α) Κατ’ ἀρχὰς ἀντιστάθηκε στὸ κοινωνικὸ κατεστημένο τῆς ἐποχῆς της καὶ κάθε ἐποχῆς. Αὐτή, ἡ πλούσια ἀρχόντισσα, ἀπαρνήθηκε τὰ πλούτη της καὶ ἔθεσε τὸν ἑαυτό της στὴν διακονία τοῦ κάθε ἐμπερίστατου, ὡς ἄλλη Δορκάς. Τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ οἱ περισσότεροι πλούσιοι ἄρχοντες κατὰ τὴν Τουρκοκρατία δὲν προέβαλαν καμμία ἀντίσταση στὸν κατακτητή, μᾶλλον δὲ συνεργάζονταν μαζί του, γιὰ νὰ μὴν χάσουν τὰ προνόμιά των, ἐκείνη ὄχι μόνον δὲν ἔκλινε γόνυ στὸν ξένο δυνάστη ἀλλὰ ἐναντιώθηκε παράλληλα καὶ στὴν καταπιεστικὴ τακτικὴ τῶν ντόπιων δυναστῶν ἀρχόντων, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὴν ἀντιμετώπιζαν γι’ αὐτὸ μὲ καχυποψία ἢ καὶ ὑπέσκαπταν τὴν κοινωνική της δράση.
β) Ἐπίσης, ἡ Φιλοθέη ἦρθε ἀντιμέτωπη μὲ τὴν ἴδια της τὴν φύση, ἡ ὁποία τῆς ὑπαγόρευε, ὡς γυναῖκα ποὺ ἦταν, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸν ἄνδρα ἀφέντη. Ἐκείνη, ὅμως, κατὰ τὴν πιὸ ζοφερὴ περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τὸν 16ο αἰῶνα, ποὺ ὁ αἱμοσταγὴς σουλτάνος Σουλεϊμὰν κυριαρχοῦσε ἀπόλυτα, σκορπίζοντας παντοῦ τὸν φόβο καὶ τὸν τρόμο, ἀναδείχθηκε «Κυρὰ τῶν Ἀθηνῶν». Δροῦσε κυριολεκτικὰ κάτω ἀπὸ τὴν μύτη τοῦ Τούρκου διοικητοῦ, ποὺ ἕδρευε στὴν Ἀκρόπολη, δυὸ βήματα ἀπὸ τὸ ἀρχοντικὸ τῶν Μπενιζέλων στὴν Πλάκα. Γι’ αὐτὸ ὁ ἐγκωμιαστής της ἀναφωνεῖ μὲ θαυμασμό: «Σαμψὼν ἔσχες τὴν ἀνδρείαν» (πῆρες τὴν ἀνδρεία τοῦ Σαμψών), ἀρετὴ σπάνια γιὰ γυναῖκα («Γυνὴ ἀνδρεία τίς εὑρήσει», Παροιμίαι Σολομῶντος, 29), ποὺ προκαλοῦσε ὅμως συγχρόνως τὸν φθόνο καὶ τὴν ἀντιζηλία τῶν ἄλλων.
γ) Ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἐξ ἄλλου, ἐνῶ ἔγινε τελικὰ μοναχὴ καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Θεὸ ποὺ τόσο ἀγαποῦσε (Φιλοθέη = φιλό-θεη), δὲν ἀποτραβήχθηκε σ’ ἕνα ἡσυχαστήριο, γιὰ νὰ περάσῃ τὴν ὑπόλοιπη ζωή της. Ἀντιθέτως, ἀκολούθησε τὴν παράδοση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, τῶν κοινωνικῶν Πατέρων καὶ τὸ παράδειγμα τῶν φιλαδέλφων, ἀληθινὰ ἀρχόντων γονέων της, ποὺ βοηθοῦσαν ἁπλόχερα κάθε ἐνδεῆ καὶ ἀναγκεμένο. Προτίμησε, ἔτσι, τὶς μέριμνες τοῦ κοινοβίου, στὸ ὁποῖο ἀνάλωσε τὸν πλοῦτο καὶ ὅλο της τὸν ἑαυτό, «νοῦν καὶ ψυχὴν καὶ καρδίαν καὶ σῶμα». Ἔκτισε τὸν «Παρθενῶνα» τῆς ἀγάπης καὶ πλῆθος ἄλλων οἰκημάτων, ὅπου εὕρισκαν καταφύγιο ἀδύναμοι καὶ πονεμένοι, ἀνεξαρτήτως φύλου καὶ ἐθνικότητας, καὶ κυρίως φτωχὲς καὶ κατατρεγμένες κοπέλες ποὺ δραπέτευαν ἀπὸ τὰ χαρέμια τῶν Τούρκων ἢ τὶς ἐξαγόραζε ἡ ἴδια ἀπὸ τὰ σκλαβοπάζαρα καὶ τὶς φυγάδευε στὴν συνέχεια στὰ μετόχια της, γιὰ νὰ τὶς γλυτώσῃ ἀπὸ τὸν ἀδηφάγο καὶ διαφθορέα κατακτητή. Ἡ Ἁγία φρόντιζε παράλληλα γιὰ τὴν μόρφωση καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῶν ἀδύναμων κοριτσιῶν -ἵδρυσε τὸ πρῶτο σχολεῖο γιὰ γυναῖκες στὴν Τουρκοκρατία- καὶ ἔγινε ἡ ἴδια ἡ «μαΐστρα» καὶ ἡ πνευματική των μητέρα. Ἐργαζόταν ἀδιάκοπα καὶ ἐπέκτεινε συνεχῶς τὸ δίκτυο τῆς κοινωνικῆς της προσφορᾶς καὶ στὴν Ἀθήνα καὶ στὰ γύρω νησιά.
Δικαίως λοιπόν χαρακτηρίστηκε ὡς «προστάτις καὶ στήριγμα καὶ διωκομένων ἀσφαλὲς καταφύγιον» καὶ ἀναδείχθηκε «ἀείρους καὶ πολυχεύμων (= συνεχῶς καὶ ἀφθόνως ῥέουσα) πηγὴ συμπαθείας καὶ ἀγάπης». Καὶ ἐὰν οἱ σκληροὶ κατακτητὲς τὴν βασάνισαν τελικὰ ἀλύπητα, ἐκείνη ὅμως «διὰ πόνων ἀσκητικῶν καὶ μαρτυρίου τὸν τύραννον ἐχθρὸν καταβέβληκε» καὶ μετέβη θριαμβεύουσα «εἰς τὰς οὐρανίους σκηνάς», γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ στὶς ἀγκάλες τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ὑπὲρ οὗ «ἐνήθλησε στερρῶς».
Προκειμένου, ἑπομένως, νὰ τιμήσωμε, τὴν προστάτιδά μας φιλόθεη Ἁγία γιὰ τὴν τεράστια ἐθνική καὶ κοινωνική της προσφορά, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετές της καὶ κυρίως τὸ ἀγωνιστικό της φρόνημα καὶ τὴν φιλάδελφη ἀγαπητική της συμπεριφορά, ὥστε ἐνισχυόμενοι διὰ τῶν πρεσβειῶν της νὰ θελήσωμε νὰ προβάλλωμε καὶ μεῖς σήμερα σθεναρὴ καὶ θαρραλέα ἀντίσταση ἀπέναντι στοὺς σύγχρονους ὕπουλους καὶ ποικιλώνυμους ἐχθροὺς τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος. Γένοιτο!
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου