Οἱ γονεῖς ποὺ ἔχουν τὴν οἰκονομικὴ δυνατότητα, ἔχουν εὐθύνη νὰ φροντίσουν γιὰ τὸ μέλλον τῶν παιδιῶν τους. Φυσικά, τὸ κυριώτερο εἶναι νὰ τοὺς δώσουν καλὴ ἀνατροφή, μετὰ νὰ τὰ μορφώσουν ἢ νὰ τὰ στείλουν νὰ μάθουν κάποια τέχνη, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ζήσουν, καὶ ὕστερα νὰ τοὺς ἐξασφαλίσουν ἕνα σπιτάκι κ.λπ.
Ὅταν τὸ 1924 ἡ οἰκογένειά μας ἦρθε στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, τότε μὲ τὴν Ἀνταλλαγή, ὁ πατέρας μου, ὡς πρόεδρος τοῦ χωριοῦ, φρόντισε νὰ τακτοποιήση ὅλους τοὺς συγχωριανούς μας. Τὴν οἰκογένειά μας τὴν ἄφησε τελευταία.
Ἀργότερα τὰ μεγαλύτερα ἀδέλφια μου τοῦ παραπονέθηκαν. «Ὅλους τοὺς φρόντισες, πατέρα, εἶπαν, ἐμᾶς δὲν μᾶς σκέφτηκες». Ἂν εἶναι κανεὶς μόνος του, μπορεῖ ὅλα νὰ τὰ δώση καὶ νὰ ἀδιαφορήση γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ αὐταπάρνηση, ἀπὸ ἀρχοντιά, ἀλλά, ἂν ἔχη οἰκογένεια, πρέπει νὰ σκεφθῆ καὶ τὴν οἰκογένειά του.