Ο
όσιος Βανδρίγιος (Wandregisilus) γεννήθηκε στην περιοχή του Βερντέν στα
τέλη του 6ου αιώνα. Ήταν από οικογένεια που συγγένευε με τον αυλάρχη
Πεπίνο του Εριστάλ, πατέρα του Καρόλου Μαρτέλου. Εισήλθε νέος στην αυλή
του βασιλιά Δαγοβέρτου Α’, ο οποίος του χορήγησε τον τίτλο του κόμητος
και του εμπιστεύθηκε την διαχείριση των βασιλικών κτημάτων.
Εξεπλήρωνε
με αφοσίωση τα καθήκοντά του, αλλά η κλίση του ήταν προς τον βίο τον
αφιερωμένο στον Θεό. Συνδέθηκε με πνευματική φιλία με άλλους
αξιωματούχους, όπως ο θησαυροφύλακας Δεσιδέριος και ο σφραγιδοφύλακας
Νταντόν, οι οποίοι ακολουθούσαν στην αυλή βίο ασκητικών στερήσεων.
Ο
Βανδρίγιος νυμφεύτηκε από υποχρέωση στους γονείς του και συμφώνησε με
την σύζυγό του να ζήσουν εν αγνεία και να αποσυρθούν και οι δύο σε
μοναστήρι. Εκείνος αποσύρθηκε λοιπόν σε ένα από τα κτήματά του στην
Λοραίνη, που ονομαζόταν Montfaucon, κοντά στον άγιο ερημίτη Βαλδρίκιο.
Μαθαίνοντας την αποσκίρτησή του ο βασιλιάς Δαγοβέρτος κάλεσε τον Βανδρίγιο, ο οποίος εμφανίσθηκε στο παλάτι με το ασκητικό ένδυμα, ακτινοβολώντας ωστόσο μιαν ουράνια λάμψη, και έλαβε από τον βασιλιά την άδεια να εγκαταλείψει τα εγκόσμια.
Μετέβη
τότε στον Ιούρα για να εγκατασταθεί εκεί στο ερημητήριο που είχε
ιδρύσει ο άγιος Ουρσανός. Ακολουθώντας την παράδοση των ιρλανδών μοναχών
και του αγίου Κολομβανού [23 Νοεμ.], διήγε εξαιρετικά αυστηρό βίο,
περνώντας όλες σχεδόν τις νύκτες του εν αγρυπνία, ανυπόδητος,
απαγγέλλοντας ψαλμούς· όταν δε τον κατέθλιβαν οι πειρασμοί πήγαινε και
έπεφτε σε μία παγωμένη λιμνούλα.
Επιθυμώντας
να αφομοιώσει βαθύτερα την κληρονομιά του αγίου Κολομβανού μετέβη στην
Μονή του Μπόμπιο την οποία είχε ιδρύσει ο άγιος στην Ιταλία και εκεί
προόδευσε ακόμα περισσότερο με την εμπειρία της κοινοβιακής ζωής.
Επιστρέφοντας στην Γαλατία, σταμάτησε στην Μονή του Ρομαινμουτιέ [28
Φεβρ.], που είχε ανακαινισθεί από μαθητές του αγίου Κολομβανού, και
εγκαταβίωσε εκεί δώδεκα χρόνια.
Ειδοποιημένος
από άγγελο για την αποστολή που έπρεπε να αναλάβει προς σωτηρίαν
πλήθους ψυχών, εγκατέλειψε τον Ιούρα για την Νευστρία. Στην Ρουέν
ξαναβρήκε τον φίλο του Νταντόν που είχε γίνει επίσκοπος με το όνομα Ουέν
(Audoenus) [24 Αυγ.] και χειροτονήθηκε από αυτόν διάκονος. Αφού έλαβε
την ιερωσύνη από τα χέρια του αγίου Ομέρ, επισκόπου Τερουάννης [9
Σεπτ.], βοήθησε τον άγιο Ουέν στον ευαγγελισμό της επισκοπής του.
Λίγα
χρόνια αργότερα (649), με την καρδιά πάντα διψασμένη για την συνομιλία
με τον Θεό στην ησυχία, έλαβε την άδεια από τον επίσκοπό του να
εγκατασταθεί στο ελώδες λαγκάδι του Φοντενέλ, στο δάσος του Ζυμιέζ, το
οποίο είχε αποκτήσει ο ανηψιός του Γκοντ, που είχε λάβει την απόφαση να
απαρνηθεί τον κόσμο.
Αναλαμβάνοντας
με ακάματο ζήλο την εκχέρσωση της περιοχής, ο Βανδρίγιος και οι ολοένα
περισσότεροι μαθητές που συγκεντρώνονταν γύρω του ανήγειραν εκεί
τέσσερεις ναούς και κελλιά.
Δίνοντας
το παράδειγμα στις χειρωνακτικές εργασίες, ο όσιος ήταν πρώτος στην
προσευχή και δίδασκε τους μοναχούς του να ανατείνουν πάντοτε προς την
τελειότητα, λέγοντας: «Δεν πρέπει να λογαριάζουμε τα χρόνια που περάσαμε
στο μοναστήρι, αλλά εκείνα που περάσαμε στην ανεπίληπτη άσκηση των
θείων εντολών. Η αδελφική αγάπη να είναι ο δεσμός που σας ενώνει και να
υπηρετείτε ο ένας τον άλλο. Ο πολέμιός σας, ο διάβολος, βλέποντάς σας
έτσι ενωμένους θα τραπεί σε φυγή, γιατί δεν μπορεί να πλησιάσει εκείνον
που βλέπει ενωμένο, πνεύματι και καρδία, με όσους τον περιβάλλουν».
Ο
Βανδρίγιος άφηνε την μονή μόνο για να κηρύξει στους ειδωλολάτρες της
περιοχής ή για να ιδρύσει άλλα μοναστήρια, τα οποία έγιναν πέντε τον
αριθμό, οργανωμένα όπως το Φοντενέλ με την εναρμόνιση της ιρλανδικής
παραδόσεως του αγίου Κολομβανού και του Κανονισμού του αγίου Βενεδίκτου,
που είχε αρχίσει να διαδίδεται στην Γαλλία.
Αφού
διοίκησε το μοναστήρι του επί δεκαεννέα χρόνια, ο όσιος Βανδρίγιος που
θρηνούσε για την ξενιτεία στην οποία ζούσε στην γη, ασθένησε και ήλθε σε
έκσταση, κατά την οποία είδε την πύλη των Ουρανών ανοιχτή και τον θρόνο
της δόξης που είχε ετοιμασθεί γι’ αυτόν.
Όταν
ήλθε πάλι εις εαυτόν, προέτρεψε τους μαθητές του στην αμοιβαία αγάπη,
όρισε τον διάδοχό του και χαμογελώντας στους αγγέλους και στους αγίους
που είχαν έλθει να τον υποδεχθούν, εκοιμήθη εν ειρήνη στις 22 Ιουλίου
688, παρουσία του αγίου Ουέν και των τριακοσίων μαθητών του.
Από
το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου
Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος ενδέκατος, Ιούλιος. Ίνδικτος, Αθήναι
2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου