Ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, στῦλος νεοφανὴς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, συμβούλευε ὅσοι δάσκαλοι ἔχουν ἀναφορὰ στὴν πίστη καὶ τὴν πατρίδα καὶ ἐργάζονται μὲ φιλότιμο καὶ ἀρχοντιὰ γιὰ τὸ καλὸ τῶν παιδιῶν, νὰ ἀναλαμβάνουν τὴν Πρώτη Δημοτικοῦ.
Ἐνδιαφέρον τοῦ προκαλεῖ (τοῦ μαθητῆ) ὁ ἐναρμόνιος κόσμος τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, ποὺ ἐνσαρκώνει ἡ θρησκευτικὴ πίστη, ἡ ἀγάπη τῆς πατρίδας, ἡ ζεστασιὰ τῆς οἰκογένειας, κόσμος, ἐκτὸς τοῦ ὁποίου, τὸ παιδὶ δὲν μεγαλώνει σωστὰ οὔτε στερεώνεται. Αὐτὲς οἱ ἀξίες δὲν εἶναι ἰδεολογήματα, εἶναι τὸ πνευματικὸ λίπασμα ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ ἀναπτυχθοῦν ὁμαλὰ καὶ ἰσορροπημένα.
Πάσχα, τὴν Λαμπρὴ θὰ ἑορτάσουμε σὲ λίγες μέρες.
«Χριστὸς Ἀνέστη ἀληθῶς
καὶ δίδαξε τσ' ἀνθρώπους
πὼς ζοῦν ἐφήμερες χαρὲς
σὲ δανεισμένους τόπους»,
λέει μία θαυμάσια κρητικὴ μαντινάδα, μοσχοβόλημα Ὀρθόδοξης Θεολογίας.
Τί διαβάζουν ὅμως οἱ μαθητὲς γιὰ τὸ πανηγύρι τῆς Χριστιανοσύνης στὰ βιβλία τους, πῶς ἀντιμετωπίζουν τὰ σχολικὰ βιβλία -«οἱ κουρελοῦδες τοῦ διαβόλου»- τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ; Ἴσως γίνομαι κουραστικὸς μὲ τὴν ἐπιμονή μου στὰ βιβλία. Πρέπει ὅμως νὰ πληροφορηθεῖ ὁ κόσμος τὸ κακὸ ποὺ γίνεται στὰ σχολεῖα. Αὐτοκτονοῦμε ἐν θριάμβῳ.
Στὸ Εὐαγγέλιο γράφει πῶς εἶναι καλύτερα νὰ κρεμάσουμε μυλόπετρα στὸ λαιμὸ μᾶς -«μύλον ὀνικόν»- καὶ νὰ καταποντισθοῦμε στὸ πέλαγος, παρὰ νὰ δηλητηριάζουμε «τὰ παιδία». Πολὺ μᾶς κουνᾶνε τὸ χέρι οἱ κυβερνῶντες καὶ καλὸ εἶναι νὰ ποῦμε καὶ τὶς δικές τους πομπές.
Περίσσεψαν οἱ παραινέσεις τους γιὰ κατ᾿ οἶκον προσευχὴ καὶ χριστιανικὴ ἀγάπη καὶ ἀλληλεγγύη, δακρύζουμε ἀπὸ συγκίνηση γιὰ τὸ ἐνδιαφέρον τους -ὅλα αὐτὰ τὰ κάλπικα καὶ ψηφοθηρικά- ὅμως ἡ παιδεία εἶναι βουτηγμένη στὰ λασπόνερα τῆς ἀθεΐας.
Τὸ 1984 τὸ ἡσύχιον καὶ ταπεινὸ «περιβόλι τῆς Παναγίας» μας, τὸ σπουδαιότερο πνευματικὸ κέντρο τῆς ἀνθρωπότητας, ἐπισημαίνει τὴν ὀλέθρια πορεία τῆς Παιδείας, ἐν ὀνόματι κάποιου νεφελώδους προοδευτισμοῦ καὶ ἀβασάνιστου ἐξευρωπαϊσμοῦ καὶ ὁμιλεῖ ἀπερίφραστα καὶ εὐθαρσῶς γιὰ τὴν ἀδίστακτη καταστροφὴ τῶν ἐθνικῶν μας ριζῶν καὶ τὸν ἐπελαύνοντα ἀντιχριστιανισμὸ καὶ ἀφελληνισμό.
Ἀντιγράφῳ τὸ ἀπόσπασμα: «Ἀπὸ πολλὰ χρόνια τώρα γίνεται συστηματικὴ προσπάθεια, διαρκῶς αὐξανομένη, νὰ πολεμηθεῖ ἡ πίστη. Νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα ὁ Χριστός. Νὰ διαστρεβλωθεῖ ἡ ἱστορία μας. Νὰ εὐτελισθεῖ ἡ σημασία τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα, ποὺ τόσο ζεῖ ὁ λαός μας. Νὰ παύσει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Γένους μας. Νὰ καταντήσουν τὰ παιδιὰ εὔκολη λεία κάθε νοητοῦ ἢ φανεροῦ θηρίου». Καὶ οἱ ἐθνοκτόνες αὐτὲς ἐπισημάνσεις τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπαληθεύτηκαν. Συγκεκριμένα καὶ γιὰ τὸ μέγα γεγονὸς τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ:
Στὴν Πρώτη Δημοτικοῦ, ὁ μαθητὴς γνωρίζει τί σημαίνει Πάσχα μέσῳ δύο ποιημάτων. («Γλῶσσα, α' τεῦχος, σελ. 56). Τὸ πρῶτο μὲ τίτλο «Πασχαλινὸ» τὸ ὁποῖο γράφει γιὰ φούρνους ποὺ μοσχοβολοῦν, γιὰ τραπέζια ποὺ κοκκινίζουν ἀπ᾿ τὰ κόκκινα αὐγά, τῆς Ἕλλης Ἀλεξίου. Τὸ δεύτερο μὲ τίτλο «Πασχαλινὰ κουλούρια», δὲν θέλει σχολιασμό. Πουθενὰ ἡ φράση γιορτάζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἕνα «Χριστὸς Ἀνέστη» τέλος πάντων. Στὸ «Ἀνθολόγιο» τῆς ἴδιας τάξης στὴν σελ. 116. Ἕνα χαζοχαρούμενο ποιηματάκι μὲ τίτλο «Ἦρθε ἡ Πασχαλιά», ἕνα δεῖγμα:
«Ἦρθε ἡ Πασχαλιὰ
καὶ τσουγκρίζει αὐγὰ
τὸ μικρὸ παιδάκι»
καὶ στὴν ἑπόμενη σελίδα κείμενο μὲ τίτλο «Τὸ λαγουδάκι τῆς Λαμπρῆς», στὸ ὁποῖο περιγράφεται ὁ ἑορτασμὸς τῆς Ἀνάστασης ἀπὸ τὴν «χαρούμενη οἰκογένεια τοῦ κυρ-λαγοῦ».
Εἶναι ἢ δὲν εἶναι πνευματικὸ ὑποσιτισμὸς αὐτὸ καὶ βλασφημία; Ποιὸς ἔδωσε τὸ δικαίωμα σὲ κάποιους ἀλιβάνιστους ἐκκλησιομάχους, νὰ καταστρέφουν τὸ μέλλον τοῦ Γένους, τὰ Ἑλληνάκια, νὰ πειραματίζονται καὶ νὰ διασπείρουν τὰ ἰομορφικὰ τους δηλητήρια, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ὁρολογία τῆς ἐποχῆς;
«Γιατί νὰ δίνωμε στὰ παιδιὰ μᾶς πράγματα κακορίζικα, μικρά, στενά, ξέψυχα, μίζερα; Γιατί ἄψυχα, ἀνούσια, ποὺ προκαλοῦν ναυτία; Γιατί χωρισμένα, σχιζοφρενικά, ἀντιμαχόμενα, διαλυμένα σὰν κομμένο γάλα;
...Ποιὸς μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὰ παιδιὰ νὰ μείνουν «ἀγράμματα», σὰν τὸν Μακρυγιάννη, νὰ μάθουν, νὰ πάρουν τὴν χάρι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε νὰ γίνουν, οἱ ἀγράμματοι, οἱ καλύτεροι πεζογράφοι μας; Ποιὸς μπορεῖ νὰ μᾶς κρατήσει στὸ ὕψος, στὸ ἦθος, στὴν ἐλευθερία τῆς «ἀγραμματοσύνης» τοῦ «καθυστερημένου» λαοῦ, ποὺ βλάστησε ἀπὸ τὸ χῶμα του τὰ δημοτικὰ τραγούδια, τὶς παροιμίες, τοὺς σκοπούς, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῶν κλεφταρματολῶν;», ἔγραφαν τὸ 1984, οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, στὸ ἐξαίσιο πόνημα «τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡ Παιδεία τοῦ Γένους μας».
Στὴν Δευτέρα Δημοτικοῦ (γ' τεῦχος, «Γλῶσσα») τὸ Πάσχα, μὲ ἐντελῶς ἀπαξιωτικό, περιφρονητικὸ τρόπο, εἶναι ἐνταγμένο σὲ μιὰ ἄσχετη ἑνότητα μὲ τίτλο «χρήσιμες ὁδηγίες». Στὶς τρεῖς σελίδες ποὺ ἀφιερώνονται στὴν γιορτή, οἱ δύο περιέχουν ὁδηγίες γιὰ κατασκευὴ χρωματιστῶν αὐγῶν καὶ πασχαλινῶν καρτῶν. Στὴν τρίτη καταγράφονται πασχαλινὰ ἔθιμα (σελ. 43, 44, 45).
Στὴν ἐξοπλιστικὴ ἡλικία, τῶν δύο πρώτων τάξεων τοῦ δημοτικοῦ οἱ μαθητὲς «βιάζονται» νὰ υἱοθετήσουν τὴν φράγκικη ἀθεΐα τοῦ καταναλωτισμοῦ καὶ νὰ λησμονήσουν ὅ,τι ὀρθόδοξο ἔμαθαν, ἂν ἔμαθαν, στὸ σπίτι τους. ( Νομίζω ὁ ποιητὴς Καρούζος ἔλεγε ὅτι ὅποιος δὲν πέρασε τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ κάτω ἀπὸ τὸ Ἐπιτάφιο, δὲν θέλω νὰ μὲ διαβάζει. Οἱ γονεῖς, ὅσοι πιστοί, πολεμῶντας τοὺς πολέμιους τοῦ Γένους, νὰ διαβάσουν στὰ παιδιά τους, τώρα ποὺ εἴμαστε φυλακισμένοι καὶ μὲ τοὺς ναοὺς κεκλεισμένους, τὰ Εὐαγγέλια τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου).
Στὸ Ἀνθολόγιο Γ' καὶ Δ' Δημοτικοῦ. Σελ. 79. Κείμενο μὲ τίτλο «Τότε ποὺ πήγαμε βόλτα τὸν Ἐπιτάφιο». Ἔχουμε περιφορὰ καὶ ὄχι βόλτα τοῦ Ἐπιταφίου. Βόλτες κάνουμε μὲ τὰ ποδήλατα. Καὶ στὸν ἐπίλογο: « Ὅταν φτάσαμε στὴν Ἐκκλησία οἱ ψάλτες σήκωσαν τὸν Ἐπιτάφιο ψηλὰ πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα κι ὅλοι ἐμεῖς περάσαμε ἀπὸ κάτω. Νά, ὅπως τὸ περνᾶ περνᾶ ἡ μέλισσα». Χαζοχαρούμενες ἀνοησίες. Ἔλλειψη κάθε σοβαρότητας καὶ σεβασμοῦ. Διακωμώδηση τῆς κατανυκτικότερης ἀκολουθίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Νὰ ἐρωτηθεῖ γι αὐτὰ τὰ ἀνομήματα ὁ σεβασμιότατος μητροπολίτης Ναυπάκτου. Ἡ κυβέρνηση ἐπιβάλλει σιωπὴ καὶ ὑπακοή. Ἡ ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ ἀντιδράσει γιὰ τὰ ἄθεα γράμματα ποὺ μαγαρίζουν τὰ παιδιά της;
Θὰ σταματήσω σ᾿ αὐτά. Μέρες ποὺ εἶναι νὰ μὴν μαυρίζω τὴν ψυχὴ τῶν ἀναγνωστῶν.
Δὲν ἔχω τὶς δυνατότητες νὰ γράψω, ἐπιλογικά, γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Οἱ καλύτεροι θεολόγοι εἶναι τὰ βοτσαλάκια τῆς ἐρήμου, λένε οἱ Πατέρες.
Ἀφήνω τὸν λόγο στοὺς ἔμπειρους, στοὺς «λοκατζῆδες τῆς πίστης», στὸ περιβόλι τῆς Θεομάνας μας.
«Τὸ μέλλον ἀνήκει σ᾿ αὐτὸ ποὺ ἀνίσταται ἐκ τοῦ τάφου. Σ᾿ αὐτὸ ποὺ δὲν φοβᾶται τὸν θάνατο, ἀλλὰ ὁ θάνατος γίνεται ἡ μήτρα ποὺ τὸ κυοφορεῖ. Ἀναδύεται ἐκ τοῦ τάφου, ἀπὸ τὴν τελικὴ δοκιμασία, νέο, ἄτρωτο, γεμᾶτο ἄδυτο φῶς. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἀγωγὴ ἔδωσε τὴ δύναμι στὸν ἅγιο Κοσμᾶ, καὶ βλάστησε ἀπὸ τὸν τάφο του, τὸ σκαμνί του, αὐτὸ τὸ πολύκλωνο δέντρο ποὺ τρέφει τὸν λαό. Ἡ ἴδια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔμαθε στὸν Μακρυγιάννη νὰ προσεύχεται ὅπως προσευχόταν, ν᾿ ἀπαντᾶ καὶ ν᾿ ἀντιμετωπίζη τὸν Ντερνύ καὶ τὸν Μπραΐμη ὅπως τοὺς ἀντιμετώπισε μὲ τὸν λόγο του, τὴ χάρι του καὶ τή ζωή του».
Καὶ ὅλες οἱ σημερινὲς δοκιμασίες καὶ ἀνακατατάξεις ἀνοίγουν νέους δρόμους γιὰ τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστάν. Καὶ αὐτὸ μόνο μπορεῖ νὰ συντροφεύση τὸν ἄνθρωπο στὶς νέες περιπέτειες, ἀναζητήσεις καὶ φόβους τῶν ἐπερχομένων.
Ἄς δώσωμε τὴ δυνατότητα στὰ παιδιὰ νὰ γνωρίσουν τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς μεγάλους Οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους. Ἄς τοὺς δώσουμε τὴ δυνατότητα νὰ ἐγκεντρισθοῦν, σὰν νέοι βλαστοί, στὸ δέντρο ποὺ ἀνήκουν, στὴν καλλιέλαιον τῆς Παραδόσεώς μας.
Ἄς τὰ ἀφήσουμε ν᾿ ἀνάψουν τὴ λαμπάδα τοῦ εἶναι τους προσωπικὰ ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἄν αὐτὸ συμβῆ, τότε καμμία ἀπειλὴ δὲν θὰ μπορῆ νὰ σβήση τὸ φῶς καὶ τὴ φλόγα τῆς ζωῆς αὐτῆς. Κάθε θύελλα, δοκιμασία, θὰ κάνη τὸ φῶς αὐτὸ νὰ λάμπη τηλαυγέστερα καὶ νὰ φωτίζη τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν. Θὰ μποροῦν, ἔτσι, ὅλα τὰ παιδιὰ νὰ ζήσουν, νὰ χαροῦν τὴ ζωή τους ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ. Καὶ ὁ δικός μας καιρός, ὁ δύσκολος καὶ ζοφερός, καὶ ὁ δικός μας τόπος, ὁ μικρὸς καὶ καθαγιασμένος, θὰ ἀναδειχθῆ πάλι πηγὴ ζωῆς καὶ φάους γιὰ τοὺς πολλούς.
«Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».
πὼς ζοῦν ἐφήμερες χαρὲς
σὲ δανεισμένους τόπους»,
λέει μία θαυμάσια κρητικὴ μαντινάδα, μοσχοβόλημα Ὀρθόδοξης Θεολογίας.
Τί διαβάζουν ὅμως οἱ μαθητὲς γιὰ τὸ πανηγύρι τῆς Χριστιανοσύνης στὰ βιβλία τους, πῶς ἀντιμετωπίζουν τὰ σχολικὰ βιβλία -«οἱ κουρελοῦδες τοῦ διαβόλου»- τὴν Ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ; Ἴσως γίνομαι κουραστικὸς μὲ τὴν ἐπιμονή μου στὰ βιβλία. Πρέπει ὅμως νὰ πληροφορηθεῖ ὁ κόσμος τὸ κακὸ ποὺ γίνεται στὰ σχολεῖα. Αὐτοκτονοῦμε ἐν θριάμβῳ.
Στὸ Εὐαγγέλιο γράφει πῶς εἶναι καλύτερα νὰ κρεμάσουμε μυλόπετρα στὸ λαιμὸ μᾶς -«μύλον ὀνικόν»- καὶ νὰ καταποντισθοῦμε στὸ πέλαγος, παρὰ νὰ δηλητηριάζουμε «τὰ παιδία». Πολὺ μᾶς κουνᾶνε τὸ χέρι οἱ κυβερνῶντες καὶ καλὸ εἶναι νὰ ποῦμε καὶ τὶς δικές τους πομπές.
Περίσσεψαν οἱ παραινέσεις τους γιὰ κατ᾿ οἶκον προσευχὴ καὶ χριστιανικὴ ἀγάπη καὶ ἀλληλεγγύη, δακρύζουμε ἀπὸ συγκίνηση γιὰ τὸ ἐνδιαφέρον τους -ὅλα αὐτὰ τὰ κάλπικα καὶ ψηφοθηρικά- ὅμως ἡ παιδεία εἶναι βουτηγμένη στὰ λασπόνερα τῆς ἀθεΐας.
Ἀντιγράφῳ τὸ ἀπόσπασμα: «Ἀπὸ πολλὰ χρόνια τώρα γίνεται συστηματικὴ προσπάθεια, διαρκῶς αὐξανομένη, νὰ πολεμηθεῖ ἡ πίστη. Νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα ὁ Χριστός. Νὰ διαστρεβλωθεῖ ἡ ἱστορία μας. Νὰ εὐτελισθεῖ ἡ σημασία τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα, ποὺ τόσο ζεῖ ὁ λαός μας. Νὰ παύσει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Γένους μας. Νὰ καταντήσουν τὰ παιδιὰ εὔκολη λεία κάθε νοητοῦ ἢ φανεροῦ θηρίου». Καὶ οἱ ἐθνοκτόνες αὐτὲς ἐπισημάνσεις τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπαληθεύτηκαν. Συγκεκριμένα καὶ γιὰ τὸ μέγα γεγονὸς τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ:
Στὴν Πρώτη Δημοτικοῦ, ὁ μαθητὴς γνωρίζει τί σημαίνει Πάσχα μέσῳ δύο ποιημάτων. («Γλῶσσα, α' τεῦχος, σελ. 56). Τὸ πρῶτο μὲ τίτλο «Πασχαλινὸ» τὸ ὁποῖο γράφει γιὰ φούρνους ποὺ μοσχοβολοῦν, γιὰ τραπέζια ποὺ κοκκινίζουν ἀπ᾿ τὰ κόκκινα αὐγά, τῆς Ἕλλης Ἀλεξίου. Τὸ δεύτερο μὲ τίτλο «Πασχαλινὰ κουλούρια», δὲν θέλει σχολιασμό. Πουθενὰ ἡ φράση γιορτάζουμε τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἕνα «Χριστὸς Ἀνέστη» τέλος πάντων. Στὸ «Ἀνθολόγιο» τῆς ἴδιας τάξης στὴν σελ. 116. Ἕνα χαζοχαρούμενο ποιηματάκι μὲ τίτλο «Ἦρθε ἡ Πασχαλιά», ἕνα δεῖγμα:
«Ἦρθε ἡ Πασχαλιὰ
καὶ τσουγκρίζει αὐγὰ
τὸ μικρὸ παιδάκι»
καὶ στὴν ἑπόμενη σελίδα κείμενο μὲ τίτλο «Τὸ λαγουδάκι τῆς Λαμπρῆς», στὸ ὁποῖο περιγράφεται ὁ ἑορτασμὸς τῆς Ἀνάστασης ἀπὸ τὴν «χαρούμενη οἰκογένεια τοῦ κυρ-λαγοῦ».
Εἶναι ἢ δὲν εἶναι πνευματικὸ ὑποσιτισμὸς αὐτὸ καὶ βλασφημία; Ποιὸς ἔδωσε τὸ δικαίωμα σὲ κάποιους ἀλιβάνιστους ἐκκλησιομάχους, νὰ καταστρέφουν τὸ μέλλον τοῦ Γένους, τὰ Ἑλληνάκια, νὰ πειραματίζονται καὶ νὰ διασπείρουν τὰ ἰομορφικὰ τους δηλητήρια, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε ὁρολογία τῆς ἐποχῆς;
«Γιατί νὰ δίνωμε στὰ παιδιὰ μᾶς πράγματα κακορίζικα, μικρά, στενά, ξέψυχα, μίζερα; Γιατί ἄψυχα, ἀνούσια, ποὺ προκαλοῦν ναυτία; Γιατί χωρισμένα, σχιζοφρενικά, ἀντιμαχόμενα, διαλυμένα σὰν κομμένο γάλα;
...Ποιὸς μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὰ παιδιὰ νὰ μείνουν «ἀγράμματα», σὰν τὸν Μακρυγιάννη, νὰ μάθουν, νὰ πάρουν τὴν χάρι τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε νὰ γίνουν, οἱ ἀγράμματοι, οἱ καλύτεροι πεζογράφοι μας; Ποιὸς μπορεῖ νὰ μᾶς κρατήσει στὸ ὕψος, στὸ ἦθος, στὴν ἐλευθερία τῆς «ἀγραμματοσύνης» τοῦ «καθυστερημένου» λαοῦ, ποὺ βλάστησε ἀπὸ τὸ χῶμα του τὰ δημοτικὰ τραγούδια, τὶς παροιμίες, τοὺς σκοπούς, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τῶν κλεφταρματολῶν;», ἔγραφαν τὸ 1984, οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, στὸ ἐξαίσιο πόνημα «τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡ Παιδεία τοῦ Γένους μας».
Στὴν Δευτέρα Δημοτικοῦ (γ' τεῦχος, «Γλῶσσα») τὸ Πάσχα, μὲ ἐντελῶς ἀπαξιωτικό, περιφρονητικὸ τρόπο, εἶναι ἐνταγμένο σὲ μιὰ ἄσχετη ἑνότητα μὲ τίτλο «χρήσιμες ὁδηγίες». Στὶς τρεῖς σελίδες ποὺ ἀφιερώνονται στὴν γιορτή, οἱ δύο περιέχουν ὁδηγίες γιὰ κατασκευὴ χρωματιστῶν αὐγῶν καὶ πασχαλινῶν καρτῶν. Στὴν τρίτη καταγράφονται πασχαλινὰ ἔθιμα (σελ. 43, 44, 45).
Στὴν ἐξοπλιστικὴ ἡλικία, τῶν δύο πρώτων τάξεων τοῦ δημοτικοῦ οἱ μαθητὲς «βιάζονται» νὰ υἱοθετήσουν τὴν φράγκικη ἀθεΐα τοῦ καταναλωτισμοῦ καὶ νὰ λησμονήσουν ὅ,τι ὀρθόδοξο ἔμαθαν, ἂν ἔμαθαν, στὸ σπίτι τους. ( Νομίζω ὁ ποιητὴς Καρούζος ἔλεγε ὅτι ὅποιος δὲν πέρασε τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ κάτω ἀπὸ τὸ Ἐπιτάφιο, δὲν θέλω νὰ μὲ διαβάζει. Οἱ γονεῖς, ὅσοι πιστοί, πολεμῶντας τοὺς πολέμιους τοῦ Γένους, νὰ διαβάσουν στὰ παιδιά τους, τώρα ποὺ εἴμαστε φυλακισμένοι καὶ μὲ τοὺς ναοὺς κεκλεισμένους, τὰ Εὐαγγέλια τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου).
Στὸ Ἀνθολόγιο Γ' καὶ Δ' Δημοτικοῦ. Σελ. 79. Κείμενο μὲ τίτλο «Τότε ποὺ πήγαμε βόλτα τὸν Ἐπιτάφιο». Ἔχουμε περιφορὰ καὶ ὄχι βόλτα τοῦ Ἐπιταφίου. Βόλτες κάνουμε μὲ τὰ ποδήλατα. Καὶ στὸν ἐπίλογο: « Ὅταν φτάσαμε στὴν Ἐκκλησία οἱ ψάλτες σήκωσαν τὸν Ἐπιτάφιο ψηλὰ πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα κι ὅλοι ἐμεῖς περάσαμε ἀπὸ κάτω. Νά, ὅπως τὸ περνᾶ περνᾶ ἡ μέλισσα». Χαζοχαρούμενες ἀνοησίες. Ἔλλειψη κάθε σοβαρότητας καὶ σεβασμοῦ. Διακωμώδηση τῆς κατανυκτικότερης ἀκολουθίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Νὰ ἐρωτηθεῖ γι αὐτὰ τὰ ἀνομήματα ὁ σεβασμιότατος μητροπολίτης Ναυπάκτου. Ἡ κυβέρνηση ἐπιβάλλει σιωπὴ καὶ ὑπακοή. Ἡ ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ ἀντιδράσει γιὰ τὰ ἄθεα γράμματα ποὺ μαγαρίζουν τὰ παιδιά της;
Θὰ σταματήσω σ᾿ αὐτά. Μέρες ποὺ εἶναι νὰ μὴν μαυρίζω τὴν ψυχὴ τῶν ἀναγνωστῶν.
Δὲν ἔχω τὶς δυνατότητες νὰ γράψω, ἐπιλογικά, γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Οἱ καλύτεροι θεολόγοι εἶναι τὰ βοτσαλάκια τῆς ἐρήμου, λένε οἱ Πατέρες.
Ἀφήνω τὸν λόγο στοὺς ἔμπειρους, στοὺς «λοκατζῆδες τῆς πίστης», στὸ περιβόλι τῆς Θεομάνας μας.
«Τὸ μέλλον ἀνήκει σ᾿ αὐτὸ ποὺ ἀνίσταται ἐκ τοῦ τάφου. Σ᾿ αὐτὸ ποὺ δὲν φοβᾶται τὸν θάνατο, ἀλλὰ ὁ θάνατος γίνεται ἡ μήτρα ποὺ τὸ κυοφορεῖ. Ἀναδύεται ἐκ τοῦ τάφου, ἀπὸ τὴν τελικὴ δοκιμασία, νέο, ἄτρωτο, γεμᾶτο ἄδυτο φῶς. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἀγωγὴ ἔδωσε τὴ δύναμι στὸν ἅγιο Κοσμᾶ, καὶ βλάστησε ἀπὸ τὸν τάφο του, τὸ σκαμνί του, αὐτὸ τὸ πολύκλωνο δέντρο ποὺ τρέφει τὸν λαό. Ἡ ἴδια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔμαθε στὸν Μακρυγιάννη νὰ προσεύχεται ὅπως προσευχόταν, ν᾿ ἀπαντᾶ καὶ ν᾿ ἀντιμετωπίζη τὸν Ντερνύ καὶ τὸν Μπραΐμη ὅπως τοὺς ἀντιμετώπισε μὲ τὸν λόγο του, τὴ χάρι του καὶ τή ζωή του».
Καὶ ὅλες οἱ σημερινὲς δοκιμασίες καὶ ἀνακατατάξεις ἀνοίγουν νέους δρόμους γιὰ τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστάν. Καὶ αὐτὸ μόνο μπορεῖ νὰ συντροφεύση τὸν ἄνθρωπο στὶς νέες περιπέτειες, ἀναζητήσεις καὶ φόβους τῶν ἐπερχομένων.
Ἄς δώσωμε τὴ δυνατότητα στὰ παιδιὰ νὰ γνωρίσουν τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς μεγάλους Οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους. Ἄς τοὺς δώσουμε τὴ δυνατότητα νὰ ἐγκεντρισθοῦν, σὰν νέοι βλαστοί, στὸ δέντρο ποὺ ἀνήκουν, στὴν καλλιέλαιον τῆς Παραδόσεώς μας.
Ἄς τὰ ἀφήσουμε ν᾿ ἀνάψουν τὴ λαμπάδα τοῦ εἶναι τους προσωπικὰ ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ἄν αὐτὸ συμβῆ, τότε καμμία ἀπειλὴ δὲν θὰ μπορῆ νὰ σβήση τὸ φῶς καὶ τὴ φλόγα τῆς ζωῆς αὐτῆς. Κάθε θύελλα, δοκιμασία, θὰ κάνη τὸ φῶς αὐτὸ νὰ λάμπη τηλαυγέστερα καὶ νὰ φωτίζη τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν. Θὰ μποροῦν, ἔτσι, ὅλα τὰ παιδιὰ νὰ ζήσουν, νὰ χαροῦν τὴ ζωή τους ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ. Καὶ ὁ δικός μας καιρός, ὁ δύσκολος καὶ ζοφερός, καὶ ὁ δικός μας τόπος, ὁ μικρὸς καὶ καθαγιασμένος, θὰ ἀναδειχθῆ πάλι πηγὴ ζωῆς καὶ φάους γιὰ τοὺς πολλούς.
«Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκὶς
«Πᾶνος»
ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ ΕΧΟΥΝ ΜΕΙΝΕΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ ΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΔΑΣΚΑΛΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ ΝΑ ΤΟΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΥΡΙΕ ΝΑΤΣΙΕ.