Τώρα νὰ σᾶς δώσω καὶ ἐγώ μία... «κατάρα»! Ὁ Θεὸς νὰ πλημμυρίση τὴν καρδιά σας μὲ τὴν καλωσύνη Του καὶ τὴν πολλή Του ἀγάπη, μέχρι ποὺ νὰ παλαβώσετε, γιὰ νὰ φύγη ὁ νοῦς σας πιά ἀπὸ τὴν γῆ καὶ νὰ βρίσκεται ἀπὸ τώρα κοντά Του στὸν Οὐρανό. Νὰ τρελλαθῆτε ἀπὸ τὴν θεία τρέλλα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Νὰ σᾶς κάψη ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἀγάπη Τοῦ τὶς καρδιές σας!
Ἄλλη φορὰ μή μὲ ἀναγκάσετε γιὰ δεύτερη, γιατί πιάνει ἡ... «κατάρα» μου (ἡ καλή), ἐπειδή βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Καὶ τότε ποὺ ἤμουν στὸ Σανατόριο[1] σᾶς εἶχα λυπηθῆ. Ὀκτώ χρόνια μερικές περίμεναν: «Θὰ κάνουμε Μοναστήρι», ἔλεγαν, ἀλλὰ τὸ Μοναστήρι δὲν γινόταν. Εἶχαν μαραζώσει. Τότε εἶπα: «Μόλις βγῶ ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο, θὰ φυτρώση τὸ Μοναστήρι σάν μανιτάρι. Σὲ ἕναν χρόνο θὰ εἶστε στὸ Μοναστήρι!». Καὶ πράγματι σὲ ἕναν χρόνο μέσα ἔγινε τὸ Μοναστήρι! Τὸ εἶπα, ἐκεῖ πέρα, μὲ τὴν καρδιά μου. Εἴχατε καλή διάθεση, γι' αὐτὸ δὲν σᾶς ἄφησε ὁ Θεός, ἀλλιῶς δὲν ἐξηγεῖται!
Ὅταν πονέσης ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ταπείνωση καὶ μὲ τὴν καρδιά τού σου ζητᾶ νὰ εὐχηθῆς λ.χ. γιὰ ἕνα πάθος ποὺ τὸν ταλαιπωρεῖ καὶ τοῦ πῆς, «μή φοβᾶσαι, θὰ γίνης καλύτερος», τοῦ δίνεις τέτοια εὐχή, ποὺ εἶναι θεϊκή εὐχή. Ἔχει πολλή ἀγάπη, πόνο, καὶ γι' αὐτὸ πιάνει. Εἶναι ἀρεστό στὸν Θεό, καὶ ἐκπληρώνει ὁ Θεὸς τὴν εὐχή. Δηλαδή καὶ μόνον ὁ πόνος ποὺ νιώθει κανεὶς γιὰ κάποιον εἶναι σάν εὐχή.
Μία φορά, ὅταν ἤμουν στρατιώτης, μὲ ἔστειλε ὁ Διοικητής νὰ ἐκπληρώσω ἕνα τάμα σὲ ἕνα ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, γιατί τότε μὲ τὸν πόλεμο μᾶς εἶχε βοηθήσει ὁ Ἅγιος. Θὰ πήγαινα νὰ πάρω δύο μανουάλια γιὰ τὸ ἐκκλησάκι καὶ παράλληλα θὰ συνόδευα καὶ κάποιον ποὺ ἦταν νὰ περάση ἀπὸ Στρατοδικεῖο στὴν Ναύπακτο. Οἱ ἄλλοι εἶπαν στὸν Διοικητή: «Βρῆκες ἄνθρωπο νὰ τὸν παραδώση!».
Ὅταν πονέσης ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει ταπείνωση καὶ μὲ τὴν καρδιά τού σου ζητᾶ νὰ εὐχηθῆς λ.χ. γιὰ ἕνα πάθος ποὺ τὸν ταλαιπωρεῖ καὶ τοῦ πῆς, «μή φοβᾶσαι, θὰ γίνης καλύτερος», τοῦ δίνεις τέτοια εὐχή, ποὺ εἶναι θεϊκή εὐχή. Ἔχει πολλή ἀγάπη, πόνο, καὶ γι' αὐτὸ πιάνει. Εἶναι ἀρεστό στὸν Θεό, καὶ ἐκπληρώνει ὁ Θεὸς τὴν εὐχή. Δηλαδή καὶ μόνον ὁ πόνος ποὺ νιώθει κανεὶς γιὰ κάποιον εἶναι σάν εὐχή.
Μία φορά, ὅταν ἤμουν στρατιώτης, μὲ ἔστειλε ὁ Διοικητής νὰ ἐκπληρώσω ἕνα τάμα σὲ ἕνα ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, γιατί τότε μὲ τὸν πόλεμο μᾶς εἶχε βοηθήσει ὁ Ἅγιος. Θὰ πήγαινα νὰ πάρω δύο μανουάλια γιὰ τὸ ἐκκλησάκι καὶ παράλληλα θὰ συνόδευα καὶ κάποιον ποὺ ἦταν νὰ περάση ἀπὸ Στρατοδικεῖο στὴν Ναύπακτο. Οἱ ἄλλοι εἶπαν στὸν Διοικητή: «Βρῆκες ἄνθρωπο νὰ τὸν παραδώση!».
Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο ὁ καημένος, ὀργανοπαίκτης, φτωχός, παντρεμένος, μὲ παιδιά, καὶ εἶχε κατηγορηθῆ ὅτι αὐτοτραυματίσθηκε, γιὰ νὰ γλυτώση τὸν πόλεμο. Σοῦ λέει: «Καλύτερα νὰ εἶμαι μὲ ἕνα πόδι παρά νὰ σκοτωθῶ». Κατεβήκαμε στὸ Ἀγρίνιο, εἶχε κάποιους γνωστούς ἐκεῖ. «Νὰ πᾶμε νὰ τούς δῶ», μοῦ λέει.
«Νὰ πάμε», τοῦ λέω. «Νὰ πᾶμε ἐδῶ, νὰ πᾶμε ἐκεί», τί νὰ κάνω, πήγαινα καὶ ἐγώ μαζί του. Μεγάλη ταλαιπωρία! Καὶ δὲν ἤθελε νὰ πάω νὰ τὸν παραδώσω. Τὸν λυπόμουν καὶ ἐγώ, τὸν καημένο. Τὸν πόνεσα πάρα πολύ καὶ τοῦ λέω:
«Θὰ δῆς, ἐσύ θὰ περάσης καλύτερα ἀπὸ ὅλους! Καὶ ὁ Διοικητής θὰ στείλη καμμιά ἐπιστολή καὶ θὰ σὲ βάλουν σὲ καμμιά ὑπηρεσία, θὰ οἰκονομήσης καὶ τὰ παιδιά σου καὶ θάχης ἐξασφαλισμένη καὶ τὴν ζωή σου».
Τελικά, ὅταν φθάσαμε στὴν Ναύπακτο, μαθαίνουμε ὅτι εἶχε στείλει ὁ Διοικητής ἐπιστολή καὶ ἀπαλλάχθηκε, ἀλλιῶς εἶχε ντουφέκισμα. Ἐν καιρῶ πολέμου εἶναι αὐστηρά τὰ πράγματα. Τὸν λυπήθηκε ὁ Διοικητής, ἐπειδή ἦταν οἰκογενειάρχης, καὶ τὸν ἔβαλαν μάγειρα στὸ Κέντρο Διερχομένων. Ἔφερε καὶ τὴν οἰκογένειά του κοντά καὶ πέρασε τὴν καλύτερη ζωή ἀπὸ ὅλους.
Καὶ ἐπειδή οἱ στρατιῶτες δὲν πήγαιναν πάντοτε ἐκεῖ νὰ φᾶνε, περίσσευε φαγητό, καὶ τάιζε καὶ τὰ παιδιά του. Ὅλοι μετά τοῦ ἔλεγαν: «Ἐσύ πέρασες καλύτερα ἀπὸ ὅλους μας». Γιατί ἐμεῖς οἱ ἄλλοι ἤμασταν πάνω στὰ βουνά, στὰ χιόνια. Ἦταν εὐάρεστο στὸν Θεό αὐτὸ ποὺ τοῦ εἶχα εὐχηθῆ, γιατί τὸ εἶπα μὲ πόνο, μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μου, καὶ γι' αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Θεός.
Θυμᾶμαι μία ἄλλη περίπτωση πάλι, στὴν Κόνιτσα, ὅταν ἤμουν στὴν Ἱερά Μονή Στομίου. Μετά τὴν Πανήγυρη τῆς Παναγίας στὶς 8 Σεπτεμβρίου, οἱ προσκυνητές τὰ εἶχαν ἀφήσει ὅλα ἄνω-κάτω.
Θυμᾶμαι μία ἄλλη περίπτωση πάλι, στὴν Κόνιτσα, ὅταν ἤμουν στὴν Ἱερά Μονή Στομίου. Μετά τὴν Πανήγυρη τῆς Παναγίας στὶς 8 Σεπτεμβρίου, οἱ προσκυνητές τὰ εἶχαν ἀφήσει ὅλα ἄνω-κάτω.
Ἐκεῖ ποὺ τακτοποιοῦσα κάτι, βλέπω, κάθησε ἡ ἀδελφή μου καὶ μία ἄλλη κοπέλα νὰ συμμαζέψουν. Αὐτή ἡ καημένη εἶχε ἀκόμη δύο ἀδελφές –ἡ μία μικρότερη – οἱ ὁποῖες εἶχαν παντρευτῆ, καὶ αὐτή εἶχε μείνει ἀκόμα ἀνύπανδρη. Τί φιλότιμο εἶχε!
Κάθησε καὶ τὰ τακτοποίησαν ὅλα καὶ στὸ τέλος μου λέει: «Ἄν χρειάζεται, Πάτερ, νὰ καθήσουμε νὰ κάνουμε καὶ τίποτε ἄλλες δουλειές». «Τόσο πολύ φιλότιμο!». λέω μέσα μου.
Πάω στὸ Ἐκκλησάκι καὶ λέω μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου: «Παναγία μου, οἰκονόμησέ την ἐσύ. Ἐγώ δὲν ἔχω τί νὰ τῆς δώσω» –καὶ νὰ εἶχα, δὲν θὰ τὸ δεχόταν κιόλας.
Ἔ, μόλις πῆγε στὸ σπίτι της, τὴν περίμενε ἕνας ποὺ ἤμασταν μαζί στρατιῶτες, ἕνα πολύ καλό παιδί, κομμάτι μάλαμα καὶ ἀπὸ καλή οἰκογένεια. Παντρεύτηκαν, μία χαρά! Πῶς τὴν πλήρωσε ἡ Παναγία!
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Α' «Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο»
_______________________
[1]. Τὸ 1966
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου