ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ [:Λουκᾶ 7,11-16]
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
μὲ θέμα:
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΑΣ
[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 19-10-1986]
(Β166)
Ἡ σκηνή, ἀγαπητοί μου, τῆς ἀναστάσεως τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν, περιγράφεται λιτὰ μὲν ἀλλὰ πολὺ ζωηρά. Μὲ ἕνα Του λόγο ὁ Κύριος, ὅπως ἀκούσαμε στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀνέστησε ἐκεῖνο τὸ παλληκάρι ποὺ ἦταν μοναχοπαίδι ἐκείνης τῆς φτωχιᾶς, χήρας γυναίκας. Καὶ τοῦ εἶπε: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι». «Νεανίσκε, νέε μου, σὲ ἐσένα τὸ λέγω· σήκω ἐπάνω». Καὶ ὁ νεανίσκος ἀνεστήθῃ.
Φόβος καὶ ἔκσταση κατέλαβε τὸν λαό, ὅπως μᾶς περιγράφει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Καὶ πολὺ δίκαια, ἔβγαλε τὸ συμπέρασμα ὁ λαὸς «ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ».
Ἀλλά, ἀγαπητοί μου, καὶ σήμερα στὴν ἐποχή μας ἡ νεότητα παρουσιάζει μία χειρότερη νέκρωση. Καὶ αὐτὴ ἡ νέκρωση εἶναι πνευματική. Καὶ ὅπως στὴ βιολογικὴ νέκρωση ἑνὸς νέου ἀνθρώπου λέμε ὅλοι «κρίμα, νέο παιδί, νέος ἄνθρωπος πέθανε» καὶ ὑπάρχει καὶ πολὺ πένθος, ἔτσι, πολὺ περισσότερο πένθος ὑπάρχει ὅταν δὲν εἶναι ἕνα πρόσωπο, ἀλλὰ εἶναι ὁλόκληρη ἡ νεολαία. Τότε ἀνήκει στὴ νέκρωση τῆς νεολαίας πολὺς ὀδυρμὸς καὶ πολλὰ δάκρυα. Περπατᾶμε στὸν δρόμο καὶ βλέπουμε αὐτοὺς τοὺς ζωντανοὺς νεκροὺς ποὺ ἀνήκουν στὴ νεολαία μας. Καὶ σᾶς βεβαιώνω, κλαίει ἡ ψυχή, κλαίει ἀσφαλῶς ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ καταλαβαίνουν, μποροῦν νὰ νιώθουν, νὰ προσδιορίζουν καὶ νὰ πενθοῦν. Καὶ πενθοῦν. Καὶ ὀδύρονται. Ὅταν βλέπουν περιφερομένους νεκροὺς ἀπὸ τὴ νέα γενεά, ἀπὸ τὰ παιδιά μας, ἀπὸ τὴ νεολαία μας.
Ἀλλὰ ἐὰν ὁ Κύριος ὅμως, ἀγαπητοί μου, πραγμάτωσε τρεῖς ἀναστάσεις, τόσες τοὐλάχιστον ἀναγράφονται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, πιθανότατα πολλοὺς ἄλλους εἶχε ἀναστήσει, ὅμως πολὺ περισσότερες πνευματικὲς νεκραναστάσεις ὁ Κύριος ἐπιτελεῖ. Καὶ ἐπιτελοῦσε καὶ ἐπιτελεῖ καὶ θὰ ἐπιτελεῖ.
Ἀλλὰ ἂς δοῦμε τὰ πράγματα ἀπὸ πιὸ κοντά, ὅπως μᾶς τὰ περιγράφει τὸ ἱερὸ κείμενο. Λέγει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ὅταν ἐξήρχετο ἐκείνη ἡ συνοδεία τοῦ νεκροῦ ἀπὸ τὴν πύλη τῆς πόλεως Ναΐν, εἰσήρχετο εἰς τὴν πόλιν ὁ Κύριος μὲ μία πολὺ μεγάλη συνοδεία πολλῶν ἀνθρώπων, θαυμαστῶν Του, ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν. Εἶδε το πένθος ὁ Κύριος. Εἶπε στὴ μητέρα: «Μὴ κλαῖε», «μὴν κλαῖς». Καὶ τότε «προσελθών», λέει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, «ἥψατο τῆς σοροῦ». Τότε λέγει, ἀφοῦ προσῆλθε, ἤγγισε τὴν σορό. Τὸ φέρετρο δηλαδὴ καὶ τὸν νεκρὸ ποὺ ἦταν μέσα στὸ φέρετρο. Βλέπει κανεὶς ἐδῶ ὅτι ὑπάρχει ἀνάγκη ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ προσεγγίσει τὴν νεκρωμένη νεολαία.
Αὐτὴ ἡ προσέγγιση ὅμως πῶς μπορεῖ νὰ νοηθεῖ; Λέμε ὅτι πρέπει νὰ προσεγγίσει ὁ Ἰησοῦς τὴ νεολαία. Πῶς τὸ καταλαβαίνουμε αὐτό; Πῶς τὸ ἐννοοῦμε; Αὐτὴ ἡ προσέγγιση γίνεται μέ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ Θεὸς δίνει τὴ χάρη Του, ὅπως ἀκριβῶς οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου ἀναδεύουν καὶ ἀντικείμενα καὶ πρόσωπα, ἔτσι, οἱ ἀκτῖνες τῆς θείας Χάριτος νὰ ἔλθουν νὰ ἀναδεύσουν, νὰ χαϊδεύσουν, νὰ ἐγγίσουν, νὰ προσάψουν, νὰ χαϊδέψουν, ὅπως σᾶς τὸ εἶπα, ἀλλὰ νὰ ἔρθει καὶ τὸ δεύτερο στοιχεῖο. Ὁ ζωντανὸς λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ προσφέρεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ χάρις λοιπὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ζωντανὸς λόγος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ ζωντανὸς λόγος, ποὺ ἔρχεται ἀπ᾿ ἔξω καὶ προσφέρεται, πρέπει νὰ βρεῖ σημεῖα ἐπαφῆς. Προσέξτε, ὁ Κύριος λέει, «ἤγγισεν» ἐκεῖνον τὸν νεκρό. Πρέπει λοιπὸν νὰ βρεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ αὐτὰ τὰ σημεῖα τῆς ἐπαφῆς στὴ νεκρὴ νεολαία. Ἀλλὰ ἐδῶ χρειάζεται ὅμως πάρα πολλὴ προσοχή· διότι ὅταν λέμε «σημεῖα ἐπαφῆς» δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία θὰ προβεῖ σὲ ἀβαρίες γιὰ νὰ κερδίσει τοὺς νέους. Ὑπάρχει μία παρανόησις ἐδῶ. «Νὰ βάλουμε ὄργανα μουσικά, ἐπειδὴ ἡ νεολαία μας ἀγαπάει τὴ μουσική, νὰ τὰ βάλουμε μέσα στὴ λατρεία γιὰ νὰ προσελκύσουμε», λέμε. Ἐπειδὴ μάλιστα ἀρέσει ὁ ρυθμὸς τῆς τζάζ, νὰ βάλουμε μουσικὴ ποὺ νὰ εἶναι στὸ ρυθμὸ τῆς τζάζ, γιὰ νὰ προσελκύσουμε τὴ νεολαία. «Τί κάνετε ἐκεῖ;», ἐρωτοῦμε. «Μά, σημεῖα ἐπαφῆς βρίσκουμε ἀνάμεσα στὴν Ἐκκλησία, στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, κυρίως τοὺς νέους». Λάθος βέβαια. Λάθος ἀγαπητοί. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει καμία ἀβαρία.
Ἔχει ἀποδειχθεῖ περίτρανα ὅτι ὅταν προσφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀτόφιος, καθαρός, ἀνόθευτος καὶ μὲ πολλὴ ἀγάπη, μὲ πολλὴν ἀγάπη, ἀγάπη ποὺ φθάνει καὶ ξεπερνᾷ τὰ ὅρια τῆς αὐτοθυσίας, τότε δημιουργοῦνται σημεῖα ἐπαφῆς. Δὲν χρειάζεται τίποτα νὰ τροποποιήσουμε. Ἀρκεῖ νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ζωντανός, καθαρός, ἐπαναλαμβάνω, καὶ μὲ ἀγάπη· γιατί ἡ ψυχὴ ζητάει τὸ ἀληθινό, ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεται μὲ ἀλήθεια καὶ αὐτὸ ποὺ προσφέρεται μὲ ἀγάπη. Συνεπῶς, ὅταν λέμε «προσέγγισις», «εὕρεσις σημείων ἐπαφῆς», δὲν σημαίνει καθόλου ὅτι πρέπει νὰ προβοῦμε σὲ ὑποχωρήσεις καὶ ἀβαρίες τέτοιες ποὺ τελικὰ φθάνουμε κατὰ διαλεκτικὸ τρόπο, φθάνουμε, ἀγαπητοί μου, ἐκεῖνο ποὺ προσφέρουμε νὰ μὴ σώζει. Καὶ μιὰ προσφορὰ λόγου Θεοῦ ποὺ δὲν σώζει, μία Ἐκκλησία ποὺ δὲν σώζει, εἶναι περιττὸ νὰ προσφερθεῖ.
«Νεανίσκε», λέει ὁ Κύριος. Νεανίσκε. Ὡραία προσφώνησις τοῦ Κυρίου: «Νεανίσκε». «Νέε μου»· ποὺ φανερώνει... ὄχι τὸ ὄνομα, ἀλλὰ φανερώνει τὴν ἡλικία. Πράγματι ἡ ἐφηβικὴ ἡλικία καὶ ἡ νεανικὴ ἡλικία εἶναι ἡ πιὸ ὄμορφη ἡλικία. Ἀλλὰ καὶ ἡ πιὸ σκληρὴ καὶ ἡ πιὸ δύσκολη. Συμπαθής, ἀλλὰ δύσκολη ἡλικία. Ἔτσι ποὺ πολλὲς φορές, ἂν κανεὶς μεγαλώσει καὶ κοιτάξει πίσω τὴ ζωή του, μπορεῖ νὰ βλέπει στὰ νεανικά του χρόνια καὶ νὰ τὰ νοσταλγεῖ. Ἀλλὰ ὅταν βλέπει πόσο δύσκολα πέρασε, νὰ εὔχεται νὰ μὴν ξαναγύριζε στὰ νεανικά του χρόνια. Προβλήματα, πολλὰ προβλήματα. Προβλήματα ὑπαρξιακά. Ἕνας νέος ἄνθρωπος στέκεται μπροστὰ στὴ ζωὴ καὶ ἀναρωτιέται ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, ποιοὶ εἶναι οἱ ἄλλοι, ποιός εἶναι ὁ Θεός, τί ὑπάρχει. Ἔχει ψυχή; Δὲν ἔχει ψυχή; Ποιό εἶναι τὸ μέλλον τοῦ ἀνθρώπου; Ποιός ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεως; Αὐτὰ τὰ λεγόμενα «ὑπαρξιακὰ προβλήματα», γιὰ ἕναν νέο ποὺ σκέπτεται, εἶναι βασανιστικά. Καὶ ὁ πιὸ ἐπιπόλαιος ἀκόμη νέος, ἔχει στιγμὲς ποὺ φθάνει σὲ ἕνα ἀδιέξοδο. Καὶ μπορεῖ νὰ ἀναρωτιέται καὶ νὰ λέγει: «Ἀξίζει νὰ ζεῖ κανεὶς ἢ νὰ μὴ ζεῖ;».
Προβλήματα ἐπαγγελματικά. Τὸ βλέπομε καθαρὰ αὐτὸ στὰ παιδιά μας. Τί θὰ ἀκολουθήσουν καὶ πῶς θὰ ἐπιτύχουν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο θέλουν νὰ ἀκολουθήσουν. Προβλήματα ἠθικά. Πῶ πῶ, προβλήματα ἠθικά! Προβλήματα πνευματικοῦ προσανατολισμοῦ. «Τί θὰ ἀκολουθήσω; Πῶς θὰ προσανατολισθῶ στὴ ζωή μου;». Προβλήματα σχέσεων. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο μάλιστα τὸ τονίζομε, γιατί τὸ βλέπομε ἀνάγλυφο στὴν ἐποχή μας. Βλέπομε ἀγαπητοί μου τοὺς νέους νὰ μὴν ἔχουν ἀγαθὲς σχέσεις μὲ τοὺς γονεῖς τους, μὲ τὸ σπίτι τους γενικά, μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν κοινωνία. Ὁ ἀναρχισμός, ἐκεῖνο τὸ ἀνέμελο, ἐκεῖνο τὸ «δὲν μὲ νοιάζει», ἐκεῖνο τὸ «δὲν βαριέσαι», ἐκεῖνο τὸ «ἐγὼ εἶμαι καὶ κανεὶς ἄλλος στὸν κόσμο» δημιουργεῖ φοβερὰ προβλήματα σχέσεων. Τόσο ποὺ μόνα αὐτὰ νὰ ὑπῆρχαν, θὰ λέγαμε ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι περιττά. Ἀλλὰ ἂν τὸ θέλετε, ἐπειδὴ ὅλα τὰ ἄλλα ὑπάρχουν, γι᾿ αὐτὸ ὑπάρχει πρόβλημα ὀξύτατο σχέσεων.
Ποιός ὅμως θὰ λύσει αὐτὰ τὰ προβλήματα; Ποιός ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό; Πρέπει νὰ ἀντιληφθεῖ ἡ νεολαία μας ὅτι ματαιοπονεῖ στὶς ἀναζητήσεις της, στὴν κουλτούρα, στὶς ὑλιστικὲς καὶ πολιτικὲς θεωρίες, στὶς ἡδονὲς καὶ τὰ ναρκωτικά. Ματαιοπονεῖ. Δὲν θὰ βρεῖ τίποτε ἐκεῖ. Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν σὲ ἕνα ἀδιέξοδο, σὲ ἕνα χάος. Καὶ τότε ἔρχεται ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου: «Νεανίσκε, σοὶ λέγω...».... «Νεανίσκε, σὲ σένα μιλάω, σὲ ἐσένα μιλάω. Σὲ ἐσένα. Ἐγὼ ὁ Ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Ἐγὼ ποὺ στάθηκα νήπιο, Ἐγὼ ποὺ στάθηκα ἔφηβος καὶ νέος, ἐπέρασα τὴν ἀνθρώπινη αὐτὴ ἡλικία, αὐτὴ ποὺ τώρα περνᾷς ἐσύ, Ἐγὼ εἶμαι Ἐκεῖνος, ὁ μαθὼν ἀνθ᾿ ὧν ἔπαθον. Εἶμαι Ἐκεῖνος ποὺ ἔχω μάθει, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχω πάθει. Δηλαδὴ Ἐγὼ ποὺ δοκίμασα τὴ ζωή, Ἐγὼ ποὺ πειράστηκα ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ σὲ πειράζει καὶ ἐσένα, τὸν ἐνίκησα ὅμως. Καὶ τὸν κόσμον ἐνίκησα. Καὶ τὸν διάβολο ἐνίκησα. Κι ἔμεινα χωρὶς ἁμαρτία. Νέε μου, νεανίσκε μου, ὁμιλῶ σὲ ἐσένα προσωπικά. Ἐσὺ ποὺ ζεῖς τόσο ἔντονα τὴν πνευματικὴ κρίση τῆς ἐποχῆς σου. Ἐσὺ ποὺ ἔχεις βαθιὲς ἐμπειρίες τῆς ἁμαρτίας. Ἐσὺ ποὺ στράφηκες ἀκόμα καὶ ἐναντίον μου. Σὲ ἐσένα στρέφομαι, νέε μου. Σὲ θεωρῶ φίλο μου καὶ θέλω νὰ σὲ βοηθήσω. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νά σὲ βοηθήσει καὶ νὰ σὲ νεκραναστήσει. Στρέψου σὲ ἐμένα, ὄχι γιὰ νὰ μὲ πολεμήσεις, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὲ ἀκούσεις. Τί ἔχω νὰ σοῦ πῶ; Ἐγέρθητι! Σήκω ἐπάνω. Νεανίσκε, σοὶ λέγω· ἐγέρθητι. Σήκω ἐπάνω. Ἐγέρθητι. Ναί. Σήκω ἐπάνω. Ἐγὼ ὁ Κύριός σου εἶμαι Ἐκεῖνος ποὺ σὲ δημιούργησα σὲ ὀρθία κατάσταση· ποὺ εἶναι ἔκφρασις, γιατί περπατᾷς στὰ δυό σου ποδάρια, ἔκφρασις ὅτι εἶσαι ἐσὺ κύριος τῆς Δημιουργίας, ὅτι ἐσὺ εἶσαι βασιλιᾶς καὶ κυρίαρχος τοῦ παντός. Ναί. Γι᾿ αὐτὸ Ἐγὼ ὁ Κύριός σου λέγομαι: «Κύριος τῶν κυριευόντων». Ποιῶν κυριευόντων; Τῶν κυριευόντων ἀνθρώπων. Γι᾿ αὐτὸ Ἐγὼ λέγομαι «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων». Εἶμαι ὁ βασιλιᾶς τίνων; Ἐκείνων ποὺ βασιλεύουν. Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ βασιλεύουν; Οἱ ἄνθρωποι. Γιατί ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴσαστε οἱ κύριοι καὶ οἱ βασιλεῖς. Κι Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ Βασιλιᾶς τῶν βασιλευόντων. Ἔτσι, ἡ ὀρθία στάση, ποὺ Ἐγὼ σὲ ἔχω ἔτσι δημιουργήσει, εἶναι ἔκφραση τῆς δικῆς μου εἰκόνος στὴ δική σου τὴν ὕπαρξη. Αὐτὴ ἡ ὀρθία στάσις ἀκόμα δείχνει, ἐκφράζει, μία ἀναζήτηση ἐμοῦ τοῦ Δημιουργοῦ σου.
Ἐκφράζει ἀκόμα μία διαφοροποίηση τῆς δικῆς σου τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων ζώων. Γι᾿ αὐτό, σὲ τιμὴ ὄντας, δὲν πρέπει νὰ συγκρίνεσαι μὲ τὰ ζῶα. Οὔτε νὰ κατεβαίνεις στὸ ἐπίπεδό τους καὶ νὰ ἐπιθυμεῖς νὰ τοὺς μοιάσεις. Εἶσαι εὐγενοῦς καταγωγῆς. Μὴν πέφτεις στὰ πάθη ποὺ σὲ ἐξομοιώνουν μὲ τὰ ζῶα. Σοῦ ἔδωσα ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς Δημιουργίας. Μὴν ἀναζητᾷς τὸ παραπάνω. Σοῦ ἔδωσα τὸ κρασί, ποὺ εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου. Μὴ μεθᾷς. Σοῦ ᾿δωσα τὸ ψωμί, ποὺ στηρίζει καρδίαν ἀνθρώπου. Μὴν γίνεσαι κοιλιόδουλος. Σοῦ ἔδωσα ὅλη τὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς, σοῦ ἔδωσα νὰ χαίρεσαι κι οἱ αἰσθήσεις σου ἀκόμη. Μὴν τρυγᾷς στὴν πορνεία. Μὴν πηγαίνεις καὶ γίνεις κυνηγὸς τῶν ἡδονῶν τοῦ βίου τούτου. Πρόσεξε. Ὅταν κάνεις αὐτά, ἐνῶ σὺ εἶσαι τιμημένος, ὑπάρχων ἐν τιμῇ, ἔρχεσαι καὶ ἐξομοιοῦσαι μὲ τὰ ζῶα. Κάτι περισσότερο. Κατεβαίνεις πιὸ κάτω ἀπὸ τὰ ζῶα.
Ὁ θάνατος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ὀριζοντιοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο. Τὸν ξαπλώνει κάτω. Τὸν κάνει πτῶμα. Ἀπὸ τὸ «πίπτω». Τὸν κάνει πτῶμα τὸν ἄνθρωπο. Ὁ θάνατος. Ἀλλὰ Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ζωή, ποὺ ἔρχομαι νὰ σοῦ πῶ: «Νεανίσκε· σήκω ἐπάνω». Νεολαία, σήκω ἐπάνω. Στὴν ἐποχή σου, νέε μου, οἱ ἄνθρωποι περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα! Ἐνῶ Ἐγώ τοὺς ἔκανα νὰ περπατοῦν μὲ τὰ δύο. Καὶ περπατῶντας μὲ τὰ τέσσερα, δὲν ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ κοιτάξουν ψηλά. Πραγματικὰ θεωροῦν μόνο ὅ,τι βλέπουν. Ὅ,τι δὲν βλέπουν, τὸ ἀγνοοῦν. Ὅ,τι εἶναι χῶμα, αὐτὸ μόνο βλέπουν, γιατί βλέπουν χάμω. Ὅ,τι εἶναι ὑλικό, αὐτὸ βλέπουν. Καὶ ὅ,τι εἶναι παθιασμένο, αὐτὸ ζοῦν. Περπατῶντας μὲ τὰ τέσσερα, δὲν μποροῦν νὰ σηκώσουν τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδία πρὸς Ἐμένα, νὰ μὲ ἀναζητήσουν καὶ νὰ μὲ ἀναγνωρίσουν. Νέε μου, ζεῖς σὲ μιὰ ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι περπατοῦν μὲ τὰ τέσσερα».
Ἀγαπητοί, ἔτσι ὁμιλεῖ ὁ Κύριος στὸν κάθε νέο, στὴ νεολαία μας. Ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ μεγάλοι... ὦ ἐμεῖς οἱ μεγάλοι... Ἐμεῖς οἱ μεγάλοι εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ ὁδηγοῦμε τὴν νεολαία στὸ νεκροταφεῖο γιὰ ἐνταφιασμό. Ἐμεῖς κρατᾶμε τὸ φέρετρο, ἐμεῖς οἱ μεγάλοι, τὸ φέρετρο τῆς νεολαίας. Δὲν ἀφηνίασε ἡ νεολαία μόνη της. Ἐμεῖς οἱ μεγάλοι τῆς βγάλαμε τὰ χαλινάρια, ἀφαιρέσαμε τὰ μή, τοὺς νόμους, τίς ἐντολές, τὰ κάγκελα, καὶ τοὺς εἴπαμε ὅτι εἶναι ἐλεύθεροι καὶ ὅτι μπορεῖ νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν καὶ μποροῦν νὰ κινοῦνται ὅπως θέλουν. Κι ἂν ἀκόμη στραφοῦν ἐναντίον μας καὶ μᾶς φτύσουν, θὰ τοὺς ποῦμε: «Καλὰ κάνατε, παιδιά μας!». Ἐμεῖς λοιπὸν ἀφαιρέσαμε ὅλα αὐτά, τὰ χαλινάρια τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἀνθρωπιᾶς. Κι ἔφτασε ἡ νεολαία νὰ ἀφηνιάσει.
Ἀλλὰ ὅταν ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, ἐπλησίασε τὸ φέρετρο ἐκείνου τοῦ νέου της Ναΐν, λέγει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής: «Οἱ βαστάζοντες ἔστησαν». Ἐκεῖνοι ποὺ κρατοῦσαν τὸ φέρετρο, στάθηκαν. Ναί. Ἄς σταματήσουμε κι ἐμεῖς, οἱ βαστάζοντες τὸ φέρετρο τῆς νεολαίας. Ναί, τῆς νεολαίας, τοῦ νέου λαοῦ, τοῦ «κτιζομένου λαοῦ», ὅπως λέγει ὁ Ψαλμωδός [Ψαλμ. 101,19]· ποὺ τὴν ὁδηγοῦμε στὸν θάνατο καὶ στὸ σωματικὸ καὶ τὸν πνευματικό, μὲ τοὺς σάπιους νόμους μας, μὲ τὴ χαλασμένη λογική μας, μὲ τὴ διεφθαρμένη ἀγωγή μας, μὲ τοὺς θανατηφόρους προσανατολισμοὺς ποὺ δίνομε στοὺς νέους μας, μὲ τὴν ἀποστασία ποὺ δημιουργήσαμε. Ἄς σταματήσουμε. Ἄς δώσουμε τὴν εὐκαιρία στὸν Χριστὸ νὰ πλησιάσει τὴ νεκρωμένη νεολαία μας. Κι Ἐκεῖνος θὰ τὴν ἀναστήσει. Καὶ θὰ τὴν ἀποδώσει πάλι στὴ μητέρα Ἐκκλησία καὶ στὴ μητέρα της τὴν πατρίδα. Κάποτε, ἂς τὸ ἀντιληφθοῦμε, μόνον ὁ Χριστὸς ἀνέστηνε τοὺς νεκρούς· τοὺς σωματικὰ καὶ πνευματικὰ νεκρούς. Γιατί Αὐτὸς εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάστασις.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή
μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια:
Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• http://www.theognosia.gr/el/kyriakodromio (ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κυρίου Ἀθανασίου Κ.)
• http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_337.mp3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου