ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ[:Ματθ. 25,31-46]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
«Οἱ ἐλάχιστοι ἀδελφοί»
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 18-2-1996]
(Β 330)
Τὸ βιβλίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀγαπητοί μου, ποὺ λέγεται «ἐκκλησιαστής», τελειώνει μὲ τὴ φράση: «ὅτι σύμπαν τὸ ποίημα ὁ Θεὸς ἄξει ἐν κρίσει, ἐν παντὶ παρεωραμένῳ, ἐὰν ἀγαθὸν καὶ ἐὰν πονηρόν». Δηλαδή: «Ὁ Θεός, ὁλόκληρον τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὅλον ἄνθρωπον, ''σύμπαν τὸ ποίημα'', δηλαδὴ τόσο μὲ τὴν ψυχή του, ὅσο καὶ μὲ τὸ σῶμα του, θὰ ὁδηγήσει εἰς τὴν κρίσιν καὶ ὁτιδήποτε εἶναι, ἀγαθὸν ἢ πονηρόν, ὅσο καὶ ἂν εἶναι κρυμμένο καὶ παρεωραμένο», ὅπως λέγει ἐδῶ, δηλαδὴ κάπου κρυμμένο, «κάπου σὲ ἕνα περιθώριο, θὰ τὸ βγάλει στὸ φανερόν». «Σύμπαν τὸ ποίημα». Ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Τόσο μὲ τὴν ψυχή του, ὅσο καὶ μὲ τὸ σῶμα του. Καὶ ἐπιμένω εἰς αὐτό. Ὁ ὅλος λοιπὸν ἄνθρωπος θὰ ὁδηγηθεῖ εἰς τὴν κρίσιν. Ἐξάλλου, ἀφοῦ θὰ γίνει ἀνάστασις νεκρῶν, θὰ κριθοῦμε μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀφοῦ φυσικὰ θὰ ἔχομε πάρει τὰ καινούρια μας σώματα· ἐννοεῖται τὰ παλαιά μας σώματα ἀνακαινισμένα. Ὅ,τι καὶ ἂν διέπραξε ὁ ἄνθρωπος, ξεχασμένο, μικρό, παραθεωρημένο, εἴτε αὐτὸ εἶναι ἀγαθόν, εἴτε αὐτὸ εἶναι κακόν. Λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων ὅτι: «Ἐνήστευσες; Θὰ σοῦ λογαριαστεῖ. Δὲν ἐνήστευσες; Θὰ σοῦ λογαριαστεῖ». Ὁτιδήποτε. Ὁ πιὸ μικρὸς λόγος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δὲν μᾶς εἶπε: «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι θὰ δώσετε λόγον διὰ πάντα ἀργὸν λόγον». Καὶ «ἀργὸς λόγος» εἶναι ἐπιτρέψατέ μου, οἱ σαχλαμάρες. Καθόμαστε καὶ λέμε σαχλαμάρες καὶ περνάει ἡ ὥρα κ.λπ. Αὐτὰ λέγονται «ἀργὸς λόγος». Καὶ λέει ὁ Κύριος: «... καὶ γι᾿ αὐτὰ θὰ δώσουμε λόγο».
Καὶ πράγματι· ὅτι θὰ κριθεῖ ὁ ὅλος ἄνθρωπος, μᾶς τὸ πληροφορεῖ καὶ ὁ Παῦλος. Λέει στὴ Β΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ του: «Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ (: Ὅλοι πρέπει νὰ φανερωθοῦμε, νὰ σταθοῦμε) ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἅ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθόν, εἴτε κακόν». «Γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας τὴν ἀμοιβή του. Ὅ,τι διέπραξεν μὲ τὸ σῶμα του». Τὸ προσέξατε; Μὲ τὸ σῶμα του. Βέβαια πολὺ παραπάνω μὲ τὸ πνεῦμα του. Εἴτε ἀγαθὸν αὐτὸ εἶναι, εἴτε κακόν.
Καὶ ἡ κρίσις ἀνήκει εἰς τὸν Χριστόν. Γιατί Αὐτὸς μᾶς ἐδημιούργησε, ὡς Θεὸς Λόγος. Αὐτὸς ἔκανε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα. Αὐτὸς καὶ τώρα μᾶς ἀναδημιουργεῖ ὡς Θεάνθρωπος. Ἔρχεται γιὰ νὰ μᾶς ἀναπλάσει. Λέγει ὁ Ἴδιος: «Οὐδὲ γὰρ ὁ Πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ Υἱῷ». «Ὁ Πατὴρ δὲν κρίνει κανέναν. Ὅλη τὴν κρίσιν τὴν ἔχει δώσει εἰς τὰ χέρια τοῦ Υἱοῦ». Γιατί; Ἐκεῖνος μᾶς ἐδημιούργησε, Ἐκεῖνος μᾶς ἀναδημιουργεῖ. Τρόπον τινά, σὰν νὰ εἶναι, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, σὰν νὰ εἶναι ὁ ὑπεύθυνος ἀπέναντι στὸν Πατέρα, διὰ τὴν πορεία τοῦ πλάσματός Του, ποὺ λέγεται ἄνθρωπος. Καὶ ἐπιπλέον, ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐδόθη μοὶ πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς». Καὶ συνεπῶς καὶ ἡ ἐξουσία τῆς Κρίσεως.
Καὶ πράγματι, ἀκούσαμε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ νὰ λέγει ὁ Κύριος ὅτι θὰ ἐπανέλθει «ὁ Ὑἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», λέει, «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αυτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Μηδενὸς ἐξαιρουμένου. Καὶ ὁ Ἀδάμ. Καὶ ἡ Εὔα. Ἅπαντες.
Αὐτὴν τὴν εἰκόνα ποὺ μᾶς δείχνει ὁ Κύριος, τὴν εἶπε ἤδη ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα ὁ προφήτης Δανιήλ, εὑρισκόμενος αἰχμάλωτος εἰς τὴν Βαβυλῶνα. Εἶπε τὰ ἑξῆς καταπληκτικά, ποὺ εἶναι ὅλα καταπληκτικὰ βεβαίως εἶναι τοῦ Δανιήλ, ἀλλὰ ἐκεῖ στὸ 7ο κεφάλαιο, εἶναι κάτι τό..., κάτι τὸ ἄλλο. Λέγει: «Ἐθεώρουν (:Ἔβλεπα· λέει ὁ Δανιὴλ) καὶ παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο - Καὶ παλαιὸς ἡμερῶν θὰ πεῖ... εἶναι ὁ γέρων κατὰ λέξη· ἀλλὰ εἶναι ὁ μεγάλης ἡλικίας ἢ ἀκριβέστερα αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ἀρχήν, ὁ ἄναρχος-. Ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ πυρός (:ὁ θρόνος Του ἦταν πύρινος). Ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ (:ποτάμι πύρινο ἐξεχύνετο ἀπὸ τὸν θρόνον Του). Χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ (:Τὸν ὑπηρέτουν χίλιαι χιλιάδες ἄγγελοι) καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεσαν αὐτῷ (:καὶ παρεστέκοντο. -Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: «Θὰ ἔλθω μὲ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ οὐρανοῦ· δηλαδὴ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους ἀγγέλους»). Κριτήριον, ἐκάθισε καὶ βίβλοι ἠνεώχθησαν (:Στήθηκε δικαστήριον καὶ ἀνοίχτηκαν οἱ φάκελοι, βιβλία, λέει, ἠνεώχθησαν, ἀνοίχτηκαν οἱ ποινικοὶ φάκελοι)».
Αὐτὰ μᾶς λέγει ὁ Δανιήλ. Ἐξάλλου, πολλὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου μας ἀναφέρονται εἰς τὴν Δευτέρα Του Παρουσία. Ὅπως καὶ στὴν Κρίσιν. Βέβαια εὐγνωμονοῦμε τὸν Ματθαῖον -κατὰ θείαν πρόνοιαν κατεγράφησαν αὐτά. Ἀλλὰ ἐὰν δὲν κατεγράφοντο αὐτά, ἔχομε πλεῖστα πλεῖστα ὅσα σημεῖα μέσα εἰς τὴν αὐτὴν τὴν Καινὴ Διαθήκη ἂν θέλετε, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ μᾶς ἀναφέρουν τὴν Κρίσιν ποὺ θὰ κάνει ὁ Θεός. Ἐπὶ παραδείγματι, λέγει εἰς τὸν Ματθαῖον, τὸ καταγράφει ὁ Ματθαῖος: «Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ τῆς ὥρας» κ.τ.λ. προϋποθέτει τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη εἶπε τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. Καὶ συμπεραίνει: «Γρηγορεῖτε οὖν (:Μένετε λοιπὸν ξύπνιοι, πνευματικὰ ξύπνιοι) ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν (:δὲν γνωρίζετε τὴν ἡμέραν) οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ἡ ὁ Ὑἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται(:Κατὰ τὴν ὁποία ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται)». Λέγεται «Ὑἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» εἶναι ἐβραϊσμός, σημαίνει ἄνθρωπος. Καὶ σημαίνει ὅτι πῆρε τὴν ἀνθρωπίνη φύση ἑκατὸ τοῖς ἑκατό. Εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.
Ἄν θέλετε ἀκόμα, εἰς τὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων. «Μετὰ δὲ πολὺν χρόνον -ἀφοῦ μοίρασε τὰ τάλαντα- ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων (:ἔρχεται) καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον (:καὶ λογαριάζεται μαζί τους)». Ὅλα δείχνουν τὴν κρίσιν. Ὅλη λοιπὸν ἡ Καινὴ Διαθήκη κινεῖται στὸν ἄξονα τῆς πρώτης καὶ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς θὰ ξανάρθει. Καὶ θὰ κρίνει τὸν κόσμον. Ἀποτελεῖ δὲ αὐτό, δόγμα πίστεως, θεμελιῶδες δόγμα πίστεως. «Καὶ πάλι ἐρχόμενον μετὰ δόξης -λέμε στὸ Πιστεύω- κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς». «Νὰ κρίνει καὶ ζωντανούς, δηλαδὴ τοὺς ὑπάρχοντας τότε, καὶ τοὺς κεκοιμημένους ποὺ θὰ ἀναστηθοῦν».
Ἄς δοῦμε ὅμως κάτι ἀπὸ τὸ περιεχόμενον τοῦ Κριτηρίου. Λέγει εἰς τοὺς «δικαίους», εἰς τοὺς εὐσεβεῖς. «Δίκαιος» εἶναι μία ὀνομασία τοῦ ἁγίου, ποὺ ἀναφέρεται κυριότατα εἰς τὴν Παλαιὰ Διαθήκη: «Ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοὶ φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ μοί, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ μὲ» κ.λπ. «Ἤμουνα πεινασμένος, μοῦ δώσατε νὰ φάω, ἤμουν διψασμένος, μοῦ δώσατε νὰ πιω, ἤμουνα ξένος καὶ μὲ μαζέψατε, κ.ὅ.κ. Ἤμουν ἀσθενής, ἤμουν ἐν φυλακῇ» κ.λπ. Ἀναφέρεται δηλαδὴ ἐδῶ, βλέπομε, εἰς τὴν ἀντίληψιν τοῦ πλησίον. Κατὰ πόσο ἔχετε γίνει ἀντιλήπτορες τοῦ πλησίον. Κατὰ πόσο τὸν ἀντιληφθήκατε τὸν πλαϊνό σας. Καὶ τοῦ συμπαρασταθήκατε. Καὶ μάλιστα ἀναφέρεται ὁ Κύριος σὲ κατώτερα ἤ, καλύτερα, σὲ ἁπλοϊκότερα ἐπίπεδα ἐλεημοσύνης. Τί ἁπλούστερον; Πεινάει κάποιος καὶ τοῦ δίνομε ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἤ, διψάει καὶ τοῦ δίνομε ἕνα ποτήρι νερό. Θυμηθεῖτε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος ὅτι: «Σᾶς βεβαιώνω, ἕνα ποτήρι νερὸ ποὺ θὰ δώσετε εἰς τὸ ὄνομά μου -τὸ ὑπογραμμίζω· κάτι θὰ ποῦμε παρακάτω- θὰ ἔχετε τὸν μισθό σας». Ἄλλος Εὐαγγελιστής: «Ποτήριον νεαροῦ -δηλαδὴ φρέσκο νερό- ὕδατος». «Νεαροῦ ὕδατος» ... Ἔφυγε τὸ «ὕδωρ», ἔμεινε τὸ «νεαρόν», συγκόπηκε αὐτὸ καὶ ἔγινε «νερό». Δηλαδὴ τὸ νερὸ δὲν εἶναι οὐσιαστικό· εἶναι ἐπίθετο. Εἶναι οὐσιαστικοποιημένο ἐπίθετο. Λοιπόν. Γιατί λέει «φρέσκο νερό»; Μὴ βαρεθεῖς νὰ πᾶς στὸ πηγάδι νὰ ἀντλήσεις, δροσερὸ νερὸ νὰ δώσεις στὸν ἄλλον. Ὄχι ἀπὸ τὴ βρύση τῆς κουζίνας ποὺ εἶναι ζεστό, ἅμα εἶναι καλοκαίρι. Δηλαδὴ νὰ τὸ δώσεις μὲ τὴν καρδιά σου. «Βεβαιώνω», λέει ὁ Κύριος, «θὰ ἔχεις τὸν μισθό σου». Καὶ τοῦτο γιατί ὁ Κύριος ξεκινᾷ σὰν εὔκολη δυνατότητα γιὰ ὅλους νὰ προσφέρουν τὴν ἐλεημοσύνη τους. Εὔκολη δυνατότητα. Δὲν μπορεῖς νὰ δώσεις ἕνα ποτήρι νερό; Μπορεῖς νὰ πεῖς ὅτι ὁ Κύριος σοῦ εἶπε νὰ δώσεις στοὺς φτωχούς, στὸν κάθε φτωχὸ ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο δραχμές; «Κύριε, δὲν ἔχω». Θὰ σοῦ ζητήσει ὁ Κύριος νὰ θεραπεύσεις τοὺς ἀσθενεῖς; «Κύριε, δὲν ἔχω τὸ χάρισμα αὐτό». Ἀλλὰ τί σοῦ λέει; «Μὲ ἐπισκεφθήκατε». Δὲν ἔχεις τίποτα νὰ ξοδέψεις, ὅταν ἐπισκεφθεῖς τὸν ἀσθενῆ· κ.ὅ.κ. Δηλαδὴ παίρνει τὴν πιὸ ἁπλῆ μορφὴ ἐλεημοσύνης ποὺ θὰ ἐκδηλώσεις τὴν ἀγάπη σου εἰς τὸν συνάνθρωπο.
Ψάχνομε νὰ βροῦμε τὴν πίστη σὲ αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστός. Ψάχνομε. Δὲν μίλησε τίποτα γιὰ τὴν πίστη. Ἀλλὰ μίλησε γιὰ τὴν ἀγάπη στὴ μορφὴ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ αὐτή, ὅπως σᾶς εἶπα καὶ τὸ ξαναεῖπα, σὲ μία κατώτερη μορφή. Στοιχειώδη δηλαδὴ μορφή. Ἁπλοϊκὴ μορφή. Ψάχνομε λοιπὸν νὰ βροῦμε τὴν πίστη ἀλλὰ δὲν τὴ βρίσκομε. Δὲν γίνεται λόγος γι᾿ αὐτήν. Δηλαδὴ ἡ πίστις δὲν θὰ εἶναι στοιχεῖον ποὺ θὰ κριθεῖ; Ἡ πίστις εἶναι σπουδαιοτάτη. Ἀφοῦ ὁ λῃστὴς μὲ τὴν πίστη... -γιατί τί εἶπε ὁ λῃστής; «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου». «Εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Θυμήσου με»- αὐθημερὸν ἐκέρδισε τὸν Παράδεισον. Ὁ λῃστὴς δὲν ἔκανε κανένα ἔργον ἐπὶ τοῦ σταυροῦ. Ἔδειξε μόνον πίστη. Δὲν ἀναφέρεται ἡ πίστις, γιατί προϋποτίθεται. Γι᾿ αὐτὸ ὅταν ὁ Ἀπόστολος λέει: «Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη». Ἡ ἐλπίδα προϋποθέτει τὴν πίστιν. Γιατί τί εἶναι ἡ ἐλπίδα; Εἶναι τονισμένη πίστις. Καὶ ἡ ἀγάπη προϋποθέτει καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν πίστη. Ἔτσι, στὴν ἔκπληξη τῶν ἀκουόντων αὐτὰ ποὺ ὁ Κύριος εἶπε: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, διότι ... ἔτσι κι ἔτσι, ἤμουν πεινασμένος, διψασμένος» κ.τ.λ. στὴν ἔκπληξή τους, ὁ Κύριος προσθέτει: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν (:Σᾶς βεβαιώνω) ἐφόσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποίησατε». «Ἐφόσον», λέει, «προσφέρατε αὐτὰ στ᾿ ἀδέλφια μου τὰ ἐλάχιστα, σὲ μένα τὰ προσφέρατε». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἔκπληξις. Τί; Ταυτίζει ὁ Κύριος τὸν ἑαυτόν Του μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπον. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον. Ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀγάπη ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν πλησίον. Νὰ τὸ ξαναπῶ: Ἐν ὀνομάτι τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν πλησίον. Γιατί αὐτὸ ἀποκαλύπτει τὴν πίστη στὸν Χριστό. Νὰ ποῦ εἶναι κρυμμένη ἡ πίστις. Ἐκεῖ εἶναι κρυμμένη ἡ πίστις.
Ἀντίθετα, ἕνας φιλοσοφικὸς ἀνθρωπισμός, ἕνας ἀλτρουισμός, ἕνα ἀπ᾿ ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα λέμε, καὶ δικαιώματα ἀνθρώπων, δὲν ξέρω τί καὶ δὲν ξέρω τί, αὐτὰ ποτὲ δὲν δικαιώνονται, ὅταν ἀπουσιάζει ὁ Χριστός. Ἕνας ποὺ τρέχει, μέρα- νύχτα, ὀργώνει τοὺς δρόμους, νὰ μαζέψει χρήματα γιὰ κείνους, γιὰ κείνους κ.λπ. ἐὰν αὐτὸ δὲν τὸ κάνει ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, ματαιοπονεῖ. Γιατί ἡ πράξη του αὐτὴ εἶναι μία πράξη ποὺ δὲν ἔχει τὴ σφραγῖδα τῆς πίστεως. Καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι: «Πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως ἁμαρτία ἐστίν». Ὄχι μόνο πέφτει στὸ κενὸ καὶ δὲν θὰ λογαριαστεῖ ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἁμαρτία· διότι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὁ Θεὸς θέλει νὰ προσφέρεις ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ δὲν τὸ κάνεις, αὐτὸ εἶναι ἁμαρτία. Εἴδατε; Πᾶν, ὁτιδήποτε, ποὺ γίνεται, ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ποὺ δὲν γίνεται ἐν ὀνόματι τῆς πίστεως, εἶναι ἁμαρτία. Καὶ ἀκόμη θὰ πεῖ στὴν πρὸς Ἑβραίους ὁ Ἀπόστολος: «Χωρὶς δὲ πίστεως, ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι (: Εἶναι ἀδύνατον νὰ εὐαρεστήσεις εἰς τὸν Θεόν, χωρὶς τὴν πίστιν) πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστι (: πρῶτα πρῶτα πρέπει νὰ πιστεύεις στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὑπάρχει, ὅτι ἔστι) καὶ τοῖς ἐκζητούσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται». «Κι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι Τὸν ἐκζητοῦν», δηλαδὴ ψάχνουν νὰ μάθουν, νὰ ζήσουν κάτι βαθύτερο καὶ βαθύτερο ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ θεώνονται διαρκῶς. «Γίνεται εἰς αὐτοὺς μισθαποδότης». Εἰς αὐτοὺς θὰ πεῖ: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου» κ.λπ. Ὥστε ἡ ἀγάπη ἀπὸ φιλάνθρωπα αἰσθήματα ἢ φιλοσοφικὴ διάθεση- προσέξατε, μὴ χάσομε τὸν μισθό μας- πέφτει στὸ κενό. Δὲν ἔχει ἀξία. Δὲν ἀντέχει στὴν αἰωνιότητα. Εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λένε...: «Κάνε μιὰ καλὴ πράξη κάθε μέρα». Τὸ λένε καὶ οἱ Πρόσκοποι καὶ δὲν ξέρω ποιοὶ ἄλλοι. Ἐν ὀνόματι τίνος; «Ἐν ὀνόματι τοῦ ἑαυτοῦ μου», θὰ σοῦ ἀπαντήσουν. «Γιὰ νὰ νιώσω καλύτερα. Νὰ νιώσω καλύτερα. Νὰ νιώσω ἐσωτερικὰ ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος». Δὲν ἔχει ἀξία. Σαφῶς δὲν ἔχει ἀξία.
Ἀλλὰ καὶ ἡ γενικοτέρα ἠθικὴ μοιάζει νὰ λείπει ἀπὸ τὸ Κριτήριον ποὺ στήνεται, ἀπὸ τὸ περιεχόμενον τοῦ Κριτηρίου ποὺ στήνεται στὰ ἔσχατα, τὴν ἡμέρα τὴ μεγάλη ἐκείνη. Δὲν λείπει. Διότι αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ, οὔτε θὰ κλέψει, οὔτε θὰ φονεύσει, οὔτε θὰ ἀδικήσει, οὔτε θὰ πορνεύσει, οὔτε θὰ μοιχεύσει. Παίρνω τίς ἐντολές: «Οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτύρησεις, οὐ μοιχεύσεις». Διότι ἂν ἀγαπᾷς, θὰ τὰ κάνεις αὐτά; Προφανῶς ὄχι. Συνεπῶς περιττὸ νὰ τὰ ἀναφέρει ὁ Κύριος. Περιέχονται μέσα εἰς τὸ περιεχόμενον τοῦ Κριτηρίου. Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατί; Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ πλήρωμα, τὸ γέμισμα τοῦ Νόμου. Γι᾿ αυτὸ καὶ οἱ δύο ἐντολὲς τῆς ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ τῆς ἀγάπης στὸν πλησίον, περιέχουν τὰ πάντα. Εἶπα: τῆς ἀγάπης στὸν Θεὸ καὶ τῆς ἀγάπης στὸν πλησίον. Ναί. Γιατί ἡ δευτέρα, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ἔχει κριτήριο τὴν ἀγάπη τὴν πρώτη, πρὸς τὸν Θεό. Ἁπλούστατα, μόνη ἡ πρώτη ἀγάπη, ἐὰν δὲν ἔχεις ἀγάπη στὸν πλησίον, μένει ἄκαρπη· ἀλλὰ καὶ μόνη ἡ δευτέρα ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ἐὰν δὲν ξεκινάει ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ξεκινάει ἀπὸ τὸν Οὑμανισμόν. Καὶ ὁ Οὑμανισμός, ὁ Ἀνθρωπισμὸς δὲν σώζει.
Γιατί ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, ἀπεκάλεσε τοὺς εὐεργετηθέντας, αὐτοὺς ποὺ θὰ δώσουμε ἐμεῖς κάτι, τοὺς ἀπεκάλεσε «ἀδελφούς»; Γιατί κι Ἐκεῖνος ἔχει τὸν Θεὸν βέβαια φύσει Πατέρα, κι ἐμεῖς ἔχομε τὸν Θεὸν Πατέρα κατὰ χάριν. Κατὰ τὸ ἀνθρώπινον εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸ θεῖον, εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι ὅμως ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα. Κληρονόμος Ἐκεῖνος; Γιατί τὰ παιδιὰ κληρονομοῦν τὸν Πατέρα. Κληρονόμος Ἐκεῖνος; Κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, κληρονόμοι κι ἐμεῖς. Θέλετε; Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «συγκληρονόμοι κι ἐμεῖς, μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον». Γιατί ἀκόμη εἶναι ἀδελφός μας, ἐπειδὴ ἔλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Γιατί «Αὐτὸς πρῶτος ἀνεστήθη καὶ γίνεται πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς».
Ἀλλὰ γιατί καὶ τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς ἀπεκάλεσε «ἐλαχίστους»; «Ἐλάχιστος» θὰ πεῖ «ὁ τιποτένιος». Εἶναι οἱ κατὰ κόσμον ἄσημοι ἄνθρωποι. Εἶναι οἱ περιφρονημένοι. Εἶναι οἱ περιθωριακοί. Ὄχι γιατί ἄλλο, γιατί αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἁμαρτάνοντες γίνονται περιθωριακοὶ ἀλλὰ γιατί...ἔντιμοι ἄνθρωποι εἶναι, καλοὶ ἄνθρωποι εἶναι, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι οἱ ὑψηλὰ ἱστάμενοι, δὲν τοὺς δίνουν σημασία. Αὐτοὶ ποὺ στεροῦνται τὴν κοσμικὴν ἐπιφάνειαν, τὴν δόξα, τὸν πλοῦτο, τίς κοσμικὲς προβολὲς καὶ τὰ ἀξιώματα. Αὐτοί, ὡς περιφρονημένοι, λέγονται «ἐλάχιστοι». Δὲν εἶναι «ἐλάχιστοι». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἴσοι. Ἐπειδὴ ὅλοι ἔχομε τὸ κατ᾿ εἰκόνα. Καὶ εἴμεθα ὅλοι ἄνθρωποι. Δὲν ὑπάρχει διαφορά. Οἱ ἄνθρωποι δίνουν διαβαθμίσεις καὶ διαφορές. Ὁ Κύριος ὅμως κατὰ τὰ ἀνθρώπινα κριτήρια τοποθετεῖ καὶ λέγει: «Οἱ ἀδελφοὶ μου οἱ ἐλάχιστοι».
Δὲν πρέπει ἀκόμα νὰ μᾶς διαφεύγει ὅτι καθετὶ ποὺ πράττομε εἰς τὸν ἄλλον ἄνθρωπον, εἴτε αὐτὸ εἶναι καλό, εἴτε αὐτὸ εἶναι κακό, στὸν Θεὸ ἀποτείνεται. Γιατί ἀποτελεῖ τὸ πρωτότυπό μας ὁ Χριστός. Προσέξατέ το: Ὁ Θεός. Ἐπὶ παράδειγματι, βρίζεις τὸν συνάνθρωπό σου; «Ἐὰν προσκυνῶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τοῦ Χριστοῦ», λέγει, δογματικὴ θέση, «ὅτι ἡ τιμὴ διαβαίνει ἐπὶ τὸ πρωτότυπον». Προσκυνῶ τὸ ξύλον μὲ τίς μπογιές. Ἔχει τὸ σχῆμα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα. Διαβαίνει, περνάει ἐπὶ τὸ πρωτότυπον. Ἀλλὰ ζῶσα εἰκόνα εἶναι ὁ πιστός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς θυμιάζομε τοὺς πιστούς. Εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Θυμιάζομε τίς εἰκόνες καὶ μετὰ τίς ζῶσες εἰκόνες ποὺ εἶναι οἱ πιστοί. Τὸν Ἐπίσκοπο, τὸν ἱερέα. Βγαίνει ὁ διάκονος, ὁ ἱερεύς, νὰ θυμιάσει τὸν ἐπίσκοπον τοὺς πιστοὺς ὅλους. Τί σημαίνει αὐτό; Θυμιάζει τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ τιμὴ διαβαίνει ἐπὶ τὸ πρωτότυπον. Ἔτσι ἐδῶ, ὅ,τι κάνεις, ἂν φερειπεὶν τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας κατεβάσεις τὴν εἰκόνα καὶ τὴν ποδοπατήσεις, τὸ πρόσωπό του δὲν ἔπαθε τίποτα. Εἶναι ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ὅμως θεωρεῖται προσβολή. Κι ἔχεις κυρώσεις. Ἔτσι κι ἐδῶ, ἐὰν προσβάλεις τὸν συνάνθρωπό σου, εἶναι προσβολὴ κατὰ τοῦ Θεοῦ. Κι ἔχει κυρώσεις. Ἐὰν περιποιηθεῖς τὸν συνάνθρωπό σου, κι αὐτὸ ἔχει τίς ἐπιπτώσεις του. Φθάνει στὸν Θεὸ ἡ τιμὴ αὐτή.
Λοιπόν· κάτι περισσότερο: Ἐὰν εἶναι ὁ ἄλλος βαπτισμένος, δὲν μὲ συνδέει μόνο τὸ κατ᾿ εἰκόνα, ἀλλὰ καὶ ἡ ὀντολογική μου ἕνωση, ὡς μέλη Χριστοῦ ποὺ εἴμεθα ὅλοι. Κάτι πολὺ περισσότερο ἀπό τὸ κατ᾿ εἰκόνα.
Ἔτσι ὁ Θεός, καθ᾿ ὅλο τὸ μῆκος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀγαπητοί, βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὸν κάθε ἄνθρωπο. Λέγει ἡ Γραφὴ ὅτι «ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ τὸν φτωχόν - εἶναι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη- δανείζει τὸν Θεόν». Μὰ πῶς; Γιατί πίσω ἀπό τὸν φτωχὸν εἶναι ὁ Θεός. «Αὐτὸς ποὺ παίρνει διαζύγιο ἢ πέφτει στὴ μοιχεία, προσβάλλει τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἑνώσεως Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας». Ἤ: «Αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει μὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, πορνεῖα, μοιχεία κ.τ.λ. προσβάλλει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Προσβάλλει καὶ τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιατί τὸ σῶμα μας εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μὲ τὸν Θεὸ δηλαδὴ ἔχομε μία ὀντολογικὴ σχέση καὶ διάσταση. Ὀντολογική. Ὄχι ἠθική. Ὀντολογική. Ὄχι καθ᾿ ὁμοιότητα. Ὀντολογική. Πραγματική. Κι αὐτὸ φαίνεται ἀκόμη στὴ συσταύρωσή μας μὲ τὸν Χριστόν, ποὺ θὰ μᾶς δώσει καὶ τὴ συνανάστασή μας.
Ἀγαπητοί, ἡ Κρίσις εἶναι γεγονός. Ἐξάλλου, καθημερινὰ κρινόμεθα. Καὶ ὁ ἀπερχόμενος ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν, κρίνεται. Μὲ μία διάκριση. Τὸ εἶπε ὁ Κύριος: «Ὁ εὐσεβής», λέει, «δὲν ἔρχεται σὲ κρίση, δὲν κρίνεται». «Εἰς κρίσιν», λέγει, «οὐκ ἔρχεται ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Ὁ εὐσεβής. Καὶ προσθέτει ὁ Κύριος μετὰ τὴν Κρίση: «Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον». Πρέπει νὰ συλλάβομε, ἀγαπητοί, καὶ νὰ συνειδητοποιήσουμε αὐτὸ τὸ «αἰώνιον». Εἶναι..., εἶναι, εἶναι συγκλονιστικό. Ἄν προσπαθήσουμε νὰ τὸ καταλάβουμε, αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει τέλος, θὰ καταληφθοῦμε ἀπὸ ἕναν ἴλιγγο. Ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε τὴν ἔννοια τοῦ μηδενός. Καὶ τὴν ἔννοια τοῦ ἀπείρου. Ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ συλλάβουμε καὶ τὴν ἔννοια τοῦ αἰωνίου. Μᾶς ἀποκαλύπτεται. Καὶ τὸ πιστεύουμε. Δὲν τὸ συλλαμβάνομε. Δὲν μποροῦμε. Καὶ εἶναι πραγματικότης.
Λοιπόν, ἀγαπητοί, ἂς ἀρχίσομε νὰ ζοῦμε ὅπως ὁ Κύριος θέλει. Γιατί ὁ Κύριος «ἔρχεται κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς». Καὶ ἀκολουθεῖ ἡ αἰωνιότης· εἴτε τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, εἴτε τῆς κολάσεως. Ὁ Κύριος μᾶς θέλει νὰ Τοῦ ἀνήκομε. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾷται. Ἐμεῖς τί θὰ κάνομε;
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
ψηφιοποίηση καὶ ἐπιμέλεια κειμένου:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 665.mp3
____________________________
Πολυτονισμός ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου