Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Ἅγιος Παΐσιος: Ἡ χαρὰ ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τῆς ἀδικίας



– Γέροντα, ὅταν δέχωμαι εὐχάριστα τὴν ἐπίπληξη γιὰ μιὰ ζημιὰ ποὺ κάνω, αὐτὸ ποὺ νιώθω εἶναι καθαρό;

– Κοίταξε, ἂν κάνης ζημιὲς καὶ σὲ μαλώνουν καὶ δὲν γκρινιάζης, ἀλλὰ χαίρεσαι καὶ λές: «δόξα Σοι ὁ Θεός, αὐτὸ μοῦ χρειαζόταν», θὰ ἔχης μισὴ χαρά. Ἂν ὅμως δὲν κάνης ζημιὲς καὶ σὲ μαλώνουν ἄδικα κι ἐσὺ τὸ δέχεσαι μὲ καλὸ λογισμό, τότε θὰ ἔχης ὁλόκληρη τὴν χαρά. Δὲν λέω νὰ ἐπιδιώκης ἐσὺ τὴν ἀδικία, γιατὶ τότε τὸ ταγκαλάκι θὰ σὲ ρίξη στὴν ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ νὰ δέχεσαι τὴν ἀδικία, ὅταν ἔρχεται φυσιολογικά, καὶ νὰ χαίρεσαι ποὺ ἀδικεῖσαι.

Τέσσερα στάδια ὑπάρχουν στὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἀδικίας. Σὲ χτυπάει λ.χ. κάποιος ἄδικα. Ἂν βρίσκεσαι στὸ πρῶτο στάδιο, τὸ ἀνταποδίδεις. Ἂν βρίσκεσαι στὸ δεύτερο στάδιο, νιώθεις μέσα σου πολὺ μεγάλη ταραχή, ἀλλὰ συγκρατιέσαι καὶ δὲν μιλᾶς. Στὸ τρίτο στάδιο δὲν ταράζεσαι. Καὶ στὸ τέταρτο νιώθεις πολλὴ χαρά, μεγάλη ψυχικὴ ἀγαλλίαση. 

Ὅταν ἀδικῆται κάποιος καὶ ἀποδεικνύη ὅτι δὲν φταίει, δικαιώνεται καὶ ἱκανοποιεῖται. Τότε νιώθει μιὰ κοσμικὴ χαρά. Ἂν ὅμως ἀντιμετωπίζη τὴν ἀδικία πνευματικά, μὲ καλὸ λογισμό, καὶ δὲν φροντίζη νὰ ἀποδείξη τὴν ἀθωότητά του, αἰσθάνεται πνευματικὴ χαρά. Δηλαδὴ τότε ἔχει μέσα του τὴν θεϊκὴ παρηγοριὰ καὶ κινεῖται στὸν χῶρο τῆς δοξολογίας. 

Ξέρετε τί χαρὰ ἔχει μιὰ ψυχή, ἂν ἀδικηθῆ καὶ δὲν δικαιολογηθῆ, γιὰ νὰ τῆς ποῦν «μπράβο» ἢ «συγγνώμην»; Καὶ χαίρεται περισσότερο τώρα ποὺ ἀδικεῖται, παρὰ ἂν δικαιωνόταν. Ὅσοι φθάνουν σὲ τέτοια κατάσταση, θέλουν νὰ εὐχαριστήσουν αὐτὸν ποὺ τοὺς ἀδίκησε γιὰ τὴν χαρὰ ποὺ τοὺς ἔδωσε σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ποὺ τοὺς ἐξασφάλισε. Πόσο διαφέρει τὸ πνευματικὸ ἀπὸ τὸ κοσμικό!

Στὴν πνευματικὴ ζωὴ εἶναι ἀνάποδα τὰ πράγματα. Ἅμα κρατᾶς ἐσὺ τὸ ἄσχημο, τότε νιώθεις ὄμορφα. Ἅμα τὸ δίνης στὸν ἄλλον, τότε νιώθεις ἄσχημα. Ὅταν δέχεσαι τὴν ἀδικία καὶ δικαιολογῆς τὸν πλησίον σου, δέχεσαι τὸν πολυαδικημένο Χριστὸ στὴν καρδιά σου. Τότε ὁ Χριστὸς μένει μὲ τὸ ἐνοικιοστάσιο[1] μέσα σου καὶ σὲ γεμίζει μὲ εἰρήνη καὶ ἀγαλλίαση. Γιά δοκιμάστε, βρὲ παιδιά, νὰ ζήσετε αὐτὴν τὴν χαρά! Νὰ μάθετε νὰ χαίρεσθε μὲ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ χαρά, ὄχι μὲ τὴν κοσμική. Πάσχα θὰ ἔχετε τότε κάθε μέρα.

Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρὰ ἀπὸ τὴν χαρὰ ποὺ νιώθεις, ὅταν δέχεσαι τὴν ἀδικία. Μακάρι νὰ μὲ ἀδικοῦσαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι! Εἰλικρινὰ σᾶς λέω, τὴν γλυκύτερη πνευματικὴ χαρὰ τὴν ἔνιωσα μέσα στὴν ἀδικία. Ξέρετε πόσο χαίρομαι, ὅταν κάποιος μὲ πῆ πλανεμένο; «Δόξα Σοι ὁ Θεός, λέω, ἀπὸ αὐτὸ ἔχω μισθό, ἐνῶ, ἂν μὲ ποῦν ἅγιο, χρωστάω». Γλυκύτερο πράγμα ἀπὸ τὴν ἀδικία δὲν ὑπάρχει!

Ἕνα πρωὶ στὸ Καλύβι χτύπησε κάποιος τὸ σιδεράκι στὴν πόρτα. Κοίταξα ἀπὸ τὸ παράθυρο νὰ δῶ ποιός εἶναι, γιατὶ δὲν ἦταν ἀκόμη ἡ ὥρα νὰ ἀνοίξω. Εἶδα ἕναν νέο μὲ φωτεινὸ πρόσωπο καὶ κατάλαβα ὅτι εἶχε βιώματα πνευματικά, ἀφοῦ τὸν πρόδιδε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό, ἂν καὶ ἤμουν ἀπασχολημένος, διέκοψα αὐτὸ ποὺ ἔκανα, ἄνοιξα τὴν πόρτα, τὸν πῆρα μέσα, τοῦ πρόσφερα ἕνα νερὸ καὶ μὲ τρόπο ἄρχισα νὰ τὸν ρωτάω γιὰ τὴν ζωή του, γιατὶ ἔβλεπα ὅτι εἶχε πνευματικὸ περιεχόμενο. 

«Τί δουλειὰ κάνεις, παλληκάρι;», τὸν ρώτησα. «Τί δουλειά, πάτερ; μοῦ λέει. Ἐγὼ στὴν φυλακὴ μεγάλωσα. Τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς μου ἐκεῖ τὰ πέρασα. Τώρα εἶμαι εἴκοσι ἕξι χρόνων». «Καλά, βρὲ παλληκάρι, τί ἔκανες, καὶ σὲ ἔκλειναν φυλακή;», τὸν ρώτησα. 

Κι ἐκεῖνος μοῦ ἄνοιξε τὴν καρδιά του: 
«Ἀπὸ μικρός, μοῦ εἶπε, πονοῦσα πολύ, ὅταν ἔβλεπα δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Ἤξερα ὅλους τοὺς πονεμένους, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἐνορία μου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐνορίες. Ἐπειδὴ ὁ παπᾶς τῆς ἐνορίας μας μὲ τοὺς ἐπιτρόπους μάζευαν συνέχεια χρήματα καὶ ἔφτιαχναν κτίρια, αἴθουσες κ.λπ. ἢ ἔκαναν διάφορους ἐξωραϊσμούς, εἶχαν παραμεληθῆ τελείως οἱ φτωχὲς οἰκογένειες. Ἐγὼ δὲν κρίνω ἐὰν ἦταν ἀπαραίτητα αὐτὰ ποὺ ἔφτιαχναν, ἀλλὰ ἔβλεπα νὰ ὑπάρχουν πολλοὶ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. 

Πήγαινα λοιπὸν κρυφὰ καὶ ἔκλεβα ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ μάζευαν ἀπὸ τοὺς ἐράνους. Ἔπαιρνα ἀρκετά· δὲν τὰ ἔπαιρνα ὅλα. Ὕστερα ἀγόραζα τρόφιμα, διάφορα πράγματα, τὰ ἄφηνα κρυφὰ ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια τῶν φτωχῶν καὶ ἀμέσως, γιὰ νὰ μὴν πιάσουν ἄλλον ἄδικα, πήγαινα στὴν ἀστυνομία καὶ ἔλεγα: «ἐγὼ ἔκλεψα τὰ χρήματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ τὰ ξόδεψα», χωρὶς νὰ πῶ τίποτε ἄλλο. Μὲ ἄρχιζαν στὸ ξύλο καὶ στὸ βρισίδι, «ἀλήτη, κλέφτη»· ἐγὼ σιωποῦσα. Μὲ ἔκλειναν μετὰ στὴν φυλακή. Αὐτὴ ἡ δουλειὰ γινόταν γιὰ χρόνια. 

Ὅλη ἡ πόλη ὅπου ἔμενα – τριάντα χιλιάδες κάτοικοι – καὶ ἄλλες πόλεις μὲ εἶχαν μάθει, καὶ «ἀλήτη» μὲ ἀνέβαζαν, «κλέφτη» μὲ κατέβαζαν. Ἐγὼ σιωποῦσα καὶ ἔνιωθα χαρά. Κάποτε μάλιστα μὲ εἶχαν κλείσει στὴν φυλακὴ τρία ὁλόκληρα χρόνια. Μερικὲς φορὲς μὲ ἔκλειναν ἄδικα στὴν φυλακὴ καί, ὅταν ἔπιαναν τὸν ἔνοχο, μὲ ἄφηναν. Ἂν δὲν τὸν ἔπιαναν, καθόμουν μέσα, ὅσο ἔπρεπε νὰ καθήση ἐκεῖνος. 

Γι᾿ αὐτὸ σοῦ εἶπα, πάτερ μου, ὅτι τὰ περισσότερα χρόνια τῆς ζωῆς μου τὰ πέρασα στὶς φυλακές». Ἀφοῦ τὸν ἄκουσα μὲ προσοχή, τοῦ εἶπα: «Βρὲ παλληκάρι, ὅσο καλὸ καὶ ἂν φαίνεται αὐτό, δὲν εἶναι καλὸ καὶ νὰ μὴν τὸ ξανακάνης. Ἄκου τί θὰ σοῦ πῶ. Θὰ μὲ ἀκούσης;». «Θὰ σὲ ἀκούσω, πάτερ», μοῦ λέει. «Νὰ ἀπομακρυνθῆς ἀπὸ αὐτὴν τὴν πόλη, τοῦ λέω, νὰ πᾶς σὲ ἄγνωστο περιβάλλον, στὴν τάδε πόλη, καὶ ἐγὼ θὰ φροντίσω νὰ συνδεθῆς μὲ καλοὺς ἀνθρώπους. 

Νὰ ἐργάζεσαι καὶ νὰ βοηθᾶς, ὅσο μπορεῖς, τοὺς πονεμένους ἀπὸ τὸ ὑστέρημά σου, ἐπειδὴ αὐτὸ ἔχει μεγαλύτερη ἀξία. Ἀλλά, καὶ ὅταν κανεὶς δὲν ἔχη τίποτε νὰ δώση σὲ ἕναν φτωχὸ καὶ πονάη ἡ καρδιά του, τότε κάνει ἀνώτερη ἐλεημοσύνη, διότι κάνει ἐλεημοσύνη μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του. Γιατί, ἐὰν εἶχε κάτι καὶ τὸ ἔδινε, θὰ αἰσθανόταν καὶ χαρά, ἐνῶ, ὅταν δὲν ἔχη νὰ δώση, αἰσθάνεται πόνο στὴν καρδιά». 

Μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἀκούση τὴν συμβουλή μου καὶ ἔφυγε χαρούμενος. Ἔπειτα ἀπὸ ἑπτὰ μῆνες παίρνω ἕνα γράμμα του ἀπὸ τὶς φυλακὲς τοῦ Κορυδαλλοῦ, στὸ ὁποῖο ἔγραφε τὰ ἑξῆς: «Ἀσφαλῶς, πάτερ μου, θὰ ἀπορήσης, ποὺ σοῦ γράφω πάλι ἀπὸ τὴν φυλακὴ μετὰ ἀπὸ τόσες συμβουλὲς ποὺ μοῦ ἔδωσες καὶ μετὰ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ σοῦ ἔδωσα. Μάθε ὅτι αὐτὴν τὴν φορὰ ὑπηρετῶ μιὰ φυλάκιση τὴν ὁποία εἶχα ὑπηρετήσει· κάποιο λάθος ἔγινε. Εὐτυχῶς ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, γιατὶ θὰ ἀδικοῦνταν οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ θὰ ἔχαναν τὸν οὐράνιο μισθό». 

Ὅταν διάβασα αὐτὰ τὰ τελευταῖα λόγια, θαύμασα αὐτὸν τὸν νέο, ποὺ εἶχε πάρει τόσο ζεστὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ εἶχε συλλάβει τόσο βαθιὰ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς! Διὰ Χριστὸν κλέφτης! Μέσα του εἶχε Χριστό. Δὲν μποροῦσε νὰ φρενάρη τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν χαρὰ ποὺ ἔνιωθε. Θεία παλαβομάρα, πανηγύρι εἶχε!

– Γέροντα, ἀπὸ τὸ ρεζίλι ἐρχόταν ἡ χαρά;

– Ἀπὸ τὴν ἀδικία ἐρχόταν ἡ χαρά. Κοσμικὸς ἄνθρωπος ἦταν, οὔτε Συναξάρια οὔτε Πατερικὰ εἶχε διαβάσει καί, ἐνῶ ἔτρωγε ἄδικα ξύλο, τὸν ἔκλειναν στὴν φυλακή, τὸν εἶχαν μέσα στὴν πόλη γιὰ ἀλήτη, γιὰ παλιόπαιδο, γιὰ κλέφτη, γινόταν ρεζίλι, αὐτὸς δὲν μιλοῦσε καὶ τὰ ἀντιμετώπιζε ὅλα τόσο πνευματικά! Νέος ἄνθρωπος, καὶ δὲν φρόντιζε νὰ ἀποκατασταθῆ, ἀλλὰ πῶς νὰ βοηθήση τοὺς ἄλλους! 

Τοὺς μεγάλους κλέφτες πολλὲς φορὲς δὲν τοὺς κλείνουν οὔτε μιὰ φορὰ στὴν φυλακή, ἐνῶ αὐτὸν τὸν δόλιο τὸν φυλάκισαν γιὰ τὴν ἴδια κλοπὴ δυὸ φορὲς καὶ γιὰ ἄλλες κλοπὲς τὸν φυλάκισαν ἄδικα, μέχρι νὰ βροῦν τὸν πραγματικὸ κλέφτη! Τὴν χαρὰ ὅμως ποὺ εἶχε αὐτὸς δὲν τὴν εἶχαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης. Τριάντα χιλιάδες χαρὲς δὲν συμπλήρωναν τὴν δική του χαρά.

Γι᾿ αὐτὸ λέω ὅτι ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν ἔχει θλίψεις. Ὅταν ἡ ἀγάπη αὐξηθῆ καὶ καῆ ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ πλέον θλίψη. Ἡ μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ ὑπερνικᾶ τοὺς πόνους καὶ τὶς ταλαιπωρίες ποὺ τοῦ προξενοῦν οἱ ἄνθρωποι.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Γ' «Πνευματικὸς ἀγώνας»
___________________

[1] Ἐνοικιοστάσιο: Νομικὴ διάταξη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ἐνοικιαστὲς στέγης γιὰ κατοικία ἢ γιὰ ἐπαγγελματικὴ δραστηριότητα ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ παρατείνουν τὴν διαμονή τους καὶ μετὰ τὴν λήξη τῆς μισθώσεως.
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου