Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος
Τὴν Κυριακὴ τῆς
Τυρινῆς «ἀνάμνησιν ποιούμεθα» ἑνὸς
θλιβεροῦ γεγονότος τῆς ἐξόδου τοῦ Ἀδάμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ὅπως ἀναφέρεται
στὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὑμνολογία ὅλη κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα εἶναι
ἀφιερωμένη στὴν ἔκπτωση τοῦ πρωτοπλάστου καὶ στὸν «ἀδαμιαῖο θρῆνο».
Ὁ ὑμνογράφος ὅμως
δὲν στέκεται μόνον στὸν γοερὸ θρῆνο τοῦ Ἀδάμ, ἀλλὰ παρουσιάζει θαυμάσια καὶ τὴν
ἱκεσία τοῦ ἰδίου καὶ κάθε ἔκπτωτου ἀνθρώπου γιὰ ἀνάκληση καὶ ἐπαναφορὰ στὴν
γλυκιὰ ἀγκαλιὰ καὶ στὸν παραδεισένιο οἶκο τοῦ Πατρός, ποὺ τὸν στερήθηκε διὰ τῆς
πονηρίας τοῦ διαβόλου καὶ τῆς δικῆς του αὐτονομήσεως.
Γι’ αὐτὸ
λοιπόν τοποθετοῦν οἱ Πατέρες τὴν ἀνάμνηση τῆς ἐξόδου τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν
Παράδεισο, ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδο στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, διότι
ὅσο μεγάλη ἦταν ἡ πτώση καὶ ἡ στέρηση, ἄλλο τόσο μακρὺς χρειάζεται νὰ εἶναι καὶ
ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐπανάκτηση τῶν χαμένων ἀγαθῶν. Καὶ ἐπειδὴ ὁ παλαιὸς Ἀδὰμ δὲν
μπόρεσε νὰ ἀντισταθῆ στὴν ἐπιθυμία γιὰ ἀπόλαυση τοῦ γλυκοῦ καρποῦ, χρειαζόταν νὰ
ἔρθῃ ὁ νέος Ἀδάμ, γιὰ νὰ μᾶς δείξῃ μὲ τὴν δική του ἄσκηση καὶ μάλιστα μὲ τὴν νηστεία
του τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐπανόρθωση τῆς πτώσεως.