Νὰ ξέρετε, ἡ κατάρα τῶν γονέων πιάνει πολύ, ἀκόμη καὶ ἡ ἀγανάκτησή τους. Καὶ νὰ μήν τὸ καταρασθῆ ὁ γονιός τὸ παιδί, ἀλλὰ μόνο νὰ ἀγανακτήση μαζί του, τὸ παιδί δὲν βλέπει ἄσπρη μέρα, ἡ ζωή τοῦ εἶναι ὅλο βάσανα. Ταλαιπωρεῖται πολύ σ' αὐτήν τὴν ζωή. Φυσικά, στὴν ἄλλη ζωή ξελαφρώνει, γιατί ξοφλάει ἐδῶ μερικά.
Γίνεται αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀββάς Ἰσαάκ: «Τρώει τὴν κόλαση»[1], λιγοστεύει δηλαδή τὴν κόλαση μὲ τὶς ταλαιπωρίες ἐδῶ, σ' αὐτήν τὴν ζωή. Γιατί ταλαιπωρία σ' αὐτήν τὴν ζωή τρώει τὴν κόλαση. Δηλαδή, ὅταν λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι, ἀφαιρεῖται λίγο ἀπὸ τὴν κόλαση, ἀπὸ τὰ βάσανα.
Ἀλλά καὶ οἱ γονεῖς ποὺ στέλνουν τὰ παιδιά τους στὸν «ἔξω ἀπ' ἐδώ», τὰ τάζουν στὸν διάβολο καὶ ἔχει δικαιώματα μετά ὁ διάβολος. «Μου τόταξες», σοῦ λέει. Ἦταν ἕνα ἀνδρόγυνο στὰ Φάρασα[2]. Αὐτοί εἶχαν ἕνα παιδάκι ποὺ ἔκλαιγε, καὶ ὁ πατέρας συνέχεια τὸ ἔστελνε στὸν «ἔξω ἀπ' ἐδώ».
Ἀλλά καὶ οἱ γονεῖς ποὺ στέλνουν τὰ παιδιά τους στὸν «ἔξω ἀπ' ἐδώ», τὰ τάζουν στὸν διάβολο καὶ ἔχει δικαιώματα μετά ὁ διάβολος. «Μου τόταξες», σοῦ λέει. Ἦταν ἕνα ἀνδρόγυνο στὰ Φάρασα[2]. Αὐτοί εἶχαν ἕνα παιδάκι ποὺ ἔκλαιγε, καὶ ὁ πατέρας συνέχεια τὸ ἔστελνε στὸν «ἔξω ἀπ' ἐδώ».
Καὶ Νά, τί ἔγινε. Ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς καὶ, ὅταν τὸ ἔστελνε στὸν «ἔξω ἀπ' ἐδώ», ἐξαφανιζόταν τὸ παιδί ἀπὸ τὴν κούνια. Ἡ φουκαριάρα ἡ μάνα πήγαινε μετά στὸν Χατζεφεντή[3]. «Χατζεφεντή, νάχω τὴν εὐχή σου, τὸ παιδί τὸ πῆραν οἱ δαίμονες».
Πήγαινε ὁ Χατζεφεντής, διάβαζε εὐχές στὴν κούνια, ἐπέστρεφε τὸ παιδί. Αὐτή ἡ δουλειά γινόταν συνέχεια. Ἡ καημένη ἔλεγε: «Χατζεφεντή, νάχω τὴν εὐχή σου, ποῦ θὰ πάη αὐτό;».
«Ἐγώ δὲν κουράζομαι νὰ ἔρχωμαι, τῆς ἔλεγε, ἐσύ κουράζεσαι νὰ ἔρχεσαι νὰ μὲ φωνάζης; Θὰ κουρασθῆ ὁ διάβολος καὶ θὰ σοῦ ἀφήση». Ἀπὸ τότε δὲν ἐξαφανιζόταν τὸ παιδί. Ὅταν μεγάλωσε μετά, τὸ ἔλεγαν «ὑπόδειγμα τοῦ διαβόλου». Ἀνακάτευε ὅλο τὸ χωριό, ἄνω-κάτω τους ἔκανε. Τί τραβοῦσε ὁ πατέρας μου[4]!
Πήγαινε στὸν ἕναν καὶ ἔλεγε: «Ὁ τάδε εἶπε αὐτὸ γιὰ σένα». Πήγαινε στὸν ἄλλο, ἔλεγε τὰ ἴδια. Μετά πιάνονταν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, χτυπιόνταν. Ὅταν τὸ καταλάβαιναν, πήγαιναν σ' αὐτόν νὰ τὸν πιάσουν, νὰ τὸν λιντσάρουν. Αὐτός τούς κατάφερνε ὅμως νὰ τοῦ ζητᾶνε καὶ συγγνώμη! Τόσο διαβολεμένος ἦταν! Ὑπόδειγμα τοῦ διαβόλου!
Οἰκονόμησε ὁ Θεὸς νὰ δοῦν καὶ στὴν συνέχεια οἱ ἄλλοι τὸ ἀποτέλεσμα, γιὰ νὰ βάλουν μυαλό, νὰ φρενάρουν τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ εἶναι πολύ προσεκτικοί, τώρα αὐτόν πῶς θὰ τὸν κρίνη ὁ Θεός, εἶναι ἄλλο θέμα. Φυσικά, ἔχει πολλά ἐλαφρυντικά.
Ἡ μεγαλύτερη περιουσία γιὰ τὸν κόσμο εἶναι ἡ εὐχή τῶν γονέων. Ὅπως καὶ στὴν μοναχική ζωή ἡ μεγαλύτερη εὐλογία εἶναι νὰ πάρης τὴν εὐχή τοῦ Γέροντά σου. Γι' αὐτὸ λένε: «Νὰ πάρης τὴν εὐχή τῶν γονέων».
Ἡ μεγαλύτερη περιουσία γιὰ τὸν κόσμο εἶναι ἡ εὐχή τῶν γονέων. Ὅπως καὶ στὴν μοναχική ζωή ἡ μεγαλύτερη εὐλογία εἶναι νὰ πάρης τὴν εὐχή τοῦ Γέροντά σου. Γι' αὐτὸ λένε: «Νὰ πάρης τὴν εὐχή τῶν γονέων».
Μία μάνα, θυμᾶμαι, εἶχε τέσσερα παιδιά καὶ ἔκλαιγε ἡ καημένη: «Θὰ πεθάνω μὲ τὸν καημό, μοῦ ἔλεγε, δὲν παντρεύτηκε κανένα παιδί. Κάνε προσευχή».
Χήρα γυναίκα ἐκείνη, ὀρφανά αὐτά, τούς πόνεσα. Κάνω προσευχή, κάνω προσευχή, τίποτε. Λέω, «κάτι συμβαίνει ἐδώ».
«Μας ἔχουν κάνει μάγια», ἔλεγαν τὰ παιδιά.
«Δὲν εἶναι μάγια, φαίνεται αὐτό, ὅταν εἶναι ἀπὸ μάγια. Μήπως σᾶς καταριόταν ἡ μάνα σας;», τὰ ρωτάω.
«Ναί, Πάτερ, μοῦ λένε, ἡ μητέρα μας, ὅταν ἤμασταν μικρά, ἐπειδή ἤμασταν πολύ ζωηρά, μᾶς ἔλεγε συνέχεια ἀπὸ τὸ πρωί μέχρι τὸ βράδυ: «Κούτσουρα νὰ μείνετε, κούτσουρα νὰ μείνετε».
«Πάτε νὰ τραντάξετε τὴν μάνα σας, τὰ λέω, καὶ νὰ τῆς πῆτε νὰ μετανοήση, νὰ ἐξομολογηθῆ καὶ ἀπὸ 'δω καὶ πέρα νὰ σᾶς δίνει εὐχές συνέχεια».
Μέσα σὲ ἑνάμισι χρόνο παντρεύτηκαν καὶ τὰ τέσσερα. Ἐκείνη ἡ καημένη ἦταν χήρα γυναίκα, ἦταν, φαίνεται, καὶ στενόκαρδη, καὶ ἐκεῖνα ζωηρά, τὴν ἔσκαγαν, καὶ ἔτσι τὰ καταριόταν.
– Ἄν οἱ γονεῖς καταρασθοῦν τὰ παιδιά καὶ μετά πεθάνουν, πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦν τὰ παιδιά ἀπὸ τὴν κατάρα;
– Ἄν ψάξουν τὰ παιδιά στὸν ἑαυτό τους, θὰ βροῦν ὅτι, γιὰ νὰ τὰ καταρασθοῦν οἱ γονεῖς τους, φαίνεται θὰ ἦταν παλαβά καὶ θὰ τούς βασάνιζαν. Ὅποτε, ἄν συναισθανθοῦν τὸ σφάλμα τους καὶ μετανοήσουν εἰλικρινά καὶ ἐξομολογηθοῦν, τακτοποιοῦνται. Καὶ ἄν τὰ παιδιά κάνουν πνευματική προκοπή, θὰ βοηθηθοῦν καὶ οἱ γονεῖς.
– Γέροντα, καὶ ἐμένα, ὅταν ἔφευγα γιὰ τὸ Μοναστήρι, οἱ γονεῖς μου μὲ καταριόνταν.
– Αὐτές εἶναι οἱ μόνες κατάρες ποὺ γίνονται εὐχή.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Α' «Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο»
________________________________
[1]. Βλ. Ἰσαάκ Σύρου, Ἀσκητικά, Λόγος ΝΕ', ἔκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 219.
[2]. Τὸ Κεφαλοχώρι ἔξι ἑλληνικῶν χωριῶν στὴν περιοχή τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, πατρίδα τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου καὶ τοῦ Γέροντα.
[3]. Ἔτσι ἀποκαλοῦσαν οἱ Φαρασιῶτες τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη.
[4]. Ὁ πατέρας τοῦ Γέροντα ἦταν πρόεδρος τοῦ χωριοῦ.
– Ἄν οἱ γονεῖς καταρασθοῦν τὰ παιδιά καὶ μετά πεθάνουν, πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦν τὰ παιδιά ἀπὸ τὴν κατάρα;
– Ἄν ψάξουν τὰ παιδιά στὸν ἑαυτό τους, θὰ βροῦν ὅτι, γιὰ νὰ τὰ καταρασθοῦν οἱ γονεῖς τους, φαίνεται θὰ ἦταν παλαβά καὶ θὰ τούς βασάνιζαν. Ὅποτε, ἄν συναισθανθοῦν τὸ σφάλμα τους καὶ μετανοήσουν εἰλικρινά καὶ ἐξομολογηθοῦν, τακτοποιοῦνται. Καὶ ἄν τὰ παιδιά κάνουν πνευματική προκοπή, θὰ βοηθηθοῦν καὶ οἱ γονεῖς.
– Γέροντα, καὶ ἐμένα, ὅταν ἔφευγα γιὰ τὸ Μοναστήρι, οἱ γονεῖς μου μὲ καταριόνταν.
– Αὐτές εἶναι οἱ μόνες κατάρες ποὺ γίνονται εὐχή.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Α' «Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο»
________________________________
[1]. Βλ. Ἰσαάκ Σύρου, Ἀσκητικά, Λόγος ΝΕ', ἔκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 219.
[2]. Τὸ Κεφαλοχώρι ἔξι ἑλληνικῶν χωριῶν στὴν περιοχή τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, πατρίδα τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου καὶ τοῦ Γέροντα.
[3]. Ἔτσι ἀποκαλοῦσαν οἱ Φαρασιῶτες τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο τὸν Καππαδόκη.
[4]. Ὁ πατέρας τοῦ Γέροντα ἦταν πρόεδρος τοῦ χωριοῦ.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου