– Γέροντα, ἄλλο πάθος εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ἄλλο ὁ ἐγωισμός;
– Ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωισμός, ἡ κενοδοξία κ.λπ., ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔπαρση ποὺ εἶναι ἑωσφορικὸς βαθμός, εἶναι τὸ ἴδιο πάθος μὲ μικρὲς διαφορὲς καὶ διαβαθμίσεις.
Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι τὸ ἀναρχικὸ παιδὶ τῆς ὑπερηφανείας· δὲν τὸ βάζει κάτω, ἐπιμένει. Ὅπως ὅμως τὰ δένδρα ποὺ δὲν λυγίζουν, σπάζουν τελικὰ ἀπὸ τὸν ἀέρα, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἐγωισμό, ἐπειδὴ δὲν κάμπτεται, σπάζει τελικὰ τὰ μοῦτρα του.
Ὅταν ἡ μητέρα του τοῦ εἶπε: «καλά, τόσοι λένε ὅτι σφάλλεις· δὲν τὸ καταλαβαίνεις;», «ναί, τὸ ξέρω, τῆς ἀπάντησε, ἀλλὰ πῶς νὰ ὑποταχθῶ σ᾿ αὐτούς;». Ὁ ἐγωισμός του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ παραδεχθῆ τὸ λάθος του.
– Καὶ δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε, Γέροντα, ποὺ εἶχε παρασύρει τόσον κόσμο στὴν αἵρεση;
– Ὄχι, δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε. «Ἂν παραδεχθῶ ὅτι σφάλλω, ἔλεγε, θὰ ἐξευτελισθῶ καὶ στοὺς ὀπαδούς μου». Καὶ ὅσο καταλάβαινε ὅτι κάνει λάθος, ἄλλο τόσο ζοριζόταν νὰ τοὺς πείση ὅτι εἶχε δίκαιο. Φοβερὸ πράγμα ὁ ἐγωισμός!
– Σὲ τί διαφέρει, Γέροντα, ὁ ἐγωιστὴς ἀπὸ τὸν ὑπερήφανο;
– Ὁ ἐγωιστὴς ἔχει θέλημα, πεῖσμα, ἐνῶ ὁ ὑπερήφανος μπορεῖ νὰ μὴν ἔχη οὔτε θέλημα οὔτε πεῖσμα. Ἂς ποῦμε ἕνα παράδειγμα:
Στὴν ἐκκλησία προσκυνᾶτε τὶς εἰκόνες μὲ μιὰ σειρά· ἡ καθεμιὰ ξέρει τὴν σειρά της. Μιὰ ἀδελφή, ἂν ἔχη ἐγωισμὸ καὶ τῆς πάρη κάποια ἄλλη τὴν σειρά, θὰ κατεβάση τὰ μοῦτρα καὶ μπορεῖ νὰ μὴν πάη οὔτε νὰ προσκυνήση. «Ἀφοῦ προσκύνησε ἐκείνη πρὶν ἀπὸ μένα, θὰ πῆ, δὲν πάω νὰ προσκυνήσω».
Ἐνῶ, ἂν ἔχη ὑπερηφάνεια, πάλι θὰ πειραχθῆ, ἀλλὰ δὲν θὰ ἀντιδράση ἔτσι· μπορεῖ μάλιστα νὰ πῆ καὶ στὶς ἑπόμενες, δῆθεν μὲ εὐγένεια: «Περάστε! πέρνα κι ἐσύ, πέρνα κι ἐσύ!».
– Τί νὰ κάνω, Γέροντα, ὅταν πληγώνεται ὁ ἐγωισμός μου;
– Ὅταν πληγώνεται ὁ ἐγωισμός σου, μὴν τὸν περιθάλπης· ἄφησέ τον νὰ πεθάνη. Ἂν πεθάνη ὁ ἐγωισμός σου, θὰ ἀναστηθῆ ἡ ψυχή σου.
– Καὶ πῶς πεθαίνει, Γέροντα, ὁ ἐγωισμός;
– Πρέπει νὰ θάψουμε τὸ ἐγώ μας, νὰ σαπίση καὶ νὰ γίνη κοπριά, γιὰ νὰ ἀναπτυχθῆ ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου