Ρίζα κάθε καλοῦ ἔργου εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως. Ἡ προσδοκία τῆς ἀνταποδόσεως παρακινεῖ τὴν ψυχὴ στὴν ἀγαθοεργία. Ὁ ἐργάτης ποὺ ἐλπίζει στὸν μισθὸ τῶν κόπων του, εἶναι πρόθυμος νὰ ὑπομείνει κάθε δυσκολία, ἐνῶ ὅσοι κοπιάζουν χωρὶς τὴν ἐλπίδα τῆς ἀμοιβῆς, γρήγορα ἐγκαταλείπουν τὸ ἔργο τους. Ὁ στρατιώτης ποὺ προσδοκᾷ νὰ βραβευθεῖ, εἶναι ἑτοιμοπόλεμος. Κανεὶς ὅμως δὲν προθυμοποιεῖται νὰ διακινδυνεύσει γιὰ χάρη ἀσύνετου βασιλιᾶ, ποὺ δὲν ἐπιβραβεύει τὰ κατορθώματα τῶν στρατιωτῶν του.
Μὲ παρόμοιο τρόπο καὶ κάθε ψυχή, ὅταν πιστεύει στὴν ἀνάσταση καὶ στὴ μέλλουσα ἀνταπόδοση, φροντίζει γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ἐνῶ ὅταν δὲν πιστεύει στὴν ἀνάσταση καὶ στὴ μέλλουσα κρίση, παραδίνεται στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν καταστροφή. Ὅποιος πιστεύει ὅτι τὸ σῶμα του θὰ ἀναστηθεῖ, δὲν τὸ μολύνει μὲ ἀσέλγειες. Ἐνῶ ὅποιος δὲν πιστεύει στὴν ἀνάσταση, παραδίνεται στὴν ἁμαρτία καὶ κακομεταχειρίζεται σὰν ξένο τὸ σῶμα του. Εἶναι λοιπὸν πολὺ σπουδαῖο παράγγελμα καὶ τρισμέγιστη διδασκαλία καὶ δόγμα τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας, ἡ πίστη στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Εἶναι βασικὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Καὶ ἐνῶ ἀπὸ πολλοὺς ἀμφισβητεῖται, ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται. Οἱ εἰδωλολάτρες ἀμφισβητοῦν, οἱ Σαμαρεῖτες ἀπιστοῦν, οἱ αἱρετικοὶ διαστρεβλώνουν τὸ δόγμα αὐτό. Πολλὲς οἱ ἀντιρρήσεις. Μία ὅμως εἶναι ἡ ἀλήθεια.
Μᾶς λένε οἱ ἀρνητές: «Πέθανε ὁ ἄνθρωπος καὶ τάφηκε. Σάπισε στὸ χῶμα καὶ διαλύθηκε σὲ σκουλήκια. Τὰ σκουλήκια ψόφησαν κι αὐτά. Τὸ σῶμα λοιπὸν καταστράφηκε καὶ ἀφανίστηκε. Πῶς θὰ ἀναστηθεῖ;». Μᾶς λένε ἀκόμα: «Ὅσοι ναυάγησαν, καταφαγώθηκαν ἀπὸ τὰ ψάρια, ποὺ κι αὐτὰ καταφαγώθηκαν ἀπὸ ἄλλα. Ὅσοι πάλεψαν μὲ θηρία, ἔγιναν τροφὲς σὲ ἀρκοῦδες καὶ σὲ λιοντάρια, ποὺ ἔφαγαν ἀκόμα καὶ τὰ κόκκαλά τους. Οἱ γῦπες καὶ οἱ κόρακες, ἀφοῦ ἔφαγαν τίς σάρκες τῶν ἐγκαταλειμμένων στὸ χῶμα νεκρῶν, πέταξαν καὶ σκορπίστηκαν μακριά. Πῶς λοιπὸν θὰ συγκεντρωθοῦν πάλι τὰ μέλη τοῦ σώματος; Συμβαίνει μάλιστα τὰ ἁρπακτικὰ πουλιά, ποὺ τὰ ἔφαγαν, νὰ θανατωθοῦν μακριά, ἄλλο στὶς Ἰνδίες, ἄλλο στὴν Περσία κι ἄλλο στὴν Εὐρώπη. Πῶς, τέλος, θὰ συναρμολογηθοῦν τὰ σώματα ἐκείνων ποὺ κάηκαν καὶ ποὺ ὁ ἄνεμος ἢ ἡ βροχὴ διασκόρπισε ἀκόμα καὶ τὴ στάχτη τους;». Σὲ ὅλα αὐτὰ θὰ ἀπαντήσουμε: Γιὰ σένα, τὸν μικρὸ καὶ ἀδύναμο ἄνθρωπο, ἀπέχουν βέβαια πολὺ οἱ Ἰνδίες ἀπὸ τὴ Γερμανία καὶ ἡ Ἱσπανία ἀπὸ τὴν Περσία. Γιὰ τὸν Θεὸ ὅμως, ποὺ κρατάει στὸ χέρι Του ὁλόκληρη τὴ γῆ, ὅλα εἶναι κοντινά. Μὴν κατηγορεῖς λοιπὸν τὸν Θεό, ξεκινῶντας ἀπὸ τὴ δική σου ἀδυναμία, ἀλλὰ νὰ συλλογίζεσαι τὴ δική Του παντοδυναμία.
Ὁ ἥλιος, ἕνα μικρὸ κτίσμα μέσα στὴν ἀπέραντη δημιουργία, θερμαίνει μὲ τίς ἀκτῖνες του ὅλη τὴ γῆ· καὶ ὁ ἀέρας, κτίσμα καὶ αὐτὸ τοῦ Θεοῦ, τὴν περιβάλλει. Ὁ Θεὸς λοιπόν, ποὺ δημιούργησε καὶ τὸν ἥλιο καὶ τὸν ἀέρα, βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ μᾶς;
Ὑπόθεσε ὅτι ἀνακατεύεις διαφορετικοὺς σπόρους καὶ τοὺς παίρνεις στὴ χούφτα σου. Εἶναι δύσκολο σ᾿ ἐσένα, τὸν ἄνθρωπο, νὰ διακρίνεις τὰ διάφορα εἴδη καὶ νὰ τὰ χωρίσεις σὲ ὁμάδες; Ὄχι, βέβαια. Ἄν λοιπὸν ἐσὺ μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις ὅσα βρίσκονται στὸ χέρι σου, ὁ Θεὸς ἄραγε δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει καὶ νὰ ξεχωρίσει ὅσα βρίσκονται στὸ δικό Του χέρι;
Πρόσεξε καὶ ἕνα ἐπιχείρημα, ποὺ ἀναφέρεται στὴ δικαιοσύνη καὶ μάλιστα σκέψου καλὰ τί συμβαίνει σὲ σένα τὸν ἴδιο σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸ ζήτημα. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἔχεις διάφορους ὑπηρέτες. Ἀπ᾿ αὐτοὺς ἄλλοι εἶναι καλοὶ καὶ ἄλλοι κακοί. Εἶναι ἑπόμενο νὰ τιμᾷς ἐσὺ τοὺς καλοὺς καὶ νὰ τιμωρεῖς τοὺς κακούς. Καὶ στὴν περίπτωση ποὺ εἶσαι δικαστής, ἐπαινεῖς τοὺς ἀγαθοὺς καὶ τιμωρεῖς τοὺς παράνομους. Ἄν λοιπὸν ἐσύ, ποὺ εἶσαι θνητὸς ἄνθρωπος, ἀπονέμεις δικαιοσύνη, ὁ Θεός, ποὺ εἶναι αἰώνιος καὶ Μόνος Βασιλιᾶς ὁλόκληρου τοῦ κόσμου, δὲν θὰ κρίνει δίκαια καὶ δὲν θὰ ἀνταποδώσει κατὰ τὰ ἔργα τοῦ καθενὸς μὲ δικαιοσύνη; Ἄν ὅμως δὲν ὑπάρχει μέλλουσα κρίση, σὲ ρωτάω: Πολλοὶ φονιᾶδες πέθαναν ἀπὸ φυσικὸ θάνατο στὸ κρεβάτι τους, χωρὶς νὰ τιμωρηθοῦν γιὰ τὰ ἐγκλήματά τους. Ποῦ λοιπὸν βρίσκεται ἐδῶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Πολλὲς φορὲς μάλιστα κάποιος ποὺ ἔκανε πενῆντα φόνους, τιμωρεῖται γιὰ τὸν ἕνα. Ποῦ λοιπὸν θὰ τιμωρηθεῖ γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους σαράντα ἐννέα; Βλέπεις ὅτι, ἂν δὲν ὑπάρχει μέλλουσα κρίση καὶ ἀνταπόδοση στὴν ἄλλη ζωή, κατηγορεῖς γιὰ ἄδικο τὸν Θεό.
Καὶ μὴν παραξενεύεσαι γιὰ τὴν ἀναβολὴ τῆς μελλοντικῆς κρίσεως. Νὰ σκέφτεσαι, ὅτι κάθε ἀγωνιστὴς ἢ στεφανώνεται ἢ καταντροπιάζεται μετὰ τὸν ἀγῶνα. Ποτὲ ὁ ἀγωνοθέτης δὲν βραβεύει τοὺς ἀγωνιστές, ὅσο ἀγωνίζονται ἀκόμα. Ἀλλὰ περιμένει τὸ τέλος τοῦ ἀγῶνα καί, μετὰ ἀπὸ ἐξέταση, προσφέρει στοὺς νικητὲς τὰ βραβεῖα καὶ τὰ στεφάνια. Ἔτσι καὶ ὁ Θεός, ὅσο διαρκεῖ ὁ ἀγῶνας στὴ ζωὴ αὐτή, πάντα προσφέρει μιὰ μερικὴ βοήθεια στοὺς δικαίους· μετὰ τὸν θάνατο ὅμως, τοὺς δίνει ἀκέραιο το μισθό.
Ἄν δὲν πιστεύεις στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, γιατί καταδικάζεις αὐτοὺς ποὺ ἀνοίγουν καὶ κλέβουν τοὺς τάφους; Ἄν ἔλιωσε τὸ σῶμα καὶ δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα ἀναστάσεως, τότε γιατί τιμωρεῖται ὁ τυμβωρύχος; Βλέπεις ὅτι κι ἂν ἀρνεῖσαι μὲ τὰ χείλη, μέσα σου μένει ἀκέραιη ἡ πεποίθηση στὴν ἀνάσταση.
Θὰ μπορούσαμε ἐξάλλου νὰ σκεφθοῦμε καὶ κάπως ἔτσι: Ὅταν ἕνα δέντρο κόβεται -ἀκόμα καὶ σύγκορμα- βγάζει νέους βλαστούς, φύλλα καὶ ἄνθη. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ ἀνακόπτεται μέ τὸν θάνατο δὲν μπορεῖ νὰ ξαναζήσει; Κι ἀκόμα, τὰ σπαρτὰ ὅταν θερίζονται μένουν στ᾿ ἁλώνι. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ θερίστηκε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, δὲν θὰ μείνει στ᾿ ἁλώνι; Οἱ ἀμπελόβεργες καὶ ἄλλων ἀκόμα δέντρων τὰ κλαδιά, ὅταν κοποῦν ἐντελῶς ἀπὸ τὸν κορμὸ τοῦ δέντρου καὶ μεταφυτευθοῦν παίρνουν ζωή, μεγαλώνουν καὶ κάνουν καρπούς. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, γιὰ τὸν ὁποῖο ὅλα αὐτὰ δημιουργήθηκαν, ἂν θαφτεῖ στὴ γῆ, δὲν θὰ ἀναστηθεῖ; Ἀπὸ πλευρᾶς κόπου καὶ δουλειᾶς, τί εἶναι δυσχερέστερο; Νὰ φτιάξει κανεὶς ἕναν ἀνδριάντα ἐξαρχῆς ἢ νὰ ξαναχύσει καὶ νὰ ἀναπλάσει στὸ ἴδιο σχῆμα κάποιον ποὺ ἔπεσε; Ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς δημιούργησε ἀπὸ τὸ μηδέν, δὲν μπορεῖ ἄραγε νὰ ἀναπλάσει αὐτοὺς ποὺ κάποτε ὑπῆρξαν στὴ ζωὴ καὶ ἔπεσαν στὴ φθορὰ τοῦ θανάτου;
Ἐξακολουθεῖς ν᾿ ἀπιστεῖς σὲ ὅσα ἔχουν γραφτεῖ γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν; Κοίταξε τὴ φυσικὴ δημιουργία καὶ παρατήρησε τὰ φαινόμενα ποὺ μέχρι σήμερα συμβαίνουν: Σπέρνεται, γιὰ παράδειγμα, σιτάρι ἢ ὁποιοδήποτε ἄλλο σπαρτό. Ὁ σπόρος πέφτει στὴ γῆ καὶ μοιάζει νὰ πεθαίνει. Σαπίζει καὶ ἀχρηστεύεται σὰν τροφή. Ὅμως ὁ σαπισμένος σπόρος ἀνασταίνεται χλοερός, ἀνασταίνεται ὡραιότατος. Τὸ σιτάρι αὐτό, καθὼς καὶ τ᾿ ἄλλα σπαρτά, ἔγινε γιά μᾶς. Δὲν ἔγινε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐφόσον λοιπὸν ἐκεῖνα, ποὺ δημιουργήθηκαν γιά μᾶς, ζωοποιοῦνται πάλι, ἀφοῦ νεκρωθοῦν, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐκεῖνα πλάστηκαν, δὲν εἶναι δυνατὸ ν᾿ ἀναστηθοῦμε μετὰ τὸν θάνατό μας; Τὸν χειμῶνα τὰ δέντρα ἐμφανίζονται σὰν νεκρά. Ποῦ εἶναι τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς; Ποῦ εἶναι τὰ σταφύλια στὸ ἀμπέλι; Τὸν χειμῶνα φαίνονται ὅλα νεκρά. Τὴν ἄνοιξη ὅμως ὅλα ἐμφανίζονται χλοερά. Καὶ ὅταν φτάσει ὁ κατάλληλος καιρός, τότε ἀπὸ τὸν θάνατο γεννιέται ἡ ζωή. Γνωρίζοντας ὁ Θεὸς τὴν ἀπιστία σου, σοῦ ἐμφανίζει κάθε χρόνο τὴν ἀνάσταση μὲ τὰ φαινόμενα αὐτά. Ἔτσι, βλέποντας ὅσα συμβαίνουν στὰ ἄψυχα, νὰ πειστεῖς γιὰ ὅσα συμβαίνουν στὰ ἔμψυχα καὶ λογικὰ δημιουργήματά Του.
Κι ἀκόμα, οἱ μῦγες καὶ οἱ μέλισσες πέφτουν πολλὲς φορὲς στὸ νερὸ καὶ πνίγονται καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ξαναζωντανεύουν. Ὑπάρχουν καὶ μερικὰ εἴδη μικρῶν ζώων, τρωκτικῶν, ποὺ λέγονται Μυοξοὶ καὶ πέφτουν σὲ χειμερία νάρκη ὅλο τὸν χειμῶνα καὶ μόλις ἔρθει τὸ καλοκαίρι ξανακινοῦνται καὶ ξαναζοῦν - βλέπεις ἀναγκάζομαι νὰ σοῦ φέρνω παραδείγματα ἀνάλογα μὲ τὰ δικά σου μέτρα, γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω νὰ σκεφθεῖς. Ἐκεῖνος ποὺ δίνει τὴ ζωὴ στὰ ἄλογα καὶ σχεδὸν νεκρὰ ζῶα, Αὐτὸς δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ χαρίσει τὴ ζωή, κάνοντας ὑπέρβαση στοὺς νόμους τῆς φύσεως, γιὰ χάρη μας, ἀφοῦ γιὰ μᾶς τὰ δημιούργησε ὅλα αὐτά;
Ἀλλὰ οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ ἑλληνίζοντες στὴ νοοτροπία, ζητοῦν νὰ τοὺς φέρουμε παραδείγματα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἀνάσταση νὰ γίνεται ἀναμφισβήτητα φανερή. Καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτὰ ποὺ μέχρι τώρα ἀνέφερα, καὶ ἂν ἀκόμα φαίνεται ὅτι ἀναζωογονοῦνται, δὲν ἔχουν ὅμως παντελῶς σαπίσει καὶ ζητοῦν νὰ δοῦν ἕνα ζωντανὸ πλάσμα ποὺ σάπισε ἐντελῶς κι ἔπειτα ἀναστήθηκε. Γνώριζε ὁ Θεὸς τὴν ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔπλασε ἕνα πουλὶ ποὺ ὀνομάζεται Φοίνικας. Αὐτό, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Κλήμης καὶ ὅπως καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἱστορικοὶ μᾶς μαρτυροῦν, στὸ εἶδος του δὲν ἔχει ἄτομα θηλυκοῦ καὶ ἀρσενικοῦ γένους καὶ κατὰ συνέπεια δὲν μπορεῖ νὰ πολλαπλασιασθεῖ ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα πτηνά. Βρίσκεται στὴ χώρα τῶν Αἰγυπτίων καὶ κάθε πεντακόσια χρόνια ἔρχεται νὰ φανερώσει τὴν ἀνάσταση ἀπὸ τὴν πλήρη φθορά. Καὶ μάλιστα αὐτὸ δὲν τὸ κάνει στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἔρχεται σὲ χώρα ἐμφανῆ, μέσα στὴν πόλη, ὥστε νὰ μὴ χάσουν οἱ ἄνθρωποι τὴ δυνατότητα νὰ παρακολουθήσουν τὸ μυστήριο τῆς ἀνάστασής του, ἀλλὰ νὰ γίνει γι᾿ αὐτοὺς χειροπιαστὸ ἐκεῖνο ποὺ ἀμφισβητοῦν.
Αὐτὸ λοιπὸν τὸ πουλὶ φτιάχνει μονάχο του μιὰ φωλιὰ ποὺ εἶναι καὶ ὁ τάφος του, χρησιμοποιῶντας σὰν δομικὰ ὑλικά, τὸ λιβάνι, τὴ σμύρνα κι ἄλλα ἀρώματα. Καὶ ὅταν συμπληρώσει τὰ χρόνια του, μπαίνει μέσα στὸν τάφο καὶ πεθαίνει ἀληθινὰ καὶ σαπίζει. Στὴ συνέχεια, μέσα ἀπὸ τίς σαπισμένες σάρκες τοῦ νεκροῦ πουλιοῦ γεννιέται ἕνα σκουλήκι καὶ αὐτὸ μεγαλώνοντας ἐξελίσσεται σὲ πουλί. Μὴ σοῦ φανεῖ αὐτὸ ἀπίστευτο, διότι, ὅπως βλέπεις, ἔτσι ἀπὸ σκουλήκια καὶ τὰ μικρὰ μελισσάκια ἔγιναν ἔντομα. Καὶ ἀπὸ τὰ αὐγὰ τῶν πουλιῶν, τὰ ὁποῖα δὲν περιέχουν παρὰ μόνο ρευστὴ οὐσία, βλέπεις νὰ βγαίνουν τὰ φτερά, τὰ ὀστᾶ καὶ τὰ νεῦρα τῶν πουλιῶν. Μετά, ἀφοῦ βγάλει φτερὰ ὁ Φοίνικας ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω καὶ γίνει τέλειο πουλί, ὅπως τὸ προηγούμενο, πετάει ψηλὰ στὸν αἰθέρα ὀλόϊδιος μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ εἶχε πεθάνει, δείχνοντας ἔτσι στοὺς ἀνθρώπους, πολὺ ξεκάθαρα, τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
Εἶναι ἀξιοθαύμαστο πουλὶ ὁ Φοίνικας. Ἀλλὰ εἶναι πουλί, χωρὶς λογικὸ καὶ οὐδέποτε ὕμνησε τὸν Θεό. Πετάει στοὺς αἰθέρες, ἀλλὰ δὲν γνωρίζει τὸν Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Γνωρίζοντας λοιπὸν τὸ παράδειγμα αὐτό, μπορεῖς νὰ ἰσχυρισθεῖς ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει δωρίσει τὴν ἀνάσταση σ᾿ ἕνα ἄλογο ζῶο ποὺ δὲν ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ γνωρίζει το δημιουργό του, καὶ δὲν δίνει σὲ μᾶς τὴν ἀνάσταση, ποὺ καὶ τὸν Θεὸ δοξολογοῦμε καὶ τίς ἐντολές Του ἐφαρμόζουμε;
Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Φοίνικας εἶναι μακριά μας καὶ ἀκόμα εἶναι σπάνιο τοῦτο τὸ ἀποδεικτικὸ σημάδι τῆς ἀνάστασης καὶ μερικοὶ δὲν πείστηκαν, πᾶρε, σὲ παρακαλῶ καὶ μιὰ ἄλλη ἀπόδειξη ἀπ᾿ ὅσα συμβαίνουν καθημερινά. Πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ ἢ διακόσια χρόνια, ὅλοι ἐμεῖς ποῦ ἤμασταν; Δὲν γνωρίζουμε τὸν τρόπο δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπινου σώματος; Δὲν γνωρίζεις ὅτι ἀπὸ ἁπλὴ καὶ ἀσθενικὴ καὶ ἀσχημάτιστη ὕλη [:τὸ ἀνδρικὸ σπέρμα ποὺ γονιμοποιεῖται] γεννιόμαστε; Καὶ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἁπλὴ καὶ ἀσθενικὴ ὕλη σχηματίζεται καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἀποκτᾷ δύναμη στὰ νεῦρα, λάμψη στὰ μάτια, ὄσφρηση στὴ μύτη, ἀκοὴ στ᾿ αὐτιά, ὁμιλία στὴ γλῶσσα, παλμοὺς στὴν καρδιά, ἐργασία στὰ χέρια, ὁδοιπορία στὰ πόδια καὶ κάθε ἄλλο χαρακτηριστικὸ τῶν μελῶν. Ἡ ἀσθενικὴ ἐκείνη ὕλη μεταβάλλεται σὲ ναυπηγὸ ἢ οἰκοδόμο ἢ ἀρχιτέκτονα ἢ ἐργάτη ἢ στρατιώτη ἢ ἄρχοντα ἢ νομοθέτη ἢ βασιλιᾶ. Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ εὐτελῆ ὑλικά μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, δὲν θὰ μπορεῖ νὰ μᾶς ἀναστήσει, ὅταν πεθάνουμε;
Αὐτὸς πού τὴν τόσο τιποτένια ὕλη μετέβαλε σὲ ἀνθρώπινο σῶμα, δὲν θὰ μπορέσει πάλι νὰ τὸ ἀναστήσει, ὅταν νεκρωθεῖ; Αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία ἔφερε τὴν ὕπαρξη, δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀναστήσει τὸ δημιούργημά Του; Πᾶρε κι ἀπὸ τὸν ἔναστρο οὐρανὸ μιὰν ὁλοφάνερη ἀπόδειξη, ὅτι εἶναι δυνατὴ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἕνα οὐράνιο φαινόμενο ποὺ ἐπαναλαμβάνεται κάθε μῆνα: Ἡ σελήνη φαίνεται νὰ λιγοστεύει, νὰ μικραίνει τόσο πολύ, ποὺ νὰ μὴν τὴ βλέπουμε καθόλου. Πάλι ὅμως ἐμφανίζεται, μεγαλώνει καὶ παίρνει τὸ προηγούμενό της μέγεθος. Καὶ μάλιστα, γιὰ νὰ εἶναι πληρέστερο τὸ παράδειγμα, κατὰ καιροὺς ἔχουμε ἐκλείψεις σελήνης καὶ ἐναλλαγὲς στὴ φωτεινότητά της, μέχρι ποὺ γίνεται κατακόκκινη σὰν αἷμα, γιὰ νὰ μὴν ἀπιστεῖς στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἐσύ, ποὺ κατασκευάστηκες ἀπὸ αἷμα, ἀλλά, βλέποντας στὴ σελήνη τὴν ἐναλλαγή, νὰ πιστέψεις ὅτι τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ γίνει καὶ σ᾿ ἐσένα.
Αὐτὲς τίς ἀποδείξεις μπορεῖ κανεὶς νὰ χρησιμοποιήσει, ὅταν συζητάει μὲ ἄπιστους εἰδωλολάτρες. Ἀφοῦ αὐτοὶ δὲν παραδέχονται τὴν Ἁγία Γραφή, πολέμησέ τους μὲ ὅπλα ἄγραφα, δηλαδὴ μὲ συλλογισμοὺς καὶ παραδείγματα ἀπὸ τὴ φύση. Οἱ ἄθεοι αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἰδέα γιὰ τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ, γιὰ τίς προφητεῖες τοῦ Ἠσαΐα, γιὰ τὰ εὐαγγέλια, γιὰ τίς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου.
Ἄς δοῦμε τώρα πῶς θ᾿ ἀντιμετωπίσουμε τοὺς Σαμαρεῖτες. Αὐτοὶ δέχονται τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ, δὲν ἀναγνωρίζουν ὅμως τοὺς Προφῆτες. Πῶς λοιπὸν θὰ τοὺς πείσουμε γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν; Ἄς χρησιμοποιήσουμε τὰ κείμενα ποὺ παραδέχονται. Λέει ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ: «Ἐγὼ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς Ἁβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ (:Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ πατέρα σου, ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ)» [Ἔξοδος 3,6]. Ὁπωσδήποτε μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακὼβ δὲν ἐξαφανίστηκαν, ἀλλὰ ὑπάρχουν. Γιατί ἂν δὲν ὑπῆρχαν, ὁ Θεὸς θὰ ἦταν Θεὸς ὄντων ἀνύπαρκτων. Ποιός ὅμως βασιλιᾶς εἶπε ὅτι εἶναι βασιλιᾶς στρατιωτῶν ἀνύπαρκτων; Ποιός ἀκόμα πλούσιος δηλώνει πλούτη ποὺ δὲν ἔχει; Πρέπει ἑπομένως νὰ ὑπάρχουν καὶ ὁ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ. Ἔτσι μόνο ὁ Θεὸς θὰ εἶναι Θεὸς ζωντανῶν. Γιατί δὲν εἶπε «ἤμουν κάποτε Θεός τους», ἀλλὰ «εἶμαι Θεός τους».
Ἀλλὰ ἔχουν ἀντιρρήσεις καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο οἱ Σαμαρεῖτες. Ἰσχυρίζονται ὅτι μπορεῖ νὰ ζοῦν οἱ ψυχὲς τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, τὰ σώματά τους ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸ ν᾿ ἀναστηθοῦν. Θὰ τοὺς ποῦμε: Τὸ ραβδὶ τοῦ δικαίου Μωυσῆ ἦταν δυνατὸ νὰ μεταβληθεῖ σὲ φίδι [Ἔξοδος 4,2-3: «Εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος· τί τοῦτὸ ἐστι τὸ ἐν τῇ χειρί σου; ὁ δὲ εἶπε· ῥάβδος καὶ εἶπε· ῥίψον αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐγένετο ὄφις (:Τοῦ εἶπε λοιπὸν ὁ Κύριος: ''Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κρατᾷς στὸ χέρι σου;''. Ἐκεῖνος εἶπε: ''ἕνα ραβδί''. Καὶ εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Μωυσῆ: "Ρῖξε τὸ ραβδὶ αὐτὸ στὴ γῆ''. Καὶ τὸ ἔριξε στὴ γῆ καὶ ἔγινε φίδι)»].
Τὰ σώματα τῶν δικαίων δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν καὶ ν᾿ ἀναστηθοῦν; Ἡ πρώτη μεταβολή, ποὺ εἶναι ἀφύσικη, πραγματοποιήθηκε. Ἡ δεύτερη, ποὺ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴ φύση, δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ; Τὸ ραβδὶ ἐπίσης τοῦ Ἀαρῶν, ἀφοῦ κόπηκε καὶ νεκρώθηκε, χωρὶς ἴχνος νεροῦ βλάστησε [Ἀρ. 17, 23: «Καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον καὶ εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου, καὶ ἰδοὺ ἐβλάστησεν ἡ ῥάβδος Ἀαρὼν εἰς οἶκον Λευὶ καὶ ἐξήνεγκε βλαστὸν καὶ ἐξήνθησεν ἄνθη καὶ ἐβλάστησε κάρυα (:Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα εἰσῆλθαν στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἀαρῶν καὶ ἰδού, εἶχε βλαστήσει τὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρῶν ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Λευί. Ἔβγαλε βλαστό, ἄνθη καὶ καρύδια)»]. Καὶ τοῦτο, ἐνῶ ἦταν μέσα σὲ σπίτι. Μολαταῦτα, βλάστησε σὰν νὰ ἦταν σὲ ἀγρό. Καὶ ἐνῶ βρισκόταν σὲ ξερὸ περιβάλλον, μέσα σὲ μιὰ νύχτα καρποφόρησε σὰν τὰ δένδρα ποὺ γιὰ πολλὰ χρόνια ποτίζονται. Τὸ ραβδὶ λοιπὸν τοῦ Ἀαρῶν ἀναστήθηκε. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀαρῶν δὲν θ᾿ ἀναστηθεῖ; Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ θαυματούργησε σὲ ἕνα ξύλο, γιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν ἀρχιεροσύνη, δὲν θὰ θαυματουργήσει στὸν ἴδιο τὸν Ἀαρῶν, γιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν ἀνάσταση;
Ἡ γυναῖκα τοῦ Λὼτ ἔγινε στήλη ἀπὸ ἁλάτι [Γέν. 19,26: «Καὶ ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐγένετο στήλη ἁλός (:Ἡ σύζυγος τοῦ Λώτ, περίεργη καθὼς ἦταν καὶ παρὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀγγέλου, ἔστρεψε τὸ κεφάλι στὰ πίσω, γιὰ νὰ δεῖ τὴν καταστροφή· καὶ ἀμέσως ἔγινε στήλη ἅλατος)»]. Ἡ ζωντανὴ λοιπὸν ἐδῶ σάρκα μεταβλήθηκε σὲ ἁλάτι· νεκρὴ σάρκα δὲν μπορεῖ νὰ ξαναγίνει σάρκα ζωντανή; Καὶ ἂν ἡ γυναῖκα τοῦ Λὼτ μεταβλήθηκε σὲ στήλη ἀπὸ ἁλάτι, ἡ γυναῖκα τοῦ Ἀβραὰμ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀναστηθεῖ; Μὲ ποιά δύναμη ἔγινε ἡ μεταβολὴ τοῦ χρώματος στὸ χέρι τοῦ Μωυσῆ, ποὺ ἄσπρισε σὰν τὸ χιόνι κι ἔπειτα πάλι ἄλλαξε; Ὁπωσδήποτε μὲ θεῖο πρόσταγμα [Ἔξοδος 4,6-7: «Εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος πάλιν· εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ· καὶ ἐξήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὡσεὶ χιῶν. καὶ εἶπε πάλιν· εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ· καὶ ἐξήνεγκεν αὐτὴν ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἀποκατέστη εἰς τὴν χρόαν τῆς σαρκὸς αὐτῆς (:Καὶ εἶπε πάλι ὁ Κύριος πρὸς αὐτόν:'' Βάλε τὸ χέρι σου στὸν κόρφο σου''. Ὁ Μωυσῆς εἰσήγαγε τὸ χέρι του στὸν κόρφο του, τὸ ἔβγαλε ἀπὸ τὸν κόρφο του καὶ ἔγινε τὸ χέρι του λευκό, σὰν τὸ χιόνι. Τοῦ εἶπε πάλι ὁ Θεός:'' Βάλε τὸ χέρι σου μέσα στὸν κόρφο σου''. Ἔβαλε τὸ χέρι του στὸν κόρφο του, τὸ ἔβγαλε ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ τὸ χέρι του ἀποκαταστάθηκε καὶ πάλι στὴ φυσική του προηγούμενη ὑγιῆ χροιά)»]. Ἄν λοιπὸν τότε τὸ πρόσταγμα εἶχε δύναμη γιὰ τέτοιες μεταβολές, τώρα δὲν ἔχει;
Πῶς δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος; Τὸ γράφει τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἡ Γένεση: «Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς (:Καὶ ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς)» [Γέν. 2,7]. Ἄν λοιπὸν τὸ χῶμα ἔγινε σάρκα, ἡ νεκρωμένη σάρκα δὲν μπορεῖ νὰ ξαναγίνει ζωντανή;
Ἄς ρωτήσουμε, ἀπὸ τί πλάστηκαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ στεριὰ καὶ οἱ θάλασσες; Ἀπὸ τί ἔγιναν ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα; Πῶς δημιουργήθηκαν τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ψάρια καὶ ὅλα γενικὰ τὰ ζῶα; Ἐνῶ ἀναρίθμητα διαφορετικὰ ὄντα δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ τίποτα, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸ ν᾿ ἀναστηθοῦμε; Ὅπως λέει καὶ ὁ δίκαιος Ἰώβ, γιὰ τὸ δέντρο ὑπάρχει ἐλπίδα ἀναβλαστήσεως. Γιατί, ἂν κοπεῖ, μπορεῖ νὰ ξανανθίσει, καὶ ὁ βλαστός του δὲν θὰ χαθεῖ. Κι ἂν ἀκόμα γεράσει ἡ ρίζα του καὶ ξεραθεῖ ὁ κορμός του, θὰ ἀνθίσει πάλι μὲ τὸ πότισμα καὶ θὰ καρποφορήσει σὰν νεοφυτεμένο [Ἰὼβ 14,7-9: «Ἒστι γὰρ δένδρῳ ἐλπίς· ἐὰν γὰρ ἐκκοπῇ, ἔτι ἐπανθήσει, καὶ ὁ ῥάδαμνος αὐτοῦ οὐ μὴ ἐκλίπῃ· ἐὰν γὰρ γηράσῃ ἐν γῇ ἡ ῥίζα αὐτοῦ, ἐν δὲ πέτρᾳ τελευτήσῃ τὸ στέλεχος αὐτοῦ, ἀπὸ ὀσμῆς ὕδατος ἀνθήσει, ποιήσει δὲ θερισμὸν ὥσπερ νεόφυτον (: Σὲ κάθε δέντρο ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ δυνατότητα νὰ ἀναβλαστήσει, διότι ἐὰν κοπεῖ, μπορεῖ καὶ πάλι νὰ βλαστήσει καὶ ὁ βλαστός του νὰ μὴ λείψει ἐντελῶς. Διότι, ἐὰν γεράσει ἡ ρίζα του μέσα στὴ γῆ, καὶ φανεῖ ξηρὸς ὁ κορμός του στὸ βραχῶδες ἔδαφός του, πάλι στὸ κάτω μέρος τοῦ γηρασμένου στελέχους του λίγη ὑγρασία μπορεῖ νὰ τὸ κάνει νὰ ἀναβλαστήσει καὶ πάλι, νὰ ἀνθίσει, νὰ δώσει καρπὸ πρὸς συγκομιδὴ σὰν ἕνα νεαρὸ φυτό)»]. Ἄν λοιπὸν συμβαίνει αὐτὸ στὸ δέντρο, δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὸν ἄνθρωπο; Χάνεται καὶ ἐξαφανίζεται ὁ πεθαμένος;
Ὁ προφήτης Ἠσαΐας λέει: «Ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καὶ ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις (:Θὰ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί, καὶ θὰ σηκωθοῦν ὅσοι βρίσκονται στὰ μνήματα)» [Ἠσ. 26,19]. Ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ διαλαλεῖ: «Τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἀνοίγω τὰ μνήματα ὑμῶν καὶ ἀνάξω ὑμᾶς ἐκ τῶν μνημάτων ὑμῶν (:Νὰ τί λέει ὁ Κύριος: ''Θὰ ἀνοίξω τὰ μνήματά σας καὶ θὰ σᾶς ἀναστήσω ἀπὸ τοὺς τάφους σας'')» [Ἰεζ. 37,12]. Καὶ ὁ προφήτης Δανιὴλ λέει: «Καὶ πολλοὶ τῶν καθευδόντων ἐν γῆς χώματι ἐξεγερθήσονται, οὗτοι εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ οὗτοι εἰς ὀνειδισμὸν καὶ εἰς αἰσχύνην αἰώνιον (:Καὶ πολλοὶ νεκροί, ποὺ βρίσκονται θαμμένοι στὸ χῶμα, θὰ ἀναστηθοῦν, ἄλλοι γιὰ νὰ ζήσουν αἰώνια καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν αἰώνια ντροπὴ καὶ περιφρόνηση)» [Δαν. 12,2].
Πολλὰ ἀποσπάσματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀναφέρονται στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Σὰν μιὰ ἁπλὴ ὑπενθύμιση ἀναφέρουμε τὴν τετραήμερη ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου [Ἰω. 11,1-44], τὴν ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν [Λουκ. 7,11-17] καὶ τῆς κόρης τοῦ ἀρχισυνάγωγου Ἰαείρου [Ματθ. 9,18-26]. Ἄς ἀναφέρουμε ἐπίσης, ὅτι τὴν ὥρα τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου σκίστηκαν πέτρες, ἄνοιξαν μνημεῖα καὶ ἀναστήθηκαν σώματα πολλῶν νεκρῶν [Ματθ. 27,51-53]. Προπάντων ὅμως νὰ θυμηθοῦμε, ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς [Ματθ. 28,1-8].
Ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὲς τίς περιπτώσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης, μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ τὸν γιὸ τῆς χήρας ποὺ ἀνέστησε [Γ' Βασ. 17,17-24]. Ἐπίσης τὸν Προφήτη Ἐλισσαῖο, ποὺ ἔκανε δύο ἀναστάσεις, μία ὅταν ζοῦσε καὶ μία μετά το θάνατό του. Ὅταν ζοῦσε, ἀνέστησε ἕνα παιδὶ μὲ τὴν πνοή του [Α' Βασ. 4,32-37]. Γιὰ νὰ φανερωθεῖ ὅμως ὅτι δὲν εἶναι τιμημένες μόνο οἱ ψυχὲς τῶν ἁγίων, ἀλλὰ ὅτι καὶ στὰ σώματά τους ὑπάρχει θεία χάρη, ὁ νεκρός, ποὺ κατέβασαν στὸ μνημεῖο τοῦ Ἐλισαίου, ζωντάνεψε μόλις ἀκούμπησε τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Προφήτη [Δ' Βασ. 13,20-21: «Καὶ ἀπέθανεν ἑλισαιέ, καὶ ἔθαψαν αὐτόν. καὶ μονόζωνοι Μωὰβ ἦλθον ἐν τῇ γῇ ἐλθόντος τοῦ ἐνιαυτοῦ· καὶ ἐγένετο αὐτῶν θαπτόντων τὸν ἄνδρα, καὶ ἰδοὺ εἶδον τὸν μονόζωνον καὶ ἔῤῥιψαν τὸν ἄνδρα ἐν τῷ τάφῳ ἑλισαιέ, καὶ ἐπορεύθη καὶ ἥψατο τῶν ὀστέων Ἑλισαιὲ καὶ ἔζησε καὶ ἀνέστη ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ (:Ὁ Ἐλισαῖος πέθανε καὶ τὸν ἔθαψαν. Κατὰ τὸ ἑπόμενο λοιπὸν ἔτος εἰσέβαλαν στὴ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐπιδρομεῖς Μωαβίτες. Ἐνῶ λοιπὸν οἱ Ἰσραηλῖτες εἶχαν πορευτεῖ νὰ θάψουν ἕναν νεκρό, φάνηκαν ἀπὸ μακριὰ ἐρχόμενοι οἱ ἐπιδρομεῖς Μωαβίτες. Καταλήφτηκαν ἀπὸ τρόμο οἱ Ἰσραηλῖτες καὶ ἔριξαν τὸν νεκρὸ ἄντρα στὸν ἀνοικτὸ τάφο τοῦ Ἐλισαίου καὶ τράπηκαν σὲ φυγή. Ὁ νεκρὸς μόλις ἄγγιξε τὰ ὀστᾶ τοῦ Ἐλισαίου, ἀνέζησε καὶ σηκώθηκε ὄρθιος στὰ πόδια του)»]. Τὸ νεκρὸ σῶμα μπόρεσε καὶ ἀνέστησε ἄλλο νεκρὸ σῶμα. Αὐτὸ ποὺ ἤδη βρισκόταν στὸν τάφο, ἔδωσε ζωὴ στὸν πεθαμένο. Καὶ ἐνῶ ἔδωσε ζωή, τὸ ἴδιο παρέμεινε στὸν τάφο, ὅπως καὶ πρῶτα. Γιατί; Γιὰ νὰ μὴν ἀποδοθεῖ τὸ θαῦμα μόνο στὴν ψυχὴ τοῦ Ἐλισαίου καὶ γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι, κι ἂν ἀπουσιάζει ἡ ψυχή, βρίσκεται θεῖα χάρη στὰ σώματα τῶν ἁγίων, ἀφοῦ τόσα χρόνια κατοίκησαν μέσα τους ἅγιες ψυχές. Τὰ σώματα αὐτὰ ὑπηρέτησαν τίς ἅγιες ψυχὲς καὶ γι᾿ αὐτὸ χαριτώθηκαν. Ἄς μὴν ἀπιστήσουμε σὰν ἄμυαλοι στὸ γεγονὸς αὐτό. Γιατί ἂν ροῦχα καὶ μαντήλια ἁγίων, ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀκουμποῦν ἀρρώστους καὶ τοὺς θεραπεύουν, πόσο μᾶλλον τὸ ἴδιο τὸ προφητικὸ σῶμα θὰ ἔχει τη χάρη ν᾿ ἀναστήσει νεκρό.
Ἄς θυμηθοῦμε ὅτι καὶ οἱ Ἀπόστολοι ἀνέστησαν νεκρούς: Ὁ Πέτρος ἀνέστησε τὴν Ταβιθὰ στὴν Ἰόππη [Πράξ. 9,36-42], ὁ Παῦλος τὸν Εὔτυχο στὴν Τρωάδα [Πράξ. 20,7-12] καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι διάφορους ἄλλους, μολονότι δὲν ἀναφέρονται στὴν Ἁγία Γραφὴ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ καθενός.
Ἄς θυμηθοῦμε ἐπίσης ὅσα ἔγραψε ὁ Παῦλος στοὺς Κορινθίους γι᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε: «Πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται; (:Μὲ ποιά δύναμη καὶ μὲ ποιόν τρόπο ἀνασταίνονται οἱ νεκροί; Καὶ μὲ ποιό σῶμα ἐπανέρχονται στὴ ζωή;)» [Α' Κορ. 15,35]. Γράφει λοιπόν: «Εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται (:διότι ἂν οἱ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνονται, τότε οὔτε ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε)» [Α' Κορ. 15,16]. Ὀνόμασε ἀνόητους αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἔγραψε ἐπίσης στοὺς Θεσσαλονικεῖς: «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ (:Ἄς ἔλθουμε τώρα καὶ σὲ ἕνα ἄλλο σοβαρὸ ζήτημα. Δὲν θέλουμε, ἀδελφοί μου, νὰ ἔχετε ἄγνοια σχετικὰ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πεθάνει, γιὰ νὰ μὴ λυπᾶστε ὅπως λυποῦνται καὶ οἱ ὑπόλοιποι ποὺ δὲν ἔχουν ἐλπίδα ἀναστάσεως. Δὲν πρέπει νὰ λυπᾶστε σὰν κι αὐτούς· διότι ἐφόσον ἐμεῖς ἔχουμε ἀκράδαντη πεποίθηση ὅτι ὁ Ἰησοῦς πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, ἔτσι πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς κι ἐκείνους ποὺ ἔχουν πεθάνει μὲ πίστη στὸν Ἰησοῦ ἑνωμένοι μαζί Του, θὰ τοὺς ἀναστήσει καὶ θὰ τοὺς ὁδηγήσει ἔνδοξα στὴν αἰώνια ζωή, γιὰ νὰ ζήσουν μαζί Του)» [Α' Θεσ. 4,13-14].
Ἰδιαίτερα ὅμως πρέπει νὰ κρατήσετε ἔντονα στὴν ψυχή σας αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐπίμονα τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος δείχνοντας τὸ δικό του σῶμα, διακηρύσσει: «Δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν (:Κατὰ τὴ Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου ὅλοι θὰ ἀλλάξουμε διότι πρέπει τὸ φθαρτὸ τοῦτο σῶμα νὰ ντυθεῖ ἀφθαρσία, καὶ τὸ θνητὸ αὐτὸ σῶμα νὰ ντυθεῖ ἀθανασία)» [Α' Κορ. 15,53]. Τὸ σῶμα μας λοιπὸν θὰ ἀναστηθεῖ. Καὶ μάλιστα ὄχι ἔτσι ἀσθενικό, ὅπως εἶναι τώρα, ἀλλὰ ἔχοντας ἀποκτήσει ἀφθαρσία. Δὲν θὰ ὑποφέρει δηλαδὴ ἀπὸ τὸν πόνο, τὴν ἀρρώστια, τὸν θάνατο. Θὰ ἀλλάξει κατάσταση ὅπως τὸ σίδερο, ποὺ μπαίνει στὴ φωτιὰ καὶ μεταβάλλεται σὲ μιὰ φλεγόμενη μᾶζα. Κάπως ἔτσι θὰ μεταβληθοῦν οἱ ἰδιότητες τοῦ σώματός μας καὶ θὰ γίνει ἄφθαρτο μὲ τὸν τρόπο ποὺ γνωρίζει μονάχα ὁ Κύριος ποὺ ἀνασταίνει τὸ νεκρὸ σῶμα, σύμφωνα μὲ τὴ θέλησή Του.
Θὰ ἀναστηθεῖ λοιπὸν αὐτὸ τὸ σῶμα. Δὲν θὰ ἔχει ὅμως τὴν ἴδια σύσταση, ἀλλὰ θὰ ζεῖ αἰώνια. Δὲν θὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ συνηθισμένες τροφές, γιὰ νὰ συντηρηθεῖ, οὔτε ἀπὸ σκάλες, γιὰ νὰ ὑψωθεῖ. Γιατί θὰ γίνει πνευματικό [πρβλ. Α´ Κορ. 15, 44: «Σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν. ἔστι σῶμα ψυχικόν, καὶ ἔστι σῶμα πνευματικόν (:Σπέρνεται καὶ ἐνταφιάζεται σῶμα ποὺ ζωοποιούνταν καὶ διευθυνόταν ἀπὸ τίς κατώτερες φυσικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς· ἐγείρεται σῶμα ποὺ θὰ ζωοποιεῖται καὶ θὰ διευθύνεται ἀπὸ τίς πνευματικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ποὺ θὰ ἐνισχύονται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὑπάρχει σῶμα φυσικὸ καὶ ὑπάρχει σῶμα πνευματικό)»], κάτι θαυμαστό, ποὺ ὅμοιο τώρα δὲν ἔχουμε, γιὰ νὰ τὸ παραβάλλουμε. Τότε, λέει ἡ ἁγία Γραφή, τὰ σώματα τῶν δικαίων θὰ λάμψουν ὅπως ὁ ἥλιος [πρβλ. Ματθ. 13, 43: «Τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω (:Τότε οἱ δίκαιοι θὰ δοξολογοῦν καὶ θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιο στὴ Βασιλεία τοῦ οὐράνιου Πατέρα τους. Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ γιὰ νὰ ἀκούει μὲ ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἐγκολπώνεται τὴν ἀλήθεια, ἂς ἀκούει)»]. Θὰ ἀποκτήσουν τὴ λαμπρότητα τῆς σελήνης καὶ ὁλόκληρου τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Θεός, ποὺ ἔδωσε τὴ φεγγοβολιὰ σὲ ἀσήμαντα σκουλήκια, μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ κάνει ἕναν ἁγιασμένο ἄνθρωπο νὰ φεγγοβολάει καὶ ὅπως ἡ σελήνη καὶ ὅπως ὁ λαμπρὸς οὐρανός. Κι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς προγνώριζε τὴν ἀπιστία τῶν ἀνθρώπων δημιούργησε ἐκεῖνα τὰ πολὺ μικρὰ σκουληκάκια ποὺ τὸ καλοκαίρι ἀκτινοβολοῦν μὲ λάμψη, ἡ ὁποία βγαίνει ἀπὸ τὸ ἴδιο τους τὸ σῶμα. Ὥστε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τώρα βλέπουμε μὲ τὰ σωματικὰ μάτια, νὰ συμπεράνουμε καὶ αὐτὸ ποὺ προσδοκᾶμε, δηλαδὴ ὅτι τὰ σώματά μας θὰ γίνουν φωτεινά. Γιατί ὁ Θεός, ποὺ μᾶς χάρισε αὐτὴ τὴν ἐπίγεια ἐμπειρία, μπορεῖ νὰ μᾶς χαρίσει στὴ μέλλουσα ζωὴ καὶ τὴν ὁλοκλήρωσή της. Ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε νὰ λάμπει τὸ σκουλήκι πολὺ περισσότερο θὰ κάνει νὰ λάμψει ὁ δίκαιος ἄνθρωπος.
Θὰ ἀναστηθοῦμε λοιπὸν ὅλοι μὲ ἄφθαρτα, αἰώνια σώματα. Δὲν θὰ τὰ ἔχουμε ὅμως ὅλοι ἴδια. Οἱ ἅγιοι θὰ ἔχουν ἔνδοξο σῶμα, κατάλληλο καὶ ἱκανὸ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Οἱ ἁμαρτωλοὶ θὰ ἔχουν κι αὐτοὶ αἰώνιο καὶ ἄφθαρτο σῶμα, κατάλληλο ὅμως νὰ ὑπομένει ἀτελεύτητες τιμωρίες, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν κατακαεῖ καὶ ἐξαφανιστεῖ στὴ φλόγα τῆς αἰώνιας φωτιᾶς. Δίκαια ὁ Θεὸς θὰ ἀμείψει ἢ θὰ κολάσει τὰ σώματα καὶ τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἁμαρτωλῶν· γιατί καμιὰ πράξη μας δὲν γίνεται χωρὶς τὴ συμμετοχὴ τοῦ σώματος: Βλασφημοῦμε μὲ τὸ στόμα. Προσευχόμαστε μὲ τὸ στόμα. Πορνεύουμε μὲ τὸ σῶμα. Ἀγνεύουμε μὲ τὸ σῶμα. Δίνουμε ἐλεημοσύνη μὲ τὸ χέρι. Γενικὰ σὲ κάθε πράξη συμμετέχει καὶ τὸ σῶμα. Ἐπειδὴ λοιπὸν σὲ ὅλα ὑπηρετεῖ τὸ σῶμα, εἶναι δίκαιο στὴ μέλλουσα ζωὴ νὰ συμμετέχει εἴτε στὴν ἀπόλαυση εἴτε στὴν τιμωρία.
Ὁ προφήτης Δανιὴλ γράφει: «Χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ· κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν (:ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια ἄγγελοι στέκονταν μπροστά Του ἕτοιμοι νὰ Τὸν ὑπηρετήσουν. Κριτήριο στήθηκε καὶ τὰ βιβλία ἀνοίχτηκαν)» [Δαν. 7,10]. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀγγέλων εἶναι μόνο τόσος. Ὁ προφήτης χρησιμοποιεῖ αὐτὲς τίς λέξεις, θέλοντας νὰ δείξει τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος τους. Μὲ ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀγγέλων θὰ παρουσιαστεῖ τότε, στὴ μέλλουσα κρίση, ὁ Τριαδικὸς Θεός. Μιὰ ἀγγελικὴ σάλπιγγα θὰ ἠχήσει καὶ θὰ τοὺς καλέσει ὅλους μὲ φανερὰ πιὰ ὅλα τὰ ἔργα τους. Δὲν πρέπει λοιπὸν ἀπὸ δῶ νὰ σκεφτόμαστε τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ ἀπὸ τώρα νὰ φοβόμαστε; Μήπως εἶναι μικρὴ καταδίκη, ἔστω κι ἂν δὲν ἀκολουθήσει καμιὰ ἄλλη τιμωρία, τὸ νὰ ντροπιαστοῦμε μπροστὰ σὲ τόσο πλῆθος; Μήπως δὲν προτιμᾶμε, πολλὲς φορές, νὰ πεθάνουμε παρὰ νὰ ντροπιαστοῦμε μπροστὰ σὲ φίλους; Ἄς ἐνδιαφερθοῦμε κι ἂς φοβηθοῦμε ἀπὸ τώρα, μὴν τυχὸν καὶ μᾶς ἀποδοκιμάσει τότε ὁ Κύριος. Ὁ Θεὸς τὰ γνωρίζει ὅλα. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ ἐρευνήσει καὶ νὰ ἐλέγξει. Μὴ σκεφτεῖς λοιπόν: «Στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας ἁμάρτησα, κάνοντας ἀνήθικες πράξεις ἢ μαγεῖες ἢ κάτι ἄλλο. Εἶμαι ὅμως ἐξασφαλισμένος, γιατί κανεὶς δὲν μὲ εἶδε».
Ὅλα θὰ γίνουν φανερὰ τότε, ποὺ ὁ Θεὸς θὰ κρίνει τὰ κρυφὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Τὸ φοβερὸ πρόσωπο τοῦ Κριτῆ θὰ σὲ ἀναγκάσει νὰ πεῖς τὴν ἀλήθεια. Ἡ ἴδια ἡ συνείδησή σου θὰ σὲ ἐλέγχει, καὶ τὰ ἔργα σου, ποὺ θὰ σὲ συνοδεύουν, θὰ σὲ καταγγέλλουν. Ὁ Κριτὴς δὲν θὰ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ βιβλία. Αὐτὸ τὸ φανερώνει ὁ ἴδιος λέγοντας: «Καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων (:Θὰ συναχθοῦν μπροστά Του ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ θὰ τοὺς ξεχωρίσει ὅπως ξεχωρίζει ὁ βοσκὸς τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια)» [Ματθ. 25,32]. Ὁ βοσκὸς πῶς ξεχωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια; Μήπως ἔχει ἀνάγκη νὰ συμβουλευτεῖ βιβλία, γιὰ νὰ διακρίνει ποιά εἶναι πρόβατα καὶ ποιά ἐρίφια; Δὲν τὰ διακρίνει ἀμέσως ἀπὸ τὴ μορφή τους; Τὸ ἁπαλὸ μαλλὶ δὲν φανερώνει τὸ πρόβατο, καὶ τὸ σκληρὸ τὸ ἐρίφιο; Μὲ τὴν ἴδια εὐκολία θὰ φανερωθεῖ τότε, ἂν οἱ πράξεις μας ἔχουν καθαριστεῖ μὲ τὴν ἐξομολόγηση, καὶ μοιάζουν μὲ μαλλὶ ἁπαλὸ καὶ καθαρό, ἢ ἂν παραμένουν μὲ τίς ἀσυγχώρητες ἁμαρτίες, καὶ μοιάζουν μὲ μαλλὶ σκληρὸ καὶ βρωμισμένο.
Ἄς λυπηθοῦμε, λοιπόν, ἀδελφοί μου, τὰ σώματά μας κι ἂς μὴν τὰ κακομεταχειριστοῦμε, σὰν νὰ ἦταν ξένα. Νὰ μὴν ποῦμε αὐτὸ ποὺ λένε οἱ αἱρετικοὶ ὅτι εἶναι ξένο τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας, τὸ σῶμα μας, ἀλλὰ ἂς τὸ σπλαχνιστοῦμε ὡς κάτι δικό μας. Γιατί πρέπει νὰ δώσουμε λόγο στὸν Κύριο, γιὰ ὅλα ὅσα πράξαμε μὲ τὸ σῶμα [πρβλ. Β´ Κορ. 5, 10: «Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν (:διότι ὅλοι μας πρέπει νὰ παρουσιαστοῦμε φανεροὶ καὶ ξεσκεπασμένοι μπροστὰ στὸ δικαστικὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας μας τὴν ἀμοιβή του ἀνάλογα μὲ ὅσα ἔκανε μὲ τὸ σῶμα, εἴτε ἀγαθὰ εἶναι συνολικὰ τὰ ἔργα του αὐτά, εἴτε κακά)»]. Μὴν πεῖς ποτέ: «Κανεὶς δὲν μὲ βλέπει» [πρβλ. Σοφ. Σειρ. 23, 18: «Ἂνθρωπος παραβαίνων ἀπὸ τῆς κλίνης αὐτοῦ, λέγων ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ· τίς μὲ ὁρᾷ; σκότος κύκλῳ μου, καὶ οἱ τοῖχοί με καλύπτουσι, καὶ οὐθεὶς μὲ ὁρᾷ· τί εὐλαβοῦμαι; τῶν ἁμαρτιῶν μου οὐ μὴ μνησθήσεται ὁ Ὕψιστος (:Ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μολύνει τὴ συζυγική του κλίνη, λέγει μέσα του: "Ποιός μὲ βλέπει ποὺ ἁμαρτάνω; Σκοτάδι ὑπάρχει ὁλόγυρά μου καὶ οἱ τοῖχοι μὲ σκεπάζουν· κανεὶς λοιπὸν δὲν μὲ βλέπει· τί φοβοῦμαι; Ὁ Ὕψιστος δὲν θὰ θυμηθεῖ τίς ἁμαρτίες μου")»· Ἠσ. 29, 15: «Οὐαὶ οἱ βαθέως βουλὴν ποιοῦντες καὶ οὐ διὰ Κυρίου· οὐαὶ οἱ ἐν κρυφῇ βουλὴν ποιοῦντες καὶ ἔσται ἐν σκότει τὰ ἔργα αὐτῶν καὶ ἐροῦσι· τίς ἑώρακεν ἡμᾶς; καὶ τίς ἡμᾶς γνώσεται ἢ ἃ ἡμεῖς ποιοῦμεν; (:Ἀλίμονο σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι βρίσκουν καὶ σκέπτονται βαθυστόχαστη τάχα βουλή, ὄχι ὅμως σύμφωνη πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ! Ἀλίμονο σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι παίρνουν κρυφὲς ἀποφάσεις καὶ διαπράττουν τὰ πονηρὰ ἔργα τους στὸ σκοτάδι καὶ λένε: "Ποιός μᾶς βλέπει; Ποιός θὰ μᾶς ἀναγνωρίσει ἢ θὰ δεῖ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἐμεῖς πράττουμε;")»], μὴ νομίσεις ὅτι δὲν ὑπάρχει μάρτυρας τῶν πράξεών σου. Μπορεῖ πολλὲς φορές, πράγματι, νὰ μὴ σὲ βλέπει ἄνθρωπος. Ὅμως ὁ Πλάστης, ὁ ἀόρατος καὶ αἰώνιος μάρτυρας, παραμένει πάντα στὸν οὐρανὸ ἀξιόπιστος [Ψαλμ. 88, 38: «Καὶ ὁ μάρτυς ἐν οὐρανῷ πιστός (:Καὶ ὁ μάρτυρας ὁ ἀξιόπιστος καὶ φιλαλήθης εἶμαι ἐγώ, ὁ ὁποῖος κατοικῶ στὸν οὐρανό)»] καὶ βλέπει ὅλα ὅσα συμβαίνουν.
Ἀλλὰ μένουν καὶ τὰ ἀποτυπώματα τῆς ἁμαρτίας στὸ σῶμα. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς μιὰ βαθιὰ πληγὴ στὸ σῶμα, κι ἂν ἀκόμα θεραπεύτηκε, ἀφήνει οὐλή, ἔτσι καὶ ἡ ἁμαρτία πληγώνει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα καὶ ἀφήνει σ᾿ ὅλο τὸ σῶμα πλέον σημάδια καὶ οὐλές, οἱ ὁποῖες ἀφαιροῦνται μόνο ἀπὸ τὰ σώματα ἐκείνων, ποὺ δέχτηκαν τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ὅλα τὰ περασμένα τραύματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τὰ θεραπεύει ὁ Θεὸς μὲ τὸ Βάπτισμα. Ἄς προσέξουμε ὅμως ὅλοι μας νὰ διαφυλάξουμε τὸν ἑαυτό μας, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μπορεῖ νὰ συμβοῦν στὸ μέλλον, ὥστε νὰ διατηρήσουμε καθαρὸ τὸ χιτῶνα τοῦ σώματος καὶ νὰ μὴ χάσουμε τὴν οὐράνια σωτηρία, ἐξαιτίας μιᾶς πορνείας ἢ ἡδυπάθειας ἢ κάποιας ἄλλης ἁμαρτωλῆς πράξης. Ἀλλὰ νὰ κληρονομήσουμε τὴν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας εἴθε μέ τὴ Χάρη Του νὰ σᾶς ἀξιώσει ὅλους σας ὁ Θεός.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Κατηχήσεις ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ἐκδόσεις «Ἑτοιμασία» Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα 1999, κατήχηση ΙΗ΄, σελίδες 548-565.
• Σειρὰ «Ἡ Φωνὴ τῶν Πατέρων», τεῦχος 9, ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ωρωπὸς Ἀττικῆς [https://www.imparaklitou.gr/index.php/el/keimena/i-foni-ton-pateron-i-anastasi-ton-nekron].
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου