Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ
[Ὑπομνηματισμὸς στὰ ἐδάφια Ματθ.26,17-25]
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΟΥΔΑ
[Ὑπομνηματισμὸς στὰ ἐδάφια Ματθ.26,17-25]
«Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων προσῆλθον
οἱ μαθηταὶ τῷ ᾿Ιησοῦ λέγοντες αὐτῷ· ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ πάσχα;
ὁ δὲ εἶπεν· ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὸν δεῖνα καὶ εἴπατε αὐτῷ· ὁ διδάσκαλος
λέγει, ὁ καιρός μου ἐγγύς ἐστι· πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου(:τὴν
πρώτη λοιπὸν ἀπὸ τίς ἑπτὰ ἡμέρες ποὺ διαρκοῦσε ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων, δηλαδὴ τοῦ
Πάσχα, ἦλθαν οἱ μαθητὲς στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπαν: "Ποῦ θέλεις νὰ σοῦ ἑτοιμάσουμε
νὰ φᾷς τὸ Πάσχα;" Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπάντησε: "Πηγαίνετε στὴν πόλη στὸν
τάδε καὶ νὰ τοῦ πεῖτε: "Ὁ διδάσκαλος λέει: Ὁ καιρὸς τοῦ Πάθους μου
πλησιάζει. Σκέφτομαι νὰ κάνω μὲ τοὺς μαθητές μου στὸ σπίτι σου τὸ καινούργιο
Πάσχα καὶ ὄχι ἐκεῖνο ποὺ ἀπὸ αὔριο τὸ βράδυ θὰ ἀρχίσουν νὰ ἑορτάζουν οἱ Ἰουδαῖοι")»
[Ματθ.26,17-18]
«Πρώτη τῶν ἀζύμων» ὀνομάζει τὴν προηγούμενη τῶν ἀζύμων· διότι συνήθιζαν πάντοτε
νὰ ὑπολογίζουν τὴν ἡμέρα ἀπὸ τὴν ἑσπέρα· καὶ ἀναφέρει τὴν ἡμέρα ἐκείνη, κατὰ τὴν
ἑσπέρα τῆς ὁποίας ἐπρόκειτο νὰ θυσιάσουν τὸν πασχάλιο ἀμνό· διότι εἶχαν ἔλθει τὴν
πέμπτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος. Αὐτὴν τὴν ἡμέρα λοιπόν, ὁ μὲν ἕνας εὐαγγελιστὴς τὴν
ὀνομάζει «πρώτη τῶν ἀζύμων», ἐννοῶντας τὸν χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖο προσῆλθαν· ὁ δὲ
ἄλλος εὐαγγελιστὴς λέγει ὡς ἑξῆς: «Ἤγγιζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων ἡ λεγομένη
πάσχα(:πλησίαζε τότε ἡ ἑορτὴ τῶν Ἀζύμων, ποὺ ὀνομαζόταν Πάσχα. Στὴ γιορτὴ αὐτὴ
οἱ Ἰουδαῖοι ἑπτὰ ἡμέρες ἔτρωγαν ἄζυμο ψωμί)»[Λουκᾶ 22,1]. Μὲ τὸ «ἢγγιζεν» αὐτό,
ἐννοεῖ ὅτι πλησίαζε, ἦταν ἐπὶ θύραις, ἀναφέρεται δηλαδὴ στὴν ἑσπέρα ἐκείνη,
διότι ἀπὸ τὴν ἑσπέρα ἄρχιζαν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁ καθένας προσθέτει «ὅταν
θυσιαζόταν τὸ Πάσχα».
Καὶ Τοῦ λένε: «Ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ πάσχα;». Ὥστε καὶ ἀπὸ αὐτὸ
εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν εἶχε οἰκία, δὲν εἶχε κατάλυμα. Ἐγὼ μάλιστα νομίζω ὅτι οὔτε
αὐτοὶ εἶχαν· διότι ὁπωσδήποτε θὰ Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μεταβεῖ ἐκεῖ. Ἀλλὰ δὲν εἶχαν
οὔτε αὐτοί, διότι ὅλα τὰ εἶχαν ἀπαρνηθεῖ. Γιὰ ποιόν ὅμως λόγο, ἀναρωτιοῦνται
κάποιοι, τελοῦσε τὸ Πάσχα; Γιὰ νὰ δείξει μὲ ὅλα μέχρι τὴν τελευταία ἡμέρα ὅτι δὲν
εἶναι ἀντίθετος μὲ τὸν μωσαϊκὸ νόμο. Καὶ γιατί τοὺς στέλνει πρὸς ἕναν ἄγνωστο ἄνθρωπο;
Γιὰ νὰ ἀποδείξει μὲ αὐτὸ ὅτι μποροῦσε νὰ μὴν ὑποστεῖ τὸ πάθος· διότι αὐτὸς ποὺ ἔπεισε
τὸν νοῦ ἐκείνου ὥστε νὰ τοὺς δεχτεῖ, καὶ αὐτὸ μόνο μὲ τὰ λόγια, τί δὲν θὰ μποροῦσε
νὰ κάνει ἐναντίον τῶν σταυρωτῶν Του, ἐὰν βεβαίως δὲν ἤθελε νὰ πάθει;
Καὶ ἔκαμε καὶ ἐδῶ ὅ,τι ἔκαμε καὶ μὲ τὸν ὄνο· διότι καὶ ἐκεῖ λέγει: «Πορεύθητε εἰς
τὴν κώμην τὴν ἀπέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην καὶ πῶλον μετ᾿
αὐτῆς· λύσαντες ἀγάγετέ μοι. καὶ ἐὰν τίς ὑμῖν εἴπῃ τι, ἐρεῖτε ὅτι ὁ Κύριος αὐτῶν
χρείαν ἔχει· εὐθέως δὲ ἀποστέλλει αὐτούς(:πηγαίνετε στὸ χωριὸ ποὺ βλέπετε ἀπέναντί
σας κι ἀμέσως θὰ βρεῖτε ἕνα θηλυκὸ γαϊδούρι δεμένο κι ἕνα πουλάρι μαζί του. Λῦστε
το καὶ φέρτε μου καὶ τὰ δύο ἐδῶ· καὶ ἂν σᾶς πεῖ κανεὶς τίποτε, θὰ πεῖτε ὅτι ὁ
Κύριος τὰ χρειάζεται κι ἀμέσως θὰ σᾶς τὰ στείλει πίσω)» [Ματθ.21,3]. Ἔτσι καὶ ἐδῶ:
«ὁ διδάσκαλος λέγει,πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα». Ἐγὼ ὅμως δὲν θαυμάζω μόνο αὐτό, ὅτι
ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος Τὸν ὑποδέχτηκε ἐνῶ ἦταν ἄγνωστος, ἀλλά τὸ ὅτι ἐνῶ περίμενε νὰ
προκαλέσει τόση ἔχθρα καὶ ἄσπονδο πόλεμο, περιφρόνησε τὸ μῖσος τῶν πολλῶν.
Ἔπειτα, ἐπειδὴ ἀγνοοῦσαν, τοὺς ἔδωσε καὶ σημάδι, ὅμοιο μὲ ἐκεῖνο ποὺ ἔδωσε ὁ
προφήτης Σαμουὴλ στὸν Σαούλ, λέγοντας: «καὶ ἀπελεύσῃ ἐκεῖθεν καὶ ἐπέκεινα ἥξεις
ἕως τῆς δρυὸς Θαβὼρ καὶ εὑρήσεις ἐκεῖ τρεῖς ἄνδρας ἀναβαίνοντας πρὸς τὸν Θεὸν εἰς
Βαιθήλ, ἕνα αἴροντα τρία αἰγίδια καὶ ἕνα αἴροντα τρία ἀγγεῖα ἄρτων καὶ ἕνα αἴροντα
ἀσκὸν οἴνου(: θὰ φύγεις ἀπὸ ἐκεῖ, θὰ προχωρήσεις καὶ θὰ φτάσεις μέχρι τὴν
τοποθεσία, ἡ ὁποία λέγεται «Δρῦς Θαβώρ». Ἐκεῖ θὰ συναντήσεις τρεῖς ἄντρες, οἱ ὁποῖοι
ἀνέρχονται πρὸς τὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, στὴ Βαιθήλ. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ὁδηγεῖ
τρία ἐρίφια, ὁ δεύτερος θὰ φέρει τρία ἀγγεῖα, μέσα στὰ ὁποῖα θὰ ὑπάρχουν ἄρτοι,
καὶ ὁ τρίτος θὰ φέρει ἕνα ἀσκὶ μὲ κρασί)» [Α΄Βασιλ. 10,3]. Καὶ ἐδῶ: «ἰδοὺ εἰσελθόντων
ὑμῶν εἰς τὴν πόλιν συναντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε
αὐτῷ εἰς τὴν οἰκίαν οὗ εἰσπορεύεται, καὶ ἐρεῖτε τῷ οἰκοδεσπότῃ τῆς οἰκίας·
λέγει σοι ὁ διδάσκαλος, ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμα ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου
φάγω;(:ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: "Κοιτᾶξτε, μόλις μπεῖτε στὴν πόλη, θὰ σᾶς
συναντήσει κάποιος ἄνθρωπος ποὺ θὰ κουβαλάει μιὰ στάμνα μὲ νερό. Ἀκολουθῆστε τὸν
στὸ σπίτι ποὺ θὰ μπεῖ, καὶ πεῖτε στὸν οἰκοδεσπότη τοῦ σπιτιοῦ ἐκείνου: Ὁ
Διδάσκαλος ρωτάει: "Ποῦ εἶναι ἡ αἴθουσα τοῦ φαγητοῦ, ὅπου θὰ φάω μὲ τοὺς
μαθητές μου τὸ νέο Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης;")» [Λουκᾶ 22,10-11].
Καὶ κοίταξε πάλι τὴν ἐπίδειξη τῆς δυνάμεως· διότι δὲν εἶπε μόνο «τὸ Πάσχα ποιῶ»
ἀλλὰ προσθέτει καὶ ἄλλο: «ὁ καιρός μου ἐγγύς ἐστι (:ὁ καιρὸς τοῦ Πάθους μου
πλησιάζει)»[Ματθ. 26,18]. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ἀφενὸς μὲν γιὰ νὰ ὑπενθυμίζει
συνεχῶς στοὺς μαθητὲς τὸ Πάθος, ὥστε μὲ τὴ συχνὴ ἐπανάληψη νὰ ἀσκηθοῦν καὶ νὰ
συνηθίσουν σὲ αὐτὸ ποὺ θὰ συμβεῖ· ἀφετέρου δὲ γιὰ νὰ δείξει καὶ σὲ ἐκείνους καὶ
σὲ αὐτὸν ποὺ τοὺς ὑποδεχόταν καὶ σὲ ὅλους τοὺς Ἰουδαίους, αὐτὸ ποὺ πολλὲς
φορὲς εἶπα, ὅτι δὲν ἔρχεται στὸ Πάθος ἄθελά Του. Προσθέτει δέ: «μετὰ τῶν μαθητῶν
μου», ὥστε καὶ ἡ προετοιμασία νὰ εἶναι ἀρκετὴ καὶ νὰ μὴ νομίσει ὁ οἰκοδεσπότης ὅτι
πηγαίνει ἐκεῖ γιὰ νὰ κρυφτεῖ.
«Ὀψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο μετὰ τῶν δώδεκα(: ὅταν λοιπὸν βράδιασε, ὁ Ἰησοῦς
καθόταν στὸ τραπέζι μὲ τοὺς δώδεκα μαθητές)»[Ματθ.26,20]. Πωπω, ἀναίδεια τοῦ Ἰούδα!
Διότι καὶ αὐτὸς ἦταν παρὼν ἐκεῖ καὶ εἶχε ἔλθει γιὰ νὰ λάβει μέρος καὶ στὰ
μυστήρια καὶ στὴν τράπεζα, καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τραπέζης ἐλέγχεται, ὁπότε
καὶ θηρίο ἐὰν ἦταν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἡμερότερος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς
τονίζει, ὅτι καθὼς ἔτρωγαν μιλοῦσε ὁ Χριστὸς περὶ τῆς προδοσίας, γιὰ νὰ
καταδείξει τὴν πονηρία τοῦ προδότη καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα καὶ ἀπὸ τὴν τράπεζα. Διότι, ἀφοῦ
οἱ μαθητὲς ἔκαναν, ὅπως τοὺς διέταξε ὁ Κύριος, «ὅταν βράδιασε ἦταν στὸ τραπέζι
μὲ τοὺς δώδεκα. «καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν(:καὶ ἐκεῖ ποὺ ἔτρωγαν» λέει ὁ εὐαγγελιστὴς
«εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με(: τοὺς εἶπε: Ἀληθινά σᾶς
διαβεβαιώνω ὅτι ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσει στοὺς ἐχθρούς μου μὲ
προδοσία)»[Ματθ.26,20-21]. Πρὶν ἀπὸ τὸ δεῖπνο μάλιστα ἔνιψε καὶ τὰ πόδια του.
Κοίταξε πῶς φροντίζει τὸν προδότη· διότι δὲν εἶπε «ὁ τάδε θὰ μὲ προδώσει», ἀλλὰ
«ἕνας ἀπὸ ἐσᾶς», ὥστε καὶ πάλι νὰ τοῦ δώσει εὐκαιρία μετανοίας μέ τὸ ὅτι ἔμεινε
ἄγνωστος. Καὶ προτιμᾷ νὰ προκαλέσει φόβο σὲ ὅλους, γιὰ νὰ γλυτώσει αὐτόν. «Ἀπό
σᾶς τοὺς δώδεκα», λέγει, «οἱ ὁποῖοι εἶστε παντοῦ μαζί μου, τῶν ὁποίων τὰ πόδια ἔνιψα,
στοὺς ὁποίους τόσα πολλὰ ἔχω ὑποσχεθεῖ».
Λύπη μεγάλη, ὅπως ἦταν φυσικό, κατέλαβε τότε τὴν ἁγία ἐκείνη ὁμάδα. Καὶ ὁ μὲν Ἰωάννης
λέγει: «ἔβλεπον οὖν εἰς ἀλλήλους οἱ μαθηταί, ἀπορούμενοι περὶ τίνος λέγει (:μετὰ
λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη αὐτή, ποὺ δὲν τὴν περίμενε κανείς, οἱ μαθητὲς ἔβλεπαν
μεταξύ τους ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ἀποροῦσαν γιὰ ποιόν τὸ ἔλεγε αὐτὸ ὁ Κύριος)»
[Ἰω.13,22] καὶ ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς ρωτοῦσε φοβισμένος γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἂν καὶ
δὲν αἰσθάνονταν κάτι τέτοιο γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ὁ Ματθαῖος πάλι λέγει ὅτι «καὶ
λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ ἕκαστος αὐτῶν· μήτι ἐγώ εἰμι, Κύριε; ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς εἶπεν· ὁ ἐμβάψας μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα, οὗτός μὲ παραδώσει(:καὶ
αὐτοὶ λυπήθηκαν κατάκαρδα κι ἕνας - ἕνας ἄρχισαν νὰ ρωτοῦν: Μήπως εἶμαι ἐγώ,
Κύριε; Ὁ Κύριος τοὺς ἀποκρίθηκε: Ἐκεῖνος ποὺ βούτηξε μαζί μου τὸ χέρι στὸ ζωμὸ
τῆς πιατέλας, αὐτὸς θὰ μὲ παραδώσει νὰ θανατωθῶ)»[Ματθ.26,22-23].
Κοίταξε πότε τὸν φανέρωσε, ὅταν θέλησε νὰ ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ταραχὴ αὐτὴν τοὺς ἄλλους.
Διότι μποροῦσαν καὶ νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν ἀγωνία· γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπιτίθεντο μὲ ἐρωτήσεις.
Δὲν τὸ ἔκανε δὲ αὐτὸ μόνο ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἀπαλλάξει ἐκείνους ἀπὸ τὴν ἀγωνία, ἀλλὰ
διότι ἤθελε νὰ διορθώσει καὶ τὸν προδότη. Ἐπειδή, ἂν καὶ ἄκουσε πολλὲς φορὲς γιὰ
τὸν προδότη ἀκαθόριστα, ἔμενε ἀδιόρθωτος, διότι ἦταν ἀνάλγητος, θέλοντας νὰ τὸν
κεντήσει περισσότερο, ἀφαιρεῖ τὸ προσωπεῖο του. Ἐπειδὴ μὲ λύπη ἄρχισαν νὰ ρωτοῦν
«μήπως εἶμαι ἐγώ, Κύριε;», τοὺς ἀποκρίθηκε: «ἐκεῖνος ποὺ βούτηξε μαζί μου τὸ
χέρι στὸ τρυβλίο»[τὸ τρυβλίο ἦταν εἶδος κούπας], «αὐτὸς θὰ μὲ παραδώσει». «Ὁ μὲν
υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ
δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος (:καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου φεύγει βεβαίως ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ σύμφωνα μὲ τίς
προφητεῖες ποὺ ἔχουν γραφεῖ γι᾿ αὐτόν˙ ἀλίμονο ὅμως στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ
γίνεται ὄργανο γιὰ νὰ παραδοθεῖ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ ἦταν καλύτερα γιὰ τὸν ἄνθρωπο
αὐτὸν νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ)». Μερικοὶ μὲν λοιπὸν λένε ὅτι τόσο θρασὺς ἦταν, ὥστε
δὲν σεβόταν τὸν Δεσπότη καὶ βούτηξε μαζί Του στὸ ποτήρι. Ἐγὼ ὅμως νομίζω ὅτι καὶ
αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ τὸν μεταστρέψει καὶ νὰ τὸν φέρει σὲ συναίσθηση
τῆς θέσεώς του· διότι ἔχει ὁπωσδήποτε καὶ αὐτὸ ἐπιπλέον.
Αὐτὰ μάλιστα δὲν πρέπει νὰ τὰ ἀντιπαρερχόμαστε ἐπιπόλαια, ἀλλὰ νὰ τὰ βάλουμε
καλὰ στὸ μυαλό μας καὶ νὰ μὴ μᾶς καταλάβει ποτὲ θυμός. Διότι ποιός, ἐνθυμούμενος
τὸ δεῖπνο ἐκεῖνο καὶ τὸν προδότη ξαπλωμένο μαζὶ μὲ τὸν Σωτῆρα τῶν ὅλων, καὶ ἐκεῖνον
ποὺ πρόκειται νὰ προδοθεῖ νὰ ὁμιλεῖ μὲ τόση πραότητα, δὲν θὰ θυμώσει καὶ δὲν θὰ
ὀργιστεῖ;
Κοίταξε λοιπὸν μὲ πόση πραότητα τοῦ προσφέρεται· «ὁ μὲν Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
πηγαίνει ὅπως εἶναι γραμμένο γι᾿ Αὐτόν». Αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἔλεγε γιὰ νὰ
ξανακερδίσει πάλι τοὺς μαθητές Του, γιὰ νὰ μὴ νομίσουν ὅτι τὸ πάθος ὀφείλεται σὲ
ἀδυναμία, καὶ γιὰ νὰ διορθώσει τὸν προδότη.
«Οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ
εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος(:ἀλίμονο ὅμως στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ
γίνεται ὄργανο γιὰ νὰ παραδοθεῖ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ ἦταν καλύτερα γιὰ τὸν ἄνθρωπο
αὐτὸν νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ)»[Ματθ.26,24]. Βλέπε καὶ στοὺς ἐλέγχους τὴν ἀπερίγραπτη
πραότητα· διότι οὔτε ἐδῶ δὲν ὁμιλεῖ ὁρμητικά, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ συμπάθεια καὶ πάλι
συγκεκαλυμμένα· ἂν καὶ ὄχι μόνο ἡ προηγούμενη ἀναισθησία του, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐν
συνεχείᾳ ἀναίδειά του, ἦταν ἄξια μεγάλης ἀγανακτήσεως. Διότι μετὰ ἀπὸ αὐτὸν τὸν
ἔλεγχο ρωτᾷ: «Μήτι ἐγώ εἰμι, ραββί;(:μήπως εἶμαι ἐγώ, διδάσκαλε;)»[Ματθ.26,25].
Πόση ἀναισθησία! Ρωτᾷ, ἐνῶ γνωρίζει ὅτι σὲ αὐτὸν ἀναφέρονται αὐτά. Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς
τὸ ἀναφέρει αὐτό, ἐπειδὴ ἀπορεῖ γιὰ τὸ θράσος του.
Τί λέει ὅμως ὁ πραότερος καὶ ἡμερότατος Ἰησοῦς; «Σὺ εἶπας(:ἐσὺ τὸ εἶπες ὅτι εἶσαι)».
Ἄν καὶ μποροῦσε νὰ πεῖ: «Κατεργάρη καὶ ἀχρεῖε, βδελυρὲ καὶ βέβηλε· ἀφοῦ τόσο
καιρὸ κυοφορεῖς τὸ κακὸ καὶ πῆγες στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἔκανες σατανικὰ συμβόλαια
καὶ συμφώνησες νὰ λάβεις ἀργύριο καὶ ἀπὸ ἐμένα ἔχεις ἐλεγχθεῖ καὶ τολμᾷς ἀκόμη
νὰ ρωτᾷς;». Τίποτε ὅμως ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶπε· ἀλλὰ πῶς τοῦ ἀπάντησε; «Σὺ εἶπας(: ἐσὺ
τὸ εἶπες ὅτι εἶσαι)», ὁρίζοντας σέ μᾶς τὰ ὅρια καὶ τοὺς κανόνες τῆς ἀνεξικακίας.
Θὰ ρωτήσει ὅμως κάποιος: «Ἐφόσον ἦταν γραμμένο νὰ τὰ πάθει αὐτὰ ὁ Χριστός,
γιατί κατηγορεῖται ὁ Ἰούδας;». Διότι ἔκανε αὐτὰ ποὺ ἦσαν γραμμένα. Δὲν τὰ ἔκανε
ὅμως μὲ τὴ σκέψη αὐτή, ἀλλὰ ἀπὸ πονηρία. Ἐὰν πάλι δὲν λαμβάνεις ὑπόψη τὸν
σκοπό, τότε θὰ ἀπαλλάξεις καὶ τὸν διάβολο ἀπὸ τὰ ἐγκλήματα. Δὲν εἶναι ὅμως
δυνατὰ αὐτά, δὲν εἶναι. Διότι καὶ αὐτὸς καὶ ἐκεῖνος εἶναι ἄξιοι ἀπείρων τιμωριῶν,
ἂν καὶ σώθηκε ἡ οἰκουμένη. Διότι δὲν μᾶς ἔφερε τὴ σωτηρία ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα,
ἀλλὰ ἡ σοφία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἄπειρη ἱκανότητά Του νὰ χρησιμοποιεῖ τίς
πονηρίες τῶν ἄλλων πρὸς τὸ δικό τους συμφέρον.
«Τί λοιπόν;», λέγει ἴσως κάποιος· «ἐὰν δὲν πρόδιδε ὁ Ἰούδας, δὲν θὰ πρόδιδε ἄλλος;
Ποιά σχέση ἔχει αὐτὸ πρὸς τὸ θέμα μας; Διότι ἔτσι, ἐφόσον ἔπρεπε νὰ σταυρωθεῖ ὁ
Χριστός, λέγει, ἔπρεπε νὰ σταυρωθεῖ ἀπὸ κάποιον· ἐφόσον δὲ ἔπρεπε μὲ κάποιον, ὁπωσδήποτε
αὐτὸς θὰ ἦταν ἄνθρωπος. Καὶ ἐὰν ὅλοι ἦσαν ἐνάρετοι, θὰ ματαιωνόταν τὸ σχέδιο
θείας οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία μας». Μὴ γένοιτο! Διότι ὁ ἴδιος ὁ πάνσοφος Θεὸς
γνώριζε πῶς θὰ ἐνεργοῦσε γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ ἂν ἀκόμη συνέβαινε αὐτό· διότι ἡ
σοφία Του εἶναι ἄπειρη καὶ ἀκατάληπτη. Ἄλλωστε γι᾿ αὐτό, γιὰ νὰ μὴν νομίσει κανεὶς
ὅτι ὁ Ἰούδας ἔγινε ὑπηρέτης τῆς θείας οἰκονομίας, τὸν οἰκτίρει.
Ἀλλὰ θὰ ρωτήσει πάλι κάποιος :«ἐὰν ἦταν καλὸ νὰ μὴ γεννηθεῖ αὐτός, γιατί τὸν ἄφησε
νὰ ἔλθει στὸν κόσμο καὶ αὐτὸν καὶ ὅλους τοὺς πονηρούς;». Πρέπει νὰ κατηγορήσεις
τοὺς πονηρούς, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ ἦσαν ἐλεύθεροι νὰ μὴ γίνουν τέτοιοι, ἔγιναν
πονηροί, ἐσὺ ὅμως ἄφησες αὐτὸ καὶ λεπτολογεῖς καὶ περιεργάζεσαι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ·
ἂν καὶ γνωρίζεις, ὅτι δὲν γίνεται ἀναγκαστικὰ κανεὶς πονηρός.
«Θὰ ἔπρεπε», λέγει στὴ συνέχεια ἴσως, «νὰ γίνουν μόνο οἱ ἀγαθοὶ καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει
ἀνάγκη γεένης, οὔτε κολάσεως καὶ τιμωρίας, οὔτε ἴχνος κακίας νὰ ὑπάρχει· οἱ δὲ
πονηροί, ἢ νὰ μὴ γίνουν, ἢ ὅταν γίνουν ἀμέσως νὰ ἀπέλθουν». Κατὰ πρῶτον ἀξίζει
νὰ σοῦ ἀναφέρω τὸ ἀποστολικὸ ρητό: «Μενοῦνγε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος
τῷ Θεῷ; μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί μὲ ἐποίησας οὕτως;(: βέβαια κανεὶς δὲν
μπόρεσε ποτὲ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ θέλημά Του. Ἀλλὰ ποιός εἶσαι ἐσύ, ἀνόητε ἄνθρωπε,
ποὺ ἀντιμιλὰς στὸν Θεό; Μήπως μπορεῖ τὸ πήλινο ἀγγεῖο νὰ πεῖ σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἔπλασε,
γιατί μὲ ἔκανες γι᾿ αὐτὴν ἢ γιὰ τὴν ἄλλη χρήση;)» [Ρωμ.9,20]. Ἐὰν δὲ θέλεις καὶ
δικαιολογία, θὰ μπορούσαμε νὰ σοῦ ποῦμε αὐτό· ὅτι οἱ ἐνάρετοι ἐκτιμῶνται
περισσότερο ὅταν βρίσκονται μεταξὺ τῶν πονηρῶν· ἄλλωστε καὶ ἡ ἀνεξικακία καὶ ἡ
μεγάλη καρτερικότητά τους τότε ἀναδεικνύονται καλύτερα. Ἐνῶ ἐσύ, λέγοντας αὐτά,
καταργεῖς τὸν σκοπὸ τῶν κατορθωμάτων καὶ τῶν ἀγώνων.
«Τί λοιπόν; Τιμωροῦνται ἄλλοι», λέγει, «γιὰ νὰ ἀποδειχτοῦν αὐτοὶ καλοί;». Ὄχι
βέβαια· ἀλλὰ τιμωροῦνται ἐξαιτίας τῆς πονηρίας τους. Διότι δὲν ἔγιναν πονηροὶ ἐπειδὴ
παρασύρθηκαν, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς ραθυμίας τους· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τιμωροῦνται.
Γιατί πῶς δὲν θὰ ἦσαν ἄξιοι τιμωρίας, αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἐνῶ εἶχαν τόσους
διδασκάλους ἀρετῆς, δὲν κέρδισαν τίποτε ἀπὸ αὐτούς; Ὅπως ἀκριβῶς οἱ καλοὶ καὶ ἀγαθοὶ
εἶναι ἄξιοι διπλῆς τιμῆς, ἐπειδὴ καὶ ἀγαθοὶ ἔγιναν καὶ δὲν ἐπηρεάστηκαν καθόλου
ἀπὸ τοὺς κακούς, ἔτσι καὶ οἱ φαῦλοι εἶναι ἄξιοι διπλῆς τιμωρίας, καὶ διότι ἔγιναν
κακοί, ἐνῶ μποροῦσαν νὰ γίνουν καλοὶ (αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔγιναν),
καὶ διότι δὲν κέρδισαν τίποτε ἀπὸ τοὺς ἀγαθούς.
Ἀλλὰ ἂς δοῦμε τί λέει αὐτὸς ὁ ἄθλιος, ὅταν ὑποβάλλεται σὲ αὐστηρὸ ἔλεγχο ἀπὸ τὸν
Διδάσκαλο. Τί λέγει λοιπόν; «Μήπως εἶμαι ἐγώ, Ραββί;». Καὶ γιατί δὲν τὸ ρώτησαν
αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή; Νόμισε ὅτι θὰ διαφύγει μὲ τὴ φράση «ἕνας ἀπό σᾶς»· ὅταν ὅμως
τὸν φανέρωσε, τόλμησε πάλι νὰ ρωτήσει, βασιζόμενος στὴν καλοσύνη τοῦ Διδασκάλου
μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι δὲν θὰ τὸν ἐλέγξει. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ τὸν ἀποκάλεσε
«Ραββί».
Πόση τύφλωση! Ποῦ τὸν ὁδήγησε; Διότι τέτοια εἶναι ἡ φιλαργυρία· τοὺς κάνει μωροὺς
καὶ ἀνόητους, θρασεῖς καὶ σκύλους ἀντὶ ἀνθρώπων. Ἢ μᾶλλον καὶ χειρότερους ἀπὸ
σκύλους, καὶ δαίμονες ἀπὸ σκύλους. Διότι αὐτός, τὸν μὲν διάβολο τὸν ἐπεδοκίμαζε
καὶ ὅταν ἀκόμη μηχανορραφοῦσε, τὸν Ἰησοῦ ὅμως, ποὺ εὐεργετοῦσε, Τὸν πρόδωσε,
γενόμενος διάβολος ἤδη καὶ αὐτὸς κατ᾿ ἐλευθέραν ἐκλογή. Διότι τέτοιους κάνει ἡ ἀκόρεστη
ἐπιθυμία τῶν χρημάτων, παράφρονες, παράλυτους, ὅλους μόνο στὸ νὰ λαμβάνουν, ὅπως
ἔγινε καὶ ὁ Ἰούδας.
Γιατί ὅμως ὁ μὲν Ματθαῖος καὶ οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστὲς λέγουν ὅτι ὅταν ἀποφάσισε τὴν
προδοσία, τότε τὸν κυρίευσε ὁ διάβολος· ἐνῶ ὁ Ἰωάννης λέγει ὅτι: «μετὰ τὸ ψωμὶ
εἰσῆλθε μέσα του ὁ σατανᾶς»; Τὸ γνώριζε καὶ αὐτός. Διότι πιὸ ἐπάνω λέγει: «καὶ
δείπνου γενομένου, τοῦ διαβόλου ἤδη βεβληκότος εἰς τὴν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου
ἵνα αὐτὸν παραδῷ(:καὶ ἐνῶ βρισκόταν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές Του σὲ κάποιο δεῖπνο
ποὺ μόλις εἶχε ἑτοιμαστεῖ, κι ὁ διάβολος εἶχε ἤδη βάλει μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ Ἰούδα
τοῦ Ἰσκαριώτη, ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Σίμωνα, τὴν πονηρὴ σκέψη καὶ διάθεση νὰ Τὸν
παραδώσει στοὺς σταυρωτὲς Του)» [Ἰω.13,2]. Πῶς λοιπὸν λέγει: «καὶ μετὰ τὸ ψωμίον
τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς(:καὶ μόλις ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε τὸ κομμάτι τοῦ
ψωμιοῦ στὸν Ἰούδα, ἐπειδὴ αὐτὸς παρέμεινε σκληρὸς καὶ ἀσυγκίνητος μπροστὰ στὴν
εὔνοια καὶ τὴν τιμὴ αὐτὴ τοῦ Κυρίου, ὁ Θεὸς τὸν ἐγκατέλειψε ὁλοκληρωτικά. Κι ἔτσι
μπῆκε μέσα του ὁ σατανᾶς καὶ τὸν κυρίευσε)»; [Ἰω.13,27]. Διότι δὲν εἰσέρχεται
μονομιᾶς, οὔτε μὲ τὸ πρῶτο, ἀλλὰ ἀφοῦ προηγουμένως ἐπιχειρήσει πολλὲς ἀπόπειρες·
ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ ἐδῶ. Διότι ἀφοῦ τὸν δοκίμασε ἀρχικὰ μὲ κουδούνισμα καὶ τὸν
προσέβαλε μὲ ἡρεμία, ὅταν εἶδε ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ δεχτεῖ, εἰσέβαλε μέσα του ὁλόκληρος
καὶ τὸν κυρίευσε ἐντελῶς.
Πῶς λοιπόν, ἐὰν ἔτρωγαν τὸ πασχάλιο δεῖπνο, ἔτρωγαν παράνομα; Διότι δὲν ἔπρεπε
νὰ φάγουν ἐξαπλωμένοι. Τί μποροῦμε λοιπὸν νὰ ποῦμε; Ὅτι μετὰ τὸ δεῖπνο ἦσαν ἐξαπλωμένοι
φιλοξενούμενοι. Ἄλλος μάλιστα εὐαγγελιστὴς λέγει, ὅτι κατὰ τὴν ἑσπέρα ἐκείνη δὲν
ἔφαγαν μόνο τὸ πασχάλιο δεῖπνο, ἀλλὰ καὶ εἶπε ὁ Ἰησοῦς: «ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο
τὸ πάσχα φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν πρὸ τοῦ μὲ παθεῖν(:αὐτὸ τὸ τελευταῖο πασχάλιο δεῖπνο
τῆς ἐπίγειας ζωῆς μου ἐπιθύμησα πάρα πολὺ νὰ τὸ φάω μαζί σας, προτοῦ νὰ σταυρωθῶ.
Τὸ δεῖπνο αὐτὸ εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ γι᾿ αὐτὸ
εἶναι Πάσχα τῆς Καινῆς Διαθήκης)» [Λουκᾶ 22,15], δηλαδὴ κατὰ τὸν χρόνο αὐτόν.
Γιατί τέλος πάντων; Διότι τότε ἐπρόκειτο νὰ συντελεστεῖ ἡ σωτηρία τῆς οἰκουμένης
καὶ νὰ παραδοθοῦν τὰ μυστήρια καὶ νὰ καταλυθεῖ ἡ λύπη τοῦ θανάτου μὲ τὸν
θάνατο· ἔτσι ἡ σταύρωση ἦταν ἐν γνώσει του. Ἀλλὰ τίποτε δὲν μάλαξε τὸ ἀνήμερο
θηρίο, οὔτε τὸ ἔκαμψε, οὔτε τὸ ντρόπιασε.
Τὸν ταλάνισε ὅταν εἶπε: «Ἀλίμονο στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον». Τὸν φόβισε ἐπίσης ὅταν
εἶπε: «ἦταν καλύτερα γι᾿ αὐτὸν νὰ μὴν εἶχε γεννηθεῖ». Τὸν ντρόπιασε ὅταν εἶπε: «Ἐκεῖνος
στὸν ὁποῖο θὰ δώσω τὸ ψωμὶ ἀφοῦ τὸ βουτήξω». Καὶ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν τὸν
συγκράτησε, ἀλλὰ σὰν νὰ εἶχε κυριευτεῖ ἀπὸ κάποια μανία τῆς φιλαργυρίας, ἢ μᾶλλον
ἀπὸ χειρότερο νόσημα· διότι αὐτὴ ἡ μανία εἶναι χειρότερη. Διότι τί παρόμοιο θὰ
μποροῦσε νὰ κάνει ὁ μαινόμενος; Διότι αὐτὸς δὲν ἔβγαλε ἀπὸ τὸ στόμα του ἀφρό, ἀλλὰ
ἔβγαλε φόνο δεσποτικό· δὲν στραγγάλιζε τὰ χέρια, ἀλλὰ τὰ ἅπλωνε γιὰ νὰ πουλήσει
τίμιο αἷμα; Γι᾿ αὐτὸ εἶναι μεγαλύτερη ἡ μανία του, διότι μαινόταν ἐνῶ ἦταν ὑγιής.
Ἀλλὰ ἴσως ἰσχυριστεῖ κάποιος ὅτι δὲν ὁμιλεῖ ἀσυνάρτητα. Καὶ τί εἶναι πιὸ ἀσυνάρτητο
ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά; «Τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ ἐγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν;(: τί
θέλετε νὰ μοῦ δώσετε, κι ἐγὼ θά σᾶς τὸν παραδώσω;)»[Ματθ.26,15]. «Παραδώσω»·
διότι ὁ διάβολος ὁμίλησε μὲ τὸ στόμα ἐκείνου. Γιατί δὲν χτύπησε στὴ γῆ τὰ πόδια
του σπαράζοντας; Πόσο προτιμότερο θὰ ἦταν νὰ σπαράζει ἔτσι, παρὰ νὰ στέκεται ὄρθιος
τοιουτοτρόπως; Γιατί δὲν χτυποῦσε τὸν ἑαυτό του στοὺς λίθους; Πόσο καλύτερο θὰ ἦταν
ἀπὸ τοῦ νὰ κάνει αὐτὰ ποὺ ἔκανε;
Θέλετε νὰ φέρουμε ἐνώπιόν μας τοὺς δαιμονιζόμενους καὶ τοὺς φιλάργυρους καὶ νὰ
κάνουμε σύγκριση τῶν δύο; Ἄς μήν το θεωρήσει ὅμως κανεὶς προσωπική του
προσβολή. Διότι δὲν προσβάλλουμε τὴ φύση, ἀλλὰ κατηγοροῦμε τὸ γεγονός. Ὁ
δαιμονιζόμενος δὲν φοροῦσε ἐνδύματα, χτυποῦσε τὸν ἑαυτό του στοὺς λίθους καὶ ἔφευγε
τρέχοντας στοὺς ἄβατους καὶ ἀνώμαλους δρόμους[Λουκᾶ 8,27: «ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ
τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνὴρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν,
καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν(:καὶ
ὅταν βγῆκε στὴ στεριά, τὸν συνάντησε κάποιος ἄνθρωπος ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν
πόλη, ὁ ὁποῖος εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Αὐτὸς δὲν φοροῦσε πάνω
του ροῦχα οὔτε ἔμενε σὲ σπίτι, ἀλλὰ ζοῦσε μέσα στὰ μνήματα)»], κυριευμένος καθ᾿ ὁλοκληρίαν
ἀπὸ τὸν δαίμονα. Δὲν νομίζεις ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι φρικτά; Τί θὰ πεῖς λοιπὸν ἐὰν ἀποδείξω
ὅτι οἱ φιλάργυροι κάνουν χειρότερα ἀπὸ αὐτὰ στὴν ψυχή τους, καὶ μάλιστα τόσο
χειρότερα, ὥστε αὐτὰ νὰ φαίνονται παιχνίδια συγκρινόμενα πρὸς ἐκεῖνα; Ἄραγε θὰ ἀπομακρυνθεῖτε
ἀπὸ τὴ νόσο;
Ἄς δοῦμε λοιπόν, ἐὰν βρίσκονται σὲ ἀνεκτότερη κάπως κατάσταση ἀπὸ ἐκείνους.
Καθόλου· ἀντιθέτως σὲ χειρότερη· διότι εἶναι πιὸ αἰσχροὶ ἀπὸ μύριους γυμνούς.
Διότι εἶναι κατὰ πολὺ καλύτερο νὰ εἶσαι γυμνὸς ἀπὸ ἐνδύματα, παρὰ νὰ
περιφέρεσαι ἐνδεδυμένος ὅσα ἀπέκτησες μὲ τὴν πλεονεξία, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ
καταλαμβάνονται ἀπὸ βακχικὴ μανία πρὸς τιμὴ τοῦ Διονύσου. Διότι, ὅπως ἐκεῖνοι
φοροῦν προσωπεῖα καὶ ἐνδύματα μαινόμενων, ἔτσι καὶ αὐτοί. Καὶ ὅπως τὴ γυμνότητα
τῶν δαιμονιζομένων τὴν κάνει ἡ μανία, ἔτσι καὶ τὴν ἐνδυμασία αὐτὴν τὴν κάνει ἡ
μανία. Καὶ εἶναι ἡ ἐνδυμασία αὐτὴ πιὸ ἐλεεινὴ ἀπὸ τὴ γυμνότητα.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία ΠΑ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1979, τόμος 12, σελίδες 188-199.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία(ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
______________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου