν οἱ τζαντερμάδες τῶν Ἁγίων Σαράντα νὰ τὸ ἀποσπάσουν ἀπὸ τὴ Νίβιτσα, ὅμως ἀνένδοτοι καὶ σφοδρὴ ἦταν ἡ ἀντίσταση τῆς Νίβιτσας, ποὺ δὲν ἔστεργε νὰ ἀποχωρισθεῖ τὸ φρουρὸ καὶ φύλακα τῆς Νίβιτσας καὶ τῆς περιοχῆς της. Οἱ ἐφοροεπίτροποι Σπύρος Κυριακοῦ, Βασίλης Μούκας, Κῶτσο Παπαγκίκας, Χρῆστος Παπαγκίκας, Νίνο Δουκσπύρης καὶ ὁ πρόεδρος τῆς Κοινότητας Στέφανος Κουμής, ὑπέστησαν φυλακίσεις καὶ ἐκβιασμοὺς καὶ τὸ μετέφεραν οἱ ἴδιοι στὰ Τίρανα. Ἐκεῖ μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Μητροπολίτου Ἀργυροκάστρου σεβασμιωτάτου Παντελεήμονος, τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας Χριστ. Κίσση καὶ τοῦ βουλευτοῦ τοῦ Δελβίνου ὑπουργοῦ τῆς Δικαιοσύνης Χικμέτ Ντελβίνα ματαιώθηκε ἡ μεταφορὰ καὶ ἐπέστρεψε στὴ Νίβιτσα.
Ὡς τὸ Μάρτη τοῦ 1941 φυλαγόταν στὸ σπίτι τοῦ Χαράλαμπου Παπαδήμα. Ἀπὸ κεῖ τὸ πῆραν οἱ Ἕλληνες ἀξιωματικοὶ τῆς 3ης Μεραρχίας, ποὺ εἶχε ἕδρα τὸ Κούδεσι τῆς Χιμάρας, κι ἔκαναν λειτουργία στὶς κρίσιμες ἡμέρες τῶν ὁρμητικῶν ἐπιθέσεων τοῦ Μουσολίνι στὸ μέτωπο καὶ τὸ μετέφεραν μετὰ τὴν κατάρρευση στὴν Ἀθήνα. Ὁ ἀείμνηστος ἀρχίατρος Γεώργιος Δούλης, ἀδελφὸς τοῦ Δημήτρη Δούλη ὑπουργοῦ τῶν Στρατιωτικῶν τῆς Αὐτόνομης Ἠπείρου μερίμνησε καὶ ἀπευθύνθηκε στὸ τμῆμα χειρογράφων τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης.
Γιάννης Κατσέας
Πρόεδρος Σωματείου Ἐπισκευαστῶν Μοτοσυκλετῶν Θεσσαλονίκης
Μέλος Διοικητικοῦ Συμβουλίου Βιοτεχνικοῦ Ἐπιμελητηρίου Θεσσαλονίκης
Μέλος ἕνωσης δημοσιογράφων-φωτορεπόρτερ Μακεδονίας-Θράκης
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου