Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

Ἐπίσκ. Αὐγουστῖνος Καντιώτης: Πῶς νά παρηγορηθοῦμε στίς θλίψεις (Μέρος 5ο)

 

Ὅλες οἱ ἀναρτήσεις τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη
«Πῶς νὰ παρηγορηθοῦμε στὶς θλίψεις» ΕΔΩ

«Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε·ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16,33) (*).

Tὸ χωρίο αὐτό, εὐσεβὲς ἐκκλησίασμα, εἶναι παρμένο ἀπὸ τὸ πρῶτο εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσατε σήμερα. Εἶναι οἱ ἀποχαιρετιστήριες λέξεις ποὺ εἶπε ὁ Κύριος ὅταν τελείωσε ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος. Ὁ τόνος τῆς φωνῆς του εἶναι μελαγχολικός·

Ὕστερα ἀπὸ ἐμένα «θὰ δοκιμάσετε πολλὲς θλίψεις στὸν κόσμο αὐτόν· ἀλλὰ μὴ φοβᾶστε, ἐγὼ ἐνίκησα τὸν κόσμο» (Ἰω. 16,33). Πράγματι, ἂν κάποιος ἀπὸ τὰ ἑκατομμύρια καὶ δισεκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔζησαν καὶ ζοῦν στὸν πλανήτη αὐτόν, πόνεσε πολὺ καὶ μπορῆ νὰ ὀνομασθῆ ἄνθρωπος τοῦ πόνου καὶ τῶν θλίψεων, εἶναι ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου, εἶναι ὁ ἐσταυρωμένος μας Κύριος. «Ἀλλά», λέει, «θαρσεῖτε, ἐγὼ ἐνίκησα τὸν κόσμο».

Ἡ ζωὴ τοῦ Θεανθρώπου, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος στὸν κόσμο μέχρι τὴ στιγμὴ ποὺ εἶπε τὸ «Τετέλεσται» στὸ σταυρό, ἦταν ζυμωμένη μὲ τὸ δάκρυ, μὲ τὸν πόνο, μὲ τὴ θλῖψι.

Ρίξτε ἕνα βλέμμα στὸν Ἐσταυρωμένο

Ρίξτε, ἀγαπητοί μου, ἕνα βλέμμα στὸν Ἐσταυρωμένο. Ὅταν ἦρθε στὸν κόσμο, δὲν ὑπῆρχε τόπος γιὰ νὰ γεννηθῆ. Σ᾿ ἕνα βρωμερὸ καὶ ἀκάθαρτο σπήλαιο, μέσα στὴ φάτνη τῶν ἀλόγων τὸν τοποθέτησε ἡ ἁγία του Μητέρα. Νήπιο τὸν κατεδίωξε ὁ Ἡρώδης καὶ ἔφυγε πρόσφυγας στὴν Αἴγυπτο.

Ἔζησε ὡς ὁ πτωχότερος τῶν ἀνθρώπων. Περιφρονεῖτο ἀπὸ τὶς ἀνώτερες τάξεις τῆς κοινωνίας. Ἐθεωρεῖτο ὡς «υἱὸς τοῦ τέκτονος» (Ματθ. 13,55), ὁ «γράμματα μὴ μεμαθηκώς» (Ἰω. 7,15). Ὑβρίσθη, διεβλήθη, ἐσυκοφαντήθη ὅσο κανένας ἄνθρωπος στὸν κόσμο.

Αὐτός, ποὺ ἦτο ἀμόλυντος καὶ εἶπε «Τίς ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» (Ἰω. 8,46), ὠνομάσθη «φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. 11,19. Λουκ. 7,34).

Αὐτός, ποὺ ἀγάπησε τὸν λαὸ ὅσον οὐδεὶς ἄλλος καὶ ἀγκάλιασε τοὺς πονεμένους καὶ περιφρονημένους καὶ «πεφορτισμένους» (Ματθ. 11,28), ὠνομάσθη λαοπλάνος, δημεγέρτης, δημαγωγός, ἀπατεών, ἀγύρτης (πρβλ. Ματθ. 27,63).

Αὐτός, ποὺ ἦτο Βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων, ὠνομάσθη ἀπὸ τὰ Ἰουδαϊκὰ καθάρματα, τοὺς γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, –Θεέ μου, συχώρεσέ μου– «σατανᾶς» καὶ «Βεελζεβούλ» (βλ. Ματθ. 10,25· 12,24-27. Μᾶρκ. 3,22,23,26. Λουκ. 11,15-19).

Αὐτός, ποὺ ἡ διάνοια του ἦτο ἥλιος ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο, ὠνομάσθη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του τρελλός (βλ. Μᾶρκ. 3,21).

Κανένας ἄνθρωπος δὲν ἐσυκοφαντήθη καὶ διεβλήθη ὅσον ὁ Χριστός. Μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε ποιά θλῖψι δοκίμαζε ὁ Χριστὸς ὅταν ἄκουε τὰ ψεύδη, τὶς διαβολές, τὶς συκοφαντίες, τὶς διαστρεβλώσεις ἐκ μέρους τῶν ἐχθρῶν του;

Δὲν ἦταν ὅμως μόνο αὐτὲς οἱ θλίψεις ποὺ ἐδοκίμασε ὁ Χριστός· ὑπῆρχαν καὶ χειρότερες, καὶ αὐτὲς προέρχονται ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν μαθητῶν του. Ὤ οἱ μαθηταί του! Δὲν τὸν καταλάβαιναν καθόλου. Ἄλλα ἔλεγε ὁ Χριστὸς καὶ ἄλλα αὐτοὶ ἐννοοῦσαν. Ὁ νοῦς τους χαμηλός, ἡ σκέψι τους εὐτελής, τὰ αἰτήματά τους γήινα. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε· «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε» (Ματθ. 20,22. Μᾶρκ. 10,38).

Ὁ ἕνας τὸν πούλησε γιὰ 30 ἀργύρια. Ὁ ἄλλος, ὁ πιὸ φλογερός, ὁ Πέτρος, τὸν ἀρνήθηκε μπροστὰ σὲ μιὰ ὑπηρέτρια μὲ ὅρκο «Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον» (Ματθ. 26,74. Μᾶρκ. 14,71,68. βλ. & Λουκ. 22,60). Ὅλοι ἔφυγαν σὰν λαγοὶ καὶ ἐκρύβησαν καὶ ἔμεινε μόνος - μονώτατος ἐπάνω στὸ βράχο τοῦ Γολγοθᾶ ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον».

Ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιὰ μᾶς

Ὁ Χριστὸς ἔπαθε, ὄχι ἐξ ἰδίων ἁμαρτημάτων, ὄχι ἐξ ἰδίων ἐγκλημάτων. Τὸ ὡμολόγησε ὁ ἐκπρόσωπος τῆς δικαιοσύνης τῆς Ρώμης, ὁ Πιλᾶτος, ὅτι εἶνε ἀθῶος, «οὐδὲν εὑρίσκει αἴτιον» καὶ «οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε» (πρβλ. Ἰω. 18,38· 19,4,6. πρβλ. Πράξ. 13,28· Λουκ. 23,41). Ἔπαθε γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα.

Ὀκτὼ αἰῶνες νωρίτερα εἶπε ὁ Ἠσαΐας· «Οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὁδυνᾶται, καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ καὶ ἐν πληγῇ ὑπὸ Θεοῦ καὶ ἐν κακώσει» (Ἠσ. 53,4).

Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὅταν ἔδειξε τὸ Χριστό, εἶπε· Οὗτος ἐστὶν «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29,36).

Ἔπαθε γιὰ μᾶς ὁ Χριστός. Προσέφερε τὸ τίμιό του αἷμα στὸ Γολγοθᾶ ὡς «λύτρον» τῆς ἀνθρωπότητος (Ματθ. 20,28. Μᾶρκ. 10,45).

Ἡ θυσία του εἶναι μοναδική, ἀγγίζει τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.

Γιατί σᾶς φαίνεται παράξενο, ἀδελφοί μου, ὅταν κ᾽ ἐμεῖς ὑποφέρουμε; Ὁ κόσμος ἔβαλε φωτιὰ στὸ χλωρὸ ξύλο, ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος, ποὺ δύσκολα καίγεται· τί περιμένουμε νὰ κάνη ἐμᾶς, ποὺ εἴμαστε ξερὰ κλαδιὰ καὶ «δέντρα ἄκαρπα»; ποὺ δὲν ἔχουμε ζωτικότητα καὶ καιγόμαστε ἀμέσως; «Εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται;» (Λουκ. 23,31. Ἰούδ. 12). Ὁ κόσμος ποὺ ἔκαψε τὸ χλωρὸ θὰ κάψη καὶ τὰ ξηρὰ κλαδιά, θὰ κάψη τοὺς ἁμαρτωλούς.

Ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ σταυρός μας

«Καὶ βαστάζων τὸν σταυρὸν αὐτοῦ ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον κρανίου τόπον, ὃς λέγεται ἑβραϊστὶ Γολγοθᾶ» (Ἰω. 19,17)

Θὰ εἶναι ἴσως γνωστὸ σὲ ὅλους, ἀγαπητοί μου, ὅτι ἡ σταύρωσις τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ πιὸ φρικτὴ καὶ ἀτιμωτικὴ ποινή. Ὁ κατάδικος σήκωνε ὁ ἴδιος τὸ σταυρό του καὶ τὸν ἔφερνε στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως. Ἔτσι καὶ ὁ κατάδικος Ἰησοῦς βαστάζει τὸ σταυρὸ καὶ τὸν φέρει στὸν Κρανίου τόπον, λόφο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἰερουσαλήμ. Ὅπως ὁ Ἰσαὰκ ὁ υἱὸς τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἦταν τύπος τοῦ Χριστοῦ, ἀνεβαίνοντας στὸ λόφο Μορία, ὅπου θὰ θυσιαζόταν, φορτώθηκε τὰ ξύλα γιὰ τὴ θυσία, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνοντας στὸν ἄλλο λόφο, τὸ Γολγοθᾶ, βάστασε ὁ ἴδιος τὸ Ξύλο ὅπου θὰ προσέφερε τὴ θυσία γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.

Ὁ Ἰησοῦς βαστάζει τὸ σταυρό! Πόσο συγκινεῖται κανεὶς ὅταν σκεφθῇ ποιός εἶναι αὐτός! Ἐνῷ στρατιῶτες βάναυσοι, ὄχλος ἀ­χάριστος καὶ ἀνάξιοι ἡγέται τοῦ Ἰσραὴλ τὸν περιπαίζουν, ἄγγελοι κατάπληκτοι παρακολουθοῦν· ἂν εἶχαν ἄνωθεν προσταγή, θὰ ἐπάτασσαν μὲ ῥομφαία πύρινη τούτη τὴν ἀγέλη.

Ὁ Ἰησοῦς βαστάζει τὸ σταυρό! Οἱ ὦμοι του κάμπτονται ἀπὸ τὸ βάρος, τὰ γόνατα λυγίζουν, οἱ φυσικὲς δυνάμεις τὸν ἐγκαταλείπουν. Ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ἀποσπάσματος, φοβούμενος μήπως ἐκπνεύσῃ καὶ δὲν ἐκτελεσθῇ ἡ ποινή, ἀγγαρεύει ἕνα περαστικό, τὸν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο, νὰ βαστάσῃ τὸ σταυρό. Εἶναι, λοιπόν, τόσο βαρὺς ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου;

Δύο εἰδῶν ἦταν τὰ βάρη τοῦ σταυροῦ. Τὸ ἕνα εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνεται, τὸ ἄλλο εἶναι τὸ ἀόρατο. Αὐτὸ ποὺ φαίνεται εἶναι τὸ ξύλο, ποὺ κατὰ τὴν παράδοσι ἦταν ἀπὸ πεῦκο, κέδρο καὶ κυπαρίσσι. Αὐτό, πάνω στὸ ταλαιπωρημένο σῶμα τοῦ Κυρίου, βαρύνει πολύ. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνο ποὺ βαρύνει ἀσυγκρίτως περισσότερο εἶναι τὸ ἀ­όρατο βάρος. Διότι πόνους καὶ μαρτύρια, φρικτότερα ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτὰ τοῦ Ἰησοῦ, ὑπέφεραν καὶ πολλοὶ μάρτυρες· ἀλλὰ ψυχικὸ πόνο σὰν τοῦ Ἰησοῦ δὲν ὑπέφερε κανείς ποτὲ στὸν κόσμο. Τὸ βάρος, ποὺ ἐκλήθη νὰ σηκώσῃ, οὔτε προφήτης οὔτε ἅγιος οὔτε ἄγγελος καὶ ἀρχάγγελος, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ ὅλοι μαζὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἄγγελοι δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ σηκώσουν. Ἦταν ἕνα βουνὸ ἐπάνω στὸ στῆθος τῆς ἀνθρωπότητος. Κάτω ἀπὸ τὸ βάρος αὐτὸ ἀναστέναζαν οἱ γενεὲς τῶν αἰώνων. Ἀπόπειρες ἀνθρώπων νὰ τὸ ἀποσείσουν ἀπέτυχαν· ἔμενε ἀκίνητο. Ποιό εἶναι αὐτὸ τὸ βουνό; Οἱ ἁμαρτίες μας. Οἱ ἁμαρτίες μου καὶ οἱ ἁμαρτίες σας, οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Ἐκεῖνος ποὺ ἀφαίρεσε τὸ φορτίο αὐτὸ εἶναι ὁ Ἰησοῦς. «Αὐτός», κατὰ τὸν προφήτη Ἠσαΐα, «τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασε» (Ματθ. 8,17· πρβλ. Ἠσ. 53,4). Αὐτός, κατὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, εἶναι «ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω. 1,29).

Χωρὶς τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ σωτηρία δὲν θὰ ὑπῆρχε. Χωρὶς τὸ σταυρὸ οὔτε τὴν παραμικρὴ ἁμαρτία δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξ­οφλήσῃ. Ὁ σταυρός, ἡ πίστι στὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ μοχλὸς ποὺ σηκώνει τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας, ὅσο μεγάλο κι ἂν εἶναι, κι ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται καὶ ἀναπνέει τὸν ζωογόνο ἀέρα τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας.

Συνεχίζεται
 «Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου