Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος 03-07-2022
Μέ ἀφορμή τήν ἑορτή τῆς συνάξεως πάντων τῶν ἁγίων ἐνδόξων Νεομαρτύρων, πού ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας μας ἑορτάζει κάθε ἔτος τήν Κυριακή Γ΄ Ματθαίου, παραθέτουμε σέ μετάφραση ὁλόκληρο τό «Προοίμιο στούς ἁγίους ἐνδόξους Νεομάρτυρες» τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἔτσι ὅπως ἔχει κατατεθεῖ στό βιβλίο του «Συναξαριστής Νεομαρτύρων»[1]. Τό κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς :
«Ἂς εἶσαι εὐλογητὸς καὶ δοξασμένος στοὺς αἰώνες Κύριέ μας Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Ὁποῖος μαρτύρησες ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴ ὁμολογία[2], καὶ γι’ αὐτό Πρωτομάρτυς ἀληθῶς καὶ πρωταθλητής ὅλων τῶν ἀθλητῶν καὶ ὑπάρχεις καὶ ὀνομάζεσαι : διότι καὶ στοὺς ὑστερινούς αὐτούς καιροὺς εὐδόκησες ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός Σου νὰ γίνονται νέοι μάρτυρες.
Αὐτήν τὴν εὐχαριστήρια δοξολογία χρεωστᾶ νά ἀναπέμψει ἀπὸ καρδίας, ὅποιος λάβει στά χέρια του νὰ ἀναγνώσει τὸ παρὸν νεοτύπωτο βιβλίο, καὶ νὰ τὴν ἀναπέμψει, ὄχι μία φορὰ ἢ δύο ἢ τρεῖς, ἀλλά τόσες φορές, ὅσοι εἶναι καὶ οἱ Μάρτυρες πού περιέχονται ἐδῶ σ’αὐτό τό βιβλίο. Γιατί πῶς δέν εἶναι δίκαιο νά δοξολογεῖ κανεῖς τόν Κύριο, βλέποντας μέσῳ τοῦ παρόντος βιβλίου ὅτι καί τώρα στούς δικούς μας καιρούς, ἀνατέλλουν ἀπό διάφορα μέρη τοῦ κόσμου στό νοητό στερέωμα τῆς ᾿Εκκλησίας, σάν ἄλλοι Νεοφανεῖς ἀστέρες καί κομῆτες, Νέοι ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ καί στρατιῶτες ἀήττητοι; Καί καταλάμπουν το πλήρωμα ὅλων τῶν ὀρθοδόξων μέ τίς γλυκύτατες ἀκτίνες τοῦ μαρτυρίου καί τῶν θαυμάτων τους;
Πῶς δέν εἶναι πρέπον νά εὐχαριστεῖ κανείς τόν Θεόν, βλέποντας κάτω ἀπό τόν σκληρό ζυγό καί τήν αἰχμαλωσία τῶν νῦν κρατούντων, τόσους ἀθλητές, οἱ ὁποῖοι, γιά νά φυλάξουν τήν ἐλευθερία καί τήν εὐγένεια τῆς Χριστιανικῆς μας πίστεως, κατεφρόνησαν πλοῦτο, δόξα, ἡδονές, καί κάθε ἄλλη σημαντική ἀπόλαυση καί παρέδωσαν προθύμως τόν ἑαυτό τους σέ θάνατον; Πῶς δὲν εἶναι ἄξιο νὰ δοξάζει ὁ καθένας τὸν Θεό, βλέποντας τὸν φόβο τῆς μελλούσης κρίσεως νὰ προχωρᾶ τόσο σ’ αὐτούς τοὺς γενναίους Μάρτυρας; τὸν πόθον τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν νὰ ὑπερνικᾶ σ’ αὐτούς; τὴν πίστη νὰ στερεώνεται τόσο στὴν ψυχὴν τους; τὴν ἐλπίδα νὰ αὐξάνεται στὴν φαντασία τους; καὶ τὸ πῦρ τῆς θείας ἀγάπης νὰ ἀνάβει στίς καρδιές τους τόσον πολύ; ὥστε νὰ τρέχουν οἱ μακάριοι στὸ μαρτύριο, σὰν τὰ πρόβατα στὴν σφαγή; καὶ νὰ λογαριάζουν τὰ βάσανα ὡς ξεφαντώματα; τίς φυλακές ὡς παλάτια; τὰ δεσμά ὡς χρυσὰ στολίδια; τίς ἀτιμίες γιὰ τιμές; τίς θλίψεις γιὰ ἀναπαύσεις; τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ὡς δροσισμό καὶ ἀνάψυξη; τὰ μαχαίρια γιὰ παιγνίδια; καὶ τελευταῖο, τὸν σκληρότατο θάνατο γιὰ ζωὴ αἰώνιο;
Καί αὐτά πότε; ὅταν ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἔλειψε˙ ὅταν ἡ πίστη ἀσθένησε˙ ὅταν ἡ ἐλπίδα λιγόστευσε˙ πότε; ὅταν ἡ ἀρετή ἐξέλιπε καί ἡ κακία περίσσευσε˙ ὅταν ὁ νόμος ἀπράκτησε καί τό Εὐαγγέλιο ἔμεινε ἀργό˙ πότε; ὅταν ὅλοι ζητοῦν τά δικά τους, «ὄχι τά τοῦ Χριστοῦ» καθένας, καθώς βοᾶ ὁ Ἀπόστολος[3]˙ καί ἁπλῶς, ὅταν ἡ ἀνομία πληθύνθηκε, ἡ δέ ἀγάπη ἐψύγη, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου˙ «διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν, ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν»[4].
Ἀλήθεια, αὐτό εἶναι ἕνα θαῦμα παρόμοιο, σά νά βλέπει κάποιος μέσα στήν καρδιά τοῦ χειμῶνα, ἐαρινά ἄνθη καί τριαντάφυλλα, μέσα στήν βαθύτατη νύκτα, ἡμέρα καί ἥλιο, μέσα στό ψηλαφητό σκοτάδι, φῶτα λαμπρότατα, στόν καιρό τῆς αἰχμαλωσίας νά βλέπει ἐλευθερία, καί στόν καιρό τῆς τωρινῆς ἀσθενείας ὑπερφυσική δύναμη. Γι’ αὐτό καὶ ἀναγκάζομαι νὰ πῶ ὅτι αὐτή ἡ ἀλλοίωση εἶναι βέβαια τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου[5]˙ αὐτό τό δάκτυλο εἶναι τοῦ Θεοῦ[6]˙ αὐτή ἡ δύναμη εἶναι θεία, ἡ ὁποία τελειοποιεῖται μέ τήν ἀσθένεια[7].
Ἄν ὅμως κάποιος ρωτᾶ γιὰ ποιά αἴτια εὐδόκησε ὁ Θεὸς νὰ γίνονται αὐτοί οἱ νέοι Μάρτυρες στοὺς τωρινοὺς καιρούς; ἀποκρίνομαι ὅτι γιὰ πέντε τινὰ˙
α) γιά νά εἶναι ἀνακαινισμός ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
β) γιά νά μένουν ἀναπολόγητοι τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως οἱ ἀλλόπιστοι.
γ) γιά νά εἶναι δόξα μέν καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔλεγχος δέ καί καταισχύνη τῶν ἑτεροδόξων.
δ) γιά νά εἶναι παράδειγμα ὑπομονῆς σέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, πού τυραννοῦνται κάτω ἀπό τόν βαρύ ζυγό τῆς αἰχμαλωσίας, καί
ε) γιά νά εἶναι θάρρος καί παρακίνηση στό νά μιμηθοῦν διά τοῦ ἔργου τό μαρτυρικό τους τέλος, τόσο οἱ Χριστιανοί, πού ἀναγκάζονται κατά περίσταση νά μαρτυρήσουν, ὅσο καί ὅσοι ἔφθασαν νά ἀρνηθοῦν νωρίτερα τήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Τά ὁποῖα ὡς ἀναγκαῖα καθένα θ’ ἀποδείξω στὸ παρὸν προοίμιο, καί ὑπομείνετε, παρακαλῶ, ὅσοι τό ἀναγινώσκετε.
Πρῶτον, οἱ νέοι αὐτοί Μάρτυρες εἶναι ἀνακαινισμὸς ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως˙ διότι ὁ χρόνος καὶ ὁ καιρὸς ἔχει φυσικὸ αὐτό τὸ ἰδίωμα, τὰ μὲν νέα καὶ καινούρια πράγματα νὰ τὰ κάνει παλαιά, τὰ δὲ παλαιὰ νὰ τὰ ρίχνει μὲ τὴν πολλή του παράταση σ’ ἕνα βυθὸ ἀπιστίας καὶ ἀλησμονησίας, καὶ τόσο νὰ τὰ γηράσκει καὶ νὰ τὰ ἀφανίζει, σὰ νὰ μὴν ἔγιναν ὁλότελα˙ «τὸ παλαιούμενον καὶ γηράσκον ἐγγὺς ἀφανισμοῦ»[8].
Τώρα, οἱ Χριστιανοὶ τοῦ παρόντος καιροῦ ἀκοῦνε ἀπὸ τίς Ἐκκλησιαστικές ἱστορίες τὰ μαρτύρια καὶ βάσανα, πού ὑπέμειναν γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ οἱ Δημήτριοι, οἱ Γεώργιοι, οἱ Θεόδωροι, οἱ Ἰάκωβοι, καὶ ἁπλῶς ὅλοι οἱ γενναιότατοι παλαιοὶ Μάρτυρες, ὅσοι στάθηκαν ἀπὸ Χριστοῦ ἕως τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου, καὶ ἀναγκάζονται μὲν νὰ πιστεύουν αὐτά ὡς ἀληθῆ, κατὰ τὸ χρέος πού ἔχουν τῆς ἁπλῆς πίστεως˙ ἡ ὁποία, κατὰ τὸν Παῦλο, «εἶναι πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων»[9]˙ ἡ παλαιότητα, ὅμως, τοῦ χρόνου καὶ ἡ τόση πολυκαιρία, πού ἀπὸ τότε ἕως τώρα μεσολάβησε, δύναται ἴσως νὰ προξενήσει σέ μερικούς, ἂν ὄχι ἀπιστία, ἀλλά τοὐλάχιστον μία ἀπορία καὶ δισταγμό. Πῶς δηλαδὴ ἐκεῖνοι, ἄνθρωποι ὄντες φύσει ἀσθενεῖς καὶ δειλοί, ὑπέμειναν τόσα καὶ τόσα φρικτὰ καὶ φοβερὰ κολαστήρια; Ἀλλ' οἱ νέοι αὐτοί μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, παρρησιαζόμενοι στὸ θέατρο τοῦ κόσμου, ἐκριζώνουν μὲν ἀπὸ τίς καρδιές τῶν Χριστιανῶν κάθε τέτοια ἀπορία καὶ δισταγμό, ἐμφυτεύουν δὲ καὶ ἀνακαινίζουν σ’ αὐτές τὴν ἀδίστακτη πίστη πρὸς τοὺς παλαιοὺς Μάρτυρες. Καὶ καθὼς ἡ νέα τροφὴ ἐνδυναμώνει ὅλα ἐκεῖνα τὰ σώματα, πού εἶναι ἀδυνατισμένα ἀπὸ μία προλαβοῦσα πεῖνα˙ καθὼς ἡ νέα βροχὴ ἀναθάλλει τὰ δένδρα ἐκεῖνα, πού εἶναι ξεραμένα ἀπὸ τὴ δίψα˙ καθὼς ἡ δεύτερη ἀνάληψη τῶν φτερῶν ἀνακαινίζει τὸν γερασμένο ἀετὸ˙ «ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου»[10]˙ ἔτσι καὶ οἱ νεοφανεῖς αὐτοί Μάρτυρες ἐνδυναμώνουν καί συγχρόνως ἀναθάλλουν καὶ ἀνακαινίζουν τὴν γηραλέα πίστη τῶν τωρινῶν Χριστιανῶν.
Γι’ αὐτό οἱ τωρινοὶ Χριστιανοὶ δὲν ἀμφιβάλλουν πλέον γιά ἐκείνους, ἐπειδὴ ἐκεῖνα τὰ μαρτύρια, πού μὲ μόνη τὴν ἀκοὴ ἄκουγαν ὅτι ὑπέμειναν οἱ παλαιοὶ Μάρτυρες, αὐτά τὰ ἴδια βλέπουν τώρα μὲ τά ἴδια τους τά μάτια ὅτι τὰ ὑπομένουν οἱ νέοι αὐτοί Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ˙ τά δὲ μάτια, κατὰ τὴν κοινὴ παροιμία, εἶναι ἀξιοπιστότερα ἀπό τ’ αὐτιά. Τί λέγω ὅτι βλέπουν μόνο; Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς τωρινοὺς Χριστιανοὺς εἶχαν φίλους, ὅταν ἦταν ἀκόμη ζωντανοί, πολλοὺς ἀπὸ τοὺς νεοφανεῖς Μάρτυρες καὶ συνέφαγαν πολλές φορές μ’ αὐτοὺς καὶ συνήπιαν καὶ ἦταν παρόντες στὰ μαρτύριά τους καὶ τούς διαμοιράστηκαν τὰ Ἅγιά τους αἵματα καὶ ἐνδύματα γιά ἁγιασμὸ καὶ μέχρι τώρα τά βαστάζουν ὡς φυλακτήρια καὶ ἐνταφίασαν μὲ τὰ ἴδια τους τά χέρια τὰ τίμια λείψανά τους˙ γι’ αὐτό ἔλαβαν ἀκριβῆ πληροφορία ἀπὸ τοὺς νέους αὐτούς μάρτυρες καί γιά τούς παλαιούς μάρτυρες˙ ἢ καλύτερα νά πῶ ὅτι αὐτοὺς ἐκείνους τοὺς παλαιοὺς Μάρτυρες βλέπουν ὅτι μαρτυροῦν καὶ τώρα κάτω ἀπό τὸ πρόσωπο τῶν νέων αὐτῶν Μαρτύρων καὶ ὅτι φαίνονται πάλι στὸν κόσμο δεύτεροι Γεώργιοι, δεύτεροι Δημήτριοι, νέοι Θεόδωροι, ὄχι μόνο ἐξαιτίας τῆς ταυτότητας τῶν ὀνομάτων, ἀλλά πολλῷ μᾶλλον ἐξαιτίας τῆς ὁμοιότητας τῶν Μαρτυρίων.
Μὰ, δὲν φθάνουν μόνο ἕως ἐδῶ, ἀλλά ἐπιπρόσθετα οἱ νέοι αὐτοί Μάρτυρες ἀνακαινίζουν στίς καρδιές τῶν τωρινῶν Χριστιανῶν καὶ τὸ κήρυγμα τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων καὶ πιστώνουν τὸ θεῖο Εὐαγγέλιο καὶ βεβαιώνουν τὴν Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι Ὁμοούσιος μὲ τὸ Ἄναρχό Του Πατέρα καὶ μὲ τὸ Ζωοποιό Του Πνεῦμα, καὶ κηρύττουν τὸ μέγα μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ, ἁπλῶς εἰπεῖν, ἐπισφραγίζουν ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τῶν Χριστιανῶν, ὄχι μόνο μὲ τὰ λόγια, ἀλλά μᾶλλον μὲ τὰ πάνδεινα κολαστήρια, πού ἔλαβαν, καὶ μὲ αὐτὸ τὸ Ἴδιο αἷμα καὶ τὸν μαρτυρικὸ τους θάνατο. Καὶ λοιπὸν, καθὼς παλαιά ἡ ράβδος τοῦ Μωυσέως, οὖσα πρότερον ράβδος, ὕστερα ἔγινεν φίδι˙ «καὶ ἔρριψεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἐγένετο ὄφις»[11]˙ ἔστι καὶ ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, οὖσα πρότερον θερμοτάτη στά χρόνια τῶν Ἀποστόλων καὶ Μαρτύρων ἐξαιτίας τῆς νεαρότητας, μετατράπηκε αὐτή ὕστερα σέ χλιαρή ὀλιγοπιστία ἐξαιτίας τῆς παλαιότητας. Ἀλλὰ, καθὼς ὁ Μωυσῆς ἔπιασε τὸ φίδι ἀπὸ τὸ τελευταῖο μέρος, δηλαδή ἀπὸ τὴν οὐρά, καὶ τό φίδι ἔγινε ράβδος˙ «ἐκτείνας δὲ τὴν χεῖρα ἐπελάβετο τῆς κέρκου καὶ ἐγένετο ράβδος ἐν τῇ χειρί αὐτοῦ»[12]˙ ἔτσι ὁ Θεὸς, ἀφοῦ οἰκονόμησε σ’ αὐτούς τοὺς τελευταίους καιρούς νὰ γίνουν οἱ νέοι Μάρτυρες, μέσῳ αὐτῶν ἀπέδειξε πάλι θερμὴ καὶ νεαρὰ τὴν δύο σχεδὸν χιλιάδων χρόνων πίστη, ἡ ὁποία ἐξαιτίας μας ἔπεσε κάτω, ἀλλά ἀνέβηκε μέχρι τόν Χριστό˙ καὶ ταυτόχρονα συναπέδειξε ὅτι οἱ νέοι αὐτοί Μάρτυρες εἶναι ἀνακαινισμὸς ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως˙ αὐτό ἦταν το πρῶτο.
Δεύτερον, οἱ νέοι αὐτοί Μάρτυρες κάνουν ἀναπολόγητους τούς ἀλλοπίστους τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, διότι καθώς τό λίγο προζύμι, πού σμίγεται μέ τό πολύ ἀλεύρι, μεταδίδει τήν δική του δύναμη σ’αὐτό καί γίνεται ὁλόκληρο ζύμη, ἔτσι οἰκονόμησε ὁ Θεός νά εἶναι σμιγμένοι οἱ λίγοι πιστοί μέ τούς πολλούς ἀλλοπίστους, γιά νά μεταδώσουν σ’αὐτούς τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί νά τούς φέρουν στήν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας. Ἔτσι μᾶς τό βεβαιώνει ὁ θεῖος Χρυσόστομος : «διά τοῦτο καί ἀνέμιξεν (ὁ Θεός δηλαδή) τῶ πλήθει τούς αὐτῶ πιστεύοντας, ἵνα μεταδῶμεν ἀλλήλοις τῆς ἡμετέρας συνέσεως»[13]. Αὐτό δέ μάλιστα καί ἐξαιρέτως οἰκονόμησε νά γίνει μέ τούς νεοφανεῖς αὐτούς Μάρτυρες, διότι αὐτοί σχεδόν ὅλοι γεννήθηκαν καί ἀνατράφηκαν ἀνάμεσα στά πλήθη τῶν ἀλλοπίστων καί τέλος ἐνώπιον τῶν δικῶν τους ἡγεμόνων καί κριτῶν, μέ μεγάλη ἀνδρεία κήρυξαν τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν ὅτι εἶναι ἀπλανής καί ἀληθινή καί τόν Ἰησοῦ Χριστό μέ λαμπρή φωνή ὁμολόγησαν υἱό τοῦ Θεοῦ καί Θεό ἀληθινό καί «σοφίαν καί λόγον τοῦ Θεοῦ, δι’ οὖ τά πάντα ἐγένετο»[14]. Τήν ὁμολογία τους αὐτή τήν βεβαίωσαν, ὄχι μόνο μέ τήν χύση τοῦ ἴδιου αἵματός τους, ἀλλά πολλῶ μᾶλλον μέ τά διάφορα θαύματα, τά ὁποῖα ἐνήργησε δι’αὐτῶν ὁ Θεός, τόσο στόν καιρό τοῦ μαρτυρίου τους, ὅσο καί μετά τήν τελείωση τοῦ μαρτυρίου τους.
Πολλοί ἀπό τούς Μάρτυρες αὐτούς, εὐσπλαγχνιζόμενοι τήν ἀπώλεια τῶν ἀλλοπίστων, πῆγαν ἐπί τούτου στό μαρτύριο καί κήρυξαν σ’αὐτούς τήν ἀλήθεια, διδάσκοντάς τους ν’ ἀφήσουν τό σκότος, στό ὁποῖο βρίσκονται, καί νά προστρέξουν στό φῶς τῆς θεοσεβείας καί πίστεως τοῦ Χριστοῦ, γιά νά μήν κατακριθοῦν στό ἄσβεστο πῦρ τῆς κολάσεως.
Ἀλλά αὐτοί οἱ ἄθλιοι, ἐπειδή ἦταν τυφλωμένοι ἀπό τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου καί ἀπό τά πάθη, δέν μπόρεσαν ν’ἀνοίξουν τούς νοερούς ὀφθαλμούς καί νά δοῦν τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς πίστεως τῶν Χριστιανῶν, καθώς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος : «ὁ Θεός τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τά νοήματα τῶν ἀπίστων, εἰς τό μή αύγάσαι αὐτοῖς τόν φωτισμόν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ»[15]. Γι’αὐτό καί θά μείνουν ἀναπολόγητοι τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, διότι παρ’ὅλο πού καί τό κήρυγμα ἄκουσαν αὐτῶν τῶν νέων Μαρτύρων καί τά τόσα καί τόσα φοβερά μαρτύρια καί θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, πού ἔγιναν δι’αὐτῶν, εἶδαν, ἐντούτοις ὅμως δέν πίστεψαν, ἀλλά πάλι ἔμειναν στό σκοτάδι. «Ἀπετύφλωσε γάρ αὐτούς ἡ κακία αὐτῶν, καί οὐκ ἔγνωσαν μυστήρια Θεοῦ»[16].
Οἱ μέν νέοι αὐτοί μάρτυρες θά κατηγορήσουν καί θά κατακρίνουν τότε τούς ἀλλοπίστους, καθώς καί ὁ προφήτης Μωυσῆς θά κατηγορήσει τότε τούς Ἑβραίους, «ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωυσῆς»[17], καί οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι θά κατακρίνουν τίς δώδεκα φυλές τοῦ Ἰσραήλ[18], ὁ δέ Θεός θά δικαιωθεῖ μέ τά λόγια Του, κατά τόν προφητάνακτα Δαβίδ, καί θά νικήσει κατά τήν κρίση μέσω αὐτῶν τῶν Μαρτύρων, καθώς ἔχει γραφεῖ στό Εὐαγγέλιο «ὅτι ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπό τῶν τέκνων αὐτῆς»[19]. Καί κατά κάποιο τρόπο πρόκειται νά πεῖ σ’αὐτούς ἐκεῖνα τά εὐαγγελικά λόγια : «εἰ μή ἐλάλησα ὑμῖν διά τῶν Μαρτύρων μου τούτων, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχετε, νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχετε περί τῆς ἁμαρτίας ὑμῶν»[20].
Τρίτον, οἱ νέοι αὐτοί μάρτυρες εἶναι δόξα μέν καί καύχημα τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔλεγχος τῶν κακοδόξων˙ διότι κοντά στά ἄλλα δύσφημα, πού ξέρασαν οἱ ἀντίπαλοι κατά τῆς Ἐκκλησίας, πρόσθεσαν κι αὐτό, ὀνειδίζοντας, ὅτι δέν ἀπέκτησε νέο Ἅγιο ἤ Μάρτυρα. Ἄς αἰσχυνθοῦν, ὅμως, μέ αἰσχύνη αἰώνια καί ἄς ντραποῦν, βλέποντας τώρα διά τοῦ βιβλίου «Νέον Μαρτυρολόγιον» τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία νά εὐθήνεται καί νά εἶναι γεμάτη ὄχι ἀπό ἕνα ἤ δύο ἤ τρεῖς νέους Μάρτυρες, ἀλλά ἀπό πλῆθος νέων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι κατώτεροι ἀπό τούς παλαιούς Μάρτυρες, οὔτε κατά τήν παρρησία πρός τούς τυράννους, οὔτε κατά τήν ὁμολογία τῆς πίστεως, οὔτε κατά τά μαρτύρια, οὔτε κατά τά σημεῖα καί θαύματα, ἀλλά καθ'ολ'αὐτά συνερίζονται μέ ἐκείνους.
Ἐκεῖνοι (οἱ παλαιοί μάρτυρες) μαρτύρησαν γιά τήν πίστη τῆς Ἁγίας Τριάδος; Κι αὐτοί ὁμοίως. Ἐκεῖνοι ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τό ὄνομα καί τήν Θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Κι αὐτοί ὁμοίως. Ὅμως, αὐτοί (οἱ νέοι μάρτυρες) ἔχουν κάτι περισσότερο ἀπό ἐκείνους (τούς παλαιούς). Καθ'ὅτι ἐκεῖνοι μέν ἀγωνίσθηκαν κατά τῆς πολυθεΐας καί εἰδωλολατρείας, ἡ ὁποία εἶναι μία προφανής ἀσέβεια, πού δύσκολα μπορεῖ νά ἀπατήσει ἕνα λογικό νοῦ, αὐτοί ὅμως ἀγωνίσθηκαν κατά τῆς μονοπροσώπου μονοθεΐας τῶν ἀλλοπίστων, ἡ ὁποία εἶναι μία κεκρυμμένη ἀσέβεια, πού εὔκολα μπορεῖ νά ἀπατήσει τόν νοῦ.
Γι' αὐτό, ἄν καί αὐτοί οἱ μάρτυρες εἶναι νέοι κατά τούς χρόνους, ὅμως κατά τά μαρτύρια εἶναι παλαιοί. Ἄν καί εἶναι ἔσχατοι κατά τήν διαδοχή τοῦ γένους, ὅμως κατά τούς στεφάνους εἶναι πρῶτοι. Γιατί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριος τοῦ νοητοῦ ἀμπελῶνος τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, κάλεσε ἐργάτες στόν ἀμπελώνα του, κατά τήν παραβολή τοῦ Εὐαγγελίου[21], καί τούς παλαιούς καί τούς νέους αὐτούς Μάρτυρες, καί ἀφοῦ ἄρχισε ἀπό τούς πρώτους ἕως τούς ἐσχάτους, τούς ἔκανε ἴσους, μέ τό νά δώσει σέ ὅλους τό ἕνα καί τό ἴσο δηνάριο, τό ὁποῖο εἶναι ὁ στέφανος τοῦ Μαρτυρίου καί ἡ ἀπόλαυση τῆς Οὐρανίου Βασιλείας.
Ὥστε ἀπό τήν εὐλογία ἐκείνη, πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν παλαιό Ἰσραήλ, τό νά φᾶνε παλαιά καί νέα γεννήματα «καί φάγεσθε παλαιά... καί παλαιά ἐκ προσώπου νέων ἐξοίσετε»[22], καί τήν εὐλογία ἐκείνη, πού ὑπόσχεται νά δώσει σ'αὐτόν, πού Τόν φοβᾶται καί Τόν σέβεται, τό νά δεῖ υἱούς καί ἐγγόνια «καί ἴδοις υἱούς τῶν υἱῶν σου»[23], αὐτῆς (τῆς εὐλογίας) πνευματικώτερα ἀπολαμβάνει τώρα ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἀνατολική Ἐκκλησία˙ γιατί ἐντρυφᾶ καί τρέφεται νοητῶς, ὄχι μόνο μέ τά γεννήματα τῶν παλαιῶν της μαρτύρων, ἀλλά καί μέ τά καινούρια τῶν νέων της ἀθλητῶν. Καί βλέπει νά ἔχουν γεννηθεῖ ἀπό αὐτήν πνευματικῶς, καί τούς πρώτους της υἱούς, τούς παλαιούς μάρτυρες, καί τούς υἱούς τῶν υἱῶν της, δηλαδή τούς διαδόχους τους νέους της ἀθλητές, τῶν ὁποίων τά ἱερά λείψανα περιχαρῶς ἀγκαλιάζει καί τά ἅγια αἵματά τους νυμφικῶς στολίζεται, καυχᾶται σ'αὐτά, καλλωπίζεται καί δοξάζεται. Καί χαίρεται καί γιά τούς δύο μαζί υἱούς της, ὡς καλή καί φιλόπαις μητέρα, μέ χαρά δεδοξασμένη καί ἀνεκλάλητη, φωνάζοντας ἀσματικῶς πρός τόν νυμφίον της Χριστό˙ «ἀκρόδρυα νέα πρός παλαιά, ἀδελφιδέ μου ἐτήρησα»[24].
Ἡ χαρά της μάλιστα αὐξάνεται, ἐπειδή βλέπει ὅτι ὅσο ὁ καιρός προβαίνει, τόσο αὐξάνουν σέ πληθυσμό καί αὐτοί οἱ νέοι υἱοί της. Καί ἐδῶ βεβαιώνεται, πώς αὐτή, πού κατηγοροῦνταν ὡς στείρα καί ἔρημη, ἔτεκε ἀληθῶς τώρα ἑπτά, ὅπως ἡ ἁγία Ἄννα, καί τά τέκνα της ἔγιναν πολλά, δηλ. οἱ νέοι Ἅγιοι καί Μάρτυρες˙ «στείρα ἔτεκεν ἑπτά καί ἡ πολλή ἐν τέκνοις ἠσθένησε»[25] καί «πολλά τά τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον, ἤ τῆς ἐχούσης τόν ἄνδρα»[26].
«Μά, γιατί λέω μόνο ὅτι ἔτεκε»; Αὐτή καί μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος θά τίκτει τέτοιους νέους υἱούς καί μάρτυρες καί ἡ γενεά αὐτή τῶν νέων ἁγίων της, βεβαιότατα δέν θά ἐκλείψει ποτέ ἀπ'αὐτήν. «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ μή παρέλθη ἡ γενεά αὕτη, ἕως ἄν πάντα ταῦτα γένηται»[27]. Καί τό αἴτιο εἶναι προφανές. Γιατί, ἄν ὁ Νυμφίος τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας Χριστός ζεῖ καί βρίσκεται πάντοτε μέ τήν νύμφη του, ἑνωμένος πνευματικῶς, καθώς τό ὑποσχέθηκε˙ «ἰδού ἐγώ μεθ'ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[28], ἄν ὁ νυμφαγωγός της, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, μένει μ'αὐτήν στόν αἰώνα˙ «καί ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μείνει μεθ'ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα»[29], ποιός ἔπειτα ἀμφιβάλλει ὅτι ἀκολούθως πρόκειται νά γεννιοῦνται σ'αὐτήν καί τέτοια τέκνα πνευματικῶς ἕως τοῦ αἰῶνος;
Καί, λοιπόν, ἄν ἴσως οἱ νέοι αὐτοί μάρτυρες εἶναι ὁμολογουμένως καί ἀληθῶς ἅγιοι καί εὐηρέστησαν τόν Θεό καί δοξάσθηκαν ἀπ'αὐτόν μέ τά θαύματα τῆς θείας Χάριτος καί μάλιστα μέ τήν ἐπιφάνεια τοῦ Θείου φωτός, τότε αὐτοί εἶναι τέκνα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, κατέχοντας τά δόγματά της. Τώρα ἄς ἔλθουν καί τά μικρά παιδάκια νά βγάλουν τό συμπέρασμα καί νά ποῦν ὅτι, καθώς αὐτοί εἶναι ἅγιοι καί εὐάρεστοι στόν Θεό, ἔτσι καί ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία, πού τούς γέννησε πνευματικῶς, εἶναι ἑπομένως Ἁγία καί εὐάρεστη στόν Θεό καί ταμιοῦχος τῆς θείας Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συνεπομένως δέ καί τά δόγματά της εἶναι ὀρθόδοξα καί εὐσεβέστατα. Γιατί, ὅποιοι εἶναι οἱ υἱοί, τέτοια εἶναι καί ἡ μητέρα. Καί ὅποιος εἶναι ὁ καρπός, τέτοιο εἶναι καί τό δένδρο. Καί ὅποια εἶναι τά αἰτιατά, τέτοια εἶναι καί τά αἴτια˙ για να μην λέω ὅτι και πολλῷ μᾶλλον τέτοια, κατά τους μεταφυσικούς.
Τέταρτον, οἱ νέοι αὐτοί Μάρτυρες εἶναι παράδειγμα ὑπομονῆς σέ ὅλους τούς ὀρθοδόξους, πού τυραννοῦνται κάτω ἀπό τόν ζυγό τῆς αἰχμαλωσίας. Καί ἐγώ ἐδῶ πλέον δέν μιλῶ, ἀλλά ἄς ἔλθουν αὐτοί οἱ ἴδιοι Μάρτυρες νά μιλήσουν ὡς ἐκ προσώπου δικοῦ τους ζωντανώτερα στούς Χριστιανούς. Τι, λοιπόν, τούς λέγουν; Ἀδελφοί μας Χριστιανοί, ἀδελφοί μας ἀγαπητοί καί παμπόθητοι· ὁ λαός τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ ἐκλεκτός καί περιούσιος λάβετε παράδειγμα ὑπομονῆς τῶν θλίψεων, πού δοκιμάζετε, ἀπό ἐμᾶς τούς συναδελφούς σας· ἐμεῖς, γιά νά ὑπομείνουμε ἀνδρείως γιά τόν Χριστό τά παρά τῶν ἀλλοπίστων διάφορα μαρτύρια, κληρονομήσαμε μία Βασιλεία αἰώνιο καί συναριθμηθήκαμε μέ τούς παλαιούς καί Ἁγίους Μάρτυρες· καί ἐσεῖς, ἄν ὑπομένετε μέ εὐχαριστία, γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τούς δαρμούς, τίς φυλακές, τίς ἁλύσιδες, τίς ἀγγαρείες, τίς ζημιές, τά ἀνυπόφορα δοσίματα καί τά ἄλλα βάσανα, πού σᾶς κάνουν οἱ νῦν κρατοῦντες, βέβαια ὡς Μάρτυρες τῇ προαιρέσει λογίζεστε κοντά στόν Θεό· ἐπειδή, καθώς λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος˙ «τό Μαρτύριον οὐ τῇ ἀποβάσει κρίνεται μόνον, ἀλλά καί τῇ προθέσει· οὐκ ἐπειδάν ἀποτμηθῇ ὁ Μάρτυς, τότε γίνεται Μάρτυς, ἀλλ᾽ ἀφ᾽ οὗ ἄν τήν πρόθεσιν ἐπιδείξηται Μάρτυς ἐστί, κἄν μή πάθῃ τά μαρτύρια»[30]. Καί πάλι ὁ αὐτός· «φέρε τοίνυν τά συμπίπτοντα γενναίως, τοῦτο γάρ σοι Μαρτύριόν ἐστιν»[31]. Γι’ αὐτό, ἐπειδή λογίζεστε ὡς τῇ προαιρέσει Μάρτυρες, μετά θάνατον πρόκειται νά συναριθμηθεῖτε μ’ ἐμᾶς καί νά κατοικήσετε σέ τόπο φωτεινό καί πλατύτατο, σέ τόπο χαρᾶς καί ἀναπαύσεως.
Θέλετε νά πληροφορηθεῖτε ὅτι αὐτό εἶναι ἀληθινό; Ἀναγνώστε τόν βίο τοῦ ὁσίου Ἀκακίου τοῦ νέου, τοῦ ἐν τῷ Καυσοκαλυβίῳ τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀσκήσαντος, καί θά βρεῖτε ἐκεῖ ὅτι ὁ Ὅσιος αὐτός ἀξιώθηκε κάποτε μιᾶς τέτοιας ὀπτασίας καί ἀποκαλύψεως, δηλαδή ὑψώθηκε ὁ νοῦς του στά οὐράνια, καί ἐκεῖ εἶδε ἕνα τόπο, σάν ἕνα κάμπο πολλύ εὐρύχωρο, ὡραιότατο καί φωτεινότατο, γεμάτο ἀπό παλάτια μεγάλα καί περικαλλέστατα, ἔρημα, ὅμως, ἀπό κατοίκους, ἐπειδή σ’ αὐτά κανένας δέν φαινόταν, οὔτε Ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος· αὐτά θεωρῶντας, ἀποροῦσε στόν ἑαυτόν του καί θαύμαζε πῶς τά τόσο ὡραῖα παλάτια καί ὁ τόσο εὐρύχωρος καί ὄμορφος τόπος δέν ἔχουν κανένα κάτοικο; Γι’ αὐτό ρώτησε γι’ αὐτό τόν Ἄγγελο, πού τόν ὀδηγοῦσε· ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε. «Ἀκάκιε, ὁ τόπος αὐτός καί τά παλάτια αὐτά εἶναι ἑτοιμασμένα, γιά νά κατοικήσουν σ’ αὐτά μετά τόν θάνατο καί τήν κοινή ἀνάσταση ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Χριστιανοί, πού γιά τήν πίστη καί τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πληρώνουν δοσίματα στούς Ἀγαρηνούς, καί μέ εὐχαριστία ὑπομένουν τά κακά καί τίς θλίψεις, πού τούς προξενοῦν· γι’ αὐτό καλότυχοι εἶναι ἐκεῖνοι, πού τά δίνουν αὐτά ἀγόγγυστα. Ὤ χαρά, ὤ παρηγορία, ὤ ἀναψυχή τῶν τωρινῶν Χριστιανῶν!
Αὐτὸς, λοιπὸν, ὁ οὐράνιος τόπος, πού σᾶς προσμένει, ἂς ἐντυπωθεῖ καλὰ στὴν φαντασία σας ἀδελφοὶ˙ αὐτὰ τὰ ὡραια παλάτια ἂς μὴ λείπουν ποτὲ ἀπὸ τὴν ἐνθύμησή σας, γιὰ νὰ σᾶς παρηγοροῦν μὲ τὴν ἐλπίδα τους στίς θλίψεις καὶ τά βάσανα, πού δοκιμάζετε˙ γιατί κι ἐμᾶς ἄλλο πράγμα δὲν μᾶς θέρμανε τόσο, γιὰ νὰ ὑπομείνουμεν τὰ μαρτύρια, ὅσον ἡ ἐλπὶσα τῆς ἀπολαύσεως τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν˙ ἀκόμη λίγο ὑπομείνετε, ἀδελφοί, καὶ ἔρχεται ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς Χριστός, πού ἀναπαύει τούς κοπιώντες, γιὰ νὰ σᾶς παραλάβει μαζί Του καὶ νὰ σᾶς ἀναπαύσει αἰώνια στὸν ρηθέντα τόπο τῆς χαρὰς καὶ τῆς ἀναπαύσεως, πού σᾶς ἔχει έτοιμασμένο, καθὼς ὑπόσχεται μόνος του˙ «ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι, καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ, και ὑμεῖς ἦτε»[32]˙ διότι δὲν εἶναι ἄδικος νὰ λησμονήσει τοὺς κόπους καὶ τούς μόχθους, ποὐ ὑποφέρετε γιὰ τὸ ὄνομά Του, ἀλλά μόνο μακροθυμεῖ, γιά νὰ σᾶς δοκιμάσει, ἂν ἔχετε ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη σ’ Αὐτὸν˙ «οὐ γὰρ ἄδικος ὁ Θεὸς ἐπιλαθέσθαι τοῦ ἔργου ὑμῶν καὶ τοῦ κόπου τῆς ἀγάπης»[33].
Γι’ αὐτό, ἐπειδὴ καὶ ὁ Κύριος τῆς ἐπαγγελίας δὲν ἀργοπορεῖ νὰ ἔλθει[34], ἀλλ' «ὅτι ἐρχόμενος ἤξει καὶ οὐ μὴ χρονίση»[35], «διὰ τοῦτο χρείαν ἔχετε ὑπομονῆς, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες, κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν»[36], γιατί ἀλήθεια εἶναι ντροπὴ μεγάλη, οἱ μὲν ἀθλητές και παλαιστές τῶν ἐξωτερικῶν ἀγώνων νὰ ἀγωνίζονται μέχρι αἵματος, γιὰ νὰ λάβουν μετὰ τὴν νίκη ἕνα στεφάνι φθαρτὸ ἀπὸ δάφνη ἢ μυρσίνι ἢ ἀγριελιά ἢ κουκουναριά ἢ ἀπό κάποιο ἄλλο φυτὸν˙ ἐσεῖς δὲ οἱ Χριστιανοὶ, πού ἔχετε νὰ λάβετε στεφάνια ἄφθαρτα καὶ οὐράνια καὶ νὰ κατοικήσετε παντοτεινά σέ οὐράνια παλάτια, νὰ μὴν δείχνετε λίγη ὑπομονὴ στὰ δεινὰ, πού πάσχετε; Ἐκεῖνοι μὲν «οὖν ἵνα φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν, ὑμεῖς δὲ ἄφθαρτον»[37].
Ἔπειτα σᾶς λέμε καὶ τὸ ἀντίθετο, ὅτι ἂν ἐμεῖς χάναμε τὴν ὑπομονή στὰ μαρτύρια, πού λάβαμε˙ ἀλλοίμονο σ’ ἐμᾶς˙ βέβαια θά χάναμε ταυτόχρονα καὶ τὴν πίστη μας καὶ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ θά καταδικαζόμασταν στὴν αἰώνια κόλαση. Καὶ σεῖς παρόμοια˙ ἐὰν δὲν ὑπομένετε τὰ κακὰ, ποὺ πάσχετε γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλά χάσετε τὴν ὑπομονή, ἀλλοίμονο σ’ ἐσᾶς˙ γιατί θά χάσετε καὶ τὴν πίστη σας καὶ τὸν Θεό καὶ τὴν Βασιλεία Τοῦ καὶ θά κληρονομήσετε τὴν ἀτελεύτητη κόλαση˙ γι’ αὐτό γράφει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ τοῦ Σειράχ «οὐαὶ τοῖς ἀπολωλεκόσι τὴν ὑπομονὴν»[38].
Ἐπειδὴ σᾶς πληροφοροῦμε, ἀδελφοί, ὅτι γιὰ ἄλλο σκοπό δὲν σᾶς παιδεύουν μὲ τὰ βαριά δοσίματα καὶ μὲ τὰ ἄλλα κακά, παρά γιὰ νὰ βαρεθεῖτε, νὰ χάσετε τὴν ὑπομονή, καὶ ἔτσι νὰ ἀρνηθεῖτε τὴν πίστη σας καὶ νὰ δεχθεῖτε τὴν δική τους θρησκεία˙ γι’ αὐτό κι ἐσεῖς, γνωρίζοντας τὸν σκοπὸ τους, φυλαχθεῖτε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ μας, φυλαχθεῖτε, γιὰ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν σας, νὰ μὴν σᾶς κλέψουν τὸν θησαυρὸ τῆς Ἁγίας σας πίστεως, τῆς ὁποίας ὅλος ὁ κόσμος μὲ ὅλες του τίς δόξες καὶ ἀναπαύσεις καὶ τὰ βασίλεια, δὲν εἶναι ἀντάξιος.
Ἐνθυμηθεῖτε πὼς ὁ Δεσπότης μας Χριστὸς, ποὐ σᾶς ἔβαλε σὰν τὰ πρόβατα ἀνάμεσα στὰ ἀνήμερα θηρία, σᾶς ἔδωσε τέτοια παραγγελία, νὰ εἶστε φρόνιμοι σὰν τὸ φίδι «ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων, γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις»[39]˙ καὶ γιατί αὐτό; ἐπειδὴ καθὼς τὸ φίδι περισσότερο ἀπ’ ὅλα τὰ μέλη του ἀγωνίζεται νὰ κρύψει καὶ νὰ φυλάξει τό κεφάλι του, γιὰ νὰ μὴν κτυπηθεῖ, ἔτσι κι ἐσεῖς, ἀδελφοὶ, χρεωστᾶτε νὰ προτιμᾶτε καλλύτερα νὰ χάσετε ὅλα σας τὰ ὑπάρχοντα καὶ νὰ περπατᾶτε πτωχοὶ καὶ ζητιάνοι˙ καλλύτερα νὰ στερηθεῖτε τὴν τιμὴ σᾶς˙ καλλύτερα νὰ χάσετε καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια τήν ζωὴ σας, παρὰ νὰ προδώσετε κἄν παραμικρό τὴν ἁγιωτάτη καὶ οὐράνια πίστη σας καὶ νὰ ἀρνηθεῖτε τὸ γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μᾶς˙ ὁ Ὁποῖος μόνος εἶναι ἡ κεφαλὴ καὶ ἡ δόξα καὶ ὅλη ἡ σωτηρία μας καὶ σ’ αὐτή τὴν ζωὴ καὶ στὴν μέλλουσα.
Γιὰ νὰ ἔχετε, ὅμως, στερεότητα στὴν πίστη, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχετε καὶ ζωὴ χριστιανικὴ ἀκόλουθη αὐτῆς τῆς πίστεως˙ δηλαδή συντροφευμένη μὲ καλὰ ἔργα˙ γιατί καθὼς ἡ ὀρθὴ καὶ Ἁγία πίστη γεννᾶ καὶ στερεώνει τὴν ὀρθὴ καὶ ἁγία ζωὴ˙ ἔτσι ἀντιστρόφως καὶ ἡ ἁγία ζωὴ γεννᾶ καὶ στερεώνει τὴν Ἁγία πίστη καὶ το ἕνα εἶναι συστατικό τοῦ ἄλλου, κατὰ τὸν θεῖο Χρυσόστομο, καὶ βλέπουμε μὲ τὸ ἔργο ὅτι ὅσοι ἀρνοῦνται τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἢ πίπτουν σέ δόγματα πονηρά, αὐτοί εἶναι ἀπό πρίν διεφθαρμένοι ἀπὸ μία ζωὴ πονηρή, ἐμπαθῆ καὶ διεστραμμένη˙ ἐὰν ἔχετε τέτοια Χριστιανικὴ ζωὴ, ὄχι μόνο ἐσεῖς θά φυλάξετε τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ὄχι μόνο ἐσεῖς δὲν θά γίνετε αἴτιοι νὰ βλασφημοῦν οἱ ἀσεβεῖς τὸ Ἅγιο ὄνομα καὶ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸ ὁποῖο, παραπονούμενος ὁ Θεὸς, λέγει «δι' ὑμᾶς διὰ παντὸς τὸ ὄνομά τοῦ βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔνθεσιν»[40], ἀλλά καὶ τοὺς ἀλλοπίστους θά παρακινήσετε νὰ ἐπιστρέψουν σ’ αὐτήν, βλέποντας τὸ φῶς τῶν καλῶν ἔργων σας, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος˙ «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[41]˙ καὶ ἐπιπρόσθετα θά τοὺς ἀναγκάζετε νὰ σᾶς ἐπαινοῦν καὶ νὰ λένε˙ ἀληθινά ὁ λαὸς αὐτός τῶν Χριστιανῶν εἶναι εὐλογημένος ἀπὸ τὸ Θεὸ˙ «πᾶς ὁ ὁρῶν αὐτούς, ἐπιγνώσεται αὐτούς, ὅτι οὗτοί εἰσι σπέρμα εἐλογημένον ὑπὸ Θεοῦ»[42].
Ἐνθυμηθεῖτε, ἀδελφοὶ, ἐκεῖνο, που λέγει ὁ μακάριος Παῦλος, ὅτι σ’ ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς δόθηκε χάρισμα, ὄχι μόνο τὸ νὰ πιστεύουμε στὸν Χριστό, ἀλλά καὶ τὸ νὰ πάσχουμε γιὰ τὸν Χριστὸ˙ «ἡμῖν ἐχαρίσθη οὐ μόνον τὸ εἷς αὐτὸν πιστεύειν, ἀλλά καὶ τὸ ὑπὲρ Χριστοῦ πάσχειν»[43]. Βλέπετε, ἀγαπητοί, πὼς οἰ δαρμοί, οἱ φυλακές, τὰ κούτσουρα, οἱ ἁλυσίδες, οἱ ζημιές, οἱ ἀτιμίες, οἱ καταδρομές, οἱ διωγμοί, οἱ ἐξορίες, οἱ διαρπαγές τῶν ὑπαρχόντων, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα βαριά κακὰ, πού πάσχετε, ὄχι γιὰ καμμιὰ κακία σας, ἀλλά γιὰ μόνη τὴν πίστη καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ˙ βλέπετε λέγω, πὼς αὐτά εἶναι χαρίσματα θεϊκά; πὼς εἶναι δωρεές καὶ ἀξιώματα οὐράνια; ἐπειδή αὐτά σας κάνουν νὰ ἀπέχετε ἀπὸ κάθε εἶδος κακίας˙ ἐπειδή αὐτὰ σᾶς καθαρίζουν καὶ σᾶς λαμπρύνουν, καθὼς ἡ φωτιά λαμπρύνει καὶ καθαρίζει τὸ χρυσάφι, «ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτοὺς»[44], ἐπειδή αὐτὰ σᾶς ἀποδεικνύουν πὼς εἶστε υἱοὶ καὶ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀληθινοί, καὶ ὄχι ψευδεῖς˙ γνήσιοι καὶ ὄχι νόθοι˙ «εἰ παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοὺς ὑμῖν προσφέρεται Θεὸς˙ τὶς γὰρ ἐστὶν ὑμῖν, ὅν οὐ παιδεύει πατήρ»[45]; καὶ ἁπλῶς, ἐπειδή αὐτά τά πάθη σᾶς κάνουν νὰ συνδοξασθεῖτε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸν Χριστόν, «εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν»[46], καὶ σᾶς προξενοῦν ἐκεῖνα τὰ οὐράνια ἀγαθά, «ἅ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὓς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη»[47].
Γι’ αὐτό σάν φρόνιμοι, περισσότερο πρέπει νὰ προτιμᾶτε τὸ νὰ πάσχετε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸν Χριστό, παρὰ τὸ νὰ τρυφᾶτε μὲ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ξεφαντώνετε, «τὸ μετὰ Χριστοῦ πάσχειν καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ, τοῦ μετὰ τῶν ἄλλων τρυφᾶν αἱρετώτερον», λέγει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος[48]. Νὰ ποῦμε καὶ τό μεγαλύτερο; Καλλύτερα πρέπει νὰ ἀγαπᾶτε τὸ νὰ παιδεύεστε γιὰ τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ Χριστό, παρὰ τὸ νὰ ἀνασταίνετε νεκροὺς καὶ νὰ κάνετε θαύματα, ἐπειδή ἐκεῖνο εἶναι πιό θαυμαστό ἀπό αὐτό, κατὰ τὸν θεῖο Χρυσόστομο «καὶ γὰρ ἐστὶν ὄντως (τὸ πάσχειν ὑπὲρ Χριστοῦ) τοὺς νεκροὺς ἀνιστᾶν, καὶ σημεῖα ποιεῖν πολλῷ θαυμαστότερον». Ἐπειδή ἐκεῖ μὲν στὰ θαύματα αὐτοί, πού θαυματουργοῦν, γίνονται χρεῶστες στὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος τοὺς ἔδωσε τὴν δύναμη τοῦ θαυματουργεῖν, ἐδῶ δὲ στὰ παθήματα χρεώστης γίνεται ὁ Χριστὸς σ’ αὐτοὺς, πού πάσχουν γι' Αὐτὸν, «ἐκεῖ μὲν ὀφειλέτης εἰμί, ἐνταῦθα δὲ ὀφειλέτην ἔχω Χριστὸν»˙ γι’ αὐτό καὶ ὁ Παῦλος περισσότερο καυχόταν στὸν σταυρὸ καὶ στίς ἀσθένειες, δηλαδή στίς θλίψεις καὶ τά πάθη, πού ὑπέμεινε γιὰ τὸν Χριστό, παρὰ στίς ἀποκαλύψεις καὶ στὰ θαύματα, πού ἔκανε «ἐμοὶ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι, εἰμὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»[49]. Καὶ «ἤδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου»[50].
Τέλος πάντων, λέμε σ΄ ἐσᾶς τοὺς αἰχμαλωτισμένους ἀδελφούς μας ὅτι στὸ ἑξῆς εἶστε ἀναπολόγητοι καὶ πρόφαση καμμία δὲν ἔχετε νὰ πεῖτε, ὅτι τάχα στοὺς καιροὺς σας δὲν εἴδατε ἄλλα παραδείγματα ὑπομονῆς καὶ γι’ αὐτό κι ἐσεῖς δὲν ὑπομένετε τίς τυραννίες τῶν κρατούντων˙ νά, πού ἐμεῖς μὲν τίς ὑπομείναμε ἕως τὸν ἴδιο τόν θάνατο˙ ἐσεῖς δὲ ἀκόμη δὲν φθάσετε σ’ αὐτόν τόν βαθμὸ τῆς ὑπομονῆς. «Οὔπω μέχρις αἵματος ἀντικατέστητε πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀνταγωνιζόμενοι»[51]. Γι’ αὐτό πρέπει νὰ ἔχετε ὑπομονὴ σέ ὅλες τίς θλίψεις, πού δοκιμάζετε, καὶ ὑπομονὴ, ὄχι ἀτελῆ καὶ κολοβή, ἀλλά σώα καὶ μὲ ὅλη τὴν τελειότητα˙ «ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω»[52], δηλαδή δὲν φθάνει μόνο νὰ ὑπομένετε τὰ κακὰ ἁπλῶς, ἀλλά νὰ τὰ ὑπομένετε χωρὶς κανένα γογγυσμό, χωρὶς καμμιὰ βλασφημία, μέ χαρὰ καὶ εὐχαριστία˙ «Πᾶσαν, φησί, χαρὰν ἠγήσασθε, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις»˙ ἐὰν ἔτσι ὑπομένετε, ἀληθινά θά εἶστε μακάριοι, «μακάριος ἀνήρ, ὅς ὑπομένει πειρασμὸν»[53], μὲ τέτοια ὑπομονὴ θὰ κερδήσετε τίς ψυχές σας˙ «ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν»[54], καὶ ἔτσι ὑπομένοντας μέχρι τέλους βεβαιότατα, βεβαιότατα θά σωθεῖτε˙ «Ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται»[55].
Πέμπτον δὲ καὶ τελευταῖο, οἱ νέοι αὐτοί Μάρτυρες εἶναι θάρρος καὶ παρακίνηση στὸ νὰ τοὺς μιμοῦνται μέ τό ἔργο καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι χριστιανοί, ἐξαιρέτως δέ αὐτοί, πού πρότερα ἀρνήθηκαν τὸν Χριστό. Καὶ ἐδῶ πάλι ἂς ἔλθουν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι μάρτυρες, γιὰ νὰ τὸ ἀποδείξουν ὡς ἐκ προσώπου τους, λέγοντας˙ «τιμὴ Μάρτυρος, μίμησις Μάρτυρος», λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος˙ γι’ αὐτό, ἂν ἐσεῖς, ἀδελφοί, μᾶς τιμᾶτε ὡς νέους Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ˙ ἂν ἐσεῖς μᾶς ἐπαινεῖτε καὶ ὡς Ἁγίους μᾶς δοξολογεῖτε μὲ ἐγκώμια καὶ τροπάρια καὶ μὲ ἱερές Ἀκολουθίες, ἐπειδή ὑπομείναμε γενναίως τόσα μαρτύρια καὶ χύσαμε τὸ αἷμα μας γιὰ τὴν πίστη καὶ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, σᾶς εὐχαριστοῦμε καὶ γι΄ αὐτό θά πρεσβεύουμε πάντοτε πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρίαν σας. Ἡ πλέον, ὅμως, εὐάρεστη καὶ μεγαλύτερη τιμὴ, πού μπορεῖτε νὰ μᾶς προσφέρετε, εἶναι τὸ νὰ μᾶς μιμηθεῖτε μὲ τὸ ἔργο καὶ νὰ ὑπομείνετε κι ἐσεῖς μαρτύριο γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν τὸ καλέσει ὁ καιρὸς καὶ ἡ χρεία˙ «τιμὴ Μάρτυρος, μίμησις Μάρτυρος». Καὶ, λοιπὸν, ἐὰν καμμιὰ φορὰ τύχει νὰ σᾶς φθονήσουν οἱ ἀλλόπιστοι ἢ νὰ σᾶς συκοφαντήσουν ἢ νὰ σᾶς βιάσουν ἢ μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον τρόπο νὰ σᾶς παρακινήσουν νὰ ἀρνηθεῖτε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ δεχθεῖτε τὴν δική τους θρησκείαν, φυλαχθεῖτε, ἀδελφοὶ γλυκύτατοι, γιὰ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὀποῖος σᾶς ἐξαγόρασε μὲ τὸ ἴδιο του τό Αἷμα˙ φυλαχθεῖτε γιὰ τὴν πολύτιμη σωτηρία τῶν ψυχῶν σας˙ (τριπλασιάζουμε τὴν φωνὴ) φυλαχθεῖτε νὰ μὴν ἀρνηθεῖτε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη σας καὶ νὰ ὀμολογήσετε τὴν θρησκείαν τους ˙μὴν τυφλωθεῖτε τόσο, πού νὰ προτιμήσετε τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς˙ τὸ ψεῦδος ἀπὸ τὴν ἀλήθεια˙ τὸ χάλκινο καὶ κάλπικο νόμισμα ἀπὸ τὸ καθαρὸ καὶ δοκιμασμένο μάλαγμα˙ τό γυαλὶ καὶ ἄτιμο χαλίκι ἀπὸ τὸ ἀτίμητὸν πετράδι˙ μὲ ἕνα λόγο, τὸν ἅδη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν κόλαση ἀπὸ τὸν Παράδεισο˙ μὴν τὸ καταδεχθεῖτε ποτέ, μή, νὰ ἀφήσετε τὴν ἁγιωτάτη πίστη σας, ἡ ὁποία κάνει ἐκείνους, πού τὴν πιστεύουν, ἀπὸ ἀνθρώπους Ἀγγέλους˙ ἀπὸ ἐπιγείους οὐρανίους˙ ἀπὸ ὑλικούς υἱοὺς Θεοῦ κατὰ χάριν, λαμπρότατους ἠλίους, κληρονόμους τῆς οὐρανῶν βασιλείας. Καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, μὴν τὸ στέρξετε ποτέ, ποτὲ, ἀδελφοί, νὰ ἀρνηθεῖτε τὸν πραότατο, τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ἀληθινό υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεό, μέσῳ τοῦ Ὀποίου κτίστηκαν ὅλα τὰ πάντα, οὐράνια, ἐπίγεια καὶ καταχθόνια, τὸν πλάστη σας, τὸν προνοητή σας, τὸν πατέρα σας, τὸν διδάσκαλό σας, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε καὶ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ τὴν δική σας σωτηρία˙ ὁ Ὁποῖος σᾶς ἔπλυνε μὲ τὸ θεῖο Του βάπτισμα˙ σᾶς ἔθρεψε μὲ τὸ Σῶμα Του˙ σᾶς πότισε μὲ τὸ Αἷμα Του˙ ὁ Ὁποῖος σᾶς εξαγόρασε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου, σᾶς λύτρωσε ἀπὸ τὴν κόλαση καὶ σᾶς ἔκανε κληρονόμους τῆς βασιλείας Του˙ ἀλλά οὔτε μὲ ψιλό λόγο δέν πρέπει νὰ στέρξετε, ἀλλά οὔτε μὲ ἕνα μόνο ἀπλό νεῦμα, νὰ φανεῖτε πὼς ἀρνεῖστε τὸν Χριστὸν καὶ δέχεστε ἄλλη θρησκεία, παρ’ ὅλο πού μπορεῖ νά σᾶς κάνουν μύρια βάσανα, παρ’ ὅλο πού μπορεῖ νά σᾶς δώσουν χιλίους θανάτους˙ διότι καὶ ὁ ψιλὸς ἐκεῖνος λόγος καὶ τὸ ἁπλό αὐτό νεῦμα, σᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν βασιλεία Του καὶ σᾶς καταδικάζουν στὴν αἰώνια κόλαση.
Καὶ σ’ αὐτό μιμηθεῖτε μας τοὺς νέους μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι δὲν στέρξαμε μέ κανένα τρόπο, οὐδὲ νὰ ποῦμε μόνο μὲ τὸν λόγο ὅτι ἀρνούμαστε τὴν πὶστη μας καί μέ αὐτό νά λυτρωθοῦμε στό ἑξῆς ἀπό τά βάσανα καί νά ἔχουμε πάλι τήν πίστη μας, ὅπως καί νωρίτερα˙ μιμηθεῖτε καί τούς παλαιούς ἐκείνους μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι προτίμησαν νά πάθουν καλλύτερα μαρτύρια φοβερώτερα, παρά νά ποῦν μία μόνο συλλαβή ἤ νά κάνουν ἕνα μόνο νεύμα, τά ὁποῖα τούς λύτρωναν μέν ἀπό τόν θάνατο, ἦταν ὅμως ἀρνητικά τῆς πίστεως τοῦ Θεοῦ, τόν Ὁποῖον, ἀφοῦ μία φορά πρόδιδαν, ἄλλον πλέον νά βροῦν δέν μποροῦσαν˙ «οἱ τῆς εὐσεβείας ἀθληταί εἴλοντο προθύμως πάσχειν, ἅ κάμπτει καί τόν ἀλκιμώτατον, καί ταῦθ' ὑπέρ συλλαβῆς, ἵσως μιᾶς, καί νεύματος ἑνός, κακῶς σώζοντος ἐξ ἀρνήσεως˙ Θεός γάρ ἐστιν ἐν βραχεῖ τό κείμενον, ὅν περ προδοῦσιν, ἄλλον οὐκ ἔστι λαβεῖν»˙ λέγει ὁ θεολόγος Γρηγόριος[56]. Ἐνθυμηθεῖτε καί τόν γενναιότατο τοῦ Χριστοῦ μάρτυρα Βαρλαάμ, τόν ὁποῖον θέλησαν οἱ ἕλληνες μέν νά καταπείσουν στό νά σαλεύσει μόνο τό χέρι του, ὅπως γράφει ὁ μέγας Βασίλειος[57], ἀλλά οὔτε αὐτό το πέτυχαν˙ γι’ αὐτό ἔβαλαν στό δεξί του χέρι οἱ μιαροί λιβάνι μέ ἀναμμένα κάρβουνα˙ καιγόταν τό χέρι του˙ καταφαγώθηκαν οἱ σάρκες˙ ἀνέλυσαν τά νεύρα καί ἡ φωτιά ἔπεσε στήν γῆ, ἀλλ' ὁ μάρτυς βάσταζε τεντωμένο τό χέρι, χωρίς οὔτε λίγο νά τό σαλεύσει ἤ νά τό κινήσει καθόλου˙ διότι μέ τό λίγο ἐκεῖνο κίνημα νομιζόταν ἀπό τούς ἀπίστους ὅτι ἀρνεῖται τόν Χριστό και προσφέρει θυμίαμα στά εἴδωλα, «Θεός γάρ ἐστιν ἐν βραχεῖ τό κείμενον, ὅν περ προδοῦσιν, ἄλλον οὐκ ἔστι λαβεῖν».
Ἐσεῖς λέτε ὅτι πιστεύετε στόν Χριστό, λέτε ὅτι τόν ἀγαπᾶτε ὁλοψύχως; Κι ἄν εἶναι αὐτό ἀληθινό, ἐδῶ πρέπει νά ἀποδείξετε ἐμπράκτως αὐτήν τήν πίστη καί τήν ἀγάπη σας, τῆς ὁποίας τό τέλειο σημάδι εἶναι τό νά πεθάνει κανείς γιά τόν ἀγαπητό του˙ «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῆ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ»[58].
Πολλοί ἀπό ’μᾶς τούς νέους μάρτυρες θεληματικῶς καί αὐτόκλητοι πῆγαν καί μαρτύρησαν˙ τό ὁποῖο εἶναι κινδυνώδες καί ὄχι τόσο νόμιμο˙ κι ἐσεῖς, πού βρίσκετε τήν αἰτία τοῦ μαρτυρίου νόμιμη, ἐπειδη δέν προῆλθε ἀπό ’σᾶς ὅλως δι' ὅλου, γιατί νά ὀλιγοψυχήσετε καί νά μήν σταθεῖτε ἀνδρειωμένα, νά πεθάνετε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Πλάστη σας;
Αὐτά, πού εἴπαμε ἕως τώρα, γιά ἐσᾶς τούς μή ἀρνηθέντες, τά λέμε καί γιά ’σᾶς, ἀδελφοί, πού φθάσατε˙ φεύ! ἤ θεληματικῶς ἤ στανικῶς νά ἀρνηθεῖτε τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί νά δεχθεῖτε τήν θρησκεία τῶν ἀλλοπίστων. Ἐπειδή καί τά δύο μέρη μπορεῖτε μέ αὐτά νά παρακινηθεῖτε στό νά μιμηθεῖτε τό δικό μας μαρτύριο.
Γιά ἐσᾶς, ὅμως, τούς ἀρνησιχρίστους, προσθέτουμε ἐδῶ χωριστά τά ὅσα στό ἑξῆς θά εἰπωθοῦν˙ δηλαδή, ὅτι δέν εἶναι τόσο παράδοξο τό νά νικηθεῖτε, ἀδελφοί, καί νά πέσετε σ’ αὐτό τό πτῶμα τῆς ἀρνήσεως, γιατί σ’ αὐτόν τόν κόσμο γίνεται πόλεμος παντοτεινός τοῦ διαβόλου μέ τόν ἄνθρωπο καί πότε ὁ ἄνθρωπος νικᾶ, πότε νικᾶται, «ἑπτάκις γάρ πεσεῖται δίκαιος καί ἀναστήσεται»[59]. Οὔτε εἶναι κάποιο καινούργιο πρᾶγμα, αὐτό πού ἀκολούθησε σ’ ἐσᾶς˙ αὐτή τήν συμφορά τήν ἔπαθαν τόσοι καί τόσοι ἀπό ἐμᾶς τούς νέους μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τήν πίστη τους˙ τό παράδοξο ἀληθῶς καί μεγάλο κακό εἶναι τὸ νὰ μείνετε σ’ αὐτὸ τὸ ἀξιοδάκρυτον πτῶμα, πού πέσατε, καὶ τὸ νὰ μὴν θελήσετε νὰ σηκωθεῖτε ἀπὸ αὐτὸ˙ σᾶς παρακινοῦμε, λοιπὸν, ἀδελφοί, νὰ μιμηθεῖτε ἐμᾶς τοὺς ὁμοιοπαθεῖς ἀδελφοὺς σας καὶ νὰ πιασθεῖτε γιά δεύτερη φορά στὸν πόλεμο μὲ τὸν ἐχθρὸ, πού σᾶς νίκησε, καὶ νὰ μὴν τὸν ἀφήσετε πλέον, ἕως ὅτου κατὰ κράτος νὰ τὸν νικήσετε˙ τὸ λέμε καθαρώτερα˙
α'. Πρέπει νὰ πᾶτε σέ κάποιον πνευματικὸ ἔμπειρο καὶ ἐνάρετο, νὰ ἐξομολογηθεῖτε τὴν ἄρνηση, πού κάνατε, καὶ ὅλας τίς λοιπές ἁμαρτίες σας, φανερώνοντάς του καὶ τὸν σκοπὸ, πού ἔχετε γιὰ τὸ μαρτύριο.
β΄. Νὰ ζητήσετε νὰ λάβετε τὴν δεύτερη χρίση τοῦ Ἁγίου μύρου, κατὰ τὴν διάταξη τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας.
γ΄. Νὰ τραβηχθεῖτε σ’ ἕνα μέρος ἥσυχο καὶ ἐκεῖ καθήμενοι νὰ παρακαλέσετε τὸν Θεὸ μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ δάκρυα, γιὰ νὰ γίνη ἴλεως στὸ μεγάλο σφάλμα, πού κάνατε, καὶ μάλιστα γιὰ ν’ ἀνάψει τὴν θεία Του ἀγάπη στὴν καρδιά σας καὶ νὰ σᾶς ἐνδυναμώσει στὸ μαρτύριο, γιὰ νὰ καταισχύνετε τὸν διάβολο καὶ τοὺς ὑπηρέτες του.
δ΄. Νὰ κοινωνήσετε τὰ θεία μυστήρια μὲ κατάνυξη καὶ εὐλάβεια, καὶ
ε΄. Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά, νὰ σηκωθεῖτε νὰ πᾶτε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ποὺ ἀρνηθήκατε τὸν Χριστὸ νωρίτερα, κι ἐκεῖ νὰ ἀρνηθεῖτε τὴν θρησκεία ἐκείνη, πού δεχθήκατε, καὶ νὰ ὁμολογήσετε τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ στὴν ὁμολογία αὐτή νὰ χύσετε τὸ αἷμα σας καὶ νὰ πεθάνετε˙ ἔτσι κάναμε ἐμεῖς καὶ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Χριστοῦ νικήσαμε˙ ἔτσι νά κάνετε κι ἐσεῖς, γιὰ νὰ νικήσετε.
Ἐπειδὴ σᾶς λέμε κι αὐτό, ἀδελφοί, ὅτι ἐσεῖς, πού ἀρνηθήκατε μία φορὰ τὸν Χριστό, παρ’ ὅλο πού μπορεῖτε νὰ σωθεῖτε μέ τήν μετάνοια καὶ τήν ἱκανοποίηση, που διορίζουν οἱ θεῖοι Κανόνες, χωρὶς νὰ μαρτυρήσετε, ἡ μετάνοιά σας, ὅμως, αὐτή δὲν εἶναι τέλεια καὶ ὁλοκάρδια, ἀλλά ἀτελής, μερικὴ καὶ κολοβή, μὲ τὸ νὰ μὴν ἐξισώνεται καὶ νὰ εἶναι ἀνάλογος ὁ Κανόνας καὶ ἡ ἱκανοποίηση μὲ τὸ σφάλμα τῆς ἀρνήσεως καὶ μὲ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα, πού κάνατε στὸν καιρὸ τῆς ἀρνήσεως˙ πάντοτε δὲ πρέπει νὰ εἶναι κάποια ἀναλογία καὶ ὁμοιότητα μεταξύ τοῦ σφάλματος καὶ τοῦ κανόνα τοῦ σφάλματος, καθὼς οἱ θεολόγοι διδάσκουν. Γι’ αὐτήν τὴν ἀφορμὴ καὶ ὁ ὄγδοος κανόνας τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Πέτρου Ἀλεξανδρείας διορίζει ὅτι τελειοτάτη καὶ ὁλοκάρδια μετάνοια τῶν ἀρνησιχρίστων εἶναι τὸ νὰ πᾶνε στὸν τόπο ἐκεῖνο, πού ἀρνήθηκαν τὸν Χριστὸν καὶ ἐκεῖ νὰ Τὸν ὀμολογήσουν πάλι μπροστά σέ ὅλους καὶ στὴν ὁμολογία αὐτή νὰ πεθάνουν˙ «ὅπερ εἰ καὶ πάντες οἱ ἐκπεπτωκότες πεποιήκεσαν, τελειοτάτην καὶ ὁλοκάρδιον μετάνοιαν ἐνεδείξαντο»˙ γιατί καί κατὰ τὸν φυσικὸ καὶ ἀνθρώπινο νόμο, ὅπου κάποιος χάσει τὸν θησαυρὸ του, ἐκεῖ πρέπει νὰ τὸν ζητᾶ˙ καὶ τοὺς κλέπτες, πού τοῦ πήραν τὰ ὑπάρχοντά του, ἐκείνους πρέπει νὰ πιάνει, γιὰ νὰ τὰ ζητᾶ ἀπ’ αὐτούς.
Ἀνδρίζεσθε, λοιπὸν, ἀδελφοί, καὶ κραταιούσθω ἡ καρδιά σας στὸν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου˙ μὴ σᾶς νικήσει ἡ προσπάθεια καὶ ἠ ἀγάπη γονέων, ἀδελφῶν, συγγενῶν, γυναικός, τέκνων καὶ ὑπαρχόντων˙ μὴ σᾶς ἐμποδίσει ἀπὸ τὴν μακαρία ὁδὸ τῆς ἀθλήσεως ἡ φιλία πλούτου, δόξας, ἡδονῆς ὅλου τοῦ κόσμου καὶ τῶν ἐν κόσμῳ˙ οὔτε αὐτή ἡ φιλία τῆς ἴδιας σας τῆς ζωῆς˙ διότι, ἄν ἐσεῖς θελήσετε νά φυλάξετε τήν ζωή σας, θά τήν χάσετε˙ μά, ἄν τήν χάσετε γιά τόν Χριστό, θά τήν βρεῖτε˙ «ὅς γάρ ἄν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν˙ ὅς δ' ἄν ἀπολέσῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν»[60]. Ὁ δικός σας πλοῦτος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός˙ ἡ δική σας δόξα εἶναι ὁ Ἰησοῦς˙ ἡ δική σας ἠδονή εἶναι ὁ Ἰησοῦς˙ ὅλη σας ἡ ζωή εἶναι ὁ Ἰησοῦς˙ ἐπειδή μαρτυρώντας γιά τόν Ἰησοῦ, ἔχετε τόν Ἰησοῦ, καί ἔχοντας τόν Ἰησοῦ, ἔχετε μαζί τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια καί ὅλα, ὅλα τά πάντα.
Στοχασθεῖτε ὅτι, ἄν ὁ Δεσπότης τῶν ἁπάντων καί ἀναμάρτητος Ἰησοῦς Χριστός θυσίασε τήν ζωή του καί πέθανε πάνω στόν σταυρό γιά τήν ἀγάπη τήν δική σας˙ «συνίστησι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν»[61]. Τί μεγάλο πρᾶγμα εἶναι, ἄν ἐσεῖς οἱ δοῦλοι καί ἁμαρτωλοί καί μάλιστα ἀρνητές πεθάνετε γιά τήν ἀγάπη Του, ὅπως λέγει ὁ Βασίλειος; «Τί μέγα δούλῳ τά δεσπότου παθεῖν»; Ἄν ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί πατέρας ἔγινε μάρτυρας τῆς Θεότητας τοῦ Υἱοῦ Του, ἀφοῦ Τόμ κήρυξε καί στόν Ἰορδάνη καί στό Θαβώριο ὄρος καί ἐρχόμενο στό Πάθος. Καί ἄν ὁ μονογενής Του Υἱός ἔγινε μάρτυρας τοῦ Πατέρα Του μέ ὅλη Του τήν οἰκονομία˙ τί μεγάλο, λέγω, πρᾶγμα εἶναι, ἄν ἐσεῖς οἱ θνητοί ἄνθρωποι γίνετε μάρτυρες τῆς Ἁγίας Τριάδος; «Γίνεσθέ μοι μάρτυρες καί ἐγώ μάρτυς, λέγει Κύριος ὁ Θεός, καί ὁ παῖς μου, ὅν ἐξελεξάμην»[62]. Ἄν οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γιά ν’ ἀποκτήσουν δόξα και πλοῦτο, φθαρτά καί μάταια πράγματα, βάζουν τήν ζωή τους σέ θάνατο καί πολλές φορές πάλι δέν τά πετυχαίνουν. Τί μεγάλο πρᾶγμα θέλετε νά κάνετε ἐσεῖς, ἄν θυσιάσετε τήν ζωή σας, γιά ν’ ἀποκτήσετε βεβαίως καί ἀσφαλῶς ἕναν ἀδαπάνητο πλοῦτο καί μία παντοτεινή βασιλεία καί νά γίνετε κληρονόμοι μέν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δέ Χριστοῦ[63];
Μή σᾶς φοβίσουν, ἀδελφοί, τά ἄγρια πρόσωπα τῶν τυράννων, οὔτε τό πλῆθος τους, οὔτε οἱ φωνές τους, οὔτε οἱ φοβέρες τους. Μή σᾶς φοβίσουν οἱ πληγές, τά σπαθιά, οἱ ἀλυσίδες, οἱ φυλακές. Μή σᾶς φοβίσουν οἱ φούρκες, τά τσιγγέλια, οἱ πυρκαϊές˙
α΄. Διότι αὐτά ὅλα κατά μέν τήν θεωρία μόνο φαίνονται φοβερά, κατά δέ τό πρᾶγμα καί τήν δοκιμή εἶναι στ’ ἀλήθεια μηδαμινά καί εὐκαταφρόνητα, κοντά σέ μία ψυχή μεγαλόκαρδη.
β'. Διότι, ὅταν μία φορά ἀνάψει στήν καρδιά σας ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου, ὄχι μόνο θά νομίζετε ὅλ’ αὐτά σάν παιγχνίδια καί περιγελάσματα, ἀλλά και ἐπιπρόσθετα θά τά ἔχετε σάν ρόδα, σάν ἄνθη, σάν τρυφές καί σάν ξεφαντώματα˙ καθώς καί ἐμεῖς μέ τό ἔργο τό δοκιμάσαμε˙ «Ὅταν γάρ ὁ τῆς εὐσεβείας ἔρως τήν ψυχήν προκατάσχη, ἅπαν αὐτῇ πολέμων καταγέλαστον εἶδος˙ καί πάντες αὐτήν ὑπέρ τοῦ ποθουμένου καταξέοντες τέρπουσι μᾶλλον, ἤ πλήττουσι»˙ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος[64] . Γι’ αὐτό καί τότε, καταφλεγόμενοι ἀπό τήν θεία ἀγάπη, θά φωνάξετε κι ἐσεῖς μαζί μέ τόν Ἀπόστολο˙ «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἤ στενοχωρία ἤ λιμός ἤ διωγμός ἤ γυμνότης ἤ μάχαιρα»[65];
γ΄. Ἄς μή σᾶς φοβίσουν τά εἰρημένα βασανιστήρια, γιατί αὐτά μόνο τό σῶμα θανατώνουν, ἀλλά τήν ψυχή σας δέν μποροῦν νά θανατώσουν, μᾶλλον δέ καί τήν ζωοποιοῦν μαζί μέ τό σῶμα σας. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος σᾶς ἐνθαρρύνει, λέγοντας˙ «μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι»[66]˙ θέλετε νά σᾶς δείξουμε ἐμεῖς ποιό πρᾶγμα πρέπει νά φοβηθεῖτε, ἀδελφοί; Τό νά ἀρνηθεῖτε τόν Χριστόν καί τό νά μήν σταθεῖτε ἀνδρεῖοι νά Τόν ὁμολογήσετε˙ αὐτό μόνο εἶναι αληθινά ἄξιο φόβου, γιατί, ἄν ἐσεῖς ἀρνηθεῖτε τόν Χριστό, ἀλλοίμονον! καί ὁ Χριστός θά σᾶς ἀρνηθεῖ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως˙ «ὅστις δ' ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι κἀγώ αὐτόν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»[67]˙ καί θά βάλετε τήν ψυχή καί τό σῶμα σας στήν γέεννα τοῦ πυρός˙ «ὑποδείξω δέ ὑμῖν τίνα φοβηθῆτε˙ φοβήθητε τόν μετά τό ἀποκτεῖναι ἐξουσίαν ἔχοντα ἐμβαλεῖν εἰς τήν γέενναν, τοῦτον φοβήθητε»[68].
Να, ἀδελφοί, πού στέκεται ἀοράτως ὁ Δεσπότης Χριστός καί βλέπει ἀπό τούς οὐρανούς τόν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου σας, βαστάζοντας στά χέρια του ἄφθαρτα καί οὐράνια στεφάνια, συντροφευμένος μέ ὅλες τίς μυριάδας τῶν Ἀγγέλων καί μέ ὅλα τά τάγματα τῶν Ἁγίων˙ καί εὐθύς ἀμέσως μόλις σᾶς δεῖ νά μπαίνετε στό μαρτύριο μέ πίστη, ἀγάπη καί μεγαλοψυχία καί νά κηρύτετε μέ παρρησία τό ὄνομά Του ἐνώπιον τῶν ἀλλοπίστων, θά σᾶς στείλει μυστικῶς καί ἀοράτως τήν θεία Του Χάρι καί βοήθεια, γιά νά σᾶς παρηγορήσει καί νά σᾶς ἐνδυναμώσει στό μαρτύριο˙ εὐθύς ἀμέσως μόλις σᾶς δεῖ νά τελειώνετε τόν δρόμο τοῦ μαρτυρίου σας, θά δεχθεῖ στίς ἀγκαλιές Του τίς ἅγιες ψυχές σας, γιά νά τίς στεφανώσει, νά τίς δοξάσει, νά τίς τιμήσει, ὅπως καί τίς ψυχές τῶν παλαιῶν μαρτύρων καί νά τίς ἀξιώσει νά συμβασιλεύσουν μέ Αὐτόν αἰώνια στήν οὐράνια Βασιλεία Του καί νά συνευφραίνονται μέ ὅλα τά τάγματα τῶν Ἀγγέλων καί μέ ὅλους τούς χορούς τῶν Πατριαρχῶν, τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἱεραρχῶν, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων καί ὅλων μαζί τῶν Ἁγίων. Καί παραπάνω ἀπ’ ὅλα θά τίς ὁμολογήσει ἐνώπιον τοῦ Πατέρα Του, καθώς καί αὐτοό Τόν ὁμολόγησαν ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων˙ «Πᾶς ὅς τις ἄν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»[69]. Τά δέ τίμια λείψανά σας θά τά δοξάσει ἐδῶ κάτω στήν γῆ ἤ μέ τήν ἐπιφάνεια τοῦ Φωτός Του ἤ καί μέ ἄλλα σημεῖα καί θαύματα, καθώς θά κρίνει ἡ θεία δικαιοσύνη Του˙ ἤ τό λιγότερο θά τά τιμήσει μέ τήν προσκύνηση καί εὐλάβεια ἀπό τούς Χριστιανούς.
Τί μπορεῖ νά βρεθεῖ ἐνδοξότερο ἤ μεγαλύτερο ἀπό αὐτή τήν δόξα; Τί ὑψηλότερο ἤ ποθεινότερο ἀπό αὐτή τήν παρρησία; Ἀλήθεια, σάν ἕνα μηδενικό λογίζεται τό νά θυσιάσει κάποιος, ὄχι μία ἤ δύο ἤ τρεῖς, ἀλλά χίλιες ζωές, μόνο γιά νά κερδήσει μία τέτοια θεοπρεπῆ ἀξία καί δόξα˙ «Οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς»[70].
Τρέξτε, τρέξτε, λοιπόν, ἀδελφοί, γιά νά φθάσετε τόν ποθούμενο˙ δράμετε, δράμετε, γιά νά μή φύγει τό κυνήγι ἀπό τά χέρια σας˙ ἀγωνισθεῖτε, ἀγωνισθεῖτε, γιά νά μήν σᾶς πάρουν ἄλλοι τό στεφάνι˙ λίγος εἶναι ὁ κόπος, ἀλλ' ἡ ἀνάπαυση εἶναι πολλή˙ προσωρινά εἶναι τά βάσανα, ἀλλά τά ἀγαθά, πού κληρονομεῖτε εἶναι παντοτεινά˙ πικρό εἶναι τό ποτήρι τοῦ μαρτυρίου, ἀλλά γλυκειά ἡ ἀπόλαυση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ˙ πραγματεία πολυκερδής εἶναι αὐτή, ἀγαπητοί˙ φθαρτόν σῶμα δίνετε καί ἄφθαρτο τό ἀπολαμβάνετε˙ αἵματα πωλείτε καί οὐρανούς ἀγοράζετε˙ ἤ πρώτα ἤ ὕστερα εἶναι ἀνάγκη φυσική νά πεθάνετε˙ λοιπόν, κάντε τήν ἀνάγκη αὐτή φιλοτιμία και, μέ τόν θάνατόν σας αὐτόν, κερδήστε ζωή αἰώνια, ζωή ἄλυπη, ζωή μακαρία καί πανευδαίμονα, μακρυά μέν ἀπό κάθε κακό, συντροφευμένη δέ ἀπό κάθε ἀγαθό˙ γιά ν’ ἀξιωθεῖτε ἐσεῖς, πού νικήσατε καί ρίξατε ἀπό μόνοι σας τό σημεῖο καί τό χάραγμα, πού σᾶς ἔδωσε τό θηρίο, δηλαδή ὁ διάβολος, καί ἡ εἰκόνα τοῦ θηρίου, δηλαδή ὁ ἀρχηγός τῆς θρησκείας τῶν ἀλλοπίστων, νά ἀξιωθεῖτε, λέγω, νά σταθεῖτε στήν γυάλινη θάλασσα, δηλαδή στήν θεία μακαριότητα, πού εἶναι διαφανέστατη καί γεμάτη ἀπό ἀνεκλάλητα ἀγαθά, και, βαστώντας στά χέρια σας κιθάρες, νά ψάλλετε καί νά δοξολογεῖτε ὡς νικητές αἰωνίως τόν Κύριο, κατά τήν ἱερά Ἀποκάλυψη˙ «Καί εἶδον ὡς θάλασσαν ὑαλίνην μεμιγμένην πυρί, καί τούς νικῶντας ἐκ τοῦ θηρίου, καί ἐκ τῆς εἰκόνος αὐτοῦ, καί ἐκ τοῦ χαράγματος, ἐστῶτας ἐπί τήν θάλασσαν τήν ὑαλίνην, ἔχοντας κιθάρας Θεοῦ καί ἄδουσι τήν ὡδήν Μωϋσέως δούλου τοῦ Θεοῦ, καί τήν ὡδήν τοῦ ἀρνίου»[71].
Βάζουμε τέλος καί σᾶς λέμε, ἀδελφοί, ὅτι, ἄν δέν βλέπατε στούς καιρούς σας τούς νέους Μάρτυρες, θά εἴχατε κἄποια ψυχρή πρόφαση, νά μήν τρέξετε στό μαρτύριο. ᾿Αλλά, τώρα εἶστε ἀναπολόγητοι. Γι’ αὐτό, ἐπειδή εὐδόκησε ὁ Θεός νά ἔχετε, ὄχι ἕνα ἤ δύο, ἀλλά ἕνα ὀλόκληρο σύννεφο ἀπό νέους μάρτυρες, μιμηθεῖτε μας καί μέ ὑπομονή τρέξτε στόν ἀγῶνα τοῦ μαρτυρίου του, ἀποβλέποντας ὅλως δι᾿ ὅλου στόν Πρωτομάρτυρα καί Ἀρχηγό τῆς σωτηρίας μας ᾿Ιησοῦ. «Τοιγαροῦν καί ἡμεῖς τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος Μαρτύρων… δι᾿ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν ᾿Ιησοῦν»[72].
᾿Αλλ᾿ ὦ νέοι τοῦ Χριστοῦ ἀθλητές καί Μάρτυρες, τά γλυκύτατα σέ ὅλους τούς Χριστιανούς καί πράγματα καί ὀνόματα (γιατί στρέφω τώρα τόν λόγο μου σ’ ἐσᾶς), παρεμβολή καινή καί γενναιότατο στράτευμα τοῦ ἐπουρανίου βασιλιά, οἱ διαπρύσιοι Κήρυκες τῆς ῾Αγίας Τριάδος, διαλαλητές καρτερόψυχοι τῆς Θεότητας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, οἱ ὑπέρμαχοι τῆς εὐσεβείας τῶν Χριστιανῶν καί οἱ ἀντίπαλοι τῆς ἀσεβείας, οἱ κοινωνοί, μιμητές καί ἀκόλουθοι τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου, οἱ νικητές καί τροπαιοῦχοι τῶν τριῶν μεγάλων ἐχθρῶν, τῆς σάρκας, τοῦ κόσμου καί τοῦ κοσμοκράτορα, πού βαπτισθήκατε μέ τό δι᾿ αἵματος βάπτισμα, τό ὁποῖο δέν μολύνεται μέ δεύτερους ρύπους, κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο. ᾿Εσεῖς ἀληθινά εἶστε ὁ ἀνακαινισμός ὅλης τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. ᾿Εσεῖς δείξατε ἀναπολογήτους τούς ἀλλοπίστους τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. ᾿Εσεῖς εἶστε ἡ δόξα τῆς ᾿Ανατολικῆς ᾿Εκκλησίας καί ἡ καταισχύνη καί ὁ ἔλεγχος τῶν αἱρετικῶν. ᾿Εσεῖς ἀναδειχθήκατε παράδειγμα ὑπομονῆς σ’ ὅλους τούς Χριστιανούς, πού εἶναι αἰχμάλωτοι, κι ἐσεῖς παρακινεῖτε τούς ᾿Ορθοδόξους, καί μάλιστα τούς ἀρνησιχρίστους, νά μιμοῦνται μέ τό ἔργοο τό δικό σας μαρτύριο.᾿Εσεῖς εἶστε ἀληθινά, κατά τόν ᾿Απόστολο Παῦλο, αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἀνταναπληρώσατε τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ στήν σάρκα σας[73] καί γίνατε θέατρο στόν κόσμο καί στούς ᾿Αγγέλους καί στούς ἀνθρώπους[74]˙ θέατρο στούς ἀνθρώπους, στούς μέν ἀλλοπίστους ντροπή καί ἀτιμία καί λύπη. Στούς δέ ᾿Ορθοδόξους Χριστιανούς καύχημα καί δόξα καί χαρά. Θέατρο στούς ᾿Αγγέλους, στούς μέν πονηρούς δαίμονες πόνος καί ἀθυμία ἀνυπόφορη. Στούς δέ μακαρίους ᾿Αγγέλους εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση ἀνεκλάλητη˙ γιατί χαίρονται καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ παρακύψουν, γιὰ νὰ θεωρήσουν τὰ παθήματά σας τῶν νέων μαρτύρων. Κι αὐτό θέλει νὰ φανερώσει, σύμφωνα μέ μερικούς διδασκάλους, ἐκεῖνο πού λέγει ὁ μακάριος Πέτρος˙ «εἴς ἅ (δηλαδή στὰ παθήματα τῶν Ἁγίων) ἐπιθυμοῦσιν ἄγγελοι παρακύψαι»[75]˙ καὶ παρ’ ὅλο πού αὐτοὶ βλέπουν παντοτεινά τὸ μακάριο Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει ὁ Κύριος˙ «οἱ Ἄγγελοι αὐτῶν διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρὸς μοῦ τοῦ ἐν οὐρανοῖς»[76]˙ ἐπειδὴ ὅμως, κατὰ τὸν Ἅγιο Κυπριανό, τὸ θέαμα τῶν μαρτύρων εἶναι τόσο μακάριο, πού φέρνει μαζὶ του τὴν μακαριότητα, γι’ αὐτό καὶ οἱ Ἄγγελοι δὲν νομίζουν ὡς κάποια ἐλάττωση τῆς μακαριότητάς τους, τὸ νὰ ἀφήνουν τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θεωροῦν ἐσᾶς τοὺς νέους Μάρτυρες, ἀλλά ὅσο χαίρονται καὶ μακαρίζονται, ἐπειδό βλέπουν τὴν μακαρία ὄψη τοῦ Θεοῦ, ἄλλο τόσο χαίρονται καὶ μακαρίζονται, ἐπειδή βλέπουν τούς νέους μάρτυρες ἀνάμεσα στὰ μακάρια πάθη καὶ μαρτύρια γιά τόν Χριστό˙ γιατί τό ἴδιο εἶναι νὰ πεῖς δόξα καὶ μακαριότητα, καὶ τά ἴδιο νὰ πεῖς πάθος γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ μαρτύριο! Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος δόξα ὀνόμασε τὸν σταυρὸ καὶ τὸ πάθος Του˙ «νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου»[77]. Τί λέγω ὅτι χαίρονται οἱ Ἄγγελοι στὰ μαρτυρικὰ σας παθήματα; Ἄν ἦτον δυνατὸν νὰ δοθεῖ τὸ πάθος τοῦ φθόνου στοὺς ἀπαθεῖς ἀγγέλους, βέβαια ἄλλο πράγμα δὲν θά φθονοῦσαν, παρὰ ἐσᾶς τοὺς Μάρτυρες˙ ἐπειδή ἀξιωθήκατε νὰ πάθετε καὶ νὰ μαρτυρήσετε γιὰ τὸν Χριστό. Καί ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ δοθεῖ σ’ αὐτοὺς σῶμα, δὲν θά τὸ μεταχειρίζονταν γιά ἄλλο σκοπό παρὰ στὸ νὰ πάθουν γιὰ τὸν Χριστό. Ἀλλ' ἐπειδὴ καὶ τὰ δύο εἶναι ἀδύνατα στὴν φύση τού, γι’ αὐτό τά ἀναπληρώνουν μὲ τὸ νὰ ἐπιθυμοῦν μεγάλως νὰ βλέπουν ἐσᾶς, πού πάθατε γιὰ τὸν Χριστὸ˙ «εἰς ἅ ἐπιθυμοῦσιν Ἄγγελοι παρακῦψαι»˙ ἐσεῖς, ὦ νέοι Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, εἶστε οἱ ἀπαρχές καὶ τὰ πρωτογεννήματα τῆς δικῆς μας φύσεως˙ τὰ νέα χίδρα (στάχυα, σπέρματα) καὶ ἡ νέα θυσία, τὰ ὁποία ὡς δῶρα εὐχαριστήρια προσφέρει τὸ δικό μας γένος στὸν Θεὸ˙ καθὼς εἶναι γεγραμμένο «καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῶν νέων, ὅταν προσφέρητε θυσίαν νέαν τῷ Κυρίῳ»[78]. Καί «ἐὰν προσφέρῃς θυσίαν πρωτογεννημάτων τῷ Κυρίῳ, νέα πεφρυγμένα χίδρα ἐρικτά τῷ Κυρίῳ»[79]. Ἐσεῖς ἀλήθεια φανήκατε ἡ δικαίωση τῆς τωρινῆς διεστραμμένης γενεᾶς μας, μέ τήν ὁποία ἐξιλεώνει ὁ Θεὸς τίς ἁμαρτίες μας καὶ καταπαύει τὴν ὀργὴ Του, πού κινεῖται ἐναντίον μας, εὐθὺς μόλις γυρίσει καὶ δεῖ τὰ αἵματα καὶ τὸν θάνατό σας˙ καθὼς μέ τόν Ἠσαΐα τό δηλώνει, λέγοντας˙ «ἀγαγέτωσαν τοὺς Μάρτυρας καὶ δικαιωθήτωσαν»[80]. Ἐσεῖς, τέλος πάντων, σταθήκατε τὸ ἐμπόδιο καὶ ἡ αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἕως τώρα ἀργοπόρησε τήν Δευτέρα Του Παρουσία καί δέν ἔκανε τήν συντέλεια τοῦ κόσμου˙ ποιός μᾶς τό βεβαιώνει; Ἡ ἱερά Ἀποκάλυψη˙ διότι εἶναι γραμμένο σ’ αὐτήν ὅτι ὅλες οἱ ψυχές τῶν παλαιῶν μαρτύρων φώναζαν στόν Θεό, ζητώντας νά κάνει ἐκδίκηση τοῦ αἵματός τους, μία ὥρα νωρίτερα μέ τήν κοινή κρίση˙ εἰπώθηκε, ὅμως, σ’ αὐτές ὅτι πρέπει νά κάνουν ὑπομονή ἀκόμη λίγο, ἕως ὅτου τελειώσουν τά μαρτύριά τους καί οἱ ἄλλοι τους ἀδελφοί˙ οἱ ὁποῖοι δηλαδή εἶστε ἐσεῖς οἱ νέοι μάρτυρες˙ «Καί ἐρρέθη αὐτοῖς ἵνα ἀναπαύσωνται ἔτι χρόνον μικρόν, ἕως οὖ πληρωθῶσι καί οἱ σύνδουλοι αὐτῶν, καί οἱ ἀδελφοί αὐτῶν, οἱ μέλλοντες ἀποκτείνεσθαι ὡς καί αὐτοί»[81].
Καί λοιπόν, ὦ νέοι τοῦ Χριστοῦ καί πολύαθλοι μάρτυρες, τί νά σᾶς ὀνομάσουμε; Ἀγγέλους; Ναί˙ ἐπειδή ἀποστραφήκατε τό σῶμα και, ἀφοῦ πάθατε ὠς ἀσώματοι, νικήσατε τόν ἀσώματο ἐχθρό καί δείξατε μέ τό ἐργο ὅτι, κατά τόν θεῖο Χρυσόστομο, Ἄγγελοι καί Μάρτυρες «μόνοις τοῖς ὀνόμασι διαφέρουσι»˙ Φωστῆρες; Ναί˙ ἐπειδή μέσα στήν βαθειά αὐτή νύχτα καί ψυχρότητα τῆς αἰχμαλωσίας, μέ τίς ἀκτίνες τοῦ μαρτυρίου σας, λάμπετε μέν στίς διάνοιες τῶν Όρθοδόξων τρανώτερα τό φῶς τῆς θεογνωσίας, θερμαίνετε δέ τίς καρδιές τους στήν ἀγάπη και πίστη τοῦ Χριστοῦ καί γι’ αὐτό βλέπουμε ἐμπράκτως ὅτι, ὅταν κάποιος νέος μάρτυρας ἀπό ’σᾶς μαρτυρήσει, καί οἱ Χριστιανοί, πού βλέπουν και ἀκοῦνε, ἀνάβουν στήν θεία ἀγάπη, πού σχεδόν γίνονται ἕτοιμοι νά ὑπομείνουν κι αὐτοί τό μαρτύριο γιά τόν Χριστό˙ νά σᾶς ὀνομάσουμε ποταμούς; Καί ἀλήθεια λέμε˙ διότι, μέ τήν πλημμύρα τῶν αἱμάτων σας, καταβυθίσατε μέν τήν πλάνη τῶν ἀλλοπίστων, ἀναβλαστήσατε δέ τήν πίστη τῶν ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία ἦταν σχεδόν ξεραμένη ἐξαιτίας τῆς παλαιότητας˙ Ἰατρούς; Ναί˙ καί ποιός ἀμφιβάλλει; διότι μέ τήν ἰατρική δύναμη τοῦ Ἀγίου Πνεύματος, ὄχι μόνο τίς ἀσθένειες τῶν σωμάτων δωρεάν ἰατρεύετε, ἀλλα καί τά πάθη τῶν ψυχῶν ἐκείνων, πού σᾶς ἐπικαλοῦνται μέ πίστη˙ Νά σᾶς ὀνομάσουμε πύργους τῆς εὐσεβείας; Φύλακες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστού; Μυρίπνοα ἄνθη καί ρόδα τοῦ Παραδείσου, βαμμένα μέ τό ἴδιο τό αἷμα σας; Προστάτες; Βοηθούς; Σωτήρες κοινούς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων; Καθόλου δέν σφάλλουμε (ἄν σᾶς ὀνομάσουμε ἔτσι)˙ πολλά καί ἄλλα εἶναι τά ὀνόματά σας, ἀλλά περισσότερα εἶναι τά χαρίσματά σας˙ μεγάλα εἶναι τά ἐγκώμια, πού σᾶς πρέπουν, ἀλλά δέν φθάνουν ποτέ τήν ἀξία σας, πού ἐγκωμιάζεστε.
Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς, ἀφοῦ συστείλουμε τά ἐγκώμια μέ σιωπή καί ἄκρα εὐλάβεια, προσκυνοῦμε τά ἅγιά σας λείψανα, παρομοίως καθώς προσκυνούμε καί τῶν παλαιῶν μαρτύρων τά λείψανα˙ ἀσπαζόμαστε τό ἱερό σας πρόσωπο καί τήν τιμία κεφαλή σας[82], τήν ὁποία ὁ Χριστός νοητῶς στεφάνωσε˙ ἐπειδή, κατά τό Ἄσμα, τὸ πρόσωπό σας σκόπευσε πρόσωπο Δαμασκοῦ˙ «καὶ ἡ κεφαλὴ σας ἐπλήσθη δρόσου, καὶ ὡς χρυσίον Κεφάζ καὶ ὡς Κάρμηλος ἐλογίσθη». Καταφιλοῦμε τὸ γλυκύτατο στόμα σας, μὲ τὸ ὁποῖο τὴν μακαρία ἐκείνη φωνὴ ὁ καθένας σας ἀνεκράζετε, τό, Χριστιανὸς εἰμι καὶ Χριστιανὸς ἀποθαίνω˙ «ὅτι ὡς σπαρτίον τὰ κόκκινα χείλη σας, καὶ ἠ λαλιὰ σας αὕτη ὡραία». Προσπτυσσόμαστε τὸν ἱερὸ σας τράχηλο, στὸν ὁποῖον δεχθήκατε τὴν σφαγὴ καὶ τὴν φοῦρκα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη˙ «ὅτι ὁ τράχηλός σας ὡς ὁρμίσκος», καὶ ὡς πύργος τοῦ Δαβιδ καὶ ὡς πύργος ἐλεφάντινος ἀναδείχθηκε˙ σεβόμαστε τὰ χέρια σας, στὰ ὁποία δεχθήκατε σχοινιά καὶ δεσμά γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς Ἁγίας Τριάδος˙ «ὅτι αἱ χεῖρες σας ἔσταξαν σμύρναν, καὶ ἐφάνησαν τορευταί χρυσαῖ ὅμοιαι ὁρμίσκοις, ἔργῳ χειρῶν τεχνίτου»˙ μακαρίζουμε τίς κνήμες καὶ τά πόδια σας, στά ὁποῖα λάβατε μάστιγες καὶ ἁλυσίδες γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ γλυκυτάτου Δεσπότη σας, «ὅτι αἳ κνῆμαι σας στύλοι μαρμάρινοι τεθεμελιωμένοι ἐπὶ βάσεις χρυσᾶς, καί οἱ πόδες σας ἐνίφθησαν ἐν τῷ αἵματι ὑμῶν, καὶ πῶς μολυνεῖτε ἔτι αὐτούς»;᾿Εν συντομίᾳ, καταγλυκασπαζόμαστε ὅλα τά ῞Αγια μέλη τοῦ σώματός σας, στά ὁποῖα δεχθήκατε φοβερά καί διάφορα βάσανα, μέ τά ὁποῖα εὐαρεστήσατε τόν Χριστό, ἐξεπλήξατε τούς ᾿Αγγέλους, εὐφράνατε τούς ῾Αγίους, τραυματίσατε τούς δαίμονες, λυπήσατε τούς ἀλλοπίστους, χαροποιήσατε τήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρηγορήσατε τούς αἰχμαλώτους ἀδελφούς σας, ἁγιάσατε τούς τόπους, στους ὁποίους μαρτυρήσατε, εὐλογήσατε τούς τωρινούς Χριστιανούς, εὐωδιάσατε τόν ἀέρα μέ τήν ἄνοδο τῶν ψυχῶν σας ˙ δὲν ντρεπόμαστε, ὄχι, ἀλλά καὶ καυχώμαστε νὰ λαμβάνουμε ἀπὸ τὸ αἷμα σας, πού χύθηκε, καὶ νὰ ἀλειφώμαστε˙ οὔτε παραιτούμαστε νὰ παίρνουμε ἀπὸ τὰ ἱμάτιά σας καὶ ἀπὸ ὅσα στάθηκαν ὄργανα τοῦ μαρτυρίου σας καὶ νὰ τά κρατᾶμε ὡς φυλακτήρια πάνω μας˙ γιατί πιστεύουμε ὅτι μέ ὅλ’ αὐτά ἁγιαζόμαστε καὶ στὰ σώματα καὶ στίς ψυχές μας˙ ἐμεῖς δὲν βλέπουμε ὅτι τὰ σώματά σας εἶναι νεκρὰ καὶ ἔρημα ἀπὸ ψυχὴ, ἀλλά μᾶλλον στοχαζόμαστε τὴν παντοδύναμη Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού κατοικεῖ σ’ αὐτὰ καὶ ἐπιτελεῖ τά θαυμάσια, πειθόμενοι στὸν Θεῖο Χρυσόστομο, πού λέγει˙ «Μὴ γὰρ τοῦτο ἴδης, ὅτι γυμνὸν τοῦ Μάρτυρος τὸ σῶμα πρόκειται τῆς ψυχικῆς ἐνεργείας ἔρημον, ἀλλ' ἐκεῖνο σκόπει, ὅτι τῆς ψυχῆς αὐτῆς ἑτέρα παρακάθηται μείζων αὐτῷ δύναμις, ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χάρις»[83], καὶ πληροφορούμαστε ὅτι, καθὼς ἡ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ δὲν χωρίστηκε ἀπὸ τὸ Θεοϋπόστατο Σῶμα Του στόν τριήμερο θάνατο, ἔτσι οὔτε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ χωρίστηκε μετὰ τόν θάνατο ἀπὸ τὰ λείψανα καὶ κόκκαλά σας τῶν Μαρτύρων, κατὰ τὸν Θεσσαλονίκης θεῖο Γρηγόριο˙ «ὡς δαύτως (προσκυνήσεις) καὶ τὰς σοφοὺς τούτων τὰς Ἁγίας, καὶ εἴτι τῶν ὀστέων λείψανον˙ οὐ γὰρ διέστη τούτων ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ὥσπερ οὐδὲ τοῦ προσκυνητοῦ σώματος Χριστοῦ διέστη ἡ θεότης ἐπὶ τοῦ ζωοποιοῦ θανάτου»[84]. Ὄχι μόνο δὲ αὐτά προσκυνοῦμε καὶ σεβόμαστε, ἀλλά καὶ τίς Ἅγιές σας εἰκόνες ἱστοροῦμε καὶ σχετικῶς ἀσπαζόμαστε, ἀναφέροντας τὴν τιμὴ μέσῳ αὐτῶν σ’ ἐσᾶς τὰ πρωτότυπα, καὶ τίς ἐτήσιές σας ἑορτές καὶ μνήμες ἐπιτελοῦμε, «ὅτι μνήμη μαρτύρων ἀγαλλίαμα τοῖς φοβουμένοις τὸν Κύριον».
Ποιά δέ ἀμοιβή ἀντί ὅλων αὐτῶν ζητᾶμε καί ἐμεῖς ἀπό σᾶς; Τό νά μεσιτεύετε ὁλοψύχως πρός τόν Ἅγιο Θεό, γιά νά γίνει ἵλεως στίς ἁμαρτίες μας˙ ἐξαιρέτως δε καί μάλιστα ὅσων ἀναγινώσκουν εὐλαβῶς καί συνεχῶς τά νέα σας αὐτά μαρτύρια, πού περιέχονται σ’ αὐτό τό βιβλίο, καί νά παύσει τήν ἐναντίον μας δικαία Του ἀγανάκτηση, παρορώντας ὡς πολυέλεος τά πταίσματά μας, μέ τά ὁποία καί μέ τό ἔργο καί μέ τόν λόγο καί μέ τήν διάνοια κάθε μέρα τόν παραπικραίνουμε. Ἐνθυμεῖστε Του, ὦ Νεομάρτυρες, τά μαρτύρια, πού λάβατε γιά τό ὄνομά Του, καί ἔτσι ἐξιλεῶστε τόν θυμό Του, ἐπειδή ἀληθῶς λιγοστέψαμε καί κακοπαθήσαμε πάρα πολύ καί μικρύναμε ἀπ’ ὅλα τά ἔθνη, κάτω ἀπό τήν πολυχρόνια σκλαβιά. Καί στήν μέν παροῦσα ζωή ἐλευθερῶστε μας ἀπό κάθε κακό ψυχικό καί σωματικό, ἐνδυναμώνοντάς μας νά φυλάξουμε στερεά ὅλα ὅσα ἐκ μέρους σας μᾶς διδάξατε. Στήν δέ μέλλουσα ζωή ἀξιῶστε μας τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, στόν Ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καί τό κράτος μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
[1]ΑΓΙΩΝ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΚΟΡΙΝΘΟΥ, ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΧΙΟΥ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΑΡΙΟΥ, Συναξαριστής Νεομαρτύρων, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1996, σσ. 17-36.
[2]Α΄ Τιμ. 6, 12.
[3] Φιλιπ. 2, 21.
[4] Ματθ. 24, 12.
[5] Ψαλμ. 76, 11.
[6] Ἔξοδ. 8, 19.
[7] Β΄ Κορ. 12, 9.
[8] Ἑβρ. 8, 13.
[9] Ἑβρ. 11, 1.
[10] Ψαλμ. 10, 5.
[11] Ἔξόδ. 4, 3.
[12] Ἔξόδ. 4, 4.
[13] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ὁμιλία ιστ΄ στό κατά Ματθαῖον.
[14] Ἰω. 1, 2.
[15] Β΄ Κορ. 4, 4.
[16] Σοφ. Σολ. 2, 21-22.
[17] Ἰω. 5, 45.
[18] Ματθ. 19, 28.
[19] Ματθ. 11, 19.
[20] Ἰω. 15, 22.
[21] Ματθ. 20, 1.
[22] Λευϊτ. 26, 10.
[23] Ψαλμ. 128, 6.
[24] Ἄσμα 7, 14.
[25] Α΄ Βασ. 2,5.
[26] Ἡσ. 54,1.
[27] Ματθ. 24,34.
[28] Ματθ. 28,20.
[29] Ἰω. 14,16.
[30] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ἑρμηνεία στόν 5ο Ψαλμό.
[31] Τοῦ ἰδίου,Ἑρμηνεία στόν 127ο Ψαλμό.
[32] Ἰω. 14, 3.
[33] Ἑβρ. 6, 10.
[34] Β΄ Πέτρ. 3, 10.
[35] Ἀββακ. 2, 4.
[36] Ἑβρ. 10, 36.
[37] Α΄ Κορ. 9, 25.
[38] Σοφ. Σειρ. 2, 14.
[39] Ματθ. 10, 16.
[40] Ἠσ. 52, 5.
[41] Ματθ. 5, 16.
[42] Ἠσ. 61, 9.
[43] Φιλιπ. 1, 29.
[44] Σοφ. Σολ. 3, 6.
[45] Ἑβρ. 12, 7.
[46] Ρωμ. 8, 17.
[47] Α΄ Κορ. 2, 9.
[48] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Λόγος στό Πάσχα.
[49] Γαλ. 6, 14.
[50] Β΄ Κορ. 12, 9.
[51] Ἑβρ. 12, 4.
[52] Ἰακ. 1, 4.
[53] Αὐτόθ. 2 καὶ 12.
[54] Λουκ. 21, 19.
[55] Ματθ. 24, 13.
[56] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, παρά τῇ σειρᾷ τοῦ κατά Ματθ. κεφ. 10.
[57] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Λόγος στόν μάρτυρα Βαρλαάμ.
[58] Ἰω. 15, 13.
[59] Παρ. 24, 16.
[60] Ματθ. 16, 25.
[61] Ρωμ. 5, 8.
[62] Ἠσ. 43, 10.
[63] Ρωμ. 8, 17.
[64] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Λόγος στόν μάρτυρα Βαρλαάμ.
[65] Ρωμ. 8, 35.
[66] Ματθ. 10, 28.
[67] Ματθ. 10, 33.
[68] Λουκ. 12, 5.
[69] Ματθ. 10, 32.
[70] Ρωμ. 8, 18.
[71] Ἀποκ. 15, 2-3.
[72] Ἑβρ. 12, 1-2.
[73] Κολ. 1, 24.
[74] Α΄ Κορ. 4, 9.
[75] Α΄ Πέτρ. 1, 12.
[76] Ματθ. 18, 10.
[77] Ἰω. 13, 31.
[78] Ἀριθμ. 28, 26.
[79] Λευ. 2, 14.
[80] Ἠσ. 43, 9.
[81] Ἀποκ. 6, 11.
[82] Εἶναι γνώμη τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι τῶν μὲν Ὁσίων τὰ λείψανα δὲν προσκυνοῦνται ὡς Ἅγια, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἀποδείξῃ μέσῳ αὐτῶν θαύματα, ἢ τὸ λιγώτερο τὰ τιμήσῃ μέ τήν εὐωδία, μὲ τὸ νὰ μὴν εἶναι ἀποδεδειγμένα στοὺς ἀνθρώπους ἡ ἐν κρυπτῷ πίστη καὶ ἀγάπη τους στὸν Θεό. Τῶν δὲ Μαρτύρων τὰ λείψανα προσκυνοῦνται ὡς Ἅγια καὶ χωρὶς θαύματα καὶ εὐωδία, μὲ τὸ νὰ γίνεται φανερή σ’ ὅλους ἡ τέλεια πίστη στόν Θεό καὶ ἡ τέλεια ἀγάπη τους μέ τήν ἔμπρακτη ἀπόδειξη τοῦ Μαρτυρίου˙ ἐπειδή, λοιπόν, αὐτά βρίσκονται νωρίτερα καί φανερά στούς Μάρτυρες, γι’ αὐτό καί τά θαύματα εἶναι πλέον συνέπεια αὐτῶν καὶ σχεδὸν λογίζονται ὡς περιττά σάν ἀπόδειξη.
[83] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος α΄ στὸν ἱερομάρτυρα Βαβύλα.
[84] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Κατὰ Χριστὸν δεκάλογος
«Δεν λέγει απλώς, καθαρός από αμαρτίες, αλλά «Άγιος», διότι τον Άγιο δεν τον κάνει μόνο η απαλλαγή από τις αμαρτίες, αλλά και η παρουσία του Πνεύματος και ο πλούτος των καλών έργων».
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ.Π.Ε. Ιωάννης Χρυσόστομος , τόμος 25, σελ 42. Ομιλία ΙΖ΄ § 5.