«Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διαρύσσουσι καὶ κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν (:Μὴ συσσωρεύετε γιὰ τὸν ἑαυτό σας θησαυροὺς πάνω στὴ γῆ, ὅπου ὁ σκόρος καὶ ἡ φθορὰ τῆς σαπίλας ἢ τῆς σκουριᾶς ἀφανίζουν τὰ ἀποθηκευμένα εἴδη τοῦ πλούτου καὶ ὅπου οἱ κλέφτες τρυποῦν τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων καὶ τὰ κλέβουν. Μαζεύετε γιὰ τὸν ἑαυτό σας θησαυροὺς στὸν οὐρανό, ὅπου οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σαπίλα καὶ ἡ σκουριὰ ἀφανίζουν τοὺς ἀποθηκευμένους θησαυρούς σας καὶ ὅπου οἱ κλέφτες δὲν τρυποῦν τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων σας, οὔτε κλέβουν. Πρέπει λοιπὸν νὰ θησαυρίζετε θησαυροὺς στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας προσκολλημένη στὸν Θεὸ καὶ στὰ οὐράνια· διότι ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιὰ σας)» [Ματθ. 6,19-21].
[...]Ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ψυχή μας τὸ νόσημα τῆς κενοδοξίας, στὴν κατάλληλη στιγμὴ πλέον ὁμιλεῖ καὶ περὶ ἀκτημοσύνης· διότι τίποτε δὲν προετοιμάζει τόσο τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀγάπη τῶν χρημάτων, ὅσο ὁ ἔρως τῆς κενοδοξίας: γιὰ τὴ δόξα οἱ ἄνθρωποι ἐπινοοῦν καὶ τίς ἀγέλες τῶν δούλων, καὶ τὸ πλῆθος τῶν εὐνούχων, καὶ τὰ χρυσοστόλιστα ἄλογα καὶ τὰ ἀργυρὰ τραπέζια καὶ τὰ ἄλλα ποὺ εἶναι περισσότερο ἀκόμη καταγέλαστα· ὄχι βέβαια γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν κάποια ἀνάγκη, οὔτε γιὰ νὰ ἀπολαύσουν κάποια ἡδονή, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν στοὺς πολλούς.
Πιὸ πάνω βέβαια ἔλεγε μόνο ὅτι πρέπει νὰ ἐλεοῦμε, ἐδῶ ὅμως ὑποδεικνύει καὶ πόσο πρέπει νὰ δίδουμε, ὅταν λέγει: «Μὴ θησαυρίζετε». Ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ παρουσιάσει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅλο μαζὶ τὸν λόγο γιὰ τὴν περιφρόνηση τῶν χρημάτων, καθόσον εἶναι τυραννικὴ ἡ κυριαρχία τοῦ πάθους, ἀφοῦ τὸν χώρισε σὲ μέρη καὶ τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ αὐτήν, τὸν σταλάζει στὴν ψυχὴ τῶν ἀκροατῶν Του, ὥστε νὰ γίνει εὔκολα παραδεκτός. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔλεγε πρῶτα, «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες» καὶ ἔπειτα «Ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ᾿ αὐτοῦ (:Νὰ εἶσαι συμβιβαστικὸς καὶ νὰ ἔχεις συμφιλιωτικὲς διαθέσεις ἀπέναντι στὸν δανειστὴ μὲ τὸν ὁποῖο βρίσκεσαι σὲ δίκη)» [Ματθ. 5,25]. Καὶ στὴ συνέχεια: «Καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον (:Καὶ σὲ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ κάνει δίκη μαζί σου καὶ νὰ σοῦ πάρει τὸ πουκάμισο, ἄφησέ του καὶ τὸ πανωφόρι σου)» [Ματθ. 5,40]. Ἐδῶ ὅμως εἶπε τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα. Ἐκεῖ εἶχε πεῖ: «Ἄν δεῖς νὰ πλησιάζει δικαστικὸς ἀγῶνας, νὰ κάνεις τοῦτο: ἀντὶ νὰ τὸ κρατήσεις μὲ φιλονικία, καλύτερα νὰ ἀποφύγεις τὴ διαμάχη καὶ ἂς μὴν τὸ ἔχεις». Ἀλλὰ ἐδῶ χωρὶς νὰ παρουσιάζει οὔτε ἀντίδικο, οὔτε κατηγορούμενο, οὔτε νὰ μνημονεύει κάποιον ἄλλο σχετικό, μᾶς συμβουλεύει τὴν ἴδια τὴν περιφρόνηση τῶν χρημάτων, καὶ μᾶς δείχνει ὅτι θέτει αὐτὸν τὸν νόμο ὄχι τόσο γιὰ αὐτοὺς ποὺ εὐεργετοῦνται, ὅσο γιὰ αὐτὸν ποὺ εὐεργετεῖ. Ὥστε καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ μᾶς ἀδικεῖ ἢ νὰ μᾶς σέρνει στὸ δικαστήριο, ἀκόμη καὶ ἔτσι νὰ περιφρονοῦμε τὰ ὑπάρχοντά μας καὶ νὰ τὰ μοιράζουμε σὲ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη.
Καὶ ἐδῶ ὅμως δὲν ἔθεσε τὸν νόμο στὸ σύνολό του, ἀλλὰ καὶ τώρα σιγὰ σιγὰ προχωρεῖ, μολονότι παρουσίασε τοὺς ἀγῶνες Του ἐνάντια σὲ αὐτὰ στὴν ἔρημο μὲ πολλὴ τὴν ὑπερβάλλουσα σημασία. Οὔτε ὅμως τὸ ἀναφέρει, οὔτε τὸ ἐξιστορεῖ· δὲν ἦταν ἀκόμη καιρὸς νὰ τὸ φανερώσει. Μέχρι τώρα ἐξετάζει σκέψεις, καὶ λαμβάνει περισσότερο τὴν θέση συμβούλου στοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ ὄχι νομοθέτου. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε «Μὴ θησαυρίζετε ἐπάνω στὴ γῆ», πρόσθεσε «ὅπου τὸ σαράκι καὶ τὸ σκουλήκι ἀφανίζουν καὶ ὅπου οἱ κλέπτες ἀνοίγουν καὶ κλέπτουν». Παρουσίασε καὶ τοῦ ἐδῶ «θησαυροῦ» τὴ βλάβη καὶ τοῦ ἐκεῖ τὴν ὠφέλεια καὶ ἀπὸ τὸν τόπο καὶ ἀπὸ τοὺς καταστροφεῖς τους.
Δὲν σταματᾷ ὅμως μέχρις ἐδῶ, ἀλλὰ προσθέτει καὶ ἄλλη σκέψη. Πρῶτα, στηρίζει τὴν προτροπή Του σὲ ἐκεῖνα ποὺ φοβοῦνται. «Τί φοβᾶσαι;» λέγει. «Μήπως ξοδευθοῦν τὰ χρήματά σου, ὅταν δώσεις ἐλεημοσύνη; Δῶσε λοιπὸν ἐλεημοσύνη καὶ τότε ἀκριβῶς δὲν θὰ ξοδευθοῦν.» Καὶ τὸ μεγαλύτερο βέβαια εἶναι ὅτι ὄχι μόνο δὲν θὰ ξοδευθοῦν, ἀλλὰ καὶ προσθήκη μεγαλύτερη θὰ λάβουν καθόσον προστίθενται σὲ αὐτὰ καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθά. Δὲν τὸ λέγει ὅμως αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή· τὸ προσθέτει ἔπειτα.
Μέχρι τώρα ὅ,τι μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει γιὰ αὐτοὺς τὴ μεγαλύτερη προτροπὴ αὐτὸ φέρει στὸ κέντρο, τὸ ὅτι ὁ θησαυρός τους παραμένει ἄθικτος καὶ τοὺς προσελκύει μὲ δύο σκέψεις. Δὲν εἶπε δηλαδὴ μόνο ὅτι διατηρεῖται ὁ θησαυρὸς μονάχα ἂν δώσει κανεὶς ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ διατύπωσε καὶ τὴν ἀντίθετη ἀπειλή: ἂν δὲν δώσεις, χάνεται. Πρόσεξε τὴν ἀπερίγραπτη σοφία Του. Διότι δὲν εἶπε: «Ἀφήνεις τὰ πλούτη σου σὲ ἄλλους», ἐπειδὴ καὶ τοῦτο εὐχαριστεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἐκφοβίζει καὶ ἀπὸ ἄλλη ἄποψη, δείχνοντας ὅτι δὲν τὸ ἐπιτυγχάνουν μήτε αὐτό· διότι καὶ ἐὰν δὲν ἀδικήσουν ἄνθρωπο, ὑπάρχουν ὁπωσδήποτε αὐτοὶ ποὺ ἀδικοῦν, τὸ σαράκι καὶ τὸ σκουλήκι· διότι μολονότι ἡ φθορὰ ποὺ προκαλοῦν αὐτὰ φαίνεται ὅτι εἶναι δυνατὸν εὔκολα νὰ ἀντιμετωπιστεῖ, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀκαταμάχητη καὶ ἀσυγκράτητη. Καὶ ὁτιδήποτε μηχανευθεῖς, δὲν θὰ ἐπιτύχεις νὰ ἀναχαιτίσεις τὴ ζημία ποὺ προκαλοῦν.
Τί λοιπόν; Τὸ σαράκι ἀφανίζει τὸ χρυσάφι; Ὄχι βέβαια τὸ σαράκι, ὁπωσδήποτε ὅμως οἱ κλέφτες. Καὶ ἔπεσαν ὅλοι θύματα κλοπῆς; Ἄν ὄχι ὅλοι, ὁπωσδήποτε ἔπεσαν οἱ περισσότεροι. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ προσθέτει, ὅπως εἶπα πρὸ ὀλίγου καὶ ἄλλη σκέψη· «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν (:πρέπει λοιπὸν νὰ θησαυρίζετε θησαυροὺς στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας προσκολλημένη στὸν Θεὸ καὶ στὰ οὐράνια˙ διότι ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιὰ σας)» [Ματθ. 6,21]. Ἀκόμη καὶ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ νὰ μὴ γίνει, δὲν θὰ ὑποστεῖς μικρὴ βλάβη νὰ εἶσαι προσηλωμένος στὰ κάτω, νὰ γίνεις δοῦλος ἀπὸ ἐλεύθερος ποὺ εἶσαι, νὰ χάσεις τὰ οὐράνια, τίποτε ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ ἐννοήσεις, ἀλλὰ νὰ τὰ βλέπεις ὅλα σὰν χρήματα καὶ τόκους καὶ δάνεια καὶ κέρδη καὶ ἀνελεύθερες συναλλαγές. Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀθλιότητα ἀπὸ αὐτήν; Διότι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ εἶναι χειρότερος ἀπὸ κάθε ἀνδράποδο, εἶναι δοῦλος στὴ χειρότερη τυραννία καὶ ἔχει προδώσει τὸ σημαντικότερο ἀπὸ ὅλα, τὴν εὐγένεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐλευθερία. Ὅσα καὶ νὰ σοῦ λέγει κανείς, ὅταν ὁ νοῦς σου εἶναι προσηλωμένος στὰ χρήματα, τίποτε δὲ θὰ μπορέσεις νὰ ἀκούσεις ἀπὸ ὅσα σοῦ ἁρμόζουν. Ἀλλὰ σάν τὸ σκυλὶ δεμένο σὲ τάφο μὲ τὴ βαρύτερη ἁλυσίδα, τὴν τυραννία τῶν χρημάτων, θὰ γαυγίζεις ὅλους ὅσους πλησιάζουν καὶ θὰ ἔχεις τοῦτο μόνο τὸ ἀδιάκοπο ἔργο, νὰ φυλάγεις γιὰ ἄλλους τὸν θησαυρό. Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀθλιότητα ἀπὸ αὐτό;
Ἐπειδὴ ὅμως τοῦτο ἦταν ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀντιληπτικὴ ἱκανότητα τῶν ἀκροατῶν του καὶ δὲν ἦταν εὔκολο στοὺς πολλοὺς νὰ δοῦν μὲ μία ματιὰ τὴ βλάβη καὶ δὲν ἦταν καὶ τὸ κέρδος φανερό, ἀλλὰ χρειαζόταν μία πιὸ πνευματικὴ διάθεση γιὰ νὰ διακρίνουν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, τὸ ἔθεσε τοῦτο ἔπειτα ἀπὸ τὰ φανερὰ ἐκεῖνα λέγοντας· «ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ καρδιά του». Καὶ τοῦτο πάλι τὸ ἀποσαφηνίζει, ὁδηγῶντας τὸν λόγο ἀπὸ τὰ νοητὰ στὰ αἰσθητὰ καὶ λέγοντας· «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός (:Καὶ δὲν εἶναι μικρὴ συμφορὰ νὰ κολλήσει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά σας στὰ γήινα καὶ τὰ μάταια. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε αὐτό, σᾶς φέρνω μία εἰκόνα: Τὸ λυχνάρι ποὺ δίνει φῶς στὸ σῶμα εἶναι τὸ μάτι· καὶ τὸ λυχνάρι ποὺ φωτίζει τὴν ψυχὴ εἶναι ὁ νοῦς)» [Ματθ. 6,22]. Ἡ σημασία δὲ αὐτοῦ ποὺ λέγει εἶναι ἡ ἑξῆς: «Μὴν κρύψεις τὸν χρυσὸ μέσα στὴ γῆ, οὔτε κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ παρόμοια, διότι τὰ συγκεντρώνεις αὐτὰ γιὰ τὸ σαράκι καὶ τὸ σκουλήκι καὶ γιὰ τοὺς κλέφτες. Ἐὰν δὲ καὶ αὐτὲς τίς βλάβες τίς ἀποφύγεις δὲν θὰ διαφύγεις τὴν ὑποδούλωση τῆς καρδιᾶς σου καὶ τὴν προσήλωσή σου σὲ ὅλα τὰ ἐπίγεια»· «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν (:διότι ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας)».
Ἔτσι λοιπὸν ἂν τὸν ἀποθέσεις στὸν οὐρανό, δὲν καρποῦσαι μόνον αὐτό, τὸ νὰ λάβεις δηλαδὴ τὰ ἔπαθλα γι᾿ αὐτά, ἀλλὰ λαμβάνεις ἤδη καὶ ἐδῶ τὸν μισθό, ποὺ τὸν μεταφέρεις ἐκεῖ, μὲ τὸ νὰ μεταφέρεσαι νοερῶς στὸν οὐρανό, νὰ σκέπτεσαι συνεχῶς τὰ ἐκεῖ ὑπάρχοντα καὶ νὰ φροντίζεις διαρκῶς γιὰ αὐτά· διότι ὅπου ἀπέθεσες τὸν θησαυρό, εἶναι φανερὸ ὅτι ἐκεῖ ἔχεις καὶ τὴ σκέψη σου. Ὥστε ἐὰν αὐτὸ τὸ κάνεις στὴ γῆ, θὰ πάθεις τὰ ἀντίθετα. Ἐὰν δὲ αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε σοῦ εἶναι ἀσαφές, ἄκουσε τὰ ἑξῆς: «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; (:Ὁ λύχνος τοῦ σώματος εἶναι τὸ μάτι. Ἄν τὸ μάτι σου εἶναι ὑγιές, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι γεμᾶτο φῶς, σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου μάτι. Ἔτσι θὰ φωτίζεται καὶ ἡ ψυχή σου ἐὰν ὁ νοῦς σου καὶ ἡ καρδιά σου δὲν ἔχουν τυφλωθεῖ ἀπὸ τὴ φιλαργυρία καὶ ἀπὸ τὴν προσκόλληση στὰ μάταια. Ἐὰν ὅμως τὸ μάτι σου εἶναι βλαμμένο καὶ τυφλωμένο, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι βυθισμένο στὸ σκοτάδι. Ἐὰν λοιπὸν ἐκεῖνο ποὺ σοῦ δόθηκε γιὰ νὰ σοῦ μεταδίδει φῶς, γίνει σκοτάδι, σὲ πόσο σκοτάδι θὰ βυθιστεῖς; Κάτι ἀνάλογο θὰ συμβεῖ ἐὰν καὶ ὁ νοῦς σκοτιστεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλληση στὸν πλοῦτο. Σὲ πόσο ἠθικὸ σκοτάδι θὰ βυθιστεῖ τότε ἡ ψυχὴ σου;)» [Ματθ. 6,22-23].
Στρέφει τὸν λόγο στὰ περισσότερο αἰσθητά. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἀνέφερε τὴ διάνοια, ὅτι καταδουλώνεται καὶ αἰχμαλωτίζεται καὶ αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ τὸ δοῦν πολλοὶ ἀμέσως, μεταθέτει τὴ διδασκαλία Του στὰ ἐξωτερικὰ ποὺ βρίσκονται μπροστὰ στὰ μάτια τους, ὥστε ἀπὸ αὐτὰ νὰ κατανοήσουν καὶ ἐκεῖνα. Ἄν ὅμως δὲν γνωρίζεις, λέγει, τί τέλος πάντων εἶναι «βλάβη τοῦ νοῦ», κατανόησέ το αὐτὸ ἀπὸ τὰ σωματικά. Ὅ,τι δηλαδὴ εἶναι γιὰ τὸ σῶμα τὸ μάτι, αὐτὸ εἶναι ὁ νοῦς γιὰ τὴν ψυχή. Ἀσφαλῶς λοιπὸν δὲν θὰ προτιμοῦσες νὰ φορεῖς χρυσὰ καὶ νὰ εἶσαι ἐνδεδυμένος μὲ ροῦχα μεταξωτά, καὶ νὰ εἶναι χαλασμένα τὰ μάτια σου, ἀλλὰ θεωρεῖς τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν σου πιὸ ποθητὴ ἀπὸ ὅλα αὐτά· διότι ἂν τὴν καταστρέψεις καὶ τὴ χαλάσεις, δὲν σὲ ὠφελεῖ πλέον νὰ ζεῖς, διότι ὅπως μὲ τὴν τύφλωση τῶν ματιῶν χάνεται τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ τῆς ἐνεργητικότητας τῶν ἄλλων μελῶν, ὅταν σβήσει γιὰ αὐτὰ τὸ φῶς, ἔτσι καὶ ὅταν καταστραφεῖ ὁ νοῦς σου, ἡ ζωή σου θὰ γεμίσει ἀπὸ μύρια δεινά. Ὅπως λοιπὸν στὴ φροντίδα τοῦ σώματος θέτουμε αὐτὸν τὸν σκοπό, νὰ ἔχουμε τὰ μάτια μας γερά, ἔτσι καὶ στὴν ψυχὴ σκοποῦμε νὰ ἔχουμε ὑγιῆ τὸν νοῦ. Ἄν τραυματίσουμε αὐτὸ ποὺ ὀφείλει καὶ στὰ ἄλλα νὰ παρέχει τὸ φῶς, πῶς θὰ μπορέσουμε ἂν δοῦμε; Ὅπως αὐτὸς ποὺ φράζει τὴν πηγή, ξηραίνει τὸν ποταμό, ἔτσι καὶ ὅποιος ἀφανίζει τὸν νοῦ του, θολώνει ὅλη τὴ δραστηριότητά του στὴ ζωὴ αὐτή. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει: «Ἄν τὸ δικό σου φῶς εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι πόσο εἶναι;». Ὅταν ὁ κυβερνήτης βουλιάξει καὶ σβήσει τὸ λυχνάρι καὶ ὁ ἀρχηγὸς αἰχμαλωτισθεῖ, ποιά ἐλπίδα ἀπομένει στοὺς ὑπηκόους;
Γιὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν λόγο, λοιπόν, ἀφοῦ ἄφησε νὰ ἀναφέρει τώρα τοὺς κινδύνους, τὸν φθόνο τίς φιλονικίες, τίς δίκες, ποὺ προκαλοῦνται ἐξαιτίας τοῦ πλούτου (βέβαια ἔκανε ὑπαινιγμὸ παραπάνω ὅταν εἶπε· «Θὰ σὲ παραδώσει ὁ ἀντίδικος στὸν κριτὴ καὶ ὁ κριτὴς στὸν δεσμοφύλακα» [Ματθ. 5,25] μὲ τὸ νὰ ἀναφέρει τὰ βαρύτερα καὶ χειρότερα περιστατικά, ποὺ συμβαίνουν, ἀπομακρύνει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἀπὸ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία. Πραγματικὰ εἶναι πολὺ φοβερότερο νὰ ὑποδουλωθεῖ ὁ νοῦς σου σὲ αὐτὸ τὸ πάθος παρὰ νὰ κλεισθεῖς στὴ φυλακή. Καὶ τὸ μὲν τελευταῖο δὲν συμβαίνει συχνά, τὸ πρῶτο ὅμως ἔχει συνδεθεῖ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν χρημάτων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ θέτει τὴν ὑποδούλωση τοῦ νοῦ, ἐπειδὴ ἕνα βαρύτερο κακό, μετὰ τὴ φυλάκιση, ποὺ ὁπωσδήποτε βέβαια συμβαίνει. «Ὁ Θεός», λέγει, «μᾶς ἔδωσε νοῦ, γιὰ νὰ διαλύσουμε τὴν ἄγνοιά μας καὶ νὰ σχηματίσουμε ὀρθὴ κρίση γιὰ τὰ πράγματα κι ἀκόμη νὰ μείνουμε ἀσφαλισμένοι ἔναντι ὅσων μᾶς λυποῦν καὶ μᾶς βλάπτουν χρησιμοποιῶντας αὐτὸν ὡς κάποιο ὅπλο καὶ φῶς».
Ἐμεῖς ὅμως σπαταλοῦμε τὸ χάρισμα σὲ περιττὰ καὶ ἀνώφελα. Τί ὠφελοῦν οἱ χρυσοντυμένοι στρατιῶτες, ὅταν ὁ στρατηγὸς σύρεται στὴν αἰχμαλωσία; Ποιό τὸ κέρδος ἀπὸ τὸ στολισμένο πλοῖο, ὅταν ὁ κυβερνήτης καταποντισθεῖ; Καὶ τί ἀξία ἔχει τὸ τέλειο σῶμα, ὅταν ἀπὸ τὰ μάτια ἀποκοπεῖ ἡ ὅραση; Δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς ὁ γιατρὸς ποὺ ὀφείλει νὰ παραμένει ὑγιὴς γιὰ νὰ θεραπεύει τίς ἀσθένειες, ἐὰν κάποιος, ἀφοῦ τὸν κάνει νὰ ἀσθενήσει, ὁρίσει ἔπειτα νὰ εἶναι ξαπλωμένος ὡς ἀσθενὴς σὲ ἀσημένιο κρεβάτι καὶ χρυσὸ θάλαμο, δὲ θὰ προσφέρει καμία ὠφέλεια στοὺς ὑπόλοιπους ἀρρώστους, κατὰ ὅμοιο τρόπο ἄν, ἀφοῦ καταστρέψεις τὸν νοῦ ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ θεραπεύει τὰ πάθῃ, καθίσεις δίπλα στὸν θησαυρό σου, ὄχι μόνο δὲν θὰ ἔχεις καμία ὠφέλεια, ἀλλὰ θὰ πάθεις μεγίστη ζημία καὶ τὴν ψυχή σου ὁλόκληρη θὰ βλάψεις.
Εἶδες πὼς διαμέσου ἐκείνων μὲ τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν σὲ κάθε περίπτωση τὴν πονηρία, μὲ αὐτὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ αὐτὴν καὶ τοὺς ἐπαναφέρει στὴν ἀρετή; Γιὰ ποιό λόγο, ρωτάει, ἐπιθυμεῖς τὰ χρήματα; Ὄχι γιὰ νὰ χαρεῖς τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν ἀπόλαυση; Αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν θὰ τὸ δοκιμάσεις μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐντελῶς ἀντίθετο. Ἄν μὲ τὴ στέρηση τῶν ματιῶν δὲν αἰσθανόμαστε κανένα ἀπὸ τὰ εὐχάριστα ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς συμφορᾶς μας, παθαίνουμε τὸ ἴδιο σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἐξαιτίας τῆς διαστροφῆς καὶ τῆς ἀναπηρίας τοῦ νοῦ.
Καὶ γιὰ ποιό λόγο τὰ κρύβεις στὴ γῆ; Γιὰ νὰ φυλάγονται μὲ ἀσφάλεια; Καὶ ἐδῶ, λέγει, συμβαίνει τὸ ἀντίθετο. «Γιὰ ποιόν λόγο», λέγει, «προσεύχεσαι καὶ ἐλεεῖς; Ἐπιθυμεῖς τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων; Μὴν προσεύχεσαι λοιπὸν γι᾿ αὐτὴν καὶ θὰ τὴν ἔχεις κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως». Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνον ποὺ νηστεύει καὶ ἐλεεῖ καὶ προσεύχεται γιὰ λόγους κενοδοξίας, τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἔλλειψη κενοδοξίας χρησιμοποιῶντας τὴν ἴδια τὴν ἐπιθυμία του, ὁμοίως καὶ τὸν φιλάργυρο τὸν ἀποσπᾷ μὲ ὅσα ἀκριβῶς τράβηξαν τὴν ἐπιθυμία του. «Τί θέλεις;», τοῦ λέγει. «Νὰ φυλάσσονται τὰ χρήματά σου καὶ νὰ ἀπολαύσεις τὴν ἡδονή; Θά σοῦ τὰ δώσω καὶ τὰ δύο μὲ μεγάλη ἀφθονία, ἂν καταθέσεις τὸ χρυσάφι σου ὅπου σοῦ ὁρίζω».
Στὰ ἑπόμενα ἔδειξε σαφέστερα τὴ βλάβη τοῦ νοῦ ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτά, ὅταν μνημόνευσε τὰ ἀγκάθια. Πρὸ ὀλίγου καὶ ἐδῶ δὲν ἔκανε αὐτὸν τὸν ὑπαινιγμὸ τυχαία, παρουσιάζοντας ὅτι εἶναι σκοτισμένος ὅποιος ἔχει αὐτὴ τὴ μανία. Καὶ ὅπως ὅσοι βαδίζουν στὰ σκοτεινὰ δὲν βλέπουν τίποτε μὲ σαφήνεια, ἀλλὰ τὸ σχοινὶ τὸ νομίζουν φίδι καὶ ἂν δοῦν βουνὰ καὶ φαράγγια πεθαίνουν ἀπὸ τὸν φόβο, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ὑποψιάζονται τὰ μὴ φοβερὰ γιὰ ὅσους βλέπουν. Τρέμουν τὴ φτώχεια καὶ ὄχι μόνο αὐτήν, ἀλλὰ καὶ τὴ ζημία ποὺ θὰ τύχαινε νὰ τοὺς συμβεῖ. Ἄν στερηθοῦν κάτι ἀσήμαντο, θρηνοῦν καὶ ὑποφέρουν περισσότερο ἀπὸ ὅσους στεροῦνται τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους ἔφθασαν στὴν ἀγχόνη, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντέξουν τίς κακὲς αὐτὲς ἡμέρες. Ἀλλὰ καὶ τὴν προσβολὴ καὶ τὴν κακομεταχείριση τόσο ἀνυπόφορα τὰ θεωροῦν, ὥστε πολλοὶ καὶ γι᾿ αὐτὴν τὴν αἰτία ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὴ ζωή.
Σὲ ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διακονία του, τοὺς ἔκανε ὁ πλοῦτος μαλακούς. Ὅταν διατάζει νὰ τοῦ δουλεύουν, δὲν δειλιάζουν οὔτε μπροστὰ στὸ φόνο, οὔτε στὰ μαστίγια, οὔτε στὶς κατηγορίες, οὔτε σὲ κάθε ἐξευτελισμό. Τοῦτο ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀθλιότητα, νὰ δειλιάζεις περισσότερο ἀπὸ ὅλους ὅπου πρέπει νὰ δείχνεις γενναιότητα· καὶ ἐκεῖ ποὺ πρέπει νὰ εἶσαι πιὸ προσεκτικός, νὰ γίνεσαι ἀναιδέστερος καὶ θρασύτερος. Αὐτοὶ ἐδῶ παθαίνουν ὅ,τι καὶ αὐτὸς ποὺ σπαταλᾷ τὴν περιουσία του ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει. Αὐτὸς ὅταν φθάσει ὁ καιρὸς γιὰ τὴ δαπάνη ποὺ πρέπει νὰ γίνει, ἐπειδὴ δὲν ἔχει τί νὰ δώσει, ὑποφέρει ἀθεράπευτα δεινά, ἀφοῦ ἔχει ξοδέψει κακῶς πρὶν τῆς ὥρας τους τὰ δικά του.
Καὶ ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τίς πονηρὲς ἐκεῖνες τέχνες ἐπάνω στὴ σκηνή, ὑπομένουν ἕνα πλῆθος ἀπὸ ἐπικίνδυνους καὶ περίεργες ἀσκήσεις, ἐνῶ σὲ ἐργασίες χρήσιμες καὶ ἀπαραίτητες εἶναι ἀπὸ ὅλους πιὸ καταγέλαστοι, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ἐδῶ˙ διότι αὐτοὶ ποὺ βαδίζουν πάνω στὸ τεντωμένο σχοινὶ ἐπιδεικνύοντας τόσο θάρρος, ἂν κάτι ἀπὸ τὰ ἀναπόφευκτα τῆς ζωῆς ἀπαιτήσει τόλμη καὶ θάρρος, οὔτε νὰ τὸ ἐννοήσουν κάτι τέτοιο μποροῦν, οὔτε νὰ τὸ ἀνεχθοῦν. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ πλουτοῦν, ἐνῶ τολμοῦν τὰ πάντα γιὰ τὰ χρήματα, γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ οὔτε μικρὸ οὔτε μεγάλο δὲν θέλουν νὰ ὑπομείνουν. Καὶ ὅπως ἐκεῖνοι ἀσκοῦν κάτι καὶ ἐπικίνδυνο καὶ ἀνώφελο, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ὑπομένουν πολλοὺς κινδύνους καὶ πολλὲς κακοτοπιές, δὲν καταλήγουν ὅμως σὲ τέλος καλὸ καὶ ὑπομένουν διπλὸ σκότος καὶ ἀπὸ τὴ διαστροφὴ τοῦ νοῦ τυφλωμένοι καὶ ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ θολούρα τῶν φροντίδων τυλιγμένοι. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, οὔτε νὰ διακρίνουν εὔκολα κάτι δὲν μποροῦν˙ διότι ὅποιος βρίσκεται στὰ σκοτεινά, μόνο ὅταν φανεῖ ὁ ἥλιος ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Ὅποιος ὅμως ἔχει χαλασμένα μάτια, δὲν βλέπει οὔτε ὅταν φανεῖ ὁ ἥλιος. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔπαθαν καὶ αὐτοὶ ἐδῶ. Δὲν ἀντιλαμβάνονται μήτε τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης ποὺ ἔλαμψε καὶ τοὺς καλεῖ, ἐπειδὴ ὁ πλοῦτος τοὺς ἔκλεισε τὰ μάτια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὑπομένουν διπλὸ σκότος· τὸ ἕνα ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, τὸ ἄλλο ἐπειδὴ δὲν προσέχουν τὸν Διδάσκαλο. Ἄς Τὸν παρακολουθοῦμε λοιπὸν μὲ προσοχή, γιὰ νὰ ξαναβροῦμε τέλος κάποτε τὸ φῶς μας.
Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ξαναδεῖς; Ἄν μάθεις πὼς τυφλώθηκες. Καὶ πῶς λοιπὸν τυφλώθηκες; Ἀπὸ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία βεβαίως. Διότι, ὅπως σὲ μάτι καθαρό, ἔρχεται, ὡς ὑγρὸ ἐρεθιστικό, ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων καὶ δημιουργεῖ πυκνὸ νέφος. Ἀλλὰ εἶναι εὔκολο καὶ νὰ σπάσει καὶ νὰ διαλυθεῖ το νέφος τοῦτο, ἂν δεχθοῦμε τὴν ἀκτῖνα ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ἄν ἀκούσουμε τίς συμβουλὲς καὶ τοὺς λόγους Του· «Μὴ θησαυρίζετε γιὰ τὸν ἑαυτό σας θησαυροὺς ἐπάνω στὴ γῆ».
«Καὶ τί θὰ κερδίσω ἀπὸ τὴν ἀκρόαση», θὰ ρωτήσει κάποιος, «ὅταν μὲ κατέχει ἡ ἐπιθυμία;». Ἀλλὰ ἀκριβῶς ἡ συνεχὴς ἀκρόαση μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει καὶ τὴν ἐπιθυμία. Καὶ ἂν ἐπιμένεις νὰ κυριαρχεῖσαι ἀπὸ αὐτήν, κατανόησε ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ἐπιθυμία. Τί εἴδους ἐπιθυμία εἶναι νὰ βρίσκεσαι σὲ σκληρὴ δουλεία, νὰ εἶσαι κάτω ἀπὸ τυραννικὸ ζυγό, κλεισμένος πίσω ἀπὸ τοὺς τοίχους μιᾶς φυλακῆς, νὰ ζεῖς στὸ σκοτάδι, νὰ εἶσαι γεμᾶτος ἀπὸ ταραχή, νὰ ὑπομένεις ἀνώφελους κόπους, νὰ φυλάττεις τὰ χρήματα γιὰ ἄλλους καὶ συχνὰ καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς; Σὲ ποιοῦ εἴδους ἐπιθυμία ταιριάζουν αὐτά; Ποιά φυγὴ ἢ δρόμο δὲν ἀξίζουν αὐτά; Τί εἴδους ἐπιθυμία εἶναι αὐτή, νὰ ἐμπιστεύεσαι τὸν θησαυρό σου στοὺς κλέπτες; Ἄν ἐπιθυμεῖς τὰ χρήματά σου στὸ σύνολό τους, τοποθέτησέ τα ὅπου μποροῦν νὰ μείνουν ἀσφαλισμένα καὶ ἀπείρακτα· διότι αὐτὰ ποὺ κάνεις τώρα δὲν δείχνουν ἄνθρωπο ποὺ ἐπιθυμεῖ χρήματα, ἀλλὰ μαρτυροῦν δουλεία, ἐπιβουλή, ζημία, ἀγωνία ἀδιάκοπη.
Ἐσὺ ὅμως ἂν κάποιος σοῦ δείξει ἕνα μέρος ἀπαραβίαστο ἐπάνω στὴ γῆ, καὶ ἂν σὲ φέρει στὴν ἴδια τὴν ἔρημο ὑποσχόμενος τὴν ἀσφαλισμένη φύλαξη τῶν χρημάτων σου, οὔτε διστάζεις οὔτε ἐπιφυλάσσεσαι, ἀλλὰ δείχνεις ἐμπιστοσύνη καὶ μεταφέρεις ἐκεῖ τὰ χρήματά σου. Ὅταν ὅμως σοῦ ὑπόσχεται τὸ ἴδιο ὁ Θεὸς καὶ ὄχι κάποιος ἄνθρωπος καὶ σοῦ προτείνει ὄχι τὴν ἔρημο ἀλλὰ τὸν οὐρανό, πράττεις τὰ ἀντίθετα. Καὶ ὅμως, ἂν χίλιες φορὲς αὐτὰ εἶναι ἀσφαλισμένα ἐδῶ κάτω, ποτὲ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴ φροντίδα. Καὶ ἂν ἀκόμα δὲν τὰ χάσεις, δὲν θὰ ἐλευθερωθεῖς ποτὲ ἀπὸ τὴν ἀγωνία μήπως τὰ χάσεις Ἐκεῖ ὅμως δὲν θὰ ὑποφέρεις τίποτε ἀπὸ αὐτά. Καὶ ἐπιπλέον θὰ ὠφεληθεῖς, διότι δὲν κρύβεις μόνο τὸ χρυσάφι σου, ἀλλὰ καὶ τὸ σπείρεις. Τὸ ἴδιο γίνεται θησαυρὸς καὶ σπόρος καὶ κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ δύο· διότι ὁ σπόρος δὲν κρατεῖ γιὰ πάντοτε, ἐνῶ τοῦτο μένει παντοτινά. Καὶ ὁ θησαυρὸς δὲν βλαστάνει, ἐνῶ αὐτὸ σοῦ δίδει καρποὺς ἀθανάτους.
Καὶ ἂν μοῦ προβάλλεις τὸν χρόνο καὶ τὴν ἀναβολὴ τῆς ἀνταποδόσεως, μπορῶ καὶ ἐγὼ νὰ σοῦ δείξω καὶ νὰ σοῦ πῶ, πόσα καὶ ἐδῶ κερδίζεις. Χωριστὰ ὅμως ἀπὸ αὐτὰ θὰ προσπαθήσω νὰ σοῦ ἀποδείξω καὶ ἀπὸ αὐτὲς τίς βιοτικὲς φροντίδες ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν προφάσεις μάταιες. Πολλὰ στὴ ζωὴ αὐτὴ δημιουργεῖς, ποὺ δὲν πρόκειται νὰ τὰ χαρεῖς ὁ ἴδιος. Καὶ ἂν σὲ κατηγορήσει κανείς, προβάλλεις τὰ παιδιά σου καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν σου καὶ νομίζεις ὅτι ἀνακάλυψες ἱκανοποιητικὴ δικαιολογία γιὰ περιττοὺς κόπους. Ὅταν στὰ ἔσχατα γηρατειά σου κτίζεις σπίτια μεγαλόπρεπα, ποὺ προτοῦ τελειώσουν, θὰ ἔχεις ἐσὺ πολλὲς φορὲς ἀναχωρήσει, καὶ ὅταν φυτεύεις δένδρα, ποὺ μετὰ ἀπὸ χρόνο πολὺ θὰ σοῦ δώσουν καρπό, καὶ ὅταν ἀγοράζεις περιουσίες καὶ κτήματα, ποὺ θὰ ἀποκτήσεις τὴν κυριότητά τους ἔπειτα ἀπὸ πολὺ διάστημα, καὶ ὅταν πολλὰ ἄλλα παρόμοια δημιουργεῖς, ποὺ δὲν θὰ δοκιμάσεις ἐσὺ τὴ χαρά τους, τὰ ἑτοιμάζεις τάχα γιὰ τὸν ἑαυτό σου ἢ γιὰ τοὺς ἄλλους; Δὲν εἶναι λοιπὸν ἐσχάτη ἀνοησία νὰ μὴ στενοχωρεῖσαι καθόλου ἐδῶ γιὰ τὴν ἀργοπορία τοῦ χρόνου, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἀπὸ τὴν ἀργοπορία αὐτὴ θὰ χάσεις ὅλη τὴν ἀμοιβή σου, γιὰ τὴν ἐκεῖ ὅμως καθυστέρηση νὰ ἀδρανεῖς, τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὴ σοῦ δίδει μεγαλύτερο κέρδος καὶ δὲν προορίζει σὲ ἄλλους τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ φέρει τίς ἀπολαβὲς σὲ ἐσένα;
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἡ ἀναβολὴ δὲν εἶναι καὶ πολλή. Τὰ πράγματα ἔχουν πλησιάσει πολὺ καὶ δὲν γνωρίζουμε μήπως καὶ στὴ δική μας γενιὰ πάρει τέλος ἡ ζωὴ αὐτὴ καὶ φθάσει ἡ φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα, ποὺ θὰ μᾶς παρουσιάσει τὸ φρικτὸ καὶ ἀδέκαστο δικαστήριο. Τὰ περισσότερα σημεῖα ἔχουν πραγματοποιηθεῖ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει κηρυχθεῖ σὲ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου καὶ οἱ πόλεμοι καὶ οἱ σεισμοὶ καὶ οἱ λιμοὶ ἔχουν γίνει καὶ ἡ ἀπόσταση πιὰ δὲν εἶναι μεγάλη. Δὲν βλέπεις τὰ σημεῖα; Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ μεγαλύτερο σημεῖο. Οὔτε οἱ ἐπὶ Νῶε δὲν εἶχαν διακρίνει τὰ προμηνύματα τῆς καταστροφῆς ἐκείνης, ἀλλὰ ἐνῶ ἔπαιζαν καὶ ἔτρωγαν καὶ νυμφεύονταν καὶ ἔπρατταν ὅλα τὰ συνηθισμένα τῆς ζωῆς, τοὺς βρῆκε ἡ φοβερὴ ἐκείνη τιμωρία. Τὰ ἴδια καὶ στὰ Σόδομα: ἐνῶ διασκέδαζαν καὶ δὲν ὑποψιάζονταν τίποτε, κεραυνοβολήθηκαν ἀπὸ τοὺς κεραυνοὺς ποὺ ἔπεσαν.
Αὐτὰ ἂς ἔχουμε στὸν νοῦ μας καὶ ἂς κατευθύνουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν προετοιμασία τῆς ἀποδημίας μας ἀπὸ ἐδῶ. Διότι καὶ ἂν ἀκόμη δὲν φθάσει ποτὲ ἡ κοινὴ ἡμέρα τῆς συντέλειας, τὸ τέλος τοῦ καθενὸς μας εἶναι πλησίον, εἴτε γέροντας εἶναι εἴτε νέος. Καὶ δὲν μποροῦμε, ὅταν φύγουμε ἀπὸ ἐδῶ, οὔτε λάδι πιὰ νὰ ἀγοράσουμε, οὔτε νὰ παρακαλέσουμε καὶ νὰ λάβουμε συγγνώμη, εἴτε ὁ Ἀβραὰμ μεσολαβήσει, εἴτε ὁ Νῶε, ὁ Ἰὼβ ἢ ὁ Δανιήλ. Ἕως ὅτου λοιπὸν ἔχουμε καιρό, ἂς ἑτοιμάσουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τώρα γιὰ τότε τὴν παρρησία μας πολλή, ἂς συγκεντρώσουμε τὰ πάντα στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τὰ ἀπολαύσουμε τὴν κατάλληλη ὥρα καὶ ὅταν τὰ χρειαζόμαστε, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία Κ΄,Πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 9, σελίδες 707-727.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 64, σελ. 87-92.
https://drive.google.com/file/d/0byzqkrkg4yklunhxelzwytvqwws/view
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου