Μεγάλο Σάββατο - Η ταφή του Κυρίου
Μάτην φυλάττεις τὸν τάφον, κουστωδία.
Οὐ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωΐαν.
Το Σάββατο, αφού συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι στο Πόντιο Πιλάτο, τον παρακάλεσαν να ασφαλίσει τον τάφο του Ιησού για τρεις ημέρες διότι, καθώς έλεγαν, «έχουμε υποψία μήπως οι μαθητές Του, αφού κλέψουν την νύχτα το ενταφιασμένο Του σώμα κηρύξουν έπειτα στο λαό ως αληθινή την ανάσταση την οποία προείπε ο πλάνος εκείνος, όταν ακόμη ζούσε· και τότε θα είναι η τελευταία πλάνη χειρότερη της πρώτης». Αυτά αφού είπαν στον Πόντιο Πιλάτο και αφού πήραν την άδεια του, έφυγαν και σφράγισαν τον τάφο τοποθετώντας εκεί για ασφάλεια του κουστωδία, δηλαδή στρατιωτική φρουρά.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.
Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ, ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα, σινδόνι καθαρᾷ, εἱλήσας καὶ ἀρώμασιν, ἐν μνήματι καινῷ κηδεύσας ἀπέθετο.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β'.
Ταῖς Μυροφόροις Γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα·Τὰ μύρα τοῖς θνητοὶς ὑπάρχει ἁρμόδια, Χριστός, δὲ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος.
Κοντάκιον
Ἦχος β'.
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ὁ Οἶκος
Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις, τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο, ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεῴχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν. ᾍδης κάτω στενάζει, καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ δὲ Γύναια κράζουσι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Ὁ Ἅγιος Γλυκέριος ὁ Μάρτυρας ὁ γεωργός
Λαιμὸν σὸν ὡς γῆν, ὡς ὕννιν δὲ τὴν σπάθην.
Γεωργὲ Γλυκέριε, προσφόρως κρίνω.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Γλυκέριος ἀναφέρεται στὸ Συναξάρι τοῦ Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου. Ὅταν ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἦταν κλεισμένος στὴ φυλακή, ἡ φήμη τῶν θαυμάτων του εἶχε φθάσει σὲ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα. Ἔτσι πλῆθος κόσμου κάθε νύχτα γέμιζε τὴ φυλακή, δίδοντας μεγάλα δῶρα στοὺς δεσμοφύλακες γιὰ νὰ δεῖ τὸν Ἅγιο καὶ νὰ λάβει πνεῦμα δυνάμεως, πνεῦμα χαρᾶς, πνεῦμα πίστεως καὶ ἀγάπης. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ πτωχὸς Γλυκέριος. Εἶχε στὴν κατοχή του ἕνα μόνο βόδι, τὸ ὁποῖο ψόφησε τὴν ὥρα ποὺ ὄργωνε τὸ χωράφι του.
Ἔπεσε λοιπὸν στὰ γόνατα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τὸν ἱκέτευε νὰ τὸν βοηθήσει. Στὴν εἰλικρινὴ ὁμολογία του ὅτι πιστεύει στὸν Θεό, ὁ Ἅγιος τὸν προέπεμψε λέγοντάς του ὅτι τὸ βόδι του ἦταν ζωντανό. Ὅταν τὸ διαπίστωσε ὁ Γλυκέριος, ἐπέστρεψε στὸν Ἅγιο γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσει καὶ κραύγαζε: «Μέγας ὁ Θεὸς τοῦ Γεωργίου». Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ ὑπέστη τὸν διὰ ξίφους θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ὁ Κύπριος
Γεώργιος νυν τω Γεωργίω άμα,
Nέος παλαιώ συνετάχθη ενθάδε.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Γεώργιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του ἔφθασε στὴν Προλεμαΐδα τῆς Παλαιστίνης, ὅπου ὑπηρετοῦσε κοντὰ σὲ κάποιο εὐρωπαῖο πρόξενο. Ἐκεῖ, προσφέροντας τὶς ὑπηρεσίες του πρὸς τόν ἀφέντη του, ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὸ σπίτι μιᾶς φτωχῆς μωαμεθανῆς, ἡ ὁποία εἶχε μία νεαρὴ θυγατέρα καὶ ἀγόραζε αὐγά. Κάποιες τουρκάλες γειτόνισσες, ἐπειδὴ ὁ Γεώργιος δὲν ἀγόραζε αὐγὰ ἀπὸ αὐτές, τὸν συκοφάντησαν ὅτι εἶχε ἀθέμιτες σχέσεις μὲ τὴ νεαρὴ μωαμεθανὴ καὶ μὲ κραυγὲς συγκέντρωσαν μπροστὰ στὸ σπίτι τῆς μωαμεθανῆς τὸν τουρκικὸ ὄχλο.
Ὁ Γεώργιος, διαμαρτυρόμενος γιὰ τὴν προσαπτόμενη ψευδὴ κατηγορία, ὁδηγήθηκε βίαια στὸν ἱεροδικαστή. Ἐκεῖνος μάταια προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ γίνει μουσουλμάνος πρὸς ἀποφυγὴν τῆς τιμωρίας. Παρὰ τὶς προσπάθειες τοῦ κριτοῦ καὶ τὶς κολακεῖες ἢ φοβέρες τοῦ ὄχλου, ὁ Μάρτυρας παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν πίστη, δηλώνοντας ὅτι Χριστιανὸς γεννήθηκε καὶ Χριστιανὸς θέλει νὰ πεθάνει.
Τότε ὁ κριτὴς διέταξε, τὸ ἔτος 1752, τὸν θάνατό του. Ὁ Μάρτυρας Γεώργιος ὁδηγήθηκε σὲ τόπο κοντὰ στὴν θάλασσα. Οἱ δήμιοι ἀνάγνωσαν τὴν καταδίκη του σὲ θάνατο καὶ προσπάθησαν πάλι μὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ ἐπιτύχουν τὸν ἐξισλαμισμό του. Ὁ Μάρτυς ὕψωσε τότε τὰ ἁλυσοδεμένα χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ ἀνεβόησε μὲ φωνὴ μεγάλη: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμα μου καὶ ἀξίωσέ με τῆς Βασιλείας Σου».
Οἱ Τοῦρκοι τὸν πυροβόλησαν καὶ ὁρμώντας ἐναντίον του διαμέλισαν τὸ τίμιο λείψανό του διὰ μαχαίρας. Τότε ξαφνικὰ ἔγινε θύελλα, ποὺ συντάραξε τὴν θάλασσα. Τὰ κύματα ἔφθασαν μέχρι τὸ σημεῖο ὅπου ἔκειτο τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου. Οἱ Τοῦρκοι φοβούμενοι ἀπομακρύνθηκαν, οἱ δὲ Χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ σκήνωμα τοῦ Μάρτυρος καὶ ἐνταφίασαν αὐτὸ στὸ ναὸ τῆς Πτολεμαΐδος.
Άγιος Ανατόλιος ο στρατηλάτης
Δύσας Ἀνατόλιος ἐκτομῇ κάρας,
Ἑῷον εἶδε φῶς νοητὸν Κυρίου.
Ο Άγιος Ανατόλιος ήταν στρατιωτικός. Βλέποντας το μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου ομολόγησε τον Χριστό και τελικά μαρτύρησε διά ξίφους.
Άγιος Πρωτολέων ο στρατηλάτης
Ὁ χριστομάρτυς τέμνεται Πρωτολέων,
Χριστῷ πεποιθώς, ὥσπερ ἀλκαίᾳ λέων.
Ο Άγιος Πρωτολέων ήταν στρατιωτικός. Βλέποντας το μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου ομολόγησε τον Χριστό και τελικά μαρτύρησε διά ξίφους.
Σημείωση: Στον Συναξαριστή της Mονής του Διονυσίου το δίστιχο γράφει «Ώσπερ αλκίμων λέων» αντί «ώσπερ αλκαία λέων».
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μάρτυρας ὁ ἀπὸ μάγων
Ἀθανάσιος φαρμακὸς τομὴν κάρας
Ψυχῆς νοσούσης εὗρε φάρμακον ξένον.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀθανάσιος τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Οὐαλέριος ὁ Μάρτυρας
Θείαν κεφαλὴν ἦρεν Οὐαλερίου
Κακὴ κεφαλὴ δήμιος διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Οὐαλέριος τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Δονάτος καὶ Θερινὸς οἱ Μάρτυρες
Ξίφει, Θερινέ, συνθερισθεὶς Δονάτῳ,
Ἄμφω Θεοῦ γίνεσθε δράγματα ξένα.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δονάτος ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο διὰ ξίφους μετὰ τοῦ Μάρτυρος Θερινοῦ κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου, τὸ ἔτος 250 μ.Χ., στὸ Βουθρωτὸ τῆς Ἠπείρου.
Ὁ Ἅγιος Θερινὸς συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸ δικαστήριο, ὅπου εἶχαν ἑτοιμάσει τὴ φωτιά, τὰ ἀκονισμένα ξίφη καὶ τὰ ἄλλα ὄργανα τοῦ βασανισμοῦ. Ὁ δικαστὴς προέτρεψε τὸν Ἅγιο νὰ θυσιάσει στὸν θεὸ Δία καὶ τοὺς ἄλλους θεούς, ἀλλὰ ὁ στερρὸς καὶ ρωμαλέος Θερινός, βλέποντας ἀτάραχος γύρω του, ὁμολόγησε μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα τὴν πίστη του στὸν Κύριο.
Τότε ὁ τύραννος προστάζει καὶ τέμνονται τὰ μέλη καὶ ξεσκίζονται οἱ σάρκες τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ρέει αἷμα. Ἔπειτα τὸν ἔριξαν σὲ πυρακτωμένο καμίνι καὶ σὲ πυρακτωμένη σχάρα.
Στὴν συνέχεια τὸν ὁδήγησαν στὸν ἱππόδρομο καὶ τὸν ἔριξαν στὰ πεινασμένα θηρία, τὰ ὁποῖα ὅμως τὸν σεβάστηκαν καὶ δὲν τὸν πείραξαν. Τότε ὑπέστη τὸν διὰ ξίφους μαρτυρικὸ θάνατο καὶ εἰσῆλθε ἔτσι στὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου του.
Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ὁ Νεομάρτυρας
Ο Άγιος Νεομάρτυς Λάζαρος καταγόταν από την πόλη Κάμπροβα της Βουλγαρίας και γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Αφού αναχώρησε από την Βουλγαρία, ήλθε στην πόλη Σώμα, κοντά στην Πέργαμο και έγινε βοσκός. Κάποια ημέρα που ο Άγιος έβοσκε το ποίμνιό του, αποκοιμήθηκε. Κατά τύχη δε την ώρα εκείνη περνούσε από εκεί μια οθωμανίδα, κατά της οποίας επιτέθηκε το σκυλί της ποίμνης και έσκισε λίγο τα ενδύματά της.
Η γυναίκα, μόλις επέστρεψε στο σπίτι της, έδιεξε τα σκισμένα ενδύματά της στον σύζυγό της, συκοφαντώντας τον Λάζαρο ότι δήθεν ήταν αυτός που την βίασε. Ο Τούρκος οργίσθηκε και έτρεξε αμέσως να βρει τον Λάζαρο. Αντί αυτού, βρήκε έναν φίλο του Αγίου, τον οποίο τραυμάτισε. Όταν δε πληροφορήθηκε ο Τούρκος ότι ο τραυματισθείς δεν ήταν ο Λάζαρος, ζήτησε από τον αγά την τιμωρία του Λαζάρου.
Έτσι ο Άγιος συνελήφθη στις 7 Απριλίου του 1802 μ.Χ. και κλείσθηκε στη φυλακή. Η αθωότητά του αποδείχθηκε, αλλά οι συγγενείς της ως άνω γυναίκας υποσχέθηκαν στον αγά χίλια γρόσια στην περίπτωση που θα επετύγχανε τον εξισλαμισμό ή τον θάνατο του Μάρτυρα. Η φιλαργυρία οδήγησε τον άρχοντα στο να υποβάλλει τον Νεομάρτυρα Λάζαρο σε φρικτά βασανιστήρια.
Οι δήμιοι πύρωσαν σιδερένια ραβδιά, διά των οποίων κατέκαψαν ένα προς ένα όλα τα μέλη του σώματός του, ενώ τον βίαζαν να ομολογήσει πίστη στον Μωάμεθ. Αφού κατέκαψαν τέλος και την γλώσσα του Αγίου Λαζάρου, τον παρακινούσαν - άφωνο πια - να υποδείξει με νεύματα ή με κίνηση της κεφαλής τη συγκατάθεσή του στην επιθυμία τους να αλλαξοπιστήσει. Αλλά ούτε τα φρικώδη βασανιστήρια, ούτε οι βαριές πέτρες που τέθηκαν στο στήθος του, ούτε οι ραβδισμοί στάθηκαν ικανά για να μεταπείσουν τον Μάρτυρα. Έτσι δέχθηκε για την αγάπη του Χριστού τον δι' αγχόνης θάνατο, σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών.
Ακολουθία του νεομάρτυρα αυτού, συνέταξε ο Ιερομόναχος Νικηφόρος ο Χίος.
Κοντάκιον
Ἤχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐξ ἑώας ἔλαμψας, ὡς φαεινὸς ἑωσφόρος, τῶν λαμπρῶν ἀγώνων σου ταῖς νοηταῖς μαρμαρυγαῖς, καταφωτίζων τοῦς χαῖρέ σοι, ἀναβοῶντας, πολύαθλε Λάζαρε.
Ὁ Οἶκος
Σοῦ τὴν πυρφόρον καὶ πυρίκαυστον γλῶσσαν, καλλίνικε τοῦ Χριστοῦ Ἀθλητὰ, τὴν ὡς μάχαιραν τῷ πυρὶ στομωθεῖσαν, καὶ ὡς ἐν θηγάνῃ, τῆ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάριτι τεγθειμένην ὀφθεῖσαν, καὶ τὰς τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν φάλαγγας διατεμοῦσαν, τῆς σῆς φημὶ γλώττης, ἔδει τὴν χάριν παρεῖναί μοι, ἵνα μὴ τὸ λαμπρὸν τῶν σῶν ἀμαυρώσω ἀγώνων, καὶ τὸ μεγαλεῖον τῶν σῶν μειώσω ἀριστειῶν. Ἀλλὰ κατ’ ἀξίαν παραστήσω, τῆς σῆς ψυχῆς τὸ εὕτονόν τε καὶ ἀνένδοτον ἐν τοῖς δριμυτάταις βασάνοις. Ἀλλ’ ἐπεὶ οὐκ ἔνι ταύτην δοθῆναι τῇ ἐμῇ ἀναξιότητι, τοῦτον σοὶ μόνον μεθ’ ἱερᾶς εὐλαβείας, καὶ πόθου ἀναβοῶ, χαῖρε ἔνδοξε Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, πολύαθλε Λάζαρε.
Μεγαλυνάριον
Ὑμνοις τοῦς ἀγῶνάς σου, τοὺς σεπτοὺς, εὐφημοῦμεν πάντες, θεῖε Λάζαρε Ἀθλητὰ, καὶ τὰ ἱερά σου λείψανα προσκυνοῦμεν, καὶ τῆς μορφῆς τὸν τύπον κατασπαζόμεθα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τῷ Θεῷ τῶν ὅλων νῦν παρεστῶς, αἴτησαι πταισμάτων, τοῖς τιμῶσί σε παρ’ Αὐτοῦ, ἄφεσιν εὐχαῖς σου, Λάζαρε θεῖε Μάρτυς, καὶ τῶν ἐπερχομένων δειῶν τήν λύτρωσιν.
Ἡ Ἁγία Πολυχρονία ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πολυχρονία ἦταν μητέρα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Λύδδα (Διόσπολη) τῆς Παλαιστίνης. Προερχόταν καὶ ἐκείνη ἀπὸ φημισμένο καὶ ἀρχοντικὸ γένος. Ἦταν σεμνὴ καὶ γενναία καὶ πλημμυρισμένη ἀπὸ σωφροσύνη, καλοσύνη καὶ γλυκύτητα. Ἀπ’ ὅλα πιὸ πολὺ ἡ ψυχή της ἀγαποῦσε τὸν Θεό, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ταπείνωση. Ὁ χρόνος της κυλοῦσε μὲ τὴν ἀνάγνωση τῶν Θείων Γραφῶν καὶ τὴν προσευχή. Τὶς προσευχὲς δὲ καὶ τὶς ἀγρυπνίες της, ἡ μακαρία Πολυχρονία, τὶς συνόδευε μὲ ἐγκράτεια καὶ νηστεία. Ἔτσι, ἀποσπασμένος ὁ νοῦς της ἀπὸ τὴ γῆ ὑψωνόταν στὸν οὐρανὸ καὶ βυθιζόταν στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο μεταμόρφωνε τὸ γύρω χῶρο της καὶ ἄφηνε νὰ διαχέεται στὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον τοῦ συζύγου της Γεροντίου ἡ πάντερπνη ὀσμὴ τῆς πνευματικῆς εὐωδίας.
Ἡ Ἁγία Πολυχρονία μεγάλωνε κρυφὰ τὸν υἱό της μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Τοῦ μετέδιδε τὴν θερμή της ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό, καθὼς καὶ τὴν βαθιὰ εὐλάβειά της. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἀντιμετώπισε τὸ μαρτύριο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἁγία βρισκόταν διαρκῶς κοντά του. Καὶ στὴ φυλακὴ καὶ στὸν τόπο τῶν μαρτυρίων. Φρόντιζε πάντοτε γιὰ τὴν ἐνίσχυσή του μὲ τὰ Ἄχραντα Μυστήρια.
Ὅταν τὴν εἶδε ὁ βασιλέας Διοκλητιανὸς νὰ ὁμιλεῖ στὸν Ἅγιο, τὴν κάλεσε κοντά του καὶ τὴν ρώτησε ποιὰ εἶναι. Ἡ Ἁγία μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ἀπάντησε: «Μὲ λένε Πολυχρονία καὶ εἶμαι Χριστιανή, ὅπως καὶ ὁ υἱός μου Γεώργιος, ποὺ νομίζεις ὅτι τιμωρεῖς, ἐνῷ αὐτὸς στεφανώνεται ἀπὸ τὸν Βασιλέα Χριστό». Ἐξοργισμένος ὁ Διοκλητιανὸς πρόσταξε νὰ τὴν βασανίσουν ἀμέσως. Στὴν συνέχεια τὴν κρέμασαν ἐπάνω σὲ ἕνα ξύλο καὶ τῆς ἔκαναν ἀκόμη μεγαλύτερα μαρτύρια. Κατέσχισαν τὶς σάρκες τοῦ σώματός της μὲ σιδερένιες χειράγρες τόσο πολύ, ποὺ φάνηκαν τὰ σπλάχνα της. Ὓστερα πῆραν ἀναμμένες λαμπάδες καὶ ἄρχισαν νά καῖνε τὶς πληγές της. Παρόλα αὐτὰ ἐκείνη ἔμενε ἀσάλευτη στὴν πίστη της καὶ ἀνδρεία στὸν λογισμό της. Οἱ δήμιοι ὅμως συνέχισαν. Τῆς φόρεσαν μὲ λαβίδες σιδερένια πυρακτωμένα ὑποδήματα. Ἡ Ἁγία Πολυχρονία, μὲ τὴν παρηγοριὰ τοῦ Παρακλήτου, νίκησε τοὺς πόνους καὶ παρέδωσε μὲ εἰρήνη τὴν ἁγία της ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Τὸ τίμιο λείψανό της τὸ παρέλαβαν κρυφὰ οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν δοξάζοντας τὸν Θεό.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος τοῦ Σενκοὺρκ ἦταν σύγχρονος τοῦ Ὁσίου Βαρλαὰμ τοῦ Βὰζχσκ καὶ Σενκοὺρκ († 19 Ἰουνίου). Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση κοιμήθηκε μὲ
εἰρήνη τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ προστάτου του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου.
Ὁ Ὅσιος ἀπεικονίζεται μὲ κουρελιασμένα ἐνδύματα, ἀνυπόδητος καὶ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα σὲ προσευχή.
Πηγές:http://www.saint.gr/04/23/index.aspxhttp://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/23/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου