Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Λάμπρος Σκόντζος: Ὁ ὄλεθρος τῆς ἐγωπάθειας καί ἡ εὐλογία ταπεινώσεως


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ 
 
Μέ τη χάρη καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Ἁγίου Θεοῦ φθάσαμε γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ στὸ ἅγιο Τριώδιο, στὴν ἱερότερη καὶ κατανυκτικότερη ἑορτολογικὴ περίοδο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἡ μακρὰ αὐτὴ περίοδος, ἡ ὁποία ἀρχίζει τὴν Κυριακὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου καὶ τελειώνει τὸ Μεγάλο Σάββατο, εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ χρονικὴ περίοδος τῆς Ἐκκλησίας μας, διότι δίνει τὴν εὐκαιρία σὲ μᾶς τοὺς πιστοὺς νὰ συναισθανθοῦμε τὴ λαθεμένη πορεία τῆς ζωῆς μας, νὰ τὴ διορθώσουμε καὶ νὰ ἐπανακαθορίσουμε τὴ στάση μας ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους μας. Αὐτὴ ἡ προσωπικὴ κάθαρση καὶ διόρθωση τῆς γήινης πορείας μας εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ μπορέσουμε, κεκαθαρμένοι καὶ ἀλλαγμένοι, νὰ ἑορτάσουμε τὸ ἅγιο Πάσχα, σύμφωνα μὲ τὴν παύλειο προτροπή, ὄχι ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, τυπικά, «ἀλλ᾿ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας», ἀποβάλλοντας τὴν παλαιὰ  ζύμη τῆς κακίας καὶ τῆς πονηρίας μας (Α΄ Κορ. 5,8).
 
Ἡ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου εἶναι ἀφιερωμένη στὴν πολὺ διδακτικὴ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, τὴν ὁποία ὁ Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου νὰ διδάξει τὴν θεοφιλῆ ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ νὰ στηλιτεύσει τὴν ἑωσφορικὴ ἔπαρση. Δίδαξε τὴν παραβολὴ αὐτὴ «πρὸς τινας τοὺς πεποιθότας ἀφ᾿ ἑαυτοῖς ὅτι εἰσὶ δίκαιοι, καὶ ἐξουθενούντας τοὺς λοιπούς» (Λουκ. 18,9). Δηλαδὴ πῆρε ἀφορμὴ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ὑποκριτικὴ στάση τῶν Φαρισαίων, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ φαίνονται ὡς ἐκλεκτοὶ καὶ ἀγαπητοὶ τοῦ Θεοῦ, περιφρονῶντας ὅσους δὲν ἀνῆκαν στὴν τάξη τους, ὡς ἐλεεινοὺς καὶ μισητοὺς τοῦ Θεοῦ.
 
Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, μὲ τρόπο λιτό, ἀλλὰ σαφέστατο, διέσωσε τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὡς ἑξῆς: «Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἰς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἐστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν, κατέβῃ οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,10-14).
 
Ἡ τάξη τῶν Φαρισαίων ἐκπροσωποῦσε τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν ἐγωιστικὴ αὐτάρκεια. Τὰ μέλη της, ἀπόλυτα ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἰουδαϊκὴ κοινωνία, ἀποτελοῦσαν, λαθεμένα, τὸ μέτρο σύγκρισης τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἠθικῆς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἦταν δὲ τέτοια ἡ ἀτομική τους ἔπαρση καὶ ἀλαζονεία, ὥστε εἶχαν καταντήσει ἀληθινοὶ τύραννοι τοῦ λαοῦ. Ὁ Κύριος δὲν παρέλειπε νὰ κατακεραυνώνει τοὺς Φαρισαίους στὸ κήρυγμά του καὶ νὰ στηλιτεύει τὴν τυραννική τους ἐπιβολὴ στὸ λαό. «Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ λέγων· ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι. δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά.  πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. 23,1-5).
 
Ἀντίθετα οἱ τελῶνες ἦταν ἡ προσωποποίηση τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἀμαρτωλότητας. Ὡς φοροεισπράκτορες τῶν κατακτητῶν Ρωμαίων διέπρατταν ἀδικίες, κλοπές, ἐκβιασμούς, τοκογλυφίες καὶ ἄλλες εἰδεχθεῖς ἀνομίες καὶ γι᾿ αὐτὸ τοὺς μισοῦσε
δικαιολογημένα ὁ λαός. Ἦταν πλούσιοι ἀπὸ τίς ἄνομες καὶ ἄδικες δραστηριότητές τους καὶ αὐτὸ ἐπέτεινε τὸ φθόνο καὶ τὴν ἀγανάκτηση τοῦ λαοῦ πρὸς αὐτούς.
 
Δύο ἀντίθετοι ἀντιπροσωπευτικοὶ τύποι τῆς κοινωνίας, ἐκπρόσωποι τῶν δύο αὐτῶν κοινωνικῶν τάξεων, ἀνέβηκαν στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ πρῶτος ὁ νομιζόμενος εὐσεβής, ἔχοντας τὴν αὐτάρκεια τῆς δῆθεν εὐσέβειάς του ὡς δεδομένη, στάθηκε μὲ ἔπαρση μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ ἄρχισε νὰ ἀπαριθμεῖ τίς ἀρετές του, οἱ ὁποῖες ἦταν πραγματικές. Τίς ἐξέθετε προκλητικότατα, εἰς τρόπον ὥστε ἀπαιτοῦσε ἀπό τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἐπιβραβεύσει γι᾿ αὐτές. Τίς ἀπαριθμοῦσε μία - μία, φωναχτά, νὰ τίς ἀκοῦνε καὶ οἱ παραβρισκόμενοι στοὺς χώρους τοῦ ναοῦ,  κάνοντας ἐπίσης ἀήθη σύγκρισή του μὲ ἄλλους ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα μὲ τὸν συμπροσευχόμενό του τελώνη.
 
Ἀντίθετα ὁ ὄντως ἁμαρτωλὸς τελώνης συναισθανόμενος τὴ δεινή του ἁμαρτωλὴ κατάσταση, μὲ συντριβὴ καὶ ταπείνωση ζητεῖ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχει νὰ ἀπαριθμήσει ἀρετές, ἀλλὰ καὶ ἂν εἶχε, αὐτὲς θὰ ἦταν πνιγμένες στὸ πέλαγος τῶν ἁμαρτιῶν του. Δὲν ἔχει τὴν τόλμη νὰ κοιτάξει ψηλὰ τὸ οὐρανό, ὅπου βρίσκεται ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κοιτᾷ χαμηλά τὴ γῆ, ὅπου διαπράττεται ἡ ἁμαρτία. Τὰ μάτια του τρέχουν δάκρυα, ὡς ξεχείλισμα τῶν κριμάτων τῆς καρδιᾶς του.  Ὁ τόνος τῆς φωνῆς του εἶναι χαμηλός, τόσο χαμηλὸς ὥστε νὰ τὸν ἀκούει μόνο ὁ Θεός. Τὸ μόνο ποὺ ἀκουγόταν ἦταν οἱ ἀναστεναγμοί του, ὡς κραυγὴ ἀπόγνωσης καὶ ἀπελπισίας.  Δὲν ἔχει τὸ κουράγιο νὰ ὑψώσει τὰ χέρια του, ἀλλὰ μὲ αὐτὰ χτυπᾷ τὸ στῆθος του, σὰν νὰ δέρνει τὸν παλιὸ κακὸ ἑαυτό του γιὰ τίς τόσες καὶ μεγάλες ἁμαρτίες του. Μέσα στὴ συντριβή του δὲ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν ἐγωιστικὰ στεκόμενο δίπλα του Φαρισαῖο καὶ νὰ ἀκούσει τίς ἐγωιστικὲς φλυαρίες του. Ἴσως νὰ ἄκουσε μόνο τὴν τελευταῖα φράση του, ὅτι δὲν εἶναι σὰν ἐκεῖνον δίκαιος, καὶ ἀσφαλῶς θὰ συμφώνησε μαζί του. Αὐτὴ ὅμως ἡ μετάνοιά του, ἡ ἀληθινὴ συντριβή του, τὸν δικαιώνει μπροστὰ στὸ Θεό. Γίνεται δεκτὴ ἡ προσευχή του, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ὑποκριτὴ Φαρισαῖο, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο δὲν ἔγινε δεκτὴ ἡ προσευχή του, ἀλλὰ σώρευσε στὸν ἑαυτό του περισσότερο κρίμα, ἐξαιτίας τῆς ἐγωπάθειάς του.
 
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅρισαν νὰ εἶναι ἀφιερωμένη ἡ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου στὴ διδακτικὴ αὐτὴ παραβολὴ τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν οἱ πιστοὶ πὼς ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ἀγιάτρευτη ρίζα τοῦ κακοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία τὸν κρατᾷ μακριὰ ἀπὸ τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Πὼς ἡ ταπείνωση εἶναι τὸ σωτήριο ἀντίδοτο τῆς καταστροφικῆς πορείας, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο ἡ ἐγωπάθεια, ἡ ὁποία εἶναι τὸ χειρότερο ἐμπόδιο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ἡ ἐγωιστικὴ αὐτάρκεια, ὡς μιὰ λίαν νοσηρὴ πνευματικὴ κατάσταση, ἐμποδίζει τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ τὴ διάθεση γιὰ μετάνοια. Ἐγωισμὸς καὶ μετάνοια εἶναι δυὸ ἔννοιες ἐντελῶς ἀντίθετες καὶ ἀσυμβίβαστες μεταξύ τους. Ἡ μία ἀναιρεῖ τὴν ἄλλη. Οἱ πύλες τῆς ψυχῆς τοῦ ἐγωπαθοῦς ἀνθρώπου εἶναι ἑρμητικὰ κλειστὲς γιὰ τὴ θεία χάρη καὶ κατὰ συνέπεια εἶναι ἀδύνατη ἡ σωτηρία του, ὅσο ἐμμένει στὴν ἐγωιστική του περιχάραξη.
 
Ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὁ ἐγωισμὸς εἶναι καταστάσεις ἑωσφορικές. Πρῶτος διδάξας ὁ Ἑωσφόρος, ὁ ὁποῖος δὲ μποροῦσε νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του κατώτερο ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ δημιουργό του καὶ γι᾿ αὐτὸ διανοήθηκε νὰ στήσει τὸ θρόνο του πάνω ἀπό τὸ θρόνο τῆς μεγαλοσύνης Του, «εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου, ἀναβήσομαι ἐπάνω των νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ» (Ἠσ. 14,13-14). Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀλαζονική του ἀπόφαση εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο νὰ μὴν πραγματοποιήσει τὸ σκοπό του, ἀλλὰ νὰ χάσει τὴ δόξα καὶ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ εἶχε χαριστεῖ ἀπό τὸν Θεὸ καὶ νὰ καταπέσει στὴν ἔσχατη ἀπαξία. Καὶ ἀκόμη, ἀπὸ ἀνείπωτο μῖσος καὶ φθόνο, θέλησε νὰ μεταδώσει καὶ στὸν ἄνθρωπο, τὸ κορυφαῖο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τὴ φθοροποιὰ καὶ καταστροφικὴ ἕξη τοῦ ἐγωισμοῦ. Ἔπεισε τοὺς πρωτοπλάστους ὅτι δῆθεν ἦταν ἱκανοὶ ἀπὸ μόνοι τους νὰ γίνουν θεοὶ (Γέν. 3ο κεφ.), συμπαρασύροντάς τους στὴ δική του δίνη καὶ καταστροφή.
 
Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν κατάσταση ἔχει ὑπόψη της ἡ Ἐκκλησία μας καὶ θέσπισε τὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου, ἡ ὁποία σηματοδοτεῖ τὴν μεταπτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ στηλίτευση τοῦ ἐγωισμοῦ, ὡς τὴν πρωταρχικὴ αἰτία τῆς πτώσεως καὶ τῆς κατοπινῆς δραματικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου. Μᾶς καλεῖ νὰ κάνουμε μιὰ μεγάλη θυσία αὐτὲς τίς ἁγιασμένες μέρες ποὺ ἀκολουθοῦν. Νὰ θυσιάσουμε τὸν ἐγωισμό μας, ὡς τὴν πλέον εὐάρεστη θυσία στὸ Θεό, διότι «θυσία τῷ Θεῷ, πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουθενώσει» (Ψαλμ. 50,19). Νὰ θεωρήσουμε τὸν ἐγωιστικὸ ἑαυτό μας ὡς τὸ χειρότερο καὶ τὸν πλέον ἐπικίνδυνο ἐχθρό μας, διότι ἂν δὲν τὸν νικήσουμε, θὰ μᾶς νικήσει ἐκεῖνος καὶ θὰ μᾶς στείλει ἐξάπαντος στὴν ἀπώλεια.
 
Εἶναι θεμελιώδους σημασίας ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας: «ὁ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Ματθ. 23,11-12)! Ὁ πραγματικὰ σπουδαῖος, γιὰ τὸ Χριστό, εἶναι αὐτὸς ποὺ θέτει τὸν ἑαυτό του ὑπηρέτη τῶν ἄλλων καὶ τὸν θεωρεῖ κατώτερο ἀπὸ ἐκείνους. Ἐξίσου θεμελιώδους σημασίας εἶναι καὶ ἡ διαβεβαίωσή Του: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 21,32), ποὺ σημαίνει πὼς συγκάτοικοί μας στὸν παράδεισο θὰ εἶναι μετανοοῦντες ἁμαρτωλοί, ἐνῶ θὰ ἀπουσιάζουν οἱ ἀμετανόητοι νομιζόμενοι δίκαιοι!
 
Ἡ περίοδος τοῦ Τριωδίου εἶναι κατ᾿ ἐξοχὴν περίοδος ἀγῶνα κατὰ τῆς ἐγωπάθειας καὶ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς τῆς ταπείνωσης, ὡς μονόδρομος τῆς σωτηρία μας. Ἀποτελεῖ τὸ προπαρασκευαστικὸ χρονικὸ διάστημα πρὶν τὸ Πάσχα, γιὰ τὴν ὀντολογικὴ προετοιμασία ἡμῶν τῶν πιστῶν γιὰ τὴν ὕπατη καὶ λαμπρότατη ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιὰ τὴν ψυχοσωματική μας κάθαρση ἀπὸ ὅλους ἐκείνους τοὺς ρίπους, ποὺ μολύνουν τὴν ὕπαρξή μας καὶ μᾶς καθιστοῦν ὀντότητες νοσηρές, ἔκπτωτες ἀπὸ τὴν αὐθεντικότητά μας. Ἡ μετοχή μας στὴ φωτοφόρο πανήγυρη τῶν πανηγύρεων ἀπαιτεῖ προσωπικὴ ἀνακαίνιση καὶ ἰδιαίτερα ἀπόρριψη τοῦ ἐγωισμοῦ μας, εἰδάλλως  τὸ ἀνέσπερο ἀναστάσιμο φῶς θὰ καταδείξει τὴν ψυχική μας ρυπαρότητα καὶ δὲ θὰ δυνηθοῦμε νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τοῦ Ἀναστάντος Λυτρωτῆ μας, ἀφήνοντάς μας ἀνέγγιχτους  οἱ ἄρρητες δωρεὲς τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, ὅπως μᾶς παροτρύνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, νὰ «μορφωθεῖ ὁ Χριστὸς» στὴν ὕπαρξή μας (Γαλ. 4,19).  Καὶ ἡ μόρφωσή μας ἐν Χριστῷ ξεκινᾷ μὲ τὴν ἀποβολὴ τῆς ἐγωπάθειάς μας καὶ τὴν ἀπόκτηση τῆς ταπείνωσης, ἡ ὁποία, μόνη αὐτή, μπορεῖ νὰ μᾶς ὑψώσει ὡς το θρόνο τοῦ Θεοῦ.
 
__________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου