ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ[:Α΄ Κορ. 1,10-17]
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ (:Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, ἀδελφοί, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ ὁμολογεῖτε ὅλοι τὴν ἴδια πίστη καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις, ἀλλὰ νὰ εἶστε ἁρμονικὰ ἑνωμένοι μὲ τὰ ἴδια φρονήματα ὅλοι σας καὶ μὲ τίς ἴδιες γνῶμες καὶ ἀποφάσεις)» [Α΄ Κορ. 1,10].
Αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἔλεγα πάντοτε, ὅτι δηλαδὴ οἱ ἐπιπλήξεις πρέπει νὰ γίνονται βαθμιαῖα καὶ μὲ ἤρεμο τρόπο, τοῦτο κάνει ἐδῶ καὶ ὁ Παῦλος· ἐπειδὴ δηλαδὴ πρόκειται νὰ εἰσέλθει σὲ θέμα, τὸ ὁποῖο εἶναι πλῆρες πολλῶν κινδύνων καὶ ἱκανὸ νὰ καταστρέψει ἐκ θεμελίων τὴν Ἐκκλησία, γράφει μὲ περισσότερη πραότητα. Λέγει δηλαδὴ ὅτι τοὺς παρακαλεῖ, καὶ μάλιστα τοὺς παρακαλεῖ διὰ τοῦ Χριστοῦ, σὰν οὔτε αὐτὸς μόνος του ὁ Παῦλος νὰ ἀρκοῦσε νὰ τοὺς ἀπευθύνει αὐτὴν τὴν παράκληση καὶ νὰ τοὺς πείσει.
Καὶ τί σημαίνει «Παρακαλῶ διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»; Παίρνω ὡς σύμμαχο τὸν Χριστὸ καὶ ὡς βοηθὸ τὸ ἀδικημένο καὶ ὑβρισμένο ὄνομά Του κατὰ τρόπο πολὺ ἐλεγκτικό, ὥστε νὰ μὴν ἀρνηθοῦν ἀναίσχυντα νὰ Τὸν ἀκούσουν· διότι ἡ ἁμαρτία κάνει τοὺς ἀνθρώπους θρασεῖς. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἂν μὲν ἐπιπλήξεις τὸν ἄνθρωπο κατευθεῖαν καὶ ἔντονα, συνήθως τὸν καθιστᾷς σκληρὸ καὶ ἀναίσχυντο· ἂν ὅμως τὸν κάνεις νὰ ντραπεῖ, συνήθως κάμπτεις τὸν αὐχένα του, ματαιώνεις τὴν ἀθυροστομία του καὶ τὸν κάνεις νὰ σκύψει τὴν κεφαλὴ ἀπὸ ντροπή. Τοῦτο ἀκριβῶς ἐφαρμόζει καὶ ὁ Παῦλος καὶ κατὰ πρῶτον τοὺς παρακαλεῖ διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ τί εἶναι τέλος πάντων αὐτό, γιὰ τὸ ὁποῖο τοὺς παρακαλεῖ; «ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα (:νὰ ὁμολογεῖτε ὅλοι τὴν ἴδια πίστη καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις)» [Α΄ Κορ. 1,10]. Ἡ ἔμφαση στὴ λέξη «σχίσμα» καὶ ὡς λέξη καὶ μόνο ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ τοὺς θέσει ὑπὸ ἐπίκριση· διότι μὲ τὸ σχίσμα δὲν παράγονται πολλὰ ὁλόκληρα μέρη, ἀλλὰ χάνεται καὶ τὸ ἀρχικὸ ἕνα· διότι, ἐὰν μὲν ὑπῆρχαν ἐκκλησίες ὁλόκληρες, πολλὰ θὰ ἦταν τὰ συστήματα· ἐὰν ὅμως ὑπάρχουν σχίσματα, ἀφανίζεται καὶ τὸ ἀρχικὸ ἕνα· διότι τὸ ὁλόκληρο, ὅταν διαιρεθεῖ σὲ πολλά, ὄχι μόνο δὲν γίνεται πολλά, ἀλλὰ καταστρέφεται καὶ τὸ ἕνα. Τέτοια εἶναι ἡ φύση τῶν σχισμάτων.
Κατόπιν, ἐπειδὴ τοὺς κατηγόρησε ἔντονα μὲ τὸ νὰ χρησιμοποιήσει τὴ λέξη «σχίσμα», πάλι μετριάζει καὶ πραΰνει τὸν λόγο του λέγοντας: «ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοΐ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ (:νὰ εἶστε ἁρμονικὰ ἑνωμένοι μὲ τὰ ἴδια φρονήματα ὅλοι σας καὶ μὲ τίς ἴδιες γνῶμες καὶ ἀποφάσεις)». Ἐπειδὴ δηλαδὴ εἶπε: «ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε», «νὰ μὴν νομίσετε»-λέγει-«ὅτι εἶπα πὼς ἡ ὁμόνοια βρίσκεται μόνο στοὺς λόγους· διότι ἐπιζητῶ τὴ συμφωνία ποὺ βρίσκεται στὴ σκέψη». Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει συμφωνία στὴ σκέψη, ἀλλὰ ὄχι σὲ ὅλα τὰ θέματα, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν πρόσθεσε καὶ τὸ «νὰ εἶστε ἁρμονικὰ ἑνωμένοι μὲ τὰ ἴδια φρονήματα ὅλοι σας»· διότι ἐκεῖνος ποὺ σὲ ἕνα θέμα εἶναι ἑνωμένος, ἐνῶ σὲ ἄλλο σκέπτεται διαφορετικά, δὲν ἔχει ἀκόμη ἑνωθεῖ, οὔτε ἔχει τελειοποιηθεῖ σὲ ὁμοφροσύνη.
Εἶναι δυνατὸν νὰ συμφωνεῖ κάποιος μὲ τὴ σκέψη του, ἀλλὰ νὰ μὴ συμφωνεῖ καθόλου μὲ τὴν ἐσωτερική του διάθεση, ὅπως π.χ. ὅταν ἐνῶ ἔχουμε τὴν ἴδια πίστη, δὲν εἴμαστε ἑνωμένοι κατὰ τὴν ἀγάπη· ἔτσι δηλαδὴ ἑνωνόμαστε μὲν ὡς πρὸς τὸν νοῦ- διότι ἔχουμε τίς ἴδιες σκέψεις- ὄχι ὅμως ἀκόμη ὡς πρὸς τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβῃ καὶ τότε, διότι ἄλλος προτιμοῦσε τὸν τάδε, ἐνῶ ἄλλος τὸν τάδε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ λέγει ὅτι πρέπει νὰ συμφωνοῦμε καὶ κατὰ τὴ σκέψη καὶ κατὰ τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση· διότι τὰ σχίσματα δὲν συνέβησαν λόγῳ τῶν διαιρέσεων κατὰ τὴν πίστη, ἀλλὰ λόγῳ τῶν διαιρέσεων κατὰ τὴν ψυχικὴ διάθεση, ἐξαιτίας τῆς τάσεως τοῦ ἀνθρώπου πρὸς ἔριδες.
Ὡστόσο, ἐπειδὴ ὁ κατηγορούμενος ἀρνεῖται ἀναίσχυντα τὴν ἐνοχή του, ἕως ὅτου δὲν προσάγονται οἱ μάρτυρες, πρόσεξε πῶς προσήγαγε μάρτυρες, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ ἀρνηθοῦν· «ἐδηλώθη γὰρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης (:καὶ σᾶς κάνω τὴν προτροπὴ αὐτή, διότι πληροφορήθηκα γιά σᾶς, ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὸ σπιτικὸ τῆς Χλόης)». Καὶ οὔτε εἶπε αὐτὸ εὐθὺς ἐξαρχῆς, ἀλλὰ προηγουμένως ἀνέφερε τὴν κατηγορία, ἀφοῦ εἶχε πιστέψει ἐκείνους πού τοῦ τὴν ἀνέφεραν· ἐὰν δηλαδὴ δὲν εἶχε συμβεῖ αὐτό, οὔτε κἂν θὰ διατύπωνε κατηγορία, διότι ὁ Παῦλος δὲν θὰ πίστευε εὔκολα. Οὔτε λοιπὸν εὐθὺς ἐξαρχῆς εἶπε τί τοῦ ἀναφέρθηκε, γιὰ νὰ μὴν φανεῖ ὅτι τοὺς κατηγορεῖ ἐξαιτίας ἐκείνων, οὔτε τὸ ἀποσιώπησε, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι ἡ κατηγορία ἔχει αὐτὸν καὶ μόνο ὡς πηγή.
Καὶ πάλι τοὺς ὀνομάζει «ἀδελφούς»· δηλαδὴ καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι φανερὸ τὸ ἁμάρτημα, τίποτε δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ τοὺς ὀνομάζει ἀκόμη ἀδελφούς. Πρόσεξε τὴ σύνεσή του, πὼς δὲν ἀνέφερε μεμονωμένο τὸ πρόσωπο τῆς Χλόης, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν οἰκία, ὥστε νὰ μὴν τοὺς καταστήσει ἐχθροὺς τοῦ πληροφοριοδότη του· ἔτσι δηλαδὴ προστάτεψε ἐκεῖνον καὶ συγχρόνως χωρὶς φόβο ἀποκάλυψε τὴν κατηγορία· διότι δὲν ἀπέβλεψε μόνο στὸ συμφέρον ἐκείνου, ἀλλὰ καὶ τὸ δικό τους συμφέρον· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν εἶπε «Μοῦ ἀναφέρθηκε ἀπὸ κάποιους» ἀλλὰ ἀποκάλυψε καὶ τὴν οἰκία, ὥστε νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι μόνος του τὰ ἐπινοεῖ. Τί ἀναφέρθηκε; «ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι (:ὅτι ὑπάρχουν μεταξύ σας ἀντιθέσεις καὶ φιλονικίες)».Ὅταν λοιπόν τοὺς ἐπιτιμᾷ, λέγει «ἵνα μὴ ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα (:νὰ μὴν ὑπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα καὶ διαιρέσεις)» ἀλλά, ὅταν ἀνακοινώνει τοὺς λόγους ἄλλων, τοὺς ἀναφέρει μὲ ἡπιότητα, λέγοντας: «ἐδηλώθη γὰρ μοὶ περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι», ὥστε νὰ μὴ δημιουργήσει ἀντίθεση πρὸς τοὺς πληροφοριοδότες του.
Κατόπιν ἀναφέρει καὶ τὸ εἶδος τῆς ἔριδας· «λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ἐγὼ μὲν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ (:καὶ μὲ αὐτὸ ποὺ λέω ἐννοῶ αὐτό, ὅτι καθένας ἀπὸ σᾶς λέει μὲ καύχηση: "Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Παύλου"· "ἐγὼ ὅμως", λέει ὁ ἄλλος, "εἶμαι θαυμαστὴς καὶ μαθητὴς τοῦ Ἀπολλώ". Καὶ ὁ τρίτος λέει: "Eγὼ ἀνήκω στὸν Κηφά"· καὶ ἄλλος πάλι ἰσχυρίζεται: "Eγὼ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ". Ἔγιναν ἔτσι ὁμάδες καὶ μερίδες διάφορες)». «Ἔριδες δηλαδή», λέγει, «δὲν ἐννοῶ τίς διαφωνίες γιὰ ἰδιωτικὲς ὑποθέσεις, ἀλλὰ τίς σοβαρότερες ἀπὸ αὐτές: «ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει». Ἡ φθορὰ δηλαδὴ δὲν ἐπεκτάθηκε σὲ ἕνα μόνο μέρος, ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρη τὴν ἐκκλησία. Ἄν καὶ δὲν διαφωνοῦσαν γιὰ τὸν ἑαυτό του, οὔτε γιὰ τὸν Πέτρο, οὔτε γιὰ τὸν Ἀπολλώ, ἀλλὰ ὅμως δείχνει ὅτι ἐὰν δὲν πρέπει νὰ στηρίζονται σὲ αὐτούς, πολὺ περισσότερο δὲν πρέπει νὰ στηρίζονται σὲ ἄλλους. Ὅτι δηλαδὴ οὔτε γιὰ αὐτοὺς διαφωνοῦσαν, λέγει στὴ συνέχεια στὴν ἐπιστολὴ του: «Ταῦτα δέ, ἀδελφοί, μετεσχημάτισα εἰς ἐμαυτὸν καὶ Ἀπολλὼ δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἐν ἡμῖν μάθητε τὸ μὴ ὑπὲρ ὃ γέγραπται φρονεῖν, ἵνα μὴ εἷς ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς φυσιοῦσθε κατὰ τοῦ ἑτέρου (:καὶ αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα, ἀδελφοί, τὰ μετέτρεψα ὥστε νὰ ταιριάζουν στὸν ἑαυτό μου καὶ στὸν Ἀπολλὼ γιὰ τὴν δική σας ὠφέλεια. Γιὰ νὰ μάθετε μὲ τὸ παράδειγμά μου νὰ μὴν σχηματίζετε φρόνημα περισσότερο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γραμμένο καὶ μᾶς παραγγέλλει ἡ Ἁγία Γραφή, γιὰ νὰ μὴν καυχιέστε καὶ ὑπερηφανεύεστε ὁ ἕνας μαθητής, ἐπειδὴ ἔχει ἀρχηγὸ καὶ διδάσκαλο κάποιον ἐναντίον τοῦ ἄλλου μαθητῆ ποὺ ἔχει ἀρχηγὸ καὶ διδάσκαλο κάποιον ἄλλο)» [Α΄ Κορ. 4,6]· διότι, ἐὰν δὲν ἔπρεπε νὰ ἰδιοποιοῦνται τὸν διδάσκαλο, τὸν πρῶτο τῶν ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος κατήχησε τόσο λαό, πολὺ περισσότερο δὲν ἔπρεπε ἐκείνους ποὺ δὲν εἶχαν καμία ἀξία. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐπείγεται νὰ ἀπαλλάξει αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ἀσθένεια, χρησιμοποιεῖ αὐτὰ τὰ ὀνόματα. Ἄλλωστε κάνει τὸν λόγο του καὶ λιγότερο δυσάρεστο μὲ τὸ νὰ μὴν ἀναφέρει ὀνομαστικὰ αὐτοὺς ποὺ διαιροῦν τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ τοὺς κρύπτει χρησιμοποιῶντας ὡς πρόσωπα τὰ ὀνόματα τῶν ἀποστόλων: «ἐγὼ μὲν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ».
Ἀνάφερε τὸν Πέτρο τελευταῖο ὄχι διότι θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀνώτερο ἀπὸ ἐκεῖνον, ἀλλὰ ἀπεναντίας, διότι τὸν Πέτρο τὸν θεωροῦσε πολὺ ἀνώτερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Προχώρησε δηλαδὴ τὸν λόγο του κατὰ αὔξουσα σημασία, γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι τὸ κάνει αὐτὸ ἀπὸ φθόνο καὶ ἀφαιρέσει ἀπὸ ἐκείνους τὴν τιμὴ λόγῳ βασκανίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἔχει θέσει τὸν ἑαυτό του καὶ πρῶτο. Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ πρῶτος ἀποδοκιμάζει τὸν ἑαυτό του, δὲν τὸ κάνει, διότι ποθεῖ τιμή, ἀλλὰ διότι τελείως περιφρονεῖ τὴν δόξα τοῦ εἴδους αὐτοῦ. Δέχεται λοιπὸν ὁ ἴδιος ὅλη τὴν ἐπίθεση καὶ μετὰ ἀναφέρει τὸν Ἀπολλὼ καὶ στὴ συνέχεια τὸν Κηφά. Δὲν ἔκανε βεβαίως αὐτὸ ἐξυψώνοντας τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ σὲ θέματα ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ δημιουργηθοῦν, ἐπιχειρεῖ τὴ διόρθωση κατὰ πρῶτον μὲ τὸ δικό του πρόσωπο. Εἶναι βεβαίως φανερὸ ὅτι ἁμάρταναν ὅσοι συνέτασσαν τοὺς ἑαυτούς τους μὲ τὸν τάδε καὶ τὸν τάδε, καὶ καλῶς τοὺς κατηγόρησε λέγοντας ὅτι δὲν ἐνεργοῦν σωστὰ λέγοντας «ἐγὼ μὲν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ».
Γιὰ ποιό λόγο πρόσθεσε τὸ «ἐγὼ δὲ Χριστοῦ (:καὶ ἄλλος λέγει μὲ καύχηση: "Ἐγὼ εἶμαι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ")»; Διότι ἐὰν ἁμάρταναν ὅσοι συνέτασσαν τοὺς ἑαυτούς τους μὲ ἀνθρώπους, δὲν ἁμάρταναν βεβαίως καὶ ὅσοι ἀφιέρωναν τοὺς ἑαυτούς τους στὸν Χριστό. Ἀλλὰ δὲν κατηγοροῦσε αὐτό, τὸ ὅτι δηλαδὴ ἰδιοποιοῦνταν τὸν Χριστό, ἀλλὰ ὅτι δὲν Τὸν ἰδιοποιοῦνταν ὅλοι μόνο Αὐτόν. Νομίζω ὅτι ὁ ἴδιος ἀπὸ δική του σκέψη ἔχει προσθέσει αὐτό, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ παρουσιάσει βαρύτερο τὸ ἁμάρτημα καὶ ἔτσι νὰ δείξει ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ Χριστὸς περιορίστηκε σὲ ἕνα μόνο μέρος τῶν Χριστιανῶν, ἂν καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἔπρατταν ἀκριβῶς ἔτσι· διότι μὲ τοὺς ἑξῆς λόγους φανέρωσε ὅτι ἔκανε τέτοια νύξη: «μεμέρισται ὁ Χριστός; (: ἔχει κομματιαστεῖ ὁ Χριστός;)». Αὐτὸ ποὺ λέγει σημαίνει: «Κατακομματιάσατε τὸν Χριστὸ καὶ διαιρέσατε τὸ σῶμα Του». Βλέπεις θυμό, βλέπει ἐπίπληξη, βλέπεις λόγο γεμᾶτο ἀπὸ ἀγανάκτηση; Ὅταν δηλαδὴ δὲν φέρει ἀποδείξεις, ἀλλὰ ἐρωτᾷ μόνο, τὸ κάνει διότι εἶχαν πλέον ὁμολογήσει τὸ ἄτοπο. Μερικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Παῦλος ὑπονοεῖ καὶ κάτι ἄλλο μὲ τὸ νὰ λέγει: «Μεμέρισται ὁ Χριστός; (:Ἔχει κομματιαστεῖ ὁ Χριστός;)»· δηλαδὴ χώρισε καὶ διαμοίρασε τὴν ἐκκλησία μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ πῆρε ὁ ἴδιος ἕνα τμῆμα, ἐνῶ ἄλλο τμῆμα ἔδωσε σὲ ἐκείνους.
Στὴ συνέχεια ἐργάζεται γιὰ τὴν ἐκρίζωση τοῦ κακοῦ λέγοντας: «Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ἢ εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; (:Ἀπευθύνομαι σὲ ὅσους λένε: "Ἐμεῖς εἴμαστε τοῦ Παύλου", καὶ τοὺς ρωτῶ: Μήπως ὁ Παῦλος σταυρώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία σας; Ἢ μήπως βαπτιστήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Παύλου, ὥστε νὰ ἀνήκετε πλέον σὲ αὐτόν;)» [Α΄ Κορ. 1,13].
Πρόσεξε τὴν φιλόχριστο σκέψη, ὅτι τὰ πάντα τὰ ἀναφέρει στὸ δικό του ὄνομα, δείχνοντας πληρέστατα ὅτι σὲ κανέναν ἄνθρωπο δὲν ἀνήκει αὐτὴ ἡ τιμή· καὶ γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι τὰ λέγει αὐτὰ κινούμενος ἀπὸ φθόνο, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν συνεχῶς ἐπαναφέρει τὸν ἑαυτό του. Καὶ πρόσεξε τὴ σύνεση· δὲν εἶπε δηλαδή: «Μήπως ὁ Παῦλος δημιούργησε τὸν κόσμο; Μήπως ὁ Παῦλος σας ἔδωσε ζωή;», ἀλλὰ τονίζει μόνο ὅσα εἶναι γιὰ τοὺς πιστοὺς ἐξαίρετα καὶ χρειάζονται πολλὴ ἐπιμέλεια, δηλαδὴ τὸν σταυρὸ καὶ τὸ βάπτισμα καὶ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτά· διότι τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὴν δείχνει μὲν καὶ ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, προπαντὸς ὅμως ἡ συγκατάβαση διὰ τοῦ σταυροῦ.
Καὶ δὲν εἶπε: «Μήπως ὁ Παῦλος πέθανε γιά σᾶς;», ἀλλὰ «μήπως ὁ Παῦλος σταυρώθηκε γιά σᾶς;», προσδιορίζοντας τὸ εἶδος τοῦ θανάτου· «ἢ στὸ ὄνομα τοῦ Παύλου βαπτιστήκατε;»· καὶ δὲν εἶπε «Μήπως ὁ Παῦλος σᾶς βάπτισε;», διότι βάπτισε πολλούς· ἀλλὰ δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ ζητούμενο, δηλαδὴ ἀπὸ ποιόν βαπτίστηκαν, ἀλλὰ στὸ ὄνομα τίνος βαπτίστηκαν. Ἐπειδὴ δηλαδὴ καὶ τοῦτο ἔγινε αἴτιο σχισμάτων, τὸ νὰ ὀνομάζονται οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὸ ὄνομα ἐκείνων ποὺ τοὺς βάπτισαν, διορθώνει καὶ αὐτὸ λέγοντας: «Μήπως βαπτιστήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Παύλου;». «Μὴ μοῦ πεῖς δηλαδή», λέγει, "ποιός σὲ βάπτισε, ἀλλὰ στὸ ὄνομα Τίνος βαπτίστηκες»· ζητεῖται δηλαδὴ ὄχι ἐκεῖνος ποὺ βάπτισε, ἀλλὰ Ἐκεῖνος τὸν Ὁποῖο ἐπικαλοῦνται στὸ βάπτισμα· διότι Αὐτὸς συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματα.
Μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου μίλησε πάνω σὲ αὐτὸ καὶ δὲν προχώρησε πλέον στὴ συνέχεια· διότι δὲν λέγει: «Μήπως ὁ Παῦλος σᾶς ὑποσχέθηκε τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά; Μήπως ὁ Παῦλος σᾶς ὑποσχέθηκε βασιλεία τῶν οὐρανῶν;». Γιατί λοιπὸν δὲν προσθέτει καὶ αὐτά; Διότι τὸ νὰ ὑποσχεθεῖς βασιλεία δὲν εἶναι ἴσο μὲ τὸ νὰ σταυρωθεῖς· τὸ πρῶτο μὲν οὔτε κίνδυνο περιεῖχε οὔτε ἔφερε αἰσχύνη, τὸ δεύτερο ὅμως τὰ εἶχε ὅλα αὐτά· ἄλλωστε καὶ ἐκεῖνα τὰ ἀποδεικνύει ἀπὸ αὐτά· ἀφοῦ εἶπε δηλαδὴ «ὅς γὲ τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; (:Αὐτὸς ὁ ὁποῖος δὲν λυπήθηκε τὸν ἴδιο τὸν Μονογενῆ Υἱό Του, ἀλλὰ γιὰ χάρη ὅλων μας Τὸν παρέδωσε σὲ θάνατο, πῶς δὲν θὰ μᾶς χαρίσει μαζὶ μὲ Αὐτὸν καὶ ὅλες τὶς χάριτες ποὺ εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τὴ σωτηρία μας; Ἀφοῦ χάρισε σέ μᾶς τὸν Υἱό Του, δὲν θὰ μᾶς χαρίσει καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ χρειαζόμαστε γιὰ νὰ σωθοῦμε;)» [Ρωμ. 8,32], πρόσθεσε: «Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ (:διότι ἐὰν συμφιλιωθήκαμε μὲ τὸν Θεὸ μὲ τὸν θάνατο τοῦ Υἱοῦ Του ὅταν ἤμασταν ἐχθροί, πολὺ περισσότερο τώρα ποὺ συμφιλιωθήκαμε θὰ σωθοῦμε διαμέσου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος δὲν ὑπάρχει πλέον ἀνάγκη νὰ πεθάνει, ἀλλὰ ζεῖ ἔνδοξος στοὺς οὐρανοὺς ὡς μεσίτης δικός μας)» [Ρωμ. 5,10]. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν δὲν πρόσθεσε ἐκεῖνα καὶ διότι ἄλλα μὲν δὲν τὰ κατεῖχαν ἀκόμη, ἐνῶ ἄλλα τὰ εἶχαν γευθεῖ· ἄλλα μὲν ἦταν ἀκόμη ὑποσχέσεις, ἄλλα ὅμως ἦσαν πλέον γεγονότα.
«Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον (:καθὼς βλέπω τώρα ποιά κατάχρηση τοῦ ὀνόματός μου κάνετε, εὐχαριστῶ τὸν Θεό, διότι προνόησε νὰ μὴ βαπτίσω αὐτοπροσώπως κανέναν ἀπὸ ἐσᾶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κρίσπο καὶ τὸν Γάϊο)» [Α΄ Κορ. 1,14]. «Γιατί μεγαλοφρονεῖτε γιὰ τὸ ὅτι βαπτίζετε, ἐνῶ ἐγὼ ἀπεναντίας εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ἐπειδὴ δὲν τὸ ἔκανα αὐτό;». Καὶ λέγοντας αὐτά, ἀφαιρεῖ μὲ ἐπιμέλεια τὴν ἀλαζονεία γιὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ βαπτίσματος, ὄχι τὴ δύναμη τοῦ βαπτίσματος- μὴ γένοιτο- ἀλλὰ τὴ μωρία ὅσων μεγαλοφρονούσαν γιὰ τὸ βάπτισμα, πρῶτα μὲν μὲ τὸ νὰ δείχνει ὅτι δὲν εἶναι δικό του δῶρο καὶ δεύτερο μὲ τὸ νὰ εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ γιὰ αὐτό· διότι εἶναι μὲν τὸ βάπτισμα μέγα, ἀλλά τὸ καθιστὰ μέγα ὄχι αὐτὸς ποὺ βαπτίζει ἀλλὰ Ἐκεῖνος ποὺ καλεῖ στὸ βάπτισμα· τὸ βάπτισμα βεβαίως ἀπαιτεῖ σημαντικὸ ἀνθρώπινο κόπο, ἀλλὰ εἶναι πολὺ εὐκολότερο ἀπὸ τὸν εὐαγγελισμό. Εἶναι δηλαδὴ μέγα μὲν τὸ βάπτισμα -τὸ ἐπαναλαμβάνω- καὶ χωρὶς τὸ βάπτισμα εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπιτύχει ὁ ἄνθρωπος τὴ Βασιλεία· ἀλλὰ αὐτὸ δύναται νὰ τὸ πραγματοποιήσει καὶ ἄνθρωπος ποὺ δὲν εἶναι πολὺ γενναῖος, ὁ εὐαγγελισμὸς ὅμως χρειάζεται πολὺ κόπο.
Λέει ἐπίσης καὶ τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία εὐχαριστεῖ ὅτι κανέναν δὲν βάπτισε. Ποιά λοιπὸν εἶναι αὐτή; Λέει: «ἵνα μὴ τίς εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. Καὶ ἔτσι τώρα δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι στὸ δικό μου ὄνομα βάπτισα)» [Α΄ Κορ. 1,15]. Ἔλεγαν λοιπὸν αὐτὸ γιὰ ἐκείνους; Καθόλου; «Ἀλλὰ φοβοῦμαι», λέγει, «μήπως τὸ νόσημα προχωρήσει μέχρις αὐτοῦ τοῦ σημείου. Ἐὰν δηλαδὴ ἔχει γίνει ἐκλογὴ μεταξὺ εὐτελῶν ἀνθρώπων ποὺ βαπτίζουν χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ ἔχουν καμία ἀξία, ἐὰν ἐγὼ ποὺ κήρυξα τὸ βάπτισμα βάπτισα πολλούς, θὰ ἦταν φυσικὸ αὐτοὶ ἀφοῦ συνενωθοῦν ὄχι μόνο νὰ ὀνομάζονται ἀπὸ τὸ ὄνομά μου, ἀλλὰ καὶ νὰ ταυτίζουν τὸ βάπτισμα μὲ ἐμένα»· διότι ἐὰν προκλήθηκε τόσο μεγάλο κακὸ ἀπὸ δευτερεύοντα θέματα, ἴσως θὰ δημιουργοῦνταν χειρότερες καταστάσεις ἀπὸ σοβαρότερες αἰτίες.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔλεγξε ὅσους εἶχαν ἁμαρτήσει στὸ θέμα αὐτὸ καὶ ἀφοῦ πρόσθεσε: «Ἐβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον (:Βάπτισα ἐπίσης καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ)», πάλι ἐλαττώνει τὴν ἀλαζονεία τους λέγοντας: «Λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα (:Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτούς, δὲν γνωρίζω ἂν βάπτισα κανέναν ἄλλον)» [Α΄ Κορ. 1,16]· ἐδῶ δηλαδὴ δείχνει ὅτι καθόλου δὲν τὸν ἐνδιέφερε τὸ νὰ τὸν τιμοῦν οἱ πολλοί· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οὔτε βάπτιζε γιὰ νὰ ἀποκτήσει δόξα.
Καὶ ὄχι μόνο αὐτά, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἑξῆς περιορίζει πολὺ τὴν ἔνταση τῆς ἀσθένειάς τους, λέγοντας: «Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι (:Καὶ δὲν ἔκανα κύριο ἔργο μου τὸ βάπτισμα, διότι ὁ Χριστὸς δὲν μοῦ ἀνέθεσε τὴ διακονία τοῦ Ἀποστόλου γιὰ νὰ βαπτίζω, πρᾶγμα ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει καὶ ἕνας ἁπλὸς λειτουργός· ἀλλὰ μὲ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς νὰ κηρύττω τὸ Εὐαγγέλιο)» [Α΄ Κορ. 1,17]. Αὐτὸ δηλαδὴ ἦταν τὸ πλέον ἐπίπονο ποὺ ἤθελε πολὺ μόχθο καὶ σιδηρᾶ ψυχὴ καὶ τὸ ὁποῖο περιλάμβανε τὰ πάντα· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁ Παῦλος αὐτὸ τὸ ἔργο ἀναλάμβανε.
Καὶ γιὰ ποιό λόγο βάπτιζε, ἐνῶ δὲν ἀπεστάλῃ νὰ βαπτίζει; Τὸ ἔκανε ὄχι ἐναντιούμενος πρὸς Ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἀπέστειλε, ἀλλὰ ἀπὸ περίσσεια ζήλου· διότι δὲν εἶπε ὅτι τοῦ εἶχε ἀπαγορευθεῖ νὰ βαπτίζει, ἀλλὰ ὅτι δὲν ἀπεστάλῃ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ ἔργο αὐτό, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἦταν τὸ πλέον ἀναγκαῖο· ὁ εὐαγγελισμὸς δηλαδὴ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἔργο ἴσως ἑνὸς ἢ δύο ἀνθρώπων, ἐνῶ τὸ βάπτισμα μποροῦσε νὰ τὸ κάνει ὁποιοσδήποτε εἶχε τὴν ἱεροσύνη· τὸ νὰ πάρει δηλαδὴ κανεὶς ἕναν κατηχούμενο ποὺ εἶχε πειστεῖ στὰ τῆς πίστεως καὶ νά τὸν βαπτίσει θὰ εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ τὸ κάνει ὁποιοσδήποτε· διότι ἡ βούληση ἐκείνου ποὺ προσερχόταν στὴν πίστη καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐργάζονται στὴ συνέχεια τὰ πάντα· ὅταν ὅμως πρέπει νὰ κατηχήσει κανεὶς ἀπίστους, χρειάζεται πολὺς κόπος καὶ πολλὴ σοφία· τότε μάλιστα διέτρεχε κανεὶς καὶ κίνδυνο.
Στὸ βάπτισμα δηλαδὴ ἔχει ἤδη συντελεστεῖ ὅλη ἡ προεργασία καὶ ἔχει πειστεῖ αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ βαπτιστεῖ καὶ δὲν εἶναι καθόλου δύσκολο τὸ νὰ βαπτίσει κάποιος ἕναν ποὺ πείστηκε· ἡ κατήχηση ὅμως ἔχει πολὺ κόπο, ὥστε νὰ μεταπείσει κανεὶς τὴ βούληση, νὰ μεταβάλει τὸν νοῦ, νὰ ἀναταράξει τὴν πλάνη, νὰ ἐμφυτεύσει καλῶς τὴν ἀλήθεια. Αὐτὰ ὅμως δὲν τὰ λέει χωρὶς λόγο, οὔτε ἐπινοεῖ καὶ ἰσχυρίζεται ὅτι τὸ βάπτισμα δὲν ἔχει κανέναν κόπο, ἀλλὰ ἡ κατήχηση· διότι γνωρίζει πάντοτε νὰ τηρεῖ τὸ μέτρο, ἀλλὰ κατὰ τὴ σύγκριση τῆς πίστεως μὲ τὴν κοσμικὴ σοφία ἀπευθύνει ἔντονες ἐρωτήσεις ὅπου μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει ὁρμητικότερο λόγο.
Δὲν βάπτιζε λοιπὸν ἐναντιούμενος σὲ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔστειλε, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς στὴν περίπτωση τῶν χηρῶν, ἐνῶ οἱ ἀπόστολοι εἶπαν «οὐκ ἀρεστὸν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις (:δὲν μᾶς φαίνεται σωστὸ νὰ ἀφήσουμε ἐμεῖς τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε σὲ τραπέζια φαγητοῦ)» [Πράξ.6,2], ἐργάστηκε χειρωνακτικὰ ὄχι ἀπὸ ἀντίθεση πρὸς ἐκείνους, ἀλλὰ ἐνεργῶντας ἀπὸ περίσσεια ζήλου, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση αὐτήν.
Ἐξάλλου καὶ τώρα στοὺς μὲν ἁπλοϊκότερους ἀπὸ τοὺς πρεσβύτερους ἀναθέτουμε αὐτό, ἐνῶ τὴ διδασκαλία τὴν ἀναθέτουμε στοὺς περισσότερο μορφωμένους, διότι ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ κόπος καὶ ὁ ἱδρῶτας· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ὁ ἴδιος λέγει: «Οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς ἀξιούσθωσαν, μάλιστα οἱ κοπιῶντες ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλίᾳ (:ὅσοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου εἶναι καλοὶ προεστοὶ καὶ κοπιάζουν γιὰ τὸ ποίμνιο, εἶναι ἄξιοι νὰ ἀνταμείβονται διπλὰ γιὰ τὴ συντήρησή τους. Προπαντὸς ἐκεῖνοι ποὺ κοπιάζουν στὸ κήρυγμα καὶ τὴ διδασκαλία)» [Α΄ Τιμ. 5,17]. Ὅπως ἀκριβῶς δηλαδὴ ἡ διδασκαλία τῆς πάλης εἶναι ἔργο γενναίου ἀνδρὸς καὶ σοφοῦ παιδοτρίβη, τὸ νὰ στεφανωθεῖ ὅμως ὁ νικητὴς εἶναι ἔργο καὶ ἐκείνου ἀκόμη ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παλεύει, ἂν καὶ βέβαια ὁ στέφανος καθιστὰ λαμπρότερο τὸν νικητή, ἔτσι καὶ σχετικὰ μὲ τὸ βάπτισμα: εἶναι δηλαδὴ ἀδύνατον νὰ σωθεῖ κανεὶς χωρὶς αὐτό, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ βαπτίζει δὲν κάνει καθόλου δύσκολο ἔργο, διότι λαμβάνει προετοιμασμένη τὴ βούληση.
«Οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ (:Καὶ νὰ τὸ κηρύττω ὄχι μὲ ἀνθρώπινη τέχνη καὶ ἀπατηλὰ ἐπιχειρήματα, γιὰ νὰ παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία μου σοφὴ καὶ λαμπρή, ἀλλὰ νὰ τὸ κηρύττω ἔτσι ὥστε νὰ μὴ χάσει τὴν θεία του δύναμη τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ)» [Α΄ Κορ. 1,17]. Ἀφοῦ κατέστειλε τὴν ἀλαζονεία ὅσων μεγαλοφρονοῦσαν γιά τὸ ὅτι βάπτιζαν, στὴ συνέχεια ἀσχολεῖται μὲ ὅσους κόμπαζαν γιὰ τὴν κοσμικὴ σοφία τους καὶ ὁπλίζεται περισσότερο ἐναντίον τους· διότι πρὸς μὲν ὅσους ὑπερηφανεύονταν γιά τὸ ὅτι βάπτιζαν ἔλεγε «Εὐχαριστῶ ἐπειδὴ κανέναν δὲν βάπτισα» καὶ ὅτι «δὲν μὲ ἀπέστειλε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ βαπτίζω», καὶ δὲν ὁμίλησε οὔτε μὲ σφοδρότητα, οὔτε μὲ νέα ἐπιχειρήματα, ἀλλὰ παρέκαμψε τὸ θέμα, ἀφοῦ ἁπλῶς ἔθιξε ὅσα ἤθελε μὲ λίγες λέξεις· ἐδῶ ὅμως ἀπὸ τὸ προοίμιο ἀκόμη ἐπιτίθεται μὲ σφοδρότητα λέγοντας «ὥστε νὰ μὴ χάσει τὴ θεία του δύναμη τὸ κήρυγμα γιὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ». Γιατί λοιπὸν μεγαλοφρονεῖς γιὰ θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ντρέπεσαι;
Ἐὰν δηλαδὴ ἡ σοφία αὐτὴ πολεμάει τὸν σταυρὸ καὶ μάχεται τὰ εὐαγγέλια, δὲν πρέπει νὰ ἐπαίρεσαι γιὰ αὐτήν, ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ αἰσθάνεσαι ντροπή· διότι ἡ αἰτία γιὰ τὴν ὁποία οἱ ἀπόστολοι δὲν ὑπῆρξαν κατὰ κόσμον σοφοὶ δὲν εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ χαρίσματος, ἀλλὰ ἡ πρόνοια νὰ μὴ ἀποβεῖ αὐτὸ σὲ βάρος τοῦ κηρύγματος. Ἑπομένως ἐκεῖνοι δὲν καλλιεργοῦσαν τὸν ρητορικὸ λόγο, ἀλλὰ ἀντιθέτως παραβίαζαν τοὺς κανόνες του· οἱ ἰδιῶτες ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἐνίσχυαν. Ἡ πρόνοια αὐτὴ δύναται νὰ καταδικάσει τὴν ἀλαζονεία, νὰ ἀναχαιτίσει τὴν ἀσθένεια, νὰ πείσει γιὰ μετριοφροσύνη.
«Καὶ ἂν εἶναι ἀληθὲς ὅτι δὲν κήρυτταν μὲ κοσμικὴ σοφία λόγου, γιὰ ποιό λόγο ἔστειλαν τὸν Ἀπολλώ, ποὺ ἦταν λόγιος;» θὰ ἔλεγε κάποιος. Τὸν ἔστειλαν ὄχι διότι εἶχαν ἐμπιστοσύνη στὴ δύναμη τῶν λόγων του, ἀλλὰ διότι ἦταν πολὺ καταρτισμένος στὶς Γραφὲς καὶ ἔλεγχε τοὺς Ἰουδαίους. Ἀντίθετα, ἄλλο ἐπιδίωκαν, τὸ νὰ μὴν εἶναι δηλαδὴ λόγιοι οἱ ἡγέτες καὶ ὅσοι ἔσπειραν πρῶτοι τὸν λόγο· διότι αὐτοὶ χρειάζονταν πολλὴ δύναμη, ὥστε εὐθὺς ἐξαρχῆς νὰ ἀπωθήσουν τὴν πλάνη καὶ στὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς προσπάθειας χρειαζόταν πολλὴ δύναμη. Αὐτός λοιπὸν ποὺ δὲν χρειάστηκε μορφωμένους στὴν ἀρχή, ἐὰν κατόπιν γνώριζε λογίους, δὲν θὰ ἦταν κάτι ποὺ θὰ τὸ χρειαζόταν, ἀλλὰ κάτι ποὺ δὲν θὰ τοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση· ὅπως δηλαδὴ δὲν χρειαζόταν σοφούς, γιὰ νὰ κατορθώσει ὅσα ἤθελε, ἔτσι οὔτε θὰ τοὺς ἀπέκλειε γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο, ἐὰν κατόπιν τοὺς εἶχε.
Ἐσὺ λοιπὸν ἀπόδειξέ μου τὸ ἑξῆς, ἐὰν δηλαδὴ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος ἦσαν λόγιοι· δὲν θὰ μποροῦσες διότι ἦσαν κοινοὶ καὶ ἀγράμματοι ἄνθρωποι. Λοιπὸν ὅπως ἀκριβῶς ὁ Χριστός, ὅταν ἔστελνε τοὺς μαθητές Του στὴν οἰκουμένη, ἀφοῦ προηγουμένως τοὺς ἔδειξε τὴν δύναμή Του στὴν Παλαιστίνη καὶ ἀφοῦ τοὺς εἶπε: «Ὃτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μὴ τινος ὑστερήθητε; Οἱ δὲ εἶπον· οὐθενός (:Ὅταν στὴν πρώτη σας περιοδεία σᾶς ἔστειλα χωρὶς χρήματα καὶ χωρὶς ταξιδιωτικὸ σάκο καὶ ὑποδήματα, μήπως στερηθήκατε τίποτε;" Καὶ αὐτοὶ ἀπάντησαν: "Ὄχι. Δὲν στερηθήκαμε τίποτε")» [Λουκᾶ 22,35], τότε στὴν συνέχεια τοὺς ἐπέτρεψε νὰ ἔχουν καὶ σάκο καὶ βαλάντιο· τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἐδῶ· ὁ ἀντικειμενικὸς δηλαδὴ σκοπὸς ἦταν νὰ δειχθεῖ ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἐξαιτίας τῆς κοσμικῆς σοφίας νὰ ἀποκλείονται τῆς πίστεως οἱ προσερχόμενοι.
Ὅταν λοιπὸν οἱ Ἕλληνες κατηγορήσουν τοὺς μαθητὲς ὡς ἁπλοϊκούς, ἐμεῖς τοὺς κατηγοροῦμε περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους. Καὶ ἂς μὴ λέγει κανεὶς ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν σοφός· ἀλλὰ ἐνῶ ἐξαίρουμε τοὺς δικούς τους μεγάλους ποὺ θαυμάστηκαν γιὰ τὴν σοφία καί την εὐγλωττία τους, ἂς λέμε ὅτι ὅλοι οἱ δικοί μας ὑπῆρξαν κοινοὶ ἄνθρωποι, διότι καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο θὰ ὑπερισχύσουμε αὐτῶν, καὶ ἔτσι ἡ νίκη μας θὰ εἶναι λαμπρή.
Τὰ εἶπα αὐτά, ἐπειδὴ κάποτε ἄκουσαν κάποιον Χριστιανὸ νὰ συζητεῖ μὲ ἕναν Ἕλληνα κατὰ τρόπο γελοῖο καὶ στὸν ἀγῶνα τους ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς ἐξουδετέρωνε τὰ ἴδια τὰ ἐπιχειρήματά του· διότι ὅσα ἔπρεπε νὰ πεῖ ὁ Χριστιανός, αὐτὰ τὰ ἔλεγε ὁ Ἕλληνας καὶ ὅσα ἦταν φυσικὸ νὰ πεῖ ὁ Ἕλληνας, αὐτὰ τὰ προέβαλλε ὁ Χριστιανός. Ἡ συζήτηση δηλαδὴ ἦταν γιὰ τὸν Παῦλο καὶ τὸν Πλάτωνα καὶ ὁ μὲν Ἕλληνας προσπαθοῦσε νὰ ἀποδείξει ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν ἀμαθὴς καὶ ἁπλοϊκός, ὁ δὲ Χριστιανὸς ἀπὸ ἀφέλεια προσπαθοῦσε νὰ παρουσιάσει ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν λογιότερος τοῦ Πλάτωνα. Καὶ ἔτσι νικητὴς ἦταν ὁ Ἕλληνας, διότι ὁ λόγος του ἦταν ἰσχυρότερος· ἐὰν δηλαδὴ ὁ Παῦλος ἦταν λογιότερος τοῦ Πλάτωνα, θὰ ἦταν ἑπόμενο πολλοὶ νὰ ὑποστηρίζουν ὅτι ὑπερίσχυσε ὄχι μὲ τὴ χάρη, ἀλλὰ μέ την εὐγλωττία· ὥστε τὰ ὅσα ἔλεγε ὁ Χριστιανὸς ἦσαν ὑπὲρ τοῦ Ἕλληνα καὶ ὅ,τι ἔλεγε ὁ Ἕλληνας ἦταν ὑπὲρ τοῦ Χριστιανοῦ· ἐὰν δηλαδὴ ὁ Παῦλος ἦταν ἀπαίδευτος καὶ ὅμως ὑπερίσχυσε τοῦ Πλάτωνα- πρᾶγμα ποὺ τὸ ὑποστήριζαν- ἡ νίκη ἦταν λαμπρὴ διότι ὁ ἀμαθής, ὅταν συνάντησε ὅλους τοὺς μαθητὲς Ἐκείνου, τοὺς ἔπεισε καὶ τοὺς κέρδισε. Καὶ ἔτσι εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ κήρυγμα δὲν ἔχει γίνει μὲ τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλὰ μέ την χάρη τοῦ Θεοῦ.
Γιὰ νὰ μὴν παθαίνουμε λοιπὸν αὐτὰ καὶ νὰ μὴ μᾶς περιγελοῦν, ὅταν ἔτσι συζητᾶμε μὲ Ἕλληνες καὶ ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τους, ἂς κατηγοροῦμε τοὺς ἀποστόλους ὡς ἀμαθεῖς, διότι ἡ κατηγορία αὐτὴ εἶναι ἐγκώμιο. Καὶ ὅταν ἐκεῖνοι ποῦν ὅτι οἱ ἀπόστολοι ἦταν ἀγροῖκοι, ἂς προσθέσουμε καὶ ἐμεῖς καὶ ἂς ποῦμε ὅτι ἦσαν καὶ ἀμαθεῖς καὶ ἀγράμματοι καὶ πτωχοὶ καὶ εὐτελεῖς καὶ ἀσύνετοι καὶ ἀφανεῖς. Αὐτὰ δὲν εἶναι βλασφημία γιὰ τοὺς ἀποστόλους, ἀλλὰ δόξα, τὸ ὅτι τέτοιοι ἄνθρωποι ἀποδείχτηκαν λαμπρότεροι ὅλης τῆς οἰκουμένης. Αὐτοὶ δηλαδὴ οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ ἀγροῖκοι καὶ ἀμαθεῖς κατανίκησαν τοὺς σοφοὺς καὶ δυνατοὺς καὶ τοὺς τυράννους καὶ ὅσους κόμπαζαν γιὰ τὸν πλοῦτο καὶ τὴ δόξα καὶ ὅλα τὰ ἐξωτερικά, τοὺς ἐξουδετέρωσαν πλήρως σὰν νὰ μὴν ἦσαν ἄνδρες. Ἔτσι ἔγινε φανερὸ ὅτι ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ εἶναι μεγάλη καὶ ὅτι αὐτὰ δὲν γίνονταν μὲ ἀνθρώπινη ἰσχύ. Τὰ ὅσα συνέβησαν καὶ κατορθώθηκαν δὲν ἦσαν φυσικά, ἀλλὰ ὑπερέβαιναν τὴν φύση· καὶ ὅταν κάτι γίνει παρὰ τὴ φύση, καὶ μάλιστα πάρα πολὺ παρὰ τὴ φύση, καὶ συγχρόνως εἶναι πρέπον καὶ ὠφέλιμο, εἶναι σαφὲς ὅτι τοῦτο γίνεται μὲ κάποια θεϊκὴ δύναμη καὶ βοήθεια.
Καὶ πρόσεξε τὸ ἑξῆς: ὁ ψαρᾶς, ὁ σκηνοποιός, ὁ τελώνης, ὁ ἁπλοϊκός, ὁ ἀγράμματος, ἦλθαν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, μιὰ μακρινὴ χώρα, καὶ ἀφοῦ ἀπώθησαν ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴ χώρα τοὺς φιλοσόφους, τοὺς ρήτορες, τοὺς δεινοὺς ὁμιλητές, ἐντὸς ὀλίγου χρόνου καὶ μὲ πολλοὺς κινδύνους τοὺς νίκησαν, ἂν καὶ τοὺς ἐπιτίθεντο λαοὶ καὶ βασιλεῖς, ἡ ἴδια ἡ φύση τους μαχόταν, ἂν καὶ ἡ παλαιότητα τοῦ χρόνου καὶ ἡ πολλὴ συνήθεια μὲ σφοδρότητα τοὺς ἀνταγωνίζονταν, ἂν καὶ οἱ δαίμονες ἦσαν ὁπλισμένοι καὶ ὁ διάβολος εἶχε παραταχτεῖ καὶ κινοῦσε ἐναντίον τους τὰ πάντα, βασιλεῖς, ἄρχοντες, λαούς, ἔθνη, πόλεις, βαρβάρους, ἐθνικούς, φιλοσόφους, ρήτορες, σοφιστές, δικηγόρους, νόμους, δικαστήρια, ποικίλες τιμωρίες, ἀναρίθμητους καὶ παντὸς εἴδους θανάτους· ἀλλὰ ὅμως ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ κήρυγμα τῶν ἁλιέων ἀνασκευάζονταν καὶ ὑποχωροῦσαν ὅπως ἡ λεπτὴ σκόνη δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξει τὴν ὁρμὴ τῶν ἀνέμων.
Ἄς μάθουμε λοιπὸν ἔτσι νὰ συζητοῦμε μὲ τοὺς ἐθνικούς, γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε σὰν ζῶα καὶ βοσκήματα, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε προετοιμασμένοι γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ἐλπίδας μας. Προηγουμένως ἂς μελετήσουμε αὐτὸ τὸ θέμα ποὺ δὲν εἶναι μικρὸ καὶ ἂς λέμε πρὸς αὐτούς: Πῶς οἱ ἀσθενεῖς νίκησαν τοὺς ἰσχυρούς, οἱ δώδεκα τὴν οἰκουμένη, ἐνῶ δὲν χρησιμοποιοῦσαν τὰ ἴδια ὅπλα, ἀλλὰ πολεμοῦσαν γυμνοὶ ἐναντίον ἐνόπλων;
Πές μου δηλαδή, ἐὰν δώδεκα ἄντρες ἄπειροι ἀπὸ πολεμικὰ πράγματα βρίσκονταν αἰφνιδίως σὲ πολὺ μεγάλη καὶ ὁπλισμένη παράταξη στρατιωτῶν, καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἦσαν ὄχι μόνο ἄοπλοι, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀσθενικὸ σῶμα, καὶ ὅμως δὲν πάθαιναν τίποτε ἀπὸ ἐκείνους καὶ οὔτε τραυματίζονταν, ἂν καὶ μὲ ἄπειρα βέλη τοὺς χτυποῦσαν οἱ ἐχθροί, καὶ ἐνῶ τὰ βέλη εἶχαν διατρυπήσει τὸ γυμνὸ σῶμα, αὐτοὶ κατανίκησαν ὅλους χωρὶς νὰ χρησιμοποιοῦν ὅπλα, ἀλλὰ χτυπῶντας μὲ τὸ χέρι τους τελικὰ ἄλλους φόνευσαν, ἄλλους συνέλαβαν αἰχμαλώτους, χωρὶς οἱ ἴδιοι νὰ τραυματιστοῦν· ἄραγε θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ἀνθρώπινο;
Καὶ ὅμως ἡ νίκη τῶν ἀποστόλων εἶναι πολὺ πιὸ ἀξιοθαύμαστη ἀπὸ ἐκεῖνο· διότι ἀπὸ τὸ νὰ μὴν πληγωθεῖ κάποιος γυμνός, πολὺ παραδοξότερο εἶναι ὁ ἁπλοϊκὸς καὶ ἀγράμματος καὶ ψαρᾶς νὰ νικήσει τόσο δεινοὺς ἀντιπάλους καὶ νὰ μὴν ἐμποδιστεῖ οὔτε ἀπὸ τὸν μικρὸ ἀριθμό τους, οὔτε ἀπὸ τὴν πενία, οὔτε ἀπὸ τοὺς κινδύνους, οὔτε ἀπὸ τὴ μακροχρόνια συνήθεια, οὔτε ἀπὸ τὴ μεγάλη αὐστηρότητα τῶν διαταγῶν, τίς ὁποῖες ἔπαιρναν, οὔτε ἀπὸ τοὺς καθημερινοὺς θανάτους, οὔτε ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀπατηθέντων, μήτε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα αὐτῶν ποὺ τοὺς ἐξαπάτησαν.
Ἔτσι λοιπὸν ἂς νικήσουμε αὐτοὺς καὶ ἂς πολεμοῦμε ἐναντίον ἐκείνων καὶ ἀντὶ μὲ λόγους ἂς τοὺς καταπλήξουμε μὲ τὴ ζωή μας· ἡ μεγάλη μάχη, τὸ ἀκαταγώνιστο ἐπιχείρημα εἶναι ἡ παρουσίαση ἔργων, διότι ἀκόμη καὶ ἂν φιλοσοφήσουμε πάρα πολὺ μὲ τὰ λόγια, δὲν παρουσιάζουμε ὅμως ζωὴ καλύτερη ἀπὸ ἐκείνους, τίποτε δὲν εἶναι τὸ κέρδος· διότι δὲν προσέχουν σὲ ὅσα λέμε, ἀλλὰ ἐξετάζουν τίς πράξεις μας καὶ λένε: «Ἐσὺ πρῶτα πείσου στὰ λόγια σου καὶ τότε συμβούλευε ἄλλους. Ἐὰν ὅμως λὲς ὅτι ὑπάρχουν μύρια ἀγαθὰ στὸ μέλλον, ἐσὺ ὅμως φαίνεσαι προσηλωμένος στὰ παρόντα σὰν νὰ μὴν ὑπάρχουν τὰ μέλλοντα, τότε τὰ ἔργα σου εἶναι γιὰ ἐμένα πιὸ πιστευτά. Ὅταν δηλαδὴ σὲ δῶ νὰ ἁρπάζεις τὰ ξένα, νὰ θρηνεῖς ὑπερβολικὰ γιὰ τοὺς νεκροὺς καὶ νὰ κάνεις πολλὰ ἄλλα σφάλματα, πῶς νὰ πιστέψω σὲ σένα ὅτι ὑπάρχει ἀνάσταση;». Καὶ ἂν δὲν τὰ λένε αὐτά, τὰ σκέφτονται καὶ τὰ γυρίζουν στὸν νοῦ τους, καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐμποδίζει τοὺς ἀπίστους νὰ γίνουν Χριστιανοί.
Ἄς προτρέψουμε λοιπὸν αὐτοὺς μὲ τὴ ζωή μας. Πολλοὶ ἁπλοϊκοὶ ἄνθρωποι ἔτσι κατέπληξαν τὸν νοῦ τῶν φιλοσόφων μὲ τὸ νὰ δείξουν τὴ φιλοσοφία τῶν ἔργων καὶ μὲ τὸ νὰ χρησιμοποιήσουν διὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀσκήσεώς τους φωνή λαμπρότερη ἀπὸ τὴ σάλπιγγα· καὶ αὐτὴ εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ τὴ γλῶσσα. Ὅταν λοιπὸν πῶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ μνησικακοῦμε καὶ κατόπιν κάνω ἄπειρα κακὰ στὸν ἐθνικό, πῶς θὰ μπορέσω νὰ τὸν προτρέψω μὲ τὰ λόγια, ἐνῶ τὸν ἀποτρέπω μὲ τὰ ἔργα μου;
Ἄς θηρεύσουμε λοιπὸν αὐτοὺς μὲ τὴ ζωή μας καὶ μὲ τίς ψυχὲς τους ἂς οἰκοδομοῦμε τὴν Ἐκκλησία καὶ αὐτὸν τὸν πλοῦτο ἂς συγκεντρώσουμε. Τίποτε δὲν εἶναι ἰσάξιο τῆς ψυχῆς· οὔτε ὁ κόσμος ὅλος. Ὥστε καὶ ἂν δώσεις ἄπειρα χρήματα στοὺς φτωχούς, δὲν κάνεις τίποτε ἰσάξιο αὐτοῦ ποὺ κάνει κάποιος ποὺ συντελεῖ στὴν ἐπιστροφὴ μιᾶς ψυχῆς. «Ἐὰν ἐξαγάγῃς τίμιον ἀπὸ ἀναξίου, ὡς τὸ στόμα μου ἔσῃ (:Ἐὰν ἀπὸ ἀνάξιο κάνεις κάποιον πολύτιμο θὰ εἶσαι ὡς τὸ στόμα μου)», λέγει [Ἰερ. 15,19]. Εἶναι μὲν μεγάλη ἀρετὴ ἡ ἐλεημοσύνη πρὸς τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ δὲν εἶναι καθόλου τὸ ἴδιο μὲ τὸ νὰ ἀπαλλάσσει κάποιος τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν πλάνη· διότι ὅποιος κάνει αὐτό, μοιάζει μὲ τὸν Παῦλο καὶ τὸν Πέτρο.
Εἶναι δηλαδὴ δυνατὸν νὰ δεχτήκαμε τὸ κήρυγμα ἐκείνων, ὄχι γιὰ νὰ κινδυνεύουμε ὅπως ἐκεῖνοι καὶ νὰ ὑποφέρουμε πεῖνα καὶ ἀσθένειες καὶ ἄλλα- διότι ζοῦμε σὲ εἰρηνικὴ περίοδο- ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξουμε τὴ μεγάλη προθυμία μας· καὶ μάλιστα εἶναι δυνατὸν νὰ μένουμε στὴν οἰκία τους καὶ συγχρόνως νὰ ἁλιεύουμε ψυχές. Ὅποιος ἔχει φίλο, συγγενῆ καὶ γνωστό, ἔτσι ἂς ἐνεργεῖ, αὐτὰ ἂς τοὺς λέει καὶ θὰ εἶναι μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Παῦλο. Καὶ τί λέω μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Παῦλο; Θὰ εἶναι στόμα τοῦ Χριστοῦ. «Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ ἀνάξιο κάνει κάποιον πολύτιμο θὰ εἶναι ὡς τὸ στόμα μου», λέγει. Καὶ ἂν δὲν πείσεις σήμερα, θὰ πείσεις αὔριο· καὶ ἂν δὲν πείσεις ποτέ, ἐσὺ θὰ ἔχεις πλήρη τὸν μισθό· καὶ ἂν δὲν πείσεις τοὺς πάντες, θὰ μπορέσεις νὰ πείσεις λίγους ἀπὸ τοὺς πολλούς· διότι καὶ οἱ ἀπόστολοι δὲν ἔπεισαν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ὅμως κήρυξαν πρὸς ὅλους, καὶ ἔχουν μισθὸ γιὰ ὅλο τὸ ἔργο τους. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ὁρίζει τοὺς στεφάνους ὄχι ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα τῶν ἐνεργειῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ διάθεση ὅσων ἐνεργοῦν. Καὶ ἂν προσφέρεις δύο ὀβολούς, τοὺς δέχεται, καὶ ὅ,τι ἔκανε στὴν περίπτωση τῆς χήρας, αὐτὸ πράττει καὶ στὴν περίπτωση ὅσων διδάσκουν τὸν λόγο Του.
Μὴ λοιπὸν περιφρονεῖς καὶ τοὺς λίγους ἐπειδὴ δὲν μπορεῖς νὰ σώσεις τὴν οἰκουμένη, οὔτε νὰ ἀποσπάσεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὰ μικρά, ἐπειδὴ ἐπιθυμεῖς τὰ μεγάλα. Καὶ ἂν δὲν μπορεῖς νὰ πείσεις ἑκατό, φρόντισε γιὰ τοὺς δέκα· καὶ ἂν δὲν μπορεῖς δέκα, μὴν περιφρονήσεις τοὺς πέντε· καὶ ἂν δὲν μπορεῖς νὰ πείσεις πέντε, μὴν ἀδιαφορήσεις γιὰ τὸν ἕνα· καὶ ἂν δὲν μπορέσεις τὸν ἕνα, οὔτε τότε νὰ στενοχωριέσαι καὶ νὰ μὴν ἐμποδίζεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸ ἔργο αὐτό. Δὲν βλέπεις ὅτι καὶ στὶς συναλλαγὲς ὄχι μόνο μὲ χρυσὸ ἀλλὰ καὶ μὲ ἄργυρο ἐμπορεύονται αὐτοὶ ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὸ ἐμπόριο; Ἄν δηλαδὴ δὲν περιφρονοῦμε οὔτε τὰ μικρά, θὰ ἐπιτύχουμε καὶ στὰ μεγάλα· ἂν ὅμως ἀδιαφορήσουμε γιὰ τὰ μικρά, οὔτε ἐκεῖνα θὰ τὰ ἐπιτύχουμε εὔκολα. Ἔτσι γίνεται πλούσιος ὁ καθένας, μὲ τὸ νὰ συλλέγει δηλαδὴ καὶ μικρὰ καὶ μεγάλα. Ἔτσι ἂς κάνουμε καὶ ἐμεῖς, γιὰ νὰ πλουτίσουμε σὲ ὅλα καὶ νὰ ἐπιτύχουμε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μέ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου καὶ μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει δόξα, δύναμη, τιμή, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-epistulam-i-ad-corinthios.pdf
• Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ ἔργα, Ὑπόμνημα στὴν πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολήν, ὁμιλία Γ΄,πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2015, τόμος 18, σελίδες 56-83.
• Π. Τρεμπέλα, Ἡ Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.
• Ἡ Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.
• Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ἡ Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.
• Π. Τρεμπέλα, Τὸ Ψαλτήριον μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ἔκδοση τρίτη, Ἀθήνα 2016
• http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html
• http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm
• http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου