ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ [:Ματθ. 6,14-21]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
[...] Ἔπειτα, ὅπως εἶπα παραπάνω, θέλοντας ὁ Κύριος νὰ δείξει ὅτι περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη ἀποστρέφεται καὶ μισεῖ τὴ μνησικακία καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα ἐπιδοκιμάζει τὴν ἀρετὴ τῆς συγχωρητικότητας ποὺ εἶναι ἀντίθετη στὴν κακία αὐτή, καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν παράδοση τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, ὑπενθύμισε πάλι τὸ κατόρθωμα αὐτό, ὁδηγῶντας τὸν ἀκροατὴ στὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς αὐτῆς καὶ μέσῳ τῆς ἐπικείμενης τιμωρίας ἀπὸ τὴν παράβασή της καὶ μέσῳ τῆς καθορισμένης ἀμοιβῆς ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ σὲ αὐτήν. «Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν (:Πρέπει λοιπὸν νὰ ἔχετε ὑπόψη σας ὅτι, ἂν καὶ ἐσεῖς συγχωρεῖτε μὲ ὅλη σας τὴν καρδιὰ τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἔκαμαν σὲ σᾶς οἱ ἄλλοι)», λέγει, «ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος (:καὶ ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος θὰ συγχωρήσει τὰ δικά σας ἁμαρτήματα)· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν (:ἐὰν ὅμως δὲν δώσετε συγχώρηση στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὰ ἁμαρτήματά τους ἀπέναντι σὲ σᾶς, τότε οὔτε ὁ Πατέρας σας θὰ συγχωρήσει τίς δικές σας ἁμαρτίες πρὸς Αὐτόν)» [Ματθ. 6,14-15].
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν πάλι ἀνέφερε τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸν Πατέρα, ὥστε καὶ μὲ αὐτὰ νὰ συγκρατήσει τὸν ἀκροατή, ἐὰν ἐπρόκειτο, μολονότι κατάγεται ἀπὸ τέτοιον Πατέρα, νὰ μεταβληθεῖ σὲ θηρίο καί, παρὰ τὴν κλήση του στὸν οὐρανό, νὰ ἔχει φρόνημα γήινο, βιοτικὸ καὶ ὑλιστικό· διότι δὲν πρέπει βέβαια νὰ γίνουμε παιδιὰ Του διὰ τῆς χάριτος μόνο, ἀλλὰ καὶ μὲ τίς πράξεις μας. Καὶ τίποτε δὲν μᾶς ἐξομοιώνει τόσο μὲ τὸν Θεό, ὅσο τὸ νὰ παρέχουμε τὴ συγγνώμη μας στοὺς πονηροὺς καὶ σὲ ὅσους μᾶς ἀδικοῦν· ὅπως ἀκριβῶς λίγο πρωτύτερα εἶχε διδάξει, ὅταν ἔλεγε ὅτι «ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καθημερινὰ καὶ γιὰ τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἀγαθούς» [Ματθ. 5,45: «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς. ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (:Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέω νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ εὔχεστε στὸν Θεὸ τὸ καλὸ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ σᾶς καταριοῦνται, νὰ εὐεργετεῖτε ἐκείνους ποὺ σᾶς μισοῦν καὶ νὰ προσεύχεστε γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ σᾶς μεταχειρίζονται ὑβριστικὰ καὶ περιφρονητικὰ καὶ σᾶς καταδιώκουν ἄδικα, ἀκόμη κι ὅταν ὁ διωγμός τους αὐτὸς σᾶς γίνεται γιὰ τίς θρησκευτικές σας πεποιθήσεις. Γιὰ νὰ μοιάσετε ἔτσι καὶ νὰ γίνετε παιδιὰ τοῦ Πατέρα σας ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς· διότι καὶ Αὐτὸς τὸν ἥλιο, ποὺ εἶναι δικός Του, τον ἀνατέλλει χωρὶς διακρίσεις σὲ πονηροὺς καὶ καλούς, καὶ βρέχει τὴ βροχή Του σὲ δικαίους καὶ ἀδίκους)»].
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ σὲ κάθε αἴτημα τῆς προσευχῆς μας μᾶς προτρέπει νὰ προσευχόμαστε ἀπὸ κοινοῦ γιὰ ὅλους τοὺς συνανθρώπους μας λέγοντας: «Πάτερ ἡμῶν» καὶ «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·» καὶ «δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον» καὶ «ἂφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν» καὶ «μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν» καὶ «ῥῦσαι ἡμᾶς». Παντοῦ μᾶς παροτρύνει νὰ χρησιμοποιοῦμε πάντοτε τὸν πληθυντικὸ ἀριθμό, γιὰ νὰ μὴν ἔχουμε ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ μας οὔτε ἴχνος ὀργῆς. Γιὰ πόση λοιπὸν τιμωρία θὰ ἦταν ἄξιοι, ὅσοι ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ὄχι μόνο δὲν συγχωροῦν οἱ ἴδιοι τοὺς συνανθρώπους τους, ἀλλὰ ἐπικαλοῦνται καὶ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς ἐχθρούς τους καὶ ἐκτελοῦν μὲ διαμετρικὰ ἀντίθετο τρόπο τὸν νόμο αὐτὸ καὶ μάλιστα τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Θεὸς κάνει τὸ πᾶν καὶ χρησιμοποιεῖ κάθε μέσο, ὥστε νὰ μὴν ἐρχόμαστε σὲ συγκρούσεις μεταξύ μας;
Ἐπειδή, δηλαδή, ρίζα ὅλων τῶν ἀγαθῶν εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀφανίζοντας ὅλα ὅσα τὴν φθείρουν, ἀπὸ κάθε πλευρὰ μᾶς συνενώνει μεταξύ μας καὶ μᾶς συνδέει τὸν ἕνα μὲ τοὺς ἄλλους· διότι δὲν ὑπάρχει κανένας, πραγματικὰ δὲν ὑπάρχει κανένας, οὔτε πατέρας, οὔτε μητέρα, οὔτε φίλος, οὔτε ὁποιοσδήποτε ἄλλος ποὺ νὰ μᾶς ἔχει ἀγαπήσει τόσο, ὅσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς δημιούργησε. Καὶ ἡ ἀγάπη αὐτὴ ἀποδεικνύεται πάρα πολὺ ξεκάθαρα καὶ ἀπὸ τίς καθημερινὲς εὐεργεσίες Του, καὶ ἀπὸ τίς ἐντολὲς ποὺ μᾶς δίδει. Ἄν τώρα μοῦ ἀναφέρεις τίς λῦπες καὶ τίς ὀδύνες καὶ τὰ δεινὰ τῆς ζωῆς, σκέψου σὲ πόσα γίνεσαι ἀντίθετος στὸ θέλημά Του καθημερινὰ καὶ δὲν θὰ ἀπορήσεις πλέον ἂν σὲ βροῦν περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ δεινά· πιὸ πολὺ θὰ ἀπορήσεις καὶ θὰ καταπλαγεῖς ἂν δοκιμάσεις καὶ κάποιο καλό. Τώρα ὅμως στὴν περίπτωση τῶν συμφορῶν βλέπουμε αὐτὲς ποὺ θὰ μᾶς βροῦν μελλοντικά, δὲν ἀντιλαμβανόμαστε ὅμως τίς καθημερινὲς παραβάσεις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἀγωνιοῦμε καὶ ταρασσόμαστε. Μιᾶς ἡμέρας τὰ ἁμαρτήματα ἂν τὰ ὑπολογίζαμε λεπτομερῶς καὶ μὲ ἀκρίβεια, τότε θὰ καταλαβαίναμε καλὰ γιὰ πόσα δεινὰ θὰ ἤμασταν ὑπεύθυνοι.
Καὶ ἀφοῦ παραλείψω τὰ ἄλλα, δηλαδὴ τὰ ἰδιαίτερα πλημμελήματα τοῦ καθενός, ἂς ἀναφέρω ἐνδεικτικὰ αὐτὰ ποὺ γίνονται σήμερα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία ποὺ εἴμαστε συγκεντρωμένοι, ἂν καὶ βέβαια δὲν γνωρίζω σὲ ποιό συγκεκριμένο ἁμάρτημα ἔπεσε ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς. Εἶναι ὅμως τόσο μεγάλη ἡ ἀφθονία τῶν πλημμελημάτων μας, ὥστε καὶ ἐκεῖνος ἀκόμη ποὺ δὲν τὰ γνωρίζει ὅλα μὲ ἀκρίβεια, νὰ μπορεῖ νὰ ἀναφέρει μερικὰ ἀπὸ αὐτά. Ποιός λοιπὸν ἀπὸ σᾶς δὲν ἔδειξε ραθυμία κατὰ τὴν προσευχή; Ποιός δὲν ἀπογοητεύθηκε; Ποιός δὲν ἔδειξε κενοδοξία, ποιός δὲν κακολόγησε τὸν ἀδελφό του, οὔτε καὶ δέχθηκε πονηρὴ ἐπιθυμία; Ποιός δὲν ἀπηύθυνε ἀκόλαστα βλέμματα, δὲν θυμήθηκε μὲ μῖσος καὶ ὀργὴ τὸν ἐχθρό του καὶ δὲν ἔκανε τὴν καρδιά του νὰ φουσκώνει ἀπὸ ἐγωισμό;
Ἄν λοιπὸν τώρα ποὺ βρισκόμαστε συγκεντρωμένοι στὴν ἐκκλησία, καὶ ἐντὸς ὀλίγου διαστήματος γίναμε ὑπεύθυνοι γιὰ τόσα σφάλματα, τί θὰ γίνουμε ὅταν βγοῦμε ἀπὸ ἐδῶ; Ἄν μέσα στὸ λιμάνι μᾶς χτυποῦν τόσο μεγάλα κύματα, ὅταν ἀνοιχτοῦμε στὸ πέλαγος τῶν δεινῶν, δηλαδὴ τὴν ἀγορά, τὰ πολιτικὰ πράγματα καὶ τίς οἰκογενειακὲς μέριμνες, θὰ μπορέσουμε τάχα τότε νὰ ἀναγνωρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας; Ἀλλὰ ὅμως γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τόσο πολλὰ καὶ μεγάλα ἁμαρτήματα μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς σύντομο καὶ εὔκολο δρόμο ποὺ δὲν προκαλεῖ κανένα κόπο. Τί κόπος ἀπαιτεῖται νὰ συγχωρήσεις αὐτὸν ποὺ σὲ λύπησε; Ἀποτελεῖ κόπο τὸ νὰ μὴ συγχωρήσεις, ἀλλὰ νὰ διατηρεῖς τὴν ἔχθρα σου, ἐνῶ τὸ νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ τὸν θυμὸ καὶ πολλὴ ἄνεση σοῦ προξενεῖ καὶ γιὰ ὅποιον θέλει εἶναι πολὺ εὔκολο.
Πραγματικὰ δὲν χρειάζεται νὰ περάσεις πέλαγος, οὔτε νὰ κάνεις μακρινὸ ταξίδι, οὔτε νὰ διαβεῖς κορυφὲς βουνῶν, νὰ δαπανήσεις χρήματα ἢ νὰ ταλαιπωρήσεις τὸ σῶμα σου· φτάνει νὰ θελήσεις καὶ ὅλα τὰ ἁμαρτήματά σου ἔχουν διαγραφεῖ. Ἄν ὅμως, ὄχι μόνο δὲν συγχωρεῖς ὁ ἴδιος τὸν ἀδερφό σου, ἀλλὰ καὶ στὸν Θεὸ προσεύχεσαι ἐναντίον του, ποιά ἐλπίδα σωτηρίας ἔχεις, ὅταν τὴν ὥρα ποὺ προσπαθεῖς νὰ προσελκύσεις τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ Τὸν παρακαλεῖς, τὴν ἴδια στιγμὴ Τὸν ἐξοργίζεις, παίρνοντας ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ τὴν ὄψη ἱκέτη, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη βγάζοντας φωνὲς θηρίου ἢ ἐξακοντίζοντας ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου τὰ βέλη τοῦ Πονηροῦ; Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στὴν προσευχή, τίποτε δὲν ζήτησε μὲ τόση ἐπιμονή, ὅσο τὴ φύλαξη τῆς ἐντολῆς αὐτῆς. «Βούλομαι οὖν προσεύχεσθαι τοὺς ἄνδρας ἐν παντὶ τόπῳ, ἐπαίροντας ὁσίους χεῖρας χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ (:Θέλω, λοιπόν, νὰ προσεύχονται οἱ ἄντρες σὲ κάθε τόπο, ὑψώνοντας πρὸς τὸν οὐρανὸ εὐλαβικὰ χέρια, καθαρὰ ἀπὸ κάθε μολυσμό, ἐλεύθεροι ἀπὸ ὀργὴ καὶ δισταγμὸ ὀλιγοπιστίας)» [Α΄ Τιμ. 2,8].
Ἄν λοιπὸν ὅταν ἔχεις ἀνάγκη τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τότε δὲν ἀφήνεις τὴν ὀργή σου, ἀλλὰ καὶ πολὺ μάλιστα τὴν κρατεῖς μέσα σου, ἂν καὶ γνωρίζεις ὅτι ὠθεῖς τὸ ξίφος πρὸς τὸν ἑαυτό σου, πότε θὰ κατορθώσεις νὰ γίνεις φιλάνθρωπος καὶ νὰ ἀποβάλεις τὸ θανάσιμο δηλητήριο τῆς κακίας αὐτῆς;
Ἄν ὅμως δὲν ἔχεις ἀκόμη ἀντιληφθεῖ τὸ μέγεθος αὐτοῦ τοῦ ἀτοπήματος, συλλογίσου ὅτι αὐτὸ συμβαίνει μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ τότε θὰ διαπιστώσεις τὸ μέγεθος τῆς ὕβρεως. Ἐὰν δηλαδὴ ἐρχόταν κάποιος σὲ σένα ποὺ εἶσαι ἄνθρωπος καὶ σὲ παρακαλοῦσε νὰ τὸν ἐλεήσεις, στὴ συνέχεια ὅμως καὶ ἐνῶ εἶχε πέσει ὁ ἴδιος ἱκέτης πρὸς ἐσένα στὴ γῆ, ἔβλεπε ἕναν ἐχθρό του καὶ ἀφήνοντας τὴν παράκλησή του πρὸς ἐσένα, ἄρχιζε νὰ κτυπᾷ ἐκεῖνον, ἄραγε δὲν θὰ αἰσθανόσουνα περισσότερο ὀργὴ ἐναντίον του, παρὰ ἔλεος; Τὸ ἴδιο σκέψου ὅτι συμβαίνει καὶ μὲ τὸν Θεό˙ διότι καὶ ἐσύ, ἐνῶ ἱκετεύεις τὸν Θεό, διακόπτοντας στὸ μεταξὺ τὴν ἱκεσία σου, κτυπᾷς μὲ τὰ λόγια σου τὸν ἐχθρό σου καὶ ὑβρίζεις τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ, ἐπικαλούμενος Αὐτὸν ποὺ νομοθέτησε νὰ ἀφήνουμε κάθε ὀργὴ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ μᾶς λύπησαν καὶ ἀξιώνοντας νὰ ἐνεργήσει ἀντίθετα πρὸς τίς δικές Του τις ἐντολές. Δὲν εἶναι ἐπαρκὴς λόγος γιὰ νὰ τιμωρηθεῖς, ποὺ ἐσὺ παραβαίνεις τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ παρακαλεῖς καὶ Αὐτὸν νὰ κάνει τὸ ἴδιο;
Μήπως τάχα λησμόνησε ὅσα μᾶς παρήγγειλε; Μήπως τάχα εἶναι ἄνθρωπος Αὐτὸς πού μας τὰ εἶπε αὐτά; Εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὰ πάντα καὶ θέλει νὰ φυλάσσονται μὲ κάθε ἀκρίβεια οἱ νόμοι Του, καὶ τόσο ἀπέχει ἀπὸ τὸ νὰ ὑλοποιεῖ αὐτὰ ποὺ ἐσὺ ἀξιώνεις, ὥστε καὶ ἐσένα ποὺ τὰ λέγεις αὐτὰ σὲ ἀποστρέφεται καὶ σὲ μισεῖ, μόνο διότι τὰ λέγεις αὐτὰ παρακαλῶντας ἐνάντια στὸν ἀδελφό σου καὶ ἀπαιτεῖ νὰ ὑποστεῖς τὴ μέγιστη τιμωρία. Μὲ ποιά λογικὴ λοιπὸν ἔχεις τὴν ἀξίωση νὰ λάβεις ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα Αὐτὸς ἐντέλλεται νὰ ἀποφεύγεις μὲ κάθε προσοχή;
Ἀλλὰ ὅμως ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ παραλογίζονται σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὄχι μόνο εὔχονται ἐνάντια στοὺς ἐχθρούς τους, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ τῶν ἐχθρῶν τους καταριοῦνται, καὶ εὔχονται, ἂν ἦταν δυνατόν, νὰ γευτοῦν ἀκόμα καὶ τίς σάρκες τους ἢ μᾶλλον τίς γεύονται κιόλας. Μὴ μοῦ τὸ πεῖς αὐτό, ὅτι δὲν ἔμπηξες τὰ δόντια σου στὸ σῶμα ἐκείνου ποὺ σὲ ἔχει λυπήσει. Ἔκαμες κάτι πολὺ χειρότερο ἀπὸ ὅ,τι μποροῦσες, διατυπώνοντας τὴν ἀξίωση νὰ πέσει πάνω του ἡ ὀργὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, νὰ παραδοθεῖ σὲ αἰώνια τιμωρία καὶ νὰ καταστραφεῖ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά του. Δὲν εἶναι αὐτὰ λοιπὸν χειρότερα ἀπὸ ὅλα τὰ δαγκώματα; Δὲν εἶναι ὀδυνηρότερα ἀπὸ ὅλα τὰ βέλη; Δὲν σοῦ δίδαξε αὐτὰ ὁ Χριστός. Δὲν σοῦ ὅρισε νὰ ματώνεις τὸ στόμα σου μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Οἱ γλῶσσες αὐτές, ποὺ λένε τέτοια πράγματα, εἶναι χειρότερες ἀπὸ τὰ στόματα ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ματωμένα ἀπὸ ἀνθρώπινες σάρκες.
Πῶς λοιπὸν θὰ ἀσπασθεῖς τὸν ἀδελφό σου; Πῶς θὰ προσέλθεις στὴ Θυσία; Πῶς θὰ γευθεῖς τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Δεσπότου κατὰ τὴ Θεία Κοινωνία, ἔχοντας τόσο δηλητήριο μέσα στὴν ψυχή σου; Ὅταν προσεύχεσαι καὶ λέγεις «σύντριψέ τον καὶ τὸ σπίτι του γκρέμισέ το, κατάστρεψέ του τὰ πάντα» καὶ εὔχεσαι νὰ τὸν βρεῖ κάθε εἶδος καταστροφῆς, τότε δὲν διαφέρεις σὲ τίποτε ἀπὸ ἕνα φονιᾶ ἢ μᾶλλον ἀπὸ ἕνα σαρκοφάγο θηρίο.
Ἄς σταματήσουμε λοιπὸν τὴν νόσο καὶ τὴν μανία αὐτὴν καὶ ἂς δείξουμε σὲ ὅσους μᾶς λύπησαν τὴν ἀγάπη ποὺ ὅρισε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ τὸν Πατέρα μας τὸν οὐράνιο. Καὶ θὰ σταματήσουμε τὰ πάθη αὐτά, ἂν φέρουμε στὸν νοῦ μας τὰ δικά μας ἁμαρτήματα, ἂν ἐξετάσουμε μὲ ἀκρίβεια ὅλα τὰ παραπτώματα ποὺ ἔχουμε διαπράξει, εἴτε μέσα στὸ σπίτι μας, εἴτε ἔξω, εἴτε στὴν ἀγορά, εἴτε στὴν ἐκκλησία.
Πραγματικά, ἐὰν γιὰ τίποτε ἄλλο, τοὐλάχιστον,τουλάχιστο γιὰ τὴν ἀδιαφορία ποὺ ἐπιδεικνύουμε ἐδῶ στὴν ἐκκλησία, μᾶς ἀξίζει νὰ ὑποστοῦμε τὴν βαρύτερη τιμωρία. Ἐνῶ δηλαδὴ ψάλλουν οἱ προφῆτες, ὑμνοῦν οἱ ἀπόστολοι, ὁμιλεῖ ὁ Θεός, ὁ νοῦς μας περιπλανιέται ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ μεταφέρουμε μέσα σὲ αὐτὴν τὸν θόρυβο τῶν βιοτικῶν φροντίδων. Καὶ δὲν προσφέρουμε στοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ οὔτε τόση ἡσυχία, ὅση σιγὴ κρατοῦν στὶς βασιλικὲς ἀνακοινώσεις οἱ θεατὲς μέσα στὸ θέατρο· διότι ἐκεῖ ὅταν διαβάζονται τὰ διατάγματα αὐτὰ καὶ οἱ ὕπατοι καὶ οἱ διοικητὲς καὶ ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος στέκονται ὅλοι ὀρθοὶ καὶ ἀκοῦνε μὲ ἡσυχία ὅσα λέγονται. Καὶ ἂν στὴ μέση τῆς βαθύτατης ἡσυχίας αὐτῆς, εἰσέλθει ἀπότομα κάποιος καὶ μιλήσει δυνατά, δέχεται τὴν βαρύτερη τιμωρία, διότι ἔχει φερθεῖ προσβλητικὰ στὸν βασιλέα. Ἐδῶ, ὅμως, ἐνῶ διαβάζονται οὐράνια διατάγματα, ἐπικρατεῖ μεγάλος θόρυβος ἀπὸ παντοῦ, μολονότι καὶ ὁ Ἀποστολέας τῶν γραφῶν αὐτῶν εἶναι πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ τοῦτον τὸν ἐπίγειο βασιλέα καὶ τὸ «θέατρο» εἶναι πιὸ σεβαστό, διότι δὲν ἀποτελεῖται μόνο ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀγγέλους. Ἐπίσης τὰ ἐπινίκια αὐτὰ ποὺ μᾶς εὐαγγελίζονται οἱ γραφὲς τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολὺ φρικωδέστερα ἀπὸ τὰ ἐπίγεια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀκριβῶς, δὲν προτρεπόμαστε νὰ ἐπευφημοῦμε οἱ ἄνθρωποι μόνο, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι καὶ τὰ τάγματα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς γῆς: «Εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ (:Δοξολογεῖτε τὸν Κύριο ὅλα τὰ δημιουργήματά Του)», λέγει ὁ ψαλμωδὸς Δαβίδ [Ψαλμ. 102,22].
Διότι δὲν εἶναι μικρὰ ὅσα ἐπιτυγχάνονται, ἀλλὰ ξεπερνοῦν κάθε λογικὴ καὶ νοῦ καὶ ἀνθρώπινη σκέψη. Καὶ αὐτὰ τὰ ἀναγγέλλουν καθημερινὰ οἱ προφῆτες, διακηρύσσοντας διαφορετικὰ ὁ καθένας τὴν λαμπρὴ αὐτὴ νίκη. Ὁ ἕνας λέγει: «Ἀνέβης εἰς ὕψος, ᾐχμαλώτευσας αἰχμαλωσίαν, ἔλαβες δόματα ἐν ἀνθρώποις (:Ὕψιστε Κύριε, ἀνέβηκες στὴ Σιῶν. Ἀνέβηκες στὰ ἀνώτατα ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, ἀφοῦ διεξήγαγες θρίαμβο τὴ γῆ, συνέλαβες αἰχμαλώτους, δέχθηκες προσφορὲς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους)» [Ψαλμ. 67,19] καὶ «Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ (:Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός, ὁ κραταιὸς καὶ δυνατός, ὁ Κύριος ὁ πανίσχυρος στοὺς πολέμους)» [Ψαλμ. 23,8]. Ἄλλος προφήτης λέγει: «Τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκῦλα (:Ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς θὰ πάρει καὶ θὰ διαμοιράσει λάφυρα)» [Ἠσ. 53,12]˙ διότι γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἐξάλλου ἦλθε, γιὰ νὰ κηρύξει στοὺς αἰχμαλώτους τὴν ἀπελευθέρωση καὶ στοὺς τυφλοὺς τὴν ἀνάβλεψη. Καὶ ψάλλοντας θριαμβευτικὰ τὸν ἐπινίκιο ὕμνο κατὰ τοῦ θανάτου, ἔλεγε: «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος; (:Ποῦ εἶναι, θάνατε, τὸ φαρμακερὸ κεντρί σου; Ἅδη, ποῦ εἶναι ἡ νίκη σου;)» [Α΄ Κορ. 15,55].
Καὶ ἄλλος πάλι προφήτης εὐαγγελιζόμενος τὴν ἀπόλυτη εἰρήνη ἔλεγε: «Καὶ συγκόψουσι τὰς μαχαίρας αὐτῶν εἰς ἄροτρα καὶ τὰς ζιβύνας αὐτῶν εἰς δρέπανα (:Καὶ ἔτσι οἱ τότε ἐχθροὶ καὶ πολέμιοι μεταξύ τους θὰ μετατρέψουν τὰ φονικὰ μαχαίρια τους σὲ ἀλέτρια καὶ τὰ πολεμικὰ δόρατά τους σὲ δρεπάνια)» [Ἠσ. 2,4]. Ἕνας ἄλλος προφήτης καλεῖ τὴν Ἱερουσαλήμ, λέγοντας: «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιῶν· κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς σου ἔρχεταὶ σοι, δίκαιος καὶ σῴζων αὐτός, πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον (:Χαῖρε λοιπὸν παρὰ πολύ, κόρη μου Σιῶν, διαλάλησε Ἱερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται σὲ σένα δίκαιος, λυτρωτὴς καὶ σωτῆρας, πρᾶος, καθισμένος ἐπάνω σὲ ἕνα ὑποζύγιο, σὲ ἕνα νεαρὸ πουλάρι)» [Ζαχ. 9,9].
Ἄλλος, ἐπίσης, προφήτης ἐξαγγέλλει καὶ τὴν Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ἣξει Κύριος, ὃν ὑμεῖς ζητεῖτε καὶ τίς ὑπομενεῖ ἡμέραν εἰσόδου αὐτοῦ; (:Θὰ ἔλθει ὁ Κύριος, τὸν ὁποῖον Κύριο ἐσεῖς ζητεῖτε. Ποιός ὅμως θὰ μπορέσει, νὰ ἀντέξει κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνην τῆς ἐλεύσεώς Του;)»· καί: «Σκιρτήσετε ὡς μοσχάρια ἐκ δεσμῶν ἀνειμένα (:Θὰ σκιρτήσετε ἀπὸ χαρὰ ὡσὰν τὰ μοσχάρια, τὰ ὁποῖα ἀφέθηκαν ἐλεύθερα ἀπὸ τὰ δεσμὰ τους)» [Μαλαχ. 3,1-2 καὶ 4,2]. Καὶ ἄλλος πάλι ἔλεγε κατάπληκτος: «Οὗτος ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ λογισθήσεται ἕτερος πρὸς αὐτόν (:Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς μας· κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιμετρηθεῖ πρὸς Αὐτόν)» [Βαρούχ, 3,36].
Κι ὅμως, ἐνῶ λέγονται αὐτὰ καὶ πολὺ περισσότερα ἐδῶ στὴν ἐκκλησία καὶ πρέπει νὰ δοκιμάζουμε φρίκη καὶ νὰ μὴ νομίζουμε ὅτι βρισκόμαστε στὴ γῆ, ἐντούτοις ἐμεῖς θορυβοῦμε σὰν νὰ βρισκόμαστε στὸ μέσο τῆς ἀγορᾶς, προκαλοῦμε ταραχὴ συζητῶντας γιὰ θέματα ποὺ καθόλου δὲν μᾶς ἀφοροῦν καὶ χάνουμε ἄσκοπα ὅλο τὸν χρόνο τῆς συνάξεώς μας.
Ὅταν λοιπὸν καὶ στὰ μικρὰ καὶ στὰ μεγάλα, καὶ ἀκούγοντας καὶ πράττοντας, καὶ ἔξω καὶ μέσα στὴν ἐκκλησία, εἴμαστε τόσο ἀδιάφοροι καὶ ἐκτὸς καὶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ προσευχόμαστε καὶ ἐνάντια στοὺς ἐχθρούς μας, ἀπὸ ποῦ θὰ λάβουμε ἐλπίδα σωτηρίας ἀφοῦ στὰ τόσα ἁμαρτήματά μας, προσθέτουμε κάτι βαρύτερο ἀκόμη ἀπὸ αὐτά, δηλαδὴ τὴν παράλογη αὐτὴ προσευχὴ ἐνάντια στοὺς ἴδιους μας ἀδελφούς;
Εἶναι λοιπὸν δίκαιο νὰ παραξενευόμαστε, ἂν μᾶς συμβεῖ κάτι ἀπροσδόκητο καὶ λυπηρό, ἐνῶ πρέπει νὰ παραξενευόμαστε ὅταν δὲ μᾶς συμβαίνει; Διότι ἡ πρώτη περίπτωση εἶναι φυσικὴ συνέπεια τῆς ἀκολουθίας τῶν πραγμάτων, ἐνῶ ἡ δεύτερη εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ καὶ προσδοκία. Πραγματικὰ εἶναι πέρα ἀπὸ τὴ λογική, ἐνῶ ἔχουμε γίνει ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ Τὸν παροργίζουμε, νὰ ἀπολαμβάνουμε τὸν ἥλιο καὶ τὴν βροχὴ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἀγαθὰ ἐμεῖς, ἄνθρωποι ποὺ νικοῦμε τὰ θηρία στὴ σκληρότητα, ποὺ στρεφόμαστε ἐναντίον τῶν ἄλλων, ποὺ ματώνουμε τὴ γλῶσσα μας δαγκώνοντας μὲ τὰ λόγια ποὺ ἐκστομίζουμε τοὺς ἄλλους, ἔπειτα ἀπὸ τὴ συμμετοχή μας στὸ πνευματικὸ τραπέζι καὶ τίς τόσες εὐεργεσίες καὶ τὰ ἄπειρα παραγγέλματα γιὰ τὴ διευκόλυνση τῆς ψυχικῆς μας σωτηρίας.
Ἔχοντας αὐτὰ στὸν νοῦ μας, ἂς ἀποβάλουμε τὸ δηλητήριο, ἂς διαλύσουμε τίς ἐχθρότητες καὶ ἂς κάνουμε τίς προσευχὲς ποὺ μᾶς ἁρμόζουν: ἀντὶ τῆς θηριωδίας τῶν δαιμόνων, ἂς λάβουμε τὴν ἡμερότητα τῶν ἀγγέλων· καὶ ὅσες ἀδικίες καὶ ἂν μᾶς ἔχουν γίνει, ἀφοῦ φέρουμε στὸν νοῦ μας τὰ δικά μας ἁμαρτήματα καὶ τὸν μισθὸ ποὺ μᾶς περιμένει ἐφόσον τηρήσουμε αὐτὴν τὴν ἐντολὴ τῆς μακροθυμίας καὶ τῆς συγχωρητικότητας, ἂς μετριάσουμε τὴν ὀργή μας, ἂς καταστείλουμε τὴ θαλασσοταραχὴ μέσα μας, γιὰ νὰ περάσουμε καὶ τὴν παροῦσα ζωὴ ἀτάραχη καὶ φθάνοντας ἐκεῖ νὰ βροῦμε τὸν Δεσπότη, ὅπως ἐμεῖς φανήκαμε συγκαταβατικοὶ καὶ εὐσπλαχνικοὶ πρὸς τοὺς συνδούλους μας.
Ἄν, πάλι, μᾶς φαίνεται τοῦτο βαρὺ καὶ φοβερό, ἂς τὸ κάνουμε ἐλαφρὺ καὶ ἐπιθυμητὸ καὶ ἂς ἀνοίξουμε τίς λαμπρὲς πύλες τῆς παρρησίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ποὺ δὲν μπορέσαμε νὰ ἐπιτύχουμε μὲ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα, αὐτὸ ἂς τὸ ἐπιτύχουμε μὲ τὸ νὰ γίνουμε ἥμεροι πρὸς αὐτοὺς ποὺ μᾶς ἔφταιξαν, διότι τοῦτο δὲν εἶναι οὔτε βαρύ, οὔτε δύσκολο. Εὐεργετῶντας τοὺς ἐχθρούς μας, ἂς σοδιάσουμε πολὺ ἔλεος γιὰ ἐμᾶς· διότι ἔτσι καὶ στὴ ζωὴ αὐτὴν θὰ μᾶς ἀγαπήσουν ὅλοι, καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλους ὁ Θεὸς καὶ θὰ μᾶς ἀγαπήσει καὶ θὰ μᾶς στεφανώσει καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα μακάρι ὅλοι νὰ τὰ ἐπιτύχουμε μέ την χάρη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
.............................................................................................................................................................................
ΟΜΙΛΙΑ Κ΄
«Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγὼ ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν (:Καὶ ὅταν νηστεύετε, μὴ γίνεστε σκυθρωποὶ καὶ περίλυποι σὰν τοὺς ὑποκριτές· διότι αὐτοὶ ἀλλοιώνουν τὰ πρόσωπά τους καὶ παίρνουν τὴν ὄψη καὶ τὴν ἔκφραση ἀνθρώπου καταβεβλημένου ἀπὸ τίς στερήσεις, γιὰ νὰ φανοῦν στοὺς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουν· Ἀληθινά σᾶς λέω ὅτι πῆραν ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἀμοιβή τους ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων)» [Ματθ. 6,16].
Ἁρμόζει νὰ στενάξουμε ἐδῶ πολὺ καὶ νὰ θρηνήσουμε πικρά. Δὲν μιμούμαστε μόνο τοὺς ὑποκριτὲς ἀλλὰ καὶ τοὺς ἔχουμε ξεπεράσει· διότι γνωρίζω, γνωρίζω πολλοὺς ποὺ ὄχι μόνο νηστεύουν καὶ κάνουν ἐπίδειξη, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς ἄλλους ποὺ δὲν νηστεύουν καὶ λαμβάνουν ἐν τούτοις τὸ ὕφος ἀνθρώπων ποὺ νηστεύουν καὶ κάνουν ἔτσι ἀπολογία χειρότερη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. «Γιὰ νὰ μὴ σκανδαλίσω», λέγει, «τοὺς πολλούς, τὸ κάνω αὐτό». Μὰ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λές; Εἶναι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ποὺ τὰ ὁρίζει αὐτὰ καὶ θυμήθηκες τὸ σκάνδαλο; Καὶ νομίζεις ὅτι σκανδαλίζεις, ὅταν τὸν τηρεῖς καὶ ἀποσοβεῖς τὸ σκάνδαλο, ὅταν τὸν παραβαίνεις; Μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χειρότερη ἀνοησία ἀπὸ αὐτήν; Δὲν θὰ σταματήσεις νὰ γίνεσαι χειρότερος καὶ ἀπὸ τοὺς ὑποκριτὲς καὶ νὰ διπλασιάζεις τὴν ὑποκρισία κατανοῶντας τὴ μεγάλη ὑπερβολὴ τῆς κακίας αὐτῆς, δὲν θὰ ντραπεῖς τὴν ἔμφαση τῆς διατυπώσεως;
Δὲν εἶπε μόνο ὅτι ὑποκρίνονται, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἤθελε νὰ τοὺς θίξει περισσότερο, λέγει: «Ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν (:διότι αὐτοὶ ἀλλοιώνουν τὰ πρόσωπά τους)», τὰ χαλοῦν δηλαδή, τὰ καταστρέφουν. Καὶ ἂν τοῦτο λέγεται ἀφανισμὸς τοῦ προσώπου, τὸ νὰ φαίνεται ὠχρὸ γιὰ λόγους κενοδοξίας, τί θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε γιὰ τίς γυναῖκες ἐκεῖνες ποὺ παραμορφώνουν μὲ σκόνες καὶ βαφὲς τὰ πρόσωπά τους πρὸς καταστροφὴ τῶν ἀκόλαστων νέων; Διότι ἐκεῖνοι τὸν ἑαυτό τους μόνο βλάπτουν, ἐνῶ αὐτὲς καὶ τὸν ἑαυτό τους καὶ ὅσους τίς βλέπουν. Πρέπει καὶ τὴ μία καὶ τὴν ἄλλη βλάβη νὰ ἀποφεύγουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας.
«Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ (:Ἐσὺ ὅμως ὅταν νηστεύεις, ἄλειψε τὸ κεφάλι σου καὶ νίψε τὸ πρόσωπό σου, ὥστε νὰ φαίνεσαι χαρούμενος, καὶ νὰ μὴ φανεῖς στοὺς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύεις· ἀλλὰ ἡ νηστεία σου νὰ φανεῖ μόνο στὸν Πατέρα σου, ποὺ εἶναι βέβαια ἀόρατος, ἀλλὰ βρίσκεται παρὼν καὶ στὰ πιὸ ἀπόκρυφα μέρη)» [Ματθ. 6,17-18].
Μᾶς ἔχει δώσει ἐντολὴ ὄχι μόνο νὰ μὴν ἐπιδεικνυόμαστε, ἀλλὰ καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ παραμένουμε ἀπαρατήρητοι, πρᾶγμα ποὺ ἔκαμε καὶ προηγουμένως. Καὶ στὴ μὲν περίπτωση τῆς ἐλεημοσύνης δὲν τὸ ἔθεσε ἁπλά, ἀλλὰ ὅταν εἶπε: «Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων (:Προσέχετε νὰ μὴν κάνετε τὴν ἐλεημοσύνη σας μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους)», πρόσθεσε: «πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς (:γιὰ νὰ σᾶς δοῦν καὶ νὰ σᾶς θαυμάσουν)» [Ματθ. 6,1]. Στὴν περίπτωση ὅμως τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς δὲν ὅρισε τίποτα τέτοιο. Γιατί τάχα; Ἐπειδὴ ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀδύνατον νὰ κρυφτεῖ ὁλότελα, εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ κρυφτεῖ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία. Ὅπως λοιπὸν ὅταν εἶπε: «Σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου (:Ἐσὺ ὅμως ὅταν κάνεις ἐλεημοσύνη, ἂς μὴ μάθει τὸ ἀριστερό σου χέρι τί κάνει τὸ δεξὶ σου)» [Ματθ. 6,3], δὲν ἐννοοῦσε τὰ χέρια, ἀλλὰ ὅτι πρέπει μὲ προσοχὴ νὰ περνᾷς ἀπαρατήρητος ἀπὸ ὅλους.
Καὶ ὅταν συμβούλευσε νὰ ἀποσυρόμαστε γιὰ προσευχὴ στὸ ἰδιαίτερο δωμάτιό μας, δὲν ὅρισε ἀποκλειστικὰ ἢ κυρίως ἐκεῖ μόνο νὰ προσευχόμαστε, ἀλλὰ ὑπονοοῦσε πάλι τὸ ἴδιο [βλ. Ματθ. 6,6: «Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρὶ σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατὴρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ (:Ἐσὺ ὅμως, ἀντίθετα, ὅταν πρόκειται νὰ προσευχηθεῖς, μπὲς μέσα στὸ ἰδιαίτερο δωμάτιό σου, κι ἀφοῦ κλείσεις τὴν πόρτα σου, κάνε τὴν προσευχή σου στὸν Πατέρα σου ποὺ εἶναι ἀόρατος καὶ κρυμμένος)»]. Ἔτσι καὶ ἐδῶ, ἡ ἐντολή Του νὰ ἀλειφόμαστε γιὰ νὰ μὴν καταλάβουν οἱ ἄλλοι ὅτι νηστεύουμε, δὲν ἔχει τὸ νόημα νὰ ἀλειφόμαστε ὁπωσδήποτε· διότι τότε θὰ βρεθοῦμε ὅλοι ὅτι παραβαίνουμε αὐτὸν τὸν νόμο καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλους αὐτοὶ ποὺ ἔκαναν κύριο ἔργο τους τὴ φύλαξή του, οἱ κοινότητες τῶν μοναχῶν ποὺ κατέφυγαν ὡς ἀσκητὲς στὰ βουνά.
Δὲν ὅρισε λοιπὸν αὐτό. Ἀλλὰ ἐπειδὴ οἱ παλαιοὶ συνήθιζαν νὰ ἀλείφονται σὲ κάθε εὐχάριστο καὶ χαρούμενο γεγονός -καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ διαπιστώσει κανεὶς καὶ στὴν ἐποχὴ τοῦ Δαβὶδ καὶ τοῦ Δανιήλ- εἶπε νὰ ἀλειφόμαστε καὶ ἐμεῖς, ὄχι γιὰ νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ ὁπωσδήποτε, ἀλλὰ νὰ φροντίζουμε μὲ κάθε τρόπο καὶ πολλὴ προσοχὴ νὰ κρύπτουμε τὸ πρᾶγμα αὐτό. Καὶ γιὰ νὰ μάθεις ὅτι ἔτσι εἶναι ὅταν Ἐκεῖνος παρουσίασε στὴν πράξη αὐτὸ ποὺ ὅρισε μὲ τὸν λόγο, καὶ νήστεψε γιὰ σαράντα μέρες, παραμένοντας ἀπαρατήρητος οὔτε ἀλείφτηκε οὔτε πλύθηκε. Ὡστόσο καὶ χωρὶς νὰ τὰ κάνει αὐτὰ ἔφερε εἰς τέλος τὴν ἄσκησὴ Του περισσότερο ἀκενόδοξα ἀπὸ κάθε ἄλλον.
Αὐτὸ ἀκριβῶς ὁρίζει καί σὲ μᾶς καὶ μὲ τὸ νὰ φέρει τοὺς ὑποκριτὲς στὴ μέση καὶ μὲ τὸ νὰ ἀποτρέψει μὲ διπλὸ παράγγελμα τοὺς ἀκροατές Του. Καὶ κάτι ἄλλο μᾶς ἀφήνει νὰ ἐννοήσουμε μὲ τὸ ὄνομα «ὑποκριτές». Ὄχι δηλαδὴ μόνο μὲ τὸ ὅτι τὸ πρᾶγμα εἶναι καταγέλαστο καὶ προκαλεῖ ζημία ἐξαιρετική, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ παρουσιάσει ὡς ἐφήμερη τὴν ἀπάτη αὐτήν, μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία· διότι ὁ ὑποκριτὴς ἕως τότε φαίνεται λαμπρός, ἕως ὅτου τὸν παρακολουθοῦν οἱ θεατές· μᾶλλον οὔτε καὶ τότε δὲν ἔχουν ὅλοι τὴν ἴδια γνώμη ἐπειδὴ γνωρίζουν οἱ περισσότεροι ποιός εἶναι καὶ ποιόν ὑποκρίνεται. Ὅταν ὅμως τελειώσει ἡ παράσταση, φανερώνεται σὲ ὅλους ξεκάθαρα. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ τὸ ὑπομείνουν οἱ κενόδοξοι. Καὶ εἶναι ἐδῶ φανερὸ στοὺς περισσότερους ὅτι αὐτοὶ δὲν εἶναι ὅ,τι φαίνονται ἀλλὰ φοροῦν ἕνα προσωπεῖο μόνο. Θὰ συλληφθοῦν πολὺ περισσότερο μετὰ τὴ ζωὴ αὐτήν, ὁπότε παρουσιάζονται ὅλα γυμνὰ καὶ ξεσκέπαστα.
Καὶ μὲ ἄλλον τρόπο πάλι τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τοὺς ὑποκριτές, παρουσιάζοντας τὴν ἐντολή Του ὅτι εἶναι ἐλαφρά. Δὲν κάνει αὐστηρότερη τὴ νηστεία, οὔτε διατάζει νὰ τὴν παρουσιάσουμε μεγαλύτερη, ἀλλὰ νὰ μὴ χάσουμε τὸν στέφανο ἀπὸ αὐτήν. Ὥστε αὐτὸ ποὺ φαίνεται βαρὺ εἶναι κοινὸ καὶ γιὰ ἐμᾶς καὶ γιὰ τοὺς ὑποκριτές, ἐπειδὴ νηστεύουν καὶ αὐτοί. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ εἶναι ἐλαφρύτερο, τὸ νὰ μὴ χάσουμε τὸν μισθὸ ἐπειδὴ κουραστήκαμε, «αὐτὸ εἶναι», μᾶς λέγει, «ποὺ ὁρίζω». Δὲν προσθέτει τίποτε στὸν κόπο μας, ἐξασφαλίζει ὅμως γιὰ χάρη μας τοὺς μισθούς μας καὶ δὲν ἀφήνει νὰ φύγουμε ἀστεφάνωτοι ὅπως ἐκεῖνοι: «Καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ (:Καὶ ὁ Πατέρας σου ποὺ βλέπει στὰ κρυφά, θὰ σοῦ ἀποδώσει τὴν ἀμοιβή σου στὰ φανερά)» [Ματθ. 6,18]. Οὔτε θέλουν νὰ μιμηθοῦν αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται στοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, οἱ ὁποῖοι παρ᾿ ὅλο ποὺ τοὺς παρακολουθεῖ τόσο πλῆθος καὶ τόσοι ἄρχοντες, ἕνα μόνο ἐπιδιώκουν νὰ ἱκανοποιήσουν, αὐτὸν ποὺ θὰ βραβεύσει τὴ νίκη τους, καὶ ἂς εἶναι πολὺ κατώτερος. Καὶ ἐσὺ ποὺ ἔχεις διπλὴ αἰτία νὰ παρουσιάσεις σὲ ἐκεῖνον τὴν νίκη σου, διότι καὶ ὁ βραβευτὴς εἶναι αὐτὸς καὶ ἀσύγκριτα ὑπερέχει ἀπὸ ὅλους ὅσοι κάθονται στὸ θέατρο, κάνεις ἐπίδειξη τῆς ἀρετῆς σου σὲ ἄλλους ποὺ ὄχι μόνο δὲν σὲ ὠφελοῦν, ἀλλὰ καὶ σοῦ προξενοῦν ὑπερβολικὴ ζημία.
«Ἀλλά», λέγει, «καὶ τοῦτο δέν σοῦ τὸ ἀποκλείω. Ἄν θέλεις νὰ ἐπιδειχτεῖς καὶ στοὺς ἀνθρώπους, περίμενε, καὶ Ἐγὼ θά σοῦ τὸ παραχωρήσω καὶ τοῦτο πιὸ ἁπλόχερα καὶ μὲ περισσότερο κέρδος. Σὲ ἀποσπᾷ τώρα αὐτὸ ἀπὸ τὴ δόξα μου, ὅπως σὲ συνδέει ἡ περιφρόνησή τους. Τότε θὰ τὰ ἀπολαύσεις ὅλα μὲ κάθε ἐλευθερία. Ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ εἶναι μικρὴ ἡ ὠφέλειά σου καὶ ἐδῶ νὰ καταπατήσεις ὅλη τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴ βαριὰ ἀνθρώπινη δουλεία καὶ νὰ γίνεις γνήσιος ἐργάτης τῆς ἀρετῆς. Ἐπειδὴ μὲ τέτοιου εἴδους ἀντιλήψεις, ἂν βρεθεῖς στὴν ἔρημο, θὰ γίνεις ἔρημος ἀπὸ κάθε ἀρετή, ἀφοῦ δὲν θὰ ἔχεις θεατές».
Αὐτὸ ὅμως τὸ κάνει ἕνας ποὺ ὑβρίζει τὴν ἴδια τὴν ἀρετή, ἂν ὄχι γι᾿ αὐτήν, ἀλλὰ πρόκειται νὰ τὴν ἀσκήσεις γιὰ τὸν σχοινοπλέχτη καὶ τὸν σιδηρουργὸ καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀγορᾶς, γιὰ νὰ σὲ θαυμάσουν οἱ κακοὶ καὶ οἱ ἀπομακρυσμένοι ἀπὸ αὐτήν. Καὶ καλεῖς τοὺς ἐχθρούς της νὰ σὲ δοῦν καὶ νὰ σὲ θαυμάσουν. Εἶναι τὸ ἴδιο νὰ προτιμᾷ κανεὶς τὴ σωφροσύνη ὄχι γιὰ τὴν ἀξία τῆς σωφροσύνης, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὴν ἐπιδείξει σὲ ὅσους ζοῦν μὲ ἑταῖρες. Καὶ ἐσὺ λοιπὸν δὲν θὰ προτιμοῦσες τὴν ἀρετή, παρὰ μόνο γιὰ τοὺς ἐχθρούς της. Ἀξίζει καὶ ἀπὸ αὐτὸ νὰ τὴ θαυμάσει κανείς, ἐπειδὴ τὴν ἐπαινοῦν καὶ οἱ ἐχθροί της. Πρέπει ὅμως νὰ τὴ θαυμάζουμε ὄχι γιὰ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὴν τὴν ἴδια. Ἐπειδὴ καὶ ἐμεῖς θεωροῦμε προσβολὴ νὰ μὴ μᾶς ἀγαποῦν γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ χάρη στοὺς ἄλλους.
Νὰ σκέπτεσαι τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴν ἀρετή. Μὴν τὴν ἐπιδιώκεις πρὸς χάριν τῶν ἄλλων, μήτε νὰ ὑπακοῦς στὸν Θεὸ γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ στοὺς ἀνθρώπους γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄν κάνεις τὸ ἀντίθετο, ἀκόμη καὶ ἂν νομίζεις ὅτι ἐπιδιώκεις τὴν ἀρετή, Τὸν ἐρεθίζεις ὅμοια μὲ ἐκεῖνον ποὺ δὲν τὴν ἐπιδιώκει· διότι ὅπως ἐκεῖνος παράκουσε μὲ τὸ νὰ μὴν πράξει, ἔτσι καὶ ἐσὺ μὲ τὸ νὰ πράξεις παράνομα.
«Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διαρύσσουσι καὶ κλέπτουσι· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν (:Μὴ συσσωρεύετε γιὰ τὸν ἑαυτό σας θησαυροὺς πάνω στὴ γῆ, ὅπου ὁ σκόρος καὶ ἡ φθορὰ τῆς σαπίλας ἢ τῆς σκουριᾶς ἀφανίζουν τὰ ἀποθηκευμένα εἴδη τοῦ πλούτου καὶ ὅπου οἱ κλέφτες τρυποῦν τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων καὶ τὰ κλέβουν. Μαζεύετε γιὰ τὸν ἑαυτό σας θησαυροὺς στὸν οὐρανό, ὅπου οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σαπίλα καὶ ἡ σκουριὰ ἀφανίζουν τοὺς ἀποθηκευμένους θησαυρούς σας καὶ ὅπου οἱ κλέφτες δὲν τρυποῦν τοὺς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων σας, οὔτε κλέβουν. Πρέπει λοιπὸν νὰ θησαυρίζετε θησαυροὺς στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας προσκολλημένη στὸν Θεὸ καὶ στὰ οὐράνια· διότι ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιὰ σας)» [Ματθ. 6,19-21].
[...]Ἀφοῦ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ψυχή μας τὸ νόσημα τῆς κενοδοξίας, στὴν κατάλληλη στιγμὴ πλέον ὁμιλεῖ καὶ περὶ ἀκτημοσύνης· διότι τίποτε δὲν προετοιμάζει τόσο τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀγάπη τῶν χρημάτων, ὅσο ὁ ἔρως τῆς κενοδοξίας: γιὰ τὴ δόξα οἱ ἄνθρωποι ἐπινοοῦν καὶ τίς ἀγέλες τῶν δούλων, καὶ τὸ πλῆθος τῶν εὐνούχων, καὶ τὰ χρυσοστόλιστα ἄλογα καὶ τὰ ἀργυρὰ τραπέζια καὶ τὰ ἄλλα ποὺ εἶναι περισσότερο ἀκόμη καταγέλαστα· ὄχι βέβαια γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν κάποια ἀνάγκη, οὔτε γιὰ νὰ ἀπολαύσουν κάποια ἡδονή, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦν στοὺς πολλούς.
Πιὸ πάνω βέβαια ἔλεγε μόνο ὅτι πρέπει νὰ ἐλεοῦμε, ἐδῶ ὅμως ὑποδεικνύει καὶ πόσο πρέπει νὰ δίδουμε, ὅταν λέγει: «Μὴ θησαυρίζετε». Ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ παρουσιάσει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅλο μαζὶ τὸν λόγο γιὰ τὴν περιφρόνηση τῶν χρημάτων, καθόσον εἶναι τυραννικὴ ἡ κυριαρχία τοῦ πάθους, ἀφοῦ τὸν χώρισε σὲ μέρη καὶ τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ αὐτήν, τὸν σταλάζει στὴν ψυχὴ τῶν ἀκροατῶν Του, ὥστε νὰ γίνει εὔκολα παραδεκτός. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἔλεγε πρῶτα, «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες» καὶ ἔπειτα «Ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ᾿ αὐτοῦ (:Νὰ εἶσαι συμβιβαστικὸς καὶ νὰ ἔχεις συμφιλιωτικὲς διαθέσεις ἀπέναντι στὸν δανειστὴ μὲ τὸν ὁποῖο βρίσκεσαι σὲ δίκη)» [Ματθ. 5,25]. Καὶ στὴ συνέχεια: «Καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον (:Καὶ σὲ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ κάνει δίκη μαζί σου καὶ νὰ σοῦ πάρει τὸ πουκάμισο, ἄφησέ του καὶ τὸ πανωφόρι σου)» [Ματθ. 5,40]. Ἐδῶ ὅμως εἶπε τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα. Ἐκεῖ εἶχε πεῖ: «Ἄν δεῖς νὰ πλησιάζει δικαστικὸς ἀγῶνας, νὰ κάνεις τοῦτο: ἀντὶ νὰ τὸ κρατήσεις μὲ φιλονικία, καλύτερα νὰ ἀποφύγεις τὴ διαμάχη καὶ ἂς μὴν τὸ ἔχεις». Ἀλλὰ ἐδῶ χωρὶς νὰ παρουσιάζει οὔτε ἀντίδικο, οὔτε κατηγορούμενο, οὔτε νὰ μνημονεύει κάποιον ἄλλο σχετικό, μᾶς συμβουλεύει τὴν ἴδια τὴν περιφρόνηση τῶν χρημάτων, καὶ μᾶς δείχνει ὅτι θέτει αὐτὸν τὸν νόμο ὄχι τόσο γιὰ αὐτοὺς ποὺ εὐεργετοῦνται, ὅσο γιὰ αὐτὸν ποὺ εὐεργετεῖ. Ὥστε καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ μᾶς ἀδικεῖ ἢ νὰ μᾶς σέρνει στὸ δικαστήριο, ἀκόμη καὶ ἔτσι νὰ περιφρονοῦμε τὰ ὑπάρχοντά μας καὶ νὰ τὰ μοιράζουμε σὲ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη.
Καὶ ἐδῶ ὅμως δὲν ἔθεσε τὸν νόμο στὸ σύνολό του, ἀλλὰ καὶ τώρα σιγὰ σιγὰ προχωρεῖ, μολονότι παρουσίασε τοὺς ἀγῶνες Του ἐνάντια σὲ αὐτὰ στὴν ἔρημο μὲ πολλὴ τὴν ὑπερβάλλουσα σημασία. Οὔτε ὅμως τὸ ἀναφέρει, οὔτε τὸ ἐξιστορεῖ· δὲν ἦταν ἀκόμη καιρὸς νὰ τὸ φανερώσει. Μέχρι τώρα ἐξετάζει σκέψεις, καὶ λαμβάνει περισσότερο τὴν θέση συμβούλου στοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ ὄχι νομοθέτου. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε «Μὴ θησαυρίζετε ἐπάνω στὴ γῆ», πρόσθεσε «ὅπου τὸ σαράκι καὶ τὸ σκουλήκι ἀφανίζουν καὶ ὅπου οἱ κλέπτες ἀνοίγουν καὶ κλέπτουν». Παρουσίασε καὶ τοῦ ἐδῶ «θησαυροῦ» τὴ βλάβη καὶ τοῦ ἐκεῖ τὴν ὠφέλεια καὶ ἀπὸ τὸν τόπο καὶ ἀπὸ τοὺς καταστροφεῖς τους.
Δὲν σταματᾷ ὅμως μέχρις ἐδῶ, ἀλλὰ προσθέτει καὶ ἄλλη σκέψη. Πρῶτα, στηρίζει τὴν προτροπή Του σὲ ἐκεῖνα ποὺ φοβοῦνται. «Τί φοβᾶσαι;» λέγει. «Μήπως ξοδευθοῦν τὰ χρήματά σου, ὅταν δώσεις ἐλεημοσύνη; Δῶσε λοιπὸν ἐλεημοσύνη καὶ τότε ἀκριβῶς δὲν θὰ ξοδευθοῦν.» Καὶ τὸ μεγαλύτερο βέβαια εἶναι ὅτι ὄχι μόνο δὲν θὰ ξοδευθοῦν, ἀλλὰ καὶ προσθήκη μεγαλύτερη θὰ λάβουν καθόσον προστίθενται σὲ αὐτὰ καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθά. Δὲν τὸ λέγει ὅμως αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή· τὸ προσθέτει ἔπειτα.
Μέχρι τώρα ὅ,τι μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει γιὰ αὐτοὺς τὴ μεγαλύτερη προτροπὴ αὐτὸ φέρει στὸ κέντρο, τὸ ὅτι ὁ θησαυρός τους παραμένει ἄθικτος καὶ τοὺς προσελκύει μὲ δύο σκέψεις. Δὲν εἶπε δηλαδὴ μόνο ὅτι διατηρεῖται ὁ θησαυρὸς μονάχα ἂν δώσει κανεὶς ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ διατύπωσε καὶ τὴν ἀντίθετη ἀπειλή: ἂν δὲν δώσεις, χάνεται. Πρόσεξε τὴν ἀπερίγραπτη σοφία Του. Διότι δὲν εἶπε: «Ἀφήνεις τὰ πλούτη σου σὲ ἄλλους», ἐπειδὴ καὶ τοῦτο εὐχαριστεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἐκφοβίζει καὶ ἀπὸ ἄλλη ἄποψη, δείχνοντας ὅτι δὲν τὸ ἐπιτυγχάνουν μήτε αὐτό· διότι καὶ ἐὰν δὲν ἀδικήσουν ἄνθρωπο, ὑπάρχουν ὁπωσδήποτε αὐτοὶ ποὺ ἀδικοῦν, τὸ σαράκι καὶ τὸ σκουλήκι· διότι μολονότι ἡ φθορὰ ποὺ προκαλοῦν αὐτὰ φαίνεται ὅτι εἶναι δυνατὸν εὔκολα νὰ ἀντιμετωπιστεῖ, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἀκαταμάχητη καὶ ἀσυγκράτητη. Καὶ ὁτιδήποτε μηχανευθεῖς, δὲν θὰ ἐπιτύχεις νὰ ἀναχαιτίσεις τὴ ζημία ποὺ προκαλοῦν.
Τί λοιπόν; Τὸ σαράκι ἀφανίζει τὸ χρυσάφι; Ὄχι βέβαια τὸ σαράκι, ὁπωσδήποτε ὅμως οἱ κλέφτες. Καὶ ἔπεσαν ὅλοι θύματα κλοπῆς; Ἄν ὄχι ὅλοι, ὁπωσδήποτε ἔπεσαν οἱ περισσότεροι. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ προσθέτει, ὅπως εἶπα πρὸ ὀλίγου καὶ ἄλλη σκέψη· «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν (:πρέπει λοιπὸν νὰ θησαυρίζετε θησαυροὺς στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας προσκολλημένη στὸν Θεὸ καὶ στὰ οὐράνια˙ διότι ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιὰ σας)» [Ματθ. 6,21]. Ἀκόμη καὶ τίποτε ἀπὸ αὐτὰ νὰ μὴ γίνει, δὲν θὰ ὑποστεῖς μικρὴ βλάβη νὰ εἶσαι προσηλωμένος στὰ κάτω, νὰ γίνεις δοῦλος ἀπὸ ἐλεύθερος ποὺ εἶσαι, νὰ χάσεις τὰ οὐράνια, τίποτε ἀπὸ τὰ ὑψηλὰ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ ἐννοήσεις, ἀλλὰ νὰ τὰ βλέπεις ὅλα σὰν χρήματα καὶ τόκους καὶ δάνεια καὶ κέρδη καὶ ἀνελεύθερες συναλλαγές. Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀθλιότητα ἀπὸ αὐτήν; Διότι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ εἶναι χειρότερος ἀπὸ κάθε ἀνδράποδο, εἶναι δοῦλος στὴ χειρότερη τυραννία καὶ ἔχει προδώσει τὸ σημαντικότερο ἀπὸ ὅλα, τὴν εὐγένεια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐλευθερία. Ὅσα καὶ νὰ σοῦ λέγει κανείς, ὅταν ὁ νοῦς σου εἶναι προσηλωμένος στὰ χρήματα, τίποτε δὲ θὰ μπορέσεις νὰ ἀκούσεις ἀπὸ ὅσα σοῦ ἁρμόζουν. Ἀλλὰ σάν τὸ σκυλὶ δεμένο σὲ τάφο μὲ τὴ βαρύτερη ἁλυσίδα, τὴν τυραννία τῶν χρημάτων, θὰ γαυγίζεις ὅλους ὅσους πλησιάζουν καὶ θὰ ἔχεις τοῦτο μόνο τὸ ἀδιάκοπο ἔργο, νὰ φυλάγεις γιὰ ἄλλους τὸν θησαυρό. Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀθλιότητα ἀπὸ αὐτό;
Ἐπειδὴ ὅμως τοῦτο ἦταν ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀντιληπτικὴ ἱκανότητα τῶν ἀκροατῶν του καὶ δὲν ἦταν εὔκολο στοὺς πολλοὺς νὰ δοῦν μὲ μία ματιὰ τὴ βλάβη καὶ δὲν ἦταν καὶ τὸ κέρδος φανερό, ἀλλὰ χρειαζόταν μία πιὸ πνευματικὴ διάθεση γιὰ νὰ διακρίνουν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο, τὸ ἔθεσε τοῦτο ἔπειτα ἀπὸ τὰ φανερὰ ἐκεῖνα λέγοντας· «ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ καρδιά του». Καὶ τοῦτο πάλι τὸ ἀποσαφηνίζει, ὁδηγῶντας τὸν λόγο ἀπὸ τὰ νοητὰ στὰ αἰσθητὰ καὶ λέγοντας· «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός (:Καὶ δὲν εἶναι μικρὴ συμφορὰ νὰ κολλήσει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά σας στὰ γήινα καὶ τὰ μάταια. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε αὐτό, σᾶς φέρνω μία εἰκόνα: Τὸ λυχνάρι ποὺ δίνει φῶς στὸ σῶμα εἶναι τὸ μάτι· καὶ τὸ λυχνάρι ποὺ φωτίζει τὴν ψυχὴ εἶναι ὁ νοῦς)» [Ματθ. 6,22]. Ἡ σημασία δὲ αὐτοῦ ποὺ λέγει εἶναι ἡ ἑξῆς: «Μὴν κρύψεις τὸν χρυσὸ μέσα στὴ γῆ, οὔτε κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ παρόμοια, διότι τὰ συγκεντρώνεις αὐτὰ γιὰ τὸ σαράκι καὶ τὸ σκουλήκι καὶ γιὰ τοὺς κλέφτες. Ἐὰν δὲ καὶ αὐτὲς τίς βλάβες τίς ἀποφύγεις δὲν θὰ διαφύγεις τὴν ὑποδούλωση τῆς καρδιᾶς σου καὶ τὴν προσήλωσή σου σὲ ὅλα τὰ ἐπίγεια»· «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν (:διότι ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας)».
Ἔτσι λοιπὸν ἂν τὸν ἀποθέσεις στὸν οὐρανό, δὲν καρποῦσαι μόνον αὐτό, τὸ νὰ λάβεις δηλαδὴ τὰ ἔπαθλα γι᾿ αὐτά, ἀλλὰ λαμβάνεις ἤδη καὶ ἐδῶ τὸν μισθό, ποὺ τὸν μεταφέρεις ἐκεῖ, μὲ τὸ νὰ μεταφέρεσαι νοερῶς στὸν οὐρανό, νὰ σκέπτεσαι συνεχῶς τὰ ἐκεῖ ὑπάρχοντα καὶ νὰ φροντίζεις διαρκῶς γιὰ αὐτά· διότι ὅπου ἀπέθεσες τὸν θησαυρό, εἶναι φανερὸ ὅτι ἐκεῖ ἔχεις καὶ τὴ σκέψη σου. Ὥστε ἐὰν αὐτὸ τὸ κάνεις στὴ γῆ, θὰ πάθεις τὰ ἀντίθετα. Ἐὰν δὲ αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε σοῦ εἶναι ἀσαφές, ἄκουσε τὰ ἑξῆς: «Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; (:Ὁ λύχνος τοῦ σώματος εἶναι τὸ μάτι. Ἄν τὸ μάτι σου εἶναι ὑγιές, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι γεμᾶτο φῶς, σὰν νὰ ἦταν ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου μάτι. Ἔτσι θὰ φωτίζεται καὶ ἡ ψυχή σου ἐὰν ὁ νοῦς σου καὶ ἡ καρδιά σου δὲν ἔχουν τυφλωθεῖ ἀπὸ τὴ φιλαργυρία καὶ ἀπὸ τὴν προσκόλληση στὰ μάταια. Ἐὰν ὅμως τὸ μάτι σου εἶναι βλαμμένο καὶ τυφλωμένο, ὅλο τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι βυθισμένο στὸ σκοτάδι. Ἐὰν λοιπὸν ἐκεῖνο ποὺ σοῦ δόθηκε γιὰ νὰ σοῦ μεταδίδει φῶς, γίνει σκοτάδι, σὲ πόσο σκοτάδι θὰ βυθιστεῖς; Κάτι ἀνάλογο θὰ συμβεῖ ἐὰν καὶ ὁ νοῦς σκοτιστεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλληση στὸν πλοῦτο. Σὲ πόσο ἠθικὸ σκοτάδι θὰ βυθιστεῖ τότε ἡ ψυχὴ σου;)» [Ματθ. 6,22-23].
Στρέφει τὸν λόγο στὰ περισσότερο αἰσθητά. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἀνέφερε τὴ διάνοια, ὅτι καταδουλώνεται καὶ αἰχμαλωτίζεται καὶ αὐτὸ δὲν μποροῦν νὰ τὸ δοῦν πολλοὶ ἀμέσως, μεταθέτει τὴ διδασκαλία Του στὰ ἐξωτερικὰ ποὺ βρίσκονται μπροστὰ στὰ μάτια τους, ὥστε ἀπὸ αὐτὰ νὰ κατανοήσουν καὶ ἐκεῖνα. Ἄν ὅμως δὲν γνωρίζεις, λέγει, τί τέλος πάντων εἶναι «βλάβη τοῦ νοῦ», κατανόησέ το αὐτὸ ἀπὸ τὰ σωματικά. Ὅ,τι δηλαδὴ εἶναι γιὰ τὸ σῶμα τὸ μάτι, αὐτὸ εἶναι ὁ νοῦς γιὰ τὴν ψυχή. Ἀσφαλῶς λοιπὸν δὲν θὰ προτιμοῦσες νὰ φορεῖς χρυσὰ καὶ νὰ εἶσαι ἐνδεδυμένος μὲ ροῦχα μεταξωτά, καὶ νὰ εἶναι χαλασμένα τὰ μάτια σου, ἀλλὰ θεωρεῖς τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν σου πιὸ ποθητὴ ἀπὸ ὅλα αὐτά· διότι ἂν τὴν καταστρέψεις καὶ τὴ χαλάσεις, δὲν σὲ ὠφελεῖ πλέον νὰ ζεῖς, διότι ὅπως μὲ τὴν τύφλωση τῶν ματιῶν χάνεται τὸ μεγαλύτερο ποσοστὸ τῆς ἐνεργητικότητας τῶν ἄλλων μελῶν, ὅταν σβήσει γιὰ αὐτὰ τὸ φῶς, ἔτσι καὶ ὅταν καταστραφεῖ ὁ νοῦς σου, ἡ ζωή σου θὰ γεμίσει ἀπὸ μύρια δεινά. Ὅπως λοιπὸν στὴ φροντίδα τοῦ σώματος θέτουμε αὐτὸν τὸν σκοπό, νὰ ἔχουμε τὰ μάτια μας γερά, ἔτσι καὶ στὴν ψυχὴ σκοποῦμε νὰ ἔχουμε ὑγιῆ τὸν νοῦ. Ἄν τραυματίσουμε αὐτὸ ποὺ ὀφείλει καὶ στὰ ἄλλα νὰ παρέχει τὸ φῶς, πῶς θὰ μπορέσουμε ἂν δοῦμε; Ὅπως αὐτὸς ποὺ φράζει τὴν πηγή, ξηραίνει τὸν ποταμό, ἔτσι καὶ ὅποιος ἀφανίζει τὸν νοῦ του, θολώνει ὅλη τὴ δραστηριότητά του στὴ ζωὴ αὐτή. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν λέγει: «Ἄν τὸ δικό σου φῶς εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι πόσο εἶναι;». Ὅταν ὁ κυβερνήτης βουλιάξει καὶ σβήσει τὸ λυχνάρι καὶ ὁ ἀρχηγὸς αἰχμαλωτισθεῖ, ποιά ἐλπίδα ἀπομένει στοὺς ὑπηκόους;
Γιὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν λόγο, λοιπόν, ἀφοῦ ἄφησε νὰ ἀναφέρει τώρα τοὺς κινδύνους, τὸν φθόνο τίς φιλονικίες, τίς δίκες, ποὺ προκαλοῦνται ἐξαιτίας τοῦ πλούτου (βέβαια ἔκανε ὑπαινιγμὸ παραπάνω ὅταν εἶπε· «Θὰ σὲ παραδώσει ὁ ἀντίδικος στὸν κριτὴ καὶ ὁ κριτὴς στὸν δεσμοφύλακα» [Ματθ. 5,25] μὲ τὸ νὰ ἀναφέρει τὰ βαρύτερα καὶ χειρότερα περιστατικά, ποὺ συμβαίνουν, ἀπομακρύνει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἀπὸ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία. Πραγματικὰ εἶναι πολὺ φοβερότερο νὰ ὑποδουλωθεῖ ὁ νοῦς σου σὲ αὐτὸ τὸ πάθος παρὰ νὰ κλεισθεῖς στὴ φυλακή. Καὶ τὸ μὲν τελευταῖο δὲν συμβαίνει συχνά, τὸ πρῶτο ὅμως ἔχει συνδεθεῖ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν χρημάτων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ θέτει τὴν ὑποδούλωση τοῦ νοῦ, ἐπειδὴ ἕνα βαρύτερο κακό, μετὰ τὴ φυλάκιση, ποὺ ὁπωσδήποτε βέβαια συμβαίνει. «Ὁ Θεός», λέγει, «μᾶς ἔδωσε νοῦ, γιὰ νὰ διαλύσουμε τὴν ἄγνοιά μας καὶ νὰ σχηματίσουμε ὀρθὴ κρίση γιὰ τὰ πράγματα κι ἀκόμη νὰ μείνουμε ἀσφαλισμένοι ἔναντι ὅσων μᾶς λυποῦν καὶ μᾶς βλάπτουν χρησιμοποιῶντας αὐτὸν ὡς κάποιο ὅπλο καὶ φῶς».
Ἐμεῖς ὅμως σπαταλοῦμε τὸ χάρισμα σὲ περιττὰ καὶ ἀνώφελα. Τί ὠφελοῦν οἱ χρυσοντυμένοι στρατιῶτες, ὅταν ὁ στρατηγὸς σύρεται στὴν αἰχμαλωσία; Ποιό τὸ κέρδος ἀπὸ τὸ στολισμένο πλοῖο, ὅταν ὁ κυβερνήτης καταποντισθεῖ; Καὶ τί ἀξία ἔχει τὸ τέλειο σῶμα, ὅταν ἀπὸ τὰ μάτια ἀποκοπεῖ ἡ ὅραση; Δηλαδή, ὅπως ἀκριβῶς ὁ γιατρὸς ποὺ ὀφείλει νὰ παραμένει ὑγιὴς γιὰ νὰ θεραπεύει τίς ἀσθένειες, ἐὰν κάποιος, ἀφοῦ τὸν κάνει νὰ ἀσθενήσει, ὁρίσει ἔπειτα νὰ εἶναι ξαπλωμένος ὡς ἀσθενὴς σὲ ἀσημένιο κρεβάτι καὶ χρυσὸ θάλαμο, δὲ θὰ προσφέρει καμία ὠφέλεια στοὺς ὑπόλοιπους ἀρρώστους, κατὰ ὅμοιο τρόπο ἄν, ἀφοῦ καταστρέψεις τὸν νοῦ ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ θεραπεύει τὰ πάθῃ, καθίσεις δίπλα στὸν θησαυρό σου, ὄχι μόνο δὲν θὰ ἔχεις καμία ὠφέλεια, ἀλλὰ θὰ πάθεις μεγίστη ζημία καὶ τὴν ψυχή σου ὁλόκληρη θὰ βλάψεις.
Εἶδες πὼς διαμέσου ἐκείνων μὲ τὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν σὲ κάθε περίπτωση τὴν πονηρία, μὲ αὐτὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ αὐτὴν καὶ τοὺς ἐπαναφέρει στὴν ἀρετή; Γιὰ ποιό λόγο, ρωτάει, ἐπιθυμεῖς τὰ χρήματα; Ὄχι γιὰ νὰ χαρεῖς τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν ἀπόλαυση; Αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν θὰ τὸ δοκιμάσεις μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐντελῶς ἀντίθετο. Ἄν μὲ τὴ στέρηση τῶν ματιῶν δὲν αἰσθανόμαστε κανένα ἀπὸ τὰ εὐχάριστα ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς συμφορᾶς μας, παθαίνουμε τὸ ἴδιο σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἐξαιτίας τῆς διαστροφῆς καὶ τῆς ἀναπηρίας τοῦ νοῦ.
Καὶ γιὰ ποιό λόγο τὰ κρύβεις στὴ γῆ; Γιὰ νὰ φυλάγονται μὲ ἀσφάλεια; Καὶ ἐδῶ, λέγει, συμβαίνει τὸ ἀντίθετο. «Γιὰ ποιόν λόγο», λέγει, «προσεύχεσαι καὶ ἐλεεῖς; Ἐπιθυμεῖς τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων; Μὴν προσεύχεσαι λοιπὸν γι᾿ αὐτὴν καὶ θὰ τὴν ἔχεις κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως». Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνον ποὺ νηστεύει καὶ ἐλεεῖ καὶ προσεύχεται γιὰ λόγους κενοδοξίας, τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἔλλειψη κενοδοξίας χρησιμοποιῶντας τὴν ἴδια τὴν ἐπιθυμία του, ὁμοίως καὶ τὸν φιλάργυρο τὸν ἀποσπᾷ μὲ ὅσα ἀκριβῶς τράβηξαν τὴν ἐπιθυμία του. «Τί θέλεις;», τοῦ λέγει. «Νὰ φυλάσσονται τὰ χρήματά σου καὶ νὰ ἀπολαύσεις τὴν ἡδονή; Θά σοῦ τὰ δώσω καὶ τὰ δύο μὲ μεγάλη ἀφθονία, ἂν καταθέσεις τὸ χρυσάφι σου ὅπου σοῦ ὁρίζω».
Στὰ ἑπόμενα ἔδειξε σαφέστερα τὴ βλάβη τοῦ νοῦ ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτά, ὅταν μνημόνευσε τὰ ἀγκάθια. Πρὸ ὀλίγου καὶ ἐδῶ δὲν ἔκανε αὐτὸν τὸν ὑπαινιγμὸ τυχαία, παρουσιάζοντας ὅτι εἶναι σκοτισμένος ὅποιος ἔχει αὐτὴ τὴ μανία. Καὶ ὅπως ὅσοι βαδίζουν στὰ σκοτεινὰ δὲν βλέπουν τίποτε μὲ σαφήνεια, ἀλλὰ τὸ σχοινὶ τὸ νομίζουν φίδι καὶ ἂν δοῦν βουνὰ καὶ φαράγγια πεθαίνουν ἀπὸ τὸν φόβο, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ὑποψιάζονται τὰ μὴ φοβερὰ γιὰ ὅσους βλέπουν. Τρέμουν τὴ φτώχεια καὶ ὄχι μόνο αὐτήν, ἀλλὰ καὶ τὴ ζημία ποὺ θὰ τύχαινε νὰ τοὺς συμβεῖ. Ἄν στερηθοῦν κάτι ἀσήμαντο, θρηνοῦν καὶ ὑποφέρουν περισσότερο ἀπὸ ὅσους στεροῦνται τὴν ἀπαραίτητη τροφή. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους ἔφθασαν στὴν ἀγχόνη, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντέξουν τίς κακὲς αὐτὲς ἡμέρες. Ἀλλὰ καὶ τὴν προσβολὴ καὶ τὴν κακομεταχείριση τόσο ἀνυπόφορα τὰ θεωροῦν, ὥστε πολλοὶ καὶ γι᾿ αὐτὴν τὴν αἰτία ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὴ ζωή.
Σὲ ὅλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διακονία του, τοὺς ἔκανε ὁ πλοῦτος μαλακούς. Ὅταν διατάζει νὰ τοῦ δουλεύουν, δὲν δειλιάζουν οὔτε μπροστὰ στὸ φόνο, οὔτε στὰ μαστίγια, οὔτε στὶς κατηγορίες, οὔτε σὲ κάθε ἐξευτελισμό. Τοῦτο ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀθλιότητα, νὰ δειλιάζεις περισσότερο ἀπὸ ὅλους ὅπου πρέπει νὰ δείχνεις γενναιότητα· καὶ ἐκεῖ ποὺ πρέπει νὰ εἶσαι πιὸ προσεκτικός, νὰ γίνεσαι ἀναιδέστερος καὶ θρασύτερος. Αὐτοὶ ἐδῶ παθαίνουν ὅ,τι καὶ αὐτὸς ποὺ σπαταλᾷ τὴν περιουσία του ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει. Αὐτὸς ὅταν φθάσει ὁ καιρὸς γιὰ τὴ δαπάνη ποὺ πρέπει νὰ γίνει, ἐπειδὴ δὲν ἔχει τί νὰ δώσει, ὑποφέρει ἀθεράπευτα δεινά, ἀφοῦ ἔχει ξοδέψει κακῶς πρὶν τῆς ὥρας τους τὰ δικά του.
Καὶ ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τίς πονηρὲς ἐκεῖνες τέχνες ἐπάνω στὴ σκηνή, ὑπομένουν ἕνα πλῆθος ἀπὸ ἐπικίνδυνους καὶ περίεργες ἀσκήσεις, ἐνῶ σὲ ἐργασίες χρήσιμες καὶ ἀπαραίτητες εἶναι ἀπὸ ὅλους πιὸ καταγέλαστοι, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ἐδῶ˙ διότι αὐτοὶ ποὺ βαδίζουν πάνω στὸ τεντωμένο σχοινὶ ἐπιδεικνύοντας τόσο θάρρος, ἂν κάτι ἀπὸ τὰ ἀναπόφευκτα τῆς ζωῆς ἀπαιτήσει τόλμη καὶ θάρρος, οὔτε νὰ τὸ ἐννοήσουν κάτι τέτοιο μποροῦν, οὔτε νὰ τὸ ἀνεχθοῦν. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ πλουτοῦν, ἐνῶ τολμοῦν τὰ πάντα γιὰ τὰ χρήματα, γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ οὔτε μικρὸ οὔτε μεγάλο δὲν θέλουν νὰ ὑπομείνουν. Καὶ ὅπως ἐκεῖνοι ἀσκοῦν κάτι καὶ ἐπικίνδυνο καὶ ἀνώφελο, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ὑπομένουν πολλοὺς κινδύνους καὶ πολλὲς κακοτοπιές, δὲν καταλήγουν ὅμως σὲ τέλος καλὸ καὶ ὑπομένουν διπλὸ σκότος καὶ ἀπὸ τὴ διαστροφὴ τοῦ νοῦ τυφλωμένοι καὶ ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ θολούρα τῶν φροντίδων τυλιγμένοι. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, οὔτε νὰ διακρίνουν εὔκολα κάτι δὲν μποροῦν˙ διότι ὅποιος βρίσκεται στὰ σκοτεινά, μόνο ὅταν φανεῖ ὁ ἥλιος ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Ὅποιος ὅμως ἔχει χαλασμένα μάτια, δὲν βλέπει οὔτε ὅταν φανεῖ ὁ ἥλιος. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔπαθαν καὶ αὐτοὶ ἐδῶ. Δὲν ἀντιλαμβάνονται μήτε τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης ποὺ ἔλαμψε καὶ τοὺς καλεῖ, ἐπειδὴ ὁ πλοῦτος τοὺς ἔκλεισε τὰ μάτια. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὑπομένουν διπλὸ σκότος· τὸ ἕνα ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, τὸ ἄλλο ἐπειδὴ δὲν προσέχουν τὸν Διδάσκαλο. Ἄς Τὸν παρακολουθοῦμε λοιπὸν μὲ προσοχή, γιὰ νὰ ξαναβροῦμε τέλος κάποτε τὸ φῶς μας.
Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ξαναδεῖς; Ἄν μάθεις πὼς τυφλώθηκες. Καὶ πῶς λοιπὸν τυφλώθηκες; Ἀπὸ τὴν πονηρὴ ἐπιθυμία βεβαίως. Διότι, ὅπως σὲ μάτι καθαρό, ἔρχεται, ὡς ὑγρὸ ἐρεθιστικό, ἡ ἐπιθυμία τῶν χρημάτων καὶ δημιουργεῖ πυκνὸ νέφος. Ἀλλὰ εἶναι εὔκολο καὶ νὰ σπάσει καὶ νὰ διαλυθεῖ το νέφος τοῦτο, ἂν δεχθοῦμε τὴν ἀκτῖνα ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ἄν ἀκούσουμε τίς συμβουλὲς καὶ τοὺς λόγους Του· «Μὴ θησαυρίζετε γιὰ τὸν ἑαυτό σας θησαυροὺς ἐπάνω στὴ γῆ».
«Καὶ τί θὰ κερδίσω ἀπὸ τὴν ἀκρόαση», θὰ ρωτήσει κάποιος, «ὅταν μὲ κατέχει ἡ ἐπιθυμία;». Ἀλλὰ ἀκριβῶς ἡ συνεχὴς ἀκρόαση μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει καὶ τὴν ἐπιθυμία. Καὶ ἂν ἐπιμένεις νὰ κυριαρχεῖσαι ἀπὸ αὐτήν, κατανόησε ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ἐπιθυμία. Τί εἴδους ἐπιθυμία εἶναι νὰ βρίσκεσαι σὲ σκληρὴ δουλεία, νὰ εἶσαι κάτω ἀπὸ τυραννικὸ ζυγό, κλεισμένος πίσω ἀπὸ τοὺς τοίχους μιᾶς φυλακῆς, νὰ ζεῖς στὸ σκοτάδι, νὰ εἶσαι γεμᾶτος ἀπὸ ταραχή, νὰ ὑπομένεις ἀνώφελους κόπους, νὰ φυλάττεις τὰ χρήματα γιὰ ἄλλους καὶ συχνὰ καὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς; Σὲ ποιοῦ εἴδους ἐπιθυμία ταιριάζουν αὐτά; Ποιά φυγὴ ἢ δρόμο δὲν ἀξίζουν αὐτά; Τί εἴδους ἐπιθυμία εἶναι αὐτή, νὰ ἐμπιστεύεσαι τὸν θησαυρό σου στοὺς κλέπτες; Ἄν ἐπιθυμεῖς τὰ χρήματά σου στὸ σύνολό τους, τοποθέτησέ τα ὅπου μποροῦν νὰ μείνουν ἀσφαλισμένα καὶ ἀπείρακτα· διότι αὐτὰ ποὺ κάνεις τώρα δὲν δείχνουν ἄνθρωπο ποὺ ἐπιθυμεῖ χρήματα, ἀλλὰ μαρτυροῦν δουλεία, ἐπιβουλή, ζημία, ἀγωνία ἀδιάκοπη.
Ἐσὺ ὅμως ἂν κάποιος σοῦ δείξει ἕνα μέρος ἀπαραβίαστο ἐπάνω στὴ γῆ, καὶ ἂν σὲ φέρει στὴν ἴδια τὴν ἔρημο ὑποσχόμενος τὴν ἀσφαλισμένη φύλαξη τῶν χρημάτων σου, οὔτε διστάζεις οὔτε ἐπιφυλάσσεσαι, ἀλλὰ δείχνεις ἐμπιστοσύνη καὶ μεταφέρεις ἐκεῖ τὰ χρήματά σου. Ὅταν ὅμως σοῦ ὑπόσχεται τὸ ἴδιο ὁ Θεὸς καὶ ὄχι κάποιος ἄνθρωπος καὶ σοῦ προτείνει ὄχι τὴν ἔρημο ἀλλὰ τὸν οὐρανό, πράττεις τὰ ἀντίθετα. Καὶ ὅμως, ἂν χίλιες φορὲς αὐτὰ εἶναι ἀσφαλισμένα ἐδῶ κάτω, ποτὲ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴ φροντίδα. Καὶ ἂν ἀκόμα δὲν τὰ χάσεις, δὲν θὰ ἐλευθερωθεῖς ποτὲ ἀπὸ τὴν ἀγωνία μήπως τὰ χάσεις Ἐκεῖ ὅμως δὲν θὰ ὑποφέρεις τίποτε ἀπὸ αὐτά. Καὶ ἐπιπλέον θὰ ὠφεληθεῖς, διότι δὲν κρύβεις μόνο τὸ χρυσάφι σου, ἀλλὰ καὶ τὸ σπείρεις. Τὸ ἴδιο γίνεται θησαυρὸς καὶ σπόρος καὶ κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ δύο· διότι ὁ σπόρος δὲν κρατεῖ γιὰ πάντοτε, ἐνῶ τοῦτο μένει παντοτινά. Καὶ ὁ θησαυρὸς δὲν βλαστάνει, ἐνῶ αὐτὸ σοῦ δίδει καρποὺς ἀθανάτους.
Καὶ ἂν μοῦ προβάλλεις τὸν χρόνο καὶ τὴν ἀναβολὴ τῆς ἀνταποδόσεως, μπορῶ καὶ ἐγὼ νὰ σοῦ δείξω καὶ νὰ σοῦ πῶ, πόσα καὶ ἐδῶ κερδίζεις. Χωριστὰ ὅμως ἀπὸ αὐτὰ θὰ προσπαθήσω νὰ σοῦ ἀποδείξω καὶ ἀπὸ αὐτὲς τίς βιοτικὲς φροντίδες ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν προφάσεις μάταιες. Πολλὰ στὴ ζωὴ αὐτὴ δημιουργεῖς, ποὺ δὲν πρόκειται νὰ τὰ χαρεῖς ὁ ἴδιος. Καὶ ἂν σὲ κατηγορήσει κανείς, προβάλλεις τὰ παιδιά σου καὶ τὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν σου καὶ νομίζεις ὅτι ἀνακάλυψες ἱκανοποιητικὴ δικαιολογία γιὰ περιττοὺς κόπους. Ὅταν στὰ ἔσχατα γηρατειά σου κτίζεις σπίτια μεγαλόπρεπα, ποὺ προτοῦ τελειώσουν, θὰ ἔχεις ἐσὺ πολλὲς φορὲς ἀναχωρήσει, καὶ ὅταν φυτεύεις δένδρα, ποὺ μετὰ ἀπὸ χρόνο πολὺ θὰ σοῦ δώσουν καρπό, καὶ ὅταν ἀγοράζεις περιουσίες καὶ κτήματα, ποὺ θὰ ἀποκτήσεις τὴν κυριότητά τους ἔπειτα ἀπὸ πολὺ διάστημα, καὶ ὅταν πολλὰ ἄλλα παρόμοια δημιουργεῖς, ποὺ δὲν θὰ δοκιμάσεις ἐσὺ τὴ χαρά τους, τὰ ἑτοιμάζεις τάχα γιὰ τὸν ἑαυτό σου ἢ γιὰ τοὺς ἄλλους; Δὲν εἶναι λοιπὸν ἐσχάτη ἀνοησία νὰ μὴ στενοχωρεῖσαι καθόλου ἐδῶ γιὰ τὴν ἀργοπορία τοῦ χρόνου, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ ἀπὸ τὴν ἀργοπορία αὐτὴ θὰ χάσεις ὅλη τὴν ἀμοιβή σου, γιὰ τὴν ἐκεῖ ὅμως καθυστέρηση νὰ ἀδρανεῖς, τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὴ σοῦ δίδει μεγαλύτερο κέρδος καὶ δὲν προορίζει σὲ ἄλλους τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ φέρει τίς ἀπολαβὲς σὲ ἐσένα;
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἡ ἀναβολὴ δὲν εἶναι καὶ πολλή. Τὰ πράγματα ἔχουν πλησιάσει πολὺ καὶ δὲν γνωρίζουμε μήπως καὶ στὴ δική μας γενιὰ πάρει τέλος ἡ ζωὴ αὐτὴ καὶ φθάσει ἡ φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα, ποὺ θὰ μᾶς παρουσιάσει τὸ φρικτὸ καὶ ἀδέκαστο δικαστήριο. Τὰ περισσότερα σημεῖα ἔχουν πραγματοποιηθεῖ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο ἔχει κηρυχθεῖ σὲ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου καὶ οἱ πόλεμοι καὶ οἱ σεισμοὶ καὶ οἱ λιμοὶ ἔχουν γίνει καὶ ἡ ἀπόσταση πιὰ δὲν εἶναι μεγάλη. Δὲν βλέπεις τὰ σημεῖα; Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ μεγαλύτερο σημεῖο. Οὔτε οἱ ἐπὶ Νῶε δὲν εἶχαν διακρίνει τὰ προμηνύματα τῆς καταστροφῆς ἐκείνης, ἀλλὰ ἐνῶ ἔπαιζαν καὶ ἔτρωγαν καὶ νυμφεύονταν καὶ ἔπρατταν ὅλα τὰ συνηθισμένα τῆς ζωῆς, τοὺς βρῆκε ἡ φοβερὴ ἐκείνη τιμωρία. Τὰ ἴδια καὶ στὰ Σόδομα: ἐνῶ διασκέδαζαν καὶ δὲν ὑποψιάζονταν τίποτε, κεραυνοβολήθηκαν ἀπὸ τοὺς κεραυνοὺς ποὺ ἔπεσαν.
Αὐτὰ ἂς ἔχουμε στὸν νοῦ μας καὶ ἂς κατευθύνουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν προετοιμασία τῆς ἀποδημίας μας ἀπὸ ἐδῶ. Διότι καὶ ἂν ἀκόμη δὲν φθάσει ποτὲ ἡ κοινὴ ἡμέρα τῆς συντέλειας, τὸ τέλος τοῦ καθενὸς μας εἶναι πλησίον, εἴτε γέροντας εἶναι εἴτε νέος. Καὶ δὲν μποροῦμε, ὅταν φύγουμε ἀπὸ ἐδῶ, οὔτε λάδι πιὰ νὰ ἀγοράσουμε, οὔτε νὰ παρακαλέσουμε καὶ νὰ λάβουμε συγγνώμη, εἴτε ὁ Ἀβραὰμ μεσολαβήσει, εἴτε ὁ Νῶε, ὁ Ἰὼβ ἢ ὁ Δανιήλ. Ἕως ὅτου λοιπὸν ἔχουμε καιρό, ἂς ἑτοιμάσουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τώρα γιὰ τότε τὴν παρρησία μας πολλή, ἂς συγκεντρώσουμε τὰ πάντα στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τὰ ἀπολαύσουμε τὴν κατάλληλη ὥρα καὶ ὅταν τὰ χρειαζόμαστε, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG Migne/John%20Chrysostom PG%2047-64/In%20Matthaeum.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλίες ΙΘ΄και Κ΄, πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» (ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1978, τόμος 9, σελίδες 685-727.
• Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 64, σελ. 81-92.
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου