Γράφει ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης, Καθηγητής Ποινικού Δικαίου – Δικηγόρος Αθηνών
ΠΡΟΪΔΕΑΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΒΙΑΣΤΙΚΟΥΣ:
Στην περίφημη φράση του Άδ. Γεωργιάδη «Αν ο υπουργός Μεταφορών έλεγε ότι έχουμε πρόβλημα ασφάλειας στα τρένα, δεν θα έμπαινε κανείς», η οποία αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ποινικά αυτογκόλ του λαλίστατου Υπουργού της Νέας Δικτατορίας, υποκρύπτεται η εξής παραδοχή:
Ο υπουργός Μεταφορών Κ. Καραμανλής γνώριζε άριστα ότι υπάρχει πρόβλημα ασφάλειας στα τρένα. Άρα, από την στιγμή που ουδέν έπραξε για να αποκαταστήσει το συγκεκριμένο πρόβλημα, όχι μόνο παραλείποντας να διαφωτίσει το επιβατικό κοινό σχετικά με τον κίνδυνο που εγκυμονεί για την ζωή του η χρήση του σιδηροδρόμου, αλλά, πολύ περισσότερο, διαρρηγνύοντας από το βήμα της Βουλής τα ιμάτιά του ότι «μια υπεύθυνη πολιτεία δεν μπορεί να παίζει με την ασφάλεια των επιβατών» και ότι «είναι ντροπή να τίθενται θέματα ασφαλείας», αποδέχθηκε την επέλευση της συμφοράς, η οποία ήταν ενδεχόμενο να συμβεί ανά πάσα στιγμή σε οποιοδήποτε δρομολόγιο στέλνοντας στον θάνατο εκατοντάδες επιβάτες.
Αν οι υποψήφιοι επιβάτες γνώριζαν ότι, εξαιτίας των προβλημάτων ασφαλείας, οι ράγες έχουν μετατραπεί σε καρμανιόλα, τα βαγόνια σε φορητές θανάσιμες παγίδες και, αντιστοίχως, τα εισιτήρια του τρένου σε λαχνούς θανάτου, τότε πράγματι κανένας δεν θα αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο μεταφορικό μέσο, εκτός αν επρόκειτο για λάτρη παραλλαγής της ρώσικης ρουλέτας, ο οποίος θα ήθελε, μέσω της χρήσης του σιδηροδρόμου, να ανεβάσει την αδρεναλίνη του, δοκιμάζοντας την αποδοτικότητα του τυχερού άστρου του.
Η ορθόδοξη μετάφραση της ανάποδης-σφόδρα παραπλανητικής φράσης του Άδωνι Γεωργιάδη «αν ο υπουργός Μεταφορών έλεγε ότι έχουμε πρόβλημα ασφάλειας στα τρένα, δεν θα έμπαινε κανείς» είναι η ακόλουθη:
Επειδή ακριβώς ο υπουργός γνώριζε ότι έχουμε πρόβλημα ασφάλειας στα τρένα, θα έπρεπε να φροντίσει να μη μπαίνει κανείς μέσα.
Από την στιγμή που αδιαφόρησε πλήρως γι’ αυτό, καλούνται οι εισαγγελικές αρχές να ερμηνεύσουν προσηκόντως την ανθρωποκτόνα παράλειψή του. Η επίμαχη φράση του Άδ. Γεωργιάδη αποτελεί τρανή απόδειξη ότι ΚΑΙ ο υπουργός Μεταφορών είχε επίγνωση της απαράδεκτης κατάστασης στην οποία βρισκόταν το σιδηροδρομικό δίκτυο.
Η γνώση, όμως, είναι το κοινό σημείο επαφής της ενσυνείδητης αμέλειας και του ενδεχόμενου δόλου. Συνεπώς, με την συναξιολόγηση των ενδεικτών και αντενδεικτών του ενδεχόμενου δόλου, απομένει να τεκμηριωθεί η αποδοχή ή η μη-αποδοχή της θανατηφόρας συμφοράς που μπορούσε οποτεδήποτε να προκληθεί σε βάρος εκατοντάδων αθώων ψυχών και εν τέλει προκλήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2023.
Ο Άδ. Γεωργιάδης προέβη, όμως, και σε μια δεύτερη, πονηρή δήλωση: «τα τρένα τα είχαμε από την εποχή του Τρικούπη, είχαμε τέτοια δυστυχήματα; 150 χρόνια δουλεύουν τα τρένα χωρίς τηλεματική».
Άραγε, θα μπορούσε η σκέψη αυτή να συσχετισθεί με τον αντενδείκτη του ενδεχόμενου δόλου που αποκαλείται “εξοικείωση του δράστη με τον κίνδυνο” και έτσι να καλλιεργηθεί η τάση επιεικούς ποινικής αξιολόγησης της συμπεριφοράς του υπουργού Μεταφορών καθώς και κάθε άλλου εμπλεκομένου;
Η αρνητική απάντηση βρίσκεται στην ανάπτυξη που ακολουθεί. Αν, μάλιστα, ληφθεί υπ’ όψιν η συρροή τριών ενδεικτών του ενδεχόμενου δόλου, δηλαδή: του υψηλού αντικειμενικού ποσοστού επικινδυνότητας των πράξεων και παραλείψεων, της ιδιοτέλειας του σκοπού που επιδιώχθηκε με την εκδήλωση της επίμαχης συμπεριφοράς και των παραπλανητικών δηλώσεων του Υπουργού Μεταφορών πριν από την συμφορά, τότε η δυνατότητα κατάφασης του ενδεχόμενου δόλου ανθρωποκτονίας τόσο για τον πρωθυπουργό και τον Υπουργό Μεταφορών όσο και για τα λοιπά εμπλεκόμενα πρόσωπα είναι προφανής.
Αλλά στον Θαυμαστό [= Σιχαμερό] Ανάποδο Κόσμο μας τα προφανή είναι αφανή! Κι έτσι εκείνοι που θα έπρεπε να καθίσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, το βράδυ των επικείμενων εκλογών θα στρογγυλοκαθίσουν στο χλιδάτο σαλόνι τους, προκειμένου να παρακολουθήσουν το θεατρικό έργο που έχει σκηνοθετήσει για τους βρεφοποιημένους πολίτες ο αόρατος μαριονετίστας με τίτλο «Η κάλπικη κάλπη».
Όσα θα αναλυθούν δείχνουν ότι η επιλογή ενός μέρους του ελληνικού λαού να κάνει λόγο για την «μαζική δολοφονία των Τεμπών» κάθε άλλο παρά νομικώς αυθαίρετη είναι, εφόσον για την κατάφαση του ανθρωποκτόνου δόλου αρκεί η απλή αποδοχή της ενδεχόμενης θανάσιμης έκβασης, ακόμη κι αν αυτή για τον δράστη αποτελεί ανεπιθύμητη εξέλιξη.
Ανεπιθύμητη είναι και η απώλεια της περιουσίας ενός τζογαδόρου, αλλά από την στιγμή που μπαίνει στο καζίνο και παίζει τα χρήματά του στην ρουλέτα, έχει εκ των προτέρων αποδεχθεί ότι μπορεί να τα χάσει.
Εκείνο, ωστόσο, που δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί στο πλαίσιο του παρόντος είναι αν όσοι με τις ενέργειες ή τις παραλείψεις του συνέβαλαν στην απώλεια των 57 + Χ αθώων ψυχών δεν έδρασαν απλώς με ενδεχόμενο δόλο αλλά με άμεσο δόλο α΄ βαθμού, δηλαδή με επιδίωξη. Η πραγμάτευση αυτού του ζητήματος, δηλ. η τυχόν σκόπιμη μετατροπή των βαγονιών του Ιντερσίτυ σε φορητές θανάσιμες παγίδες, προϋποθέτει επαλήθευση της εγκυρότητας κάποιων τρομακτικών πληροφοριών/υπονοιών που σχετίζονται αφ’ ενός με το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας και αφ’ ετέρου με την επαίσχυντη προσπάθεια συγκάλυψης των αιτίων της μετωπικής σύγκρουσης των δύο τρένων.
Φυσικά, η διαβεβαίωση των μελών της κυβέρνησης της Νέας Δικτατορίας ότι θα χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση σημαίνει το ακριβώς ανάποδο: θα πέσει μαύρο σκοτάδι!
__________________________________________
Για να μπορεί να κριθεί ότι η απώλεια εκατοντάδων ανθρώπινων ζωών είναι προϊόν δολίας συμπεριφοράς ενός ή περισσότερων προσώπων, θα πρέπει αυτά σε υποκειμενικό επίπεδο αφ’ ενός να γνώριζαν την επικινδυνότητα της συμπεριφοράς τους και αφ’ ετέρου (τουλάχιστον) να αποδέχονταν το επελθόν αποτέλεσμα είτε ως ενδεχόμενη είτε ως βέβαιη παρεπόμενη συνέπεια της πράξης τους.
Σε περίπτωση που ο δράστης επιδιώκει το αποτέλεσμα είναι ζήτημα εριζόμενο αν για τον καταλογισμό του αποτελέσματος ως προϊόν δόλου αρκεί η υπετροφική βούληση του δράστη, η οποία ισοσταθμίζει την αναιμική γνώση του, ή αν, αντιθέτως, η ποιότητα της γνώσης και η ένταση της βούλησης πρέπει να εξετάζονται αυτοτελώς, χωρίς η δεύτερη να μπορεί να ισοφαρίσει το έλλειμμα της πρώτης.
Ο επιστημονικός αυτός καβγάς έχει πρακτική αξία, μόνο σε όσες περιπτώσεις ο νομοθέτης αξιώνει ρητώς την αυξημένη γνώση εκ μέρους του δράστη, όπως στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 ΠΚ), η τέλεση της οποίας προϋποθέτει να γνωρίζει ο δυσφημών με βεβαιότητα την αναλήθεια του ισχυρισμού του.
Παράδειγμα: O Γιώργος επιδιώκει να συκοφαντήσει τον Άδωνι, υπάλληλο της πολεοδομίας, γράφοντας στην εφημερίδα του ένα άρθρο με το οποίο τον κατηγορεί ότι “λαδώθηκε χοντρά”, για να βγάλει την οικοδομική άδεια του Δημήτρη· ως προς το κατά πόσον αληθεύει, όμως, η πληροφορία αυτή, ο Γιώργος διατηρεί ισχυρές αμφιβολίες.
Στο παράδειγμα αυτό, ο συνήγορος του Γιώργου θα έπρεπε να υποστηρίξει ότι, εφόσον τα γραφόμενα στο επίμαχο άρθρο δεν ήταν με βεβαιότητα αναληθή, ευθύνη του για συκοφαντική δυσφήμηση δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί, αφού η ένταση της γνώσης του υπολειπόταν εκείνης που απαιτείται από τον νόμο. Αντιθέτως, το συνήθως ανεπιεικές προς τον κατηγορούμενο δικαστήριο θα τασσόταν μάλλον με την άλλη άποψη, οπότε θα θεωρούσε ότι ο Γιώργος τέλεσε συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος του Άδωνι, αφού η δυσφημιστική επιδίωξη υπερκαλύπτει το γνωστικό έλλειμμα ως προς την αναλήθεια του προσβλητικού ισχυρισμού.
Αντίστοιχο πρόβλημα ανακύπτει και στην ανθρωποκτονία με δόλο. Έτσι, στην υπόθεση Γρηγορόπουλου, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Άμφισσας (απόφ. 14-73/2010) υιοθέτησε την αυστηρή ερμηνεία και απεφάνθη κατά πλειοψηφία τα ακόλουθα:
«Το γεγονός ότι η βολίδα εποστρακίσθηκε στην τρίτη κατά σειρά πακτωμένη μπάλα, με άμεση συνέπεια ο Α.Γ. να πληγεί δευτερογενώς και όχι πρωτογενώς, δεν μπορεί να μεταβάλει τη μορφή του ανθρωποκτόνου δόλου του πρώτου κατηγορουμένου από άμεσο σε ενδεχόμενο, καθόσον αυτός πυροβόλησε από απόσταση 25 με 30 περίπου μέτρα με ανθρωποκτόνο σκοπό»1.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η έννοια του δόλου ως μορφή υπαιτιότητας (προβλέπεται στο άρθρο 27 ΠΚ) συναπαρτίζεται από ένα γνωστικό και ένα βουλητικό στοιχείο, τα οποία έχουν διαβαθμίσεις:
Η μεν γνώση μπορεί να αφορά την δυνατότητα ή την βεβαιότητα μεταβολής των πραγμάτων, η δε βούληση μπορεί να εξειδικεύεται σε αποδοχή του αποτελέσματος ή σε επιδίωξη παραγωγής του. Ανάλογα με το πώς συνδυάζονται οι διαβαθμίσεις αυτές, ποικίλλει το είδος του δόλου.
Έτσι, μιλάμε για ενδεχόμενο δόλο, όταν ο δράστης προβλέπει ως δυνατή την επέλευση του βλαπτικού αποτελέσματος και παρά ταύτα ενεργεί ή παραλείπει να πράξει τα δέοντα ώστε να αποσοβηθεί μια συμφορά (παρότι ο πασίγνωστος στο ευρύ κοινό όρος «ενδεχόμενος δόλος» έχει απολύτως επικρατήσει, μπορεί να ξενίζει τον μη εξοικειωμένο με την τεχνική ορολογία του Ποινικού Δικαίου: ο δόλος είναι δεδομένος – ενδεχόμενο είναι το αντικείμενό του, δηλαδή το εγκληματικό αποτέλεσμα).
Παράδειγμα: Ο Γιώργος, ο οποίος αρέσκεται στα νυκτερινά πειράματα κρανιακής ανθεκτικότητας, γνωρίζει ότι, αν κατά την διάρκεια της προκεχωρημένης νύκτας, ρίξει στα τυφλά από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου έναν τσιμεντόλιθο, είναι ενδεχόμενο να σκάσει στο κεφάλι κάποιου περαστικού που θα τύχει να βρίσκεται στο λάθος σημείο την λάθος στιγμή. Το αποτέλεσμα αυτό το αποδέχεται, επειδή του είναι πιο σημαντικό να διενεργήσει το πείραμά του, ώστε να διαπιστώσει αν υπάρχουν πολίτες που διαθέτουν κρανίο ανθεκτικό στην ρίψη τσιμεντόλιθου από το συγκεκριμένο ύψος, από το να απέχει κάθε ριψοκίνδυνης συμπεριφοράς για την ζωή των περαστικών.
Για αναγκαίο δόλο ή άμεσο δόλο β΄ βαθμού μιλάμε, όταν ο δράστης ενεργεί, παρότι προβλέπει ότι το αποτέλεσμα θα επέλθει μετά βεβαιότητος.
Παράδειγμα: Ο Γιώργος, για να εξολοθρεύσει τον ψυχοπαθή Κυριάκο, τοποθετεί βόμβα στο αυτοκίνητο του δεύτερου, γνωρίζοντας όμως ότι, όταν η βόμβα εκραγεί, θα στείλει κατ’ ανάγκην στον τάφο και τον σoφέρ του, ο οποίος όχι μόνο δεν φταίει σε τίποτε, αλλά είναι και πρόσωπο ιδιαιτέρως αγαπητό στον Γιώργο2.
Για άμεσο δόλο α΄ βαθμό ή για επιδίωξη ή για δόλο σκοπού μιλάμε, όταν ο δράστης στοχεύει στην επέλευσή του.
Παράδειγμα: Ο Γιώργος κολλάει το πιστόλι του στον κρόταφο του Κυριάκου και πατά την σκανδάλη, παίρνοντας εκδίκηση για την απώλεια της κόρης του την οποία πριν από λίγες ημέρες είχε παρασύρει με το αυτοκίνητό του ο απρόσεκτος Κυριάκος.
Η ενδιάμεση, αμφισβητούμενη κατηγορία της βουλητικής υπετροφίας και ταυτοχρόνως της γνωστικής αναιμίας ονομάζεται επιδίωξη ενδεχομένου.
Όταν, όμως, ο δράστης γνωρίζει ότι από τις ενέργειες ή τις παραλείψεις του είναι ενδεχόμενο να επέλθει η συμφορά, αλλά πιστεύει ότι αυτή τελικώς θα αποφευχθεί, τότε η υπαιτιότητά του δεν συνίσταται σε δόλο αλλά σε αμέλεια (προβλέπεται στο άρθρο 28 ΠΚ), η οποία ονομάζεται ειδικότερα ενσυνείδητη ή συνειδητή.
Ως εκ τούτου, η ενσυνείδητη αμέλεια και ο ενδεχόμενος δόλος εφάπτονται στο γνωστικό επίπεδο αλλά διαφέρουν στο βουλητικό:
Ενώ τόσο ο δολίως όσο και ο συνειδητά αμελώς κινούμενος δράστης προβλέπουν ως δυνατή την επέλευση της συμφορά, ο μεν πρώτος την αποδέχεται, ο δε δεύτερος όχι.
Άρα, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η αμέλεια είναι ένα είδος πλάνης: η πραγματικότητα δεν συμπίπτει με την παράσταση που έχει ο αμελής δράστης στο μυαλό του. Τούτο, μάλιστα, ισχύει πρωτίστως για την δεύτερη μορφή αμέλειας, την άνευ συνειδήσεως ή μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης δεν προέβλεψε καν την συμφορά που θα προκαλούσε η συμπεριφορά του, παρότι όφειλε και μπορούσε να κάνει την σχετική πρόβλεψη.
Παράδειγμα: Ένας οδηγός αυτοκινήτου που έχει χαλασμένα φρένα αναλογίζεται το ενδεχόμενο να προκληθεί δυστύχημα λόγω του προβλήματος στο σύστημα τροχοπέδησης αλλά αισιοδοξεί ότι τελικώς όλα θα πάνε καλά, επειδή κι άλλες φορές έχει οδηγήσει με χαλασμένα φρένα και δεν προέκυψε κανένα πρόβλημα ή επειδή κινείται με χαμηλή ταχύτητα και στα δύσκολα σημεία κορνάρει κ.λπ. (ενσυνείδητη αμέλεια). Αλλά ο ίδιος οδηγός μπορεί να κάθισε στο τιμόνι χωρίς να του πέρασε καμία στιγμή από το μυαλό ότι, λόγω της κατάστασης των φρένων, ήταν ενδεχόμενο να γίνει υπαίτιος κάποιας συμφοράς (μη συνειδητή αμέλεια). Και στις δύο περιπτώσεις ο οδηγός βρίσκεται σε πλάνη.
Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί παγκοσμίως προκειμένου να οριοθετηθεί σωστά ο ενδεχόμενος δόλος έναντι της ενσυνείδητης αμέλειας. Άλλοι επιχειρούν μια περισσότερο ψυχολογική και άλλοι μια περισσότερο κανονιστική-αξιολογική ερμηνεία.
Όσοι ενδιαφέρονται κυρίως να ψυχολογήσουν τον δράστη κατά την στιγμή της τέλεσης της πράξης του προσπαθούν να διερευνήσουν τον εσωτερικό του κόσμο και να διαπιστώσουν ποια ήταν η ψυχική στάση του έναντι των τρίτων-υποψήφιων θυμάτων την επίμαχη χρονική στιγμή.
Μάλιστα, ενώ στον Ποινικό Κώδικα προβλέπεται ρητώς ότι «από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει πρόβλεψε ως δυνατό το αξιόποινο αποτέλεσμα, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν», μερίδα ερμηνευτών και εφαρμοστών του Ποινικού Δικαίου δέχονται ότι ενεργεί αμελώς και όχι δολίως όποιος απλώς ελπίζει μέσα του ότι η συμφορά δεν θα επέλθει. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η «κακιά η ώρα» (με άλλα λόγια, η ατυχής πορεία των πραγμάτων) εκείνη που οδήγησε στην απώλεια αθώων ψυχών, ακόμη και πολυαγαπημένων προσώπων του ίδιου του δράστη, για τα οποία αυτός έκλαψε πικρώς.
(Πάντως, ο Άρειος Πάγος δεν ακολουθεί ενιαία γραμμή: καίτοι μέχρι το 2013 υπήρχαν περιπτώσεις επ’ ευκαιρία των οποίων είχε αποφανθεί ότι η ελπίδα πρέπει να κατατάσσεται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου, τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι έχει επικρατήσει η ακριβώς αντίθετη θεώρηση, σύμφωνα με την οποία η ελπίδα εντάσσεται στο πεδίο της αμέλειας: βλ. π.χ. ΑΠ 132/2020, ΑΠ 451/2019, ΑΠ 1496/2018).
Παράδειγμα: Την παραμονή των Χριστουγέννων, η γρια-Καντάκαινα παραδίδει στην στέρφα νύφη της, την Διαλεχτή, φαρμακωμένο Χριστόψωμο για να την ξεκάνει, ενόσω ο λατρεμένος της γιόκας έχει αποκλεισθεί λόγω κακοκαιρίας στο απέναντι νησί. Τελικώς, όμως, το χριστόψωμο καταβροχθίζει ο Καντάκης την ώρα που η Διαλεχτή βρίσκεται στην εκκλησία. Όταν η Διαλεχτή επέστρεψε στο σπίτι της, «εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν»3.
Η αχίλλειος πτέρνα αυτής της μεγαλόψυχης ερμηνείας του ενδεχόμενου δόλου συνίσταται στο γεγονός ότι εκ του αποτελέσματος αντιμετωπίζεται με περισσή επιείκεια ένας δράστης που μπορεί να τέλεσε μια άκρως επικίνδυνη ενέργεια, χωρίς να έχει περιχαρακώσει αποτελεσματικά την δυναμική της συγκεκριμένης απειλής.
Εξ αυτού του λόγου, όσοι ενδιαφέρονται κυρίως να αξιολογήσουν πόσο σοβαρή για το κοινωνικό σύνολο είναι η συμπεριφορά του δράστη, επικεντρώνουν την προσοχή τους σε κάποια αντικειμενικά δεδομένα, όπως είναι προεχόντως η επικινδυνότητα της συμπεριφοράς του δράστη που προκαλεί την συμφορά.
Εκτός από την προαναφερθείσα περίπτωση του Χριστόψωμου, εδώ ανήκει και το περιστατικό που εμπνεύσθηκε ο Γιάννης Μαρής στο αστυνομικό μυθιστόρημά του «Χωρίς ταυτότητα», το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Γ. Δαλιανίδη:
Παράδειγμα: Η Ζανέτ, η οποία θέλει να εξολοθρεύσει την ανιψιά της, την Λιάνα, που είναι σφοδρά ερωτευμένη με τον γοητευτικό Ντοναβέντη, λιμάρει την σύνδεση του τιμονιού με τον άξονα του αυτοκινήτου της Λιάνας, υπολογίζοντας ότι, όταν θα το οδηγήσει, θα κοπεί ο άξονας και εκείνη θα σκοτωθεί από την ανεξέλεγκτη πορεία του αυτοκινήτου. Την επίμαχη ημέρα, όμως, το αμάξι του Ντοναβέντη, ο οποίος θέλει να πάει νωρίς στη δουλειά του, δεν παίρνει μπροστά και έτσι η Λιάνα προτείνει σε αυτόν να χρησιμοποιήσει το δικό της. Εκείνος δέχεται, με αποτέλεσμα, λίγα χιλιόμετρα μετά την επιβίβασή του, να κοπεί στη διαδρομή ο άξονας και να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου, προσκρούοντας σε έναν κορμό δέντρου.
Όποιος υιοθετήσει την αξιολογική-κανονιστική προσέγγιση του ενδεχόμενου δόλου, θα πρέπει σε αυτό το παράδειγμα της τυφλής θανάσιμης παγίδας, που έχει την δυναμική να πλήξει όποιον τύχει να επιβιβασθεί στο παγιδευμένο αυτοκίνητο είτε ως οδηγός είτε ως συνεπιβάτης, να δεχθεί ότι η Ζανέτ ευθύνεται για απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του Ντοναβέντη.
Όποιος, όμως, προκρίνει την ψυχολογική προσέγγιση θα πρέπει να αποφανθεί ότι η Ζανέτ είναι αδιανόητο να αποδεχόταν τον θάνατο του άντρα με τον οποίο ήταν σφοδρά ερωτευμένη και, επομένως, θα ευθύνεται για σωματική βλάβη εξ αμελείας σε βάρος του Ντοναβέντη.
H κανονιστική θεώρηση του δόλου επιχειρείται και όταν αξιώνεται να έχει η ελπίδα ή η πίστη του δράστη στην επέλευση του αποτελέσματος ένα αντικειμενικό υπόβαθρο, προκειμένου να μπορεί να καταφαθεί η εξ αμελείας ευθύνη του. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι με παρόμοιους κανονιστικούς όρους μιλά ενίοτε και η ελληνική νομολογία, όταν δέχεται ότι ενεργεί με ενδεχόμενο δόλο όποιος:
«αδιαφορεί για την τύχη του εννόμου αγαθού ενώ συγχρόνως δεν έχει λόγους να πιστεύει σε μια επιτυχή έκβαση του πράγματος και στη μη επέλευση του αποτελέσματος» (ΑΠ 123/2015, ΑΠ 282/2013· για απλή, ατεκμηρίωτη ελπίδα που οδηγεί στην κατάφαση του ενδεχόμενου δόλου γίνεται λόγος στην ΑΠ 1913/2010).
Για να οριοθετηθούν όσο πιο τεκμηριωμένα γίνεται οι δύο συνορεύουσες μορφές υπαιτιότητας, δηλαδή ο ενδεχόμενος δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια, έχει προταθεί και εφαρμοσθεί η στάθμιση μιας σειράς από ενδείκτες και αντενδείκτες του ενδεχόμενου δόλου, εκ των οποίων, σε νομολογιακό επίπεδο, οι μεν πρώτοι τυποποιήθηκαν από τον Άρειο Πάγο το 2011 (ΑΠ 552/2011), οι δε δεύτεροι το 2018 (ΑΠ 217/2018).
Σύμφωνα με την αρεοπαγιτική νομολογία, στους ενδείκτες του ενδεχόμενου δόλου συγκαταλέγονται οι εξής:
το υψηλό αντικειμενικό ποσοστό επικινδυνότητας της πράξης
η ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδίωκε ο δράστης με τη συμπεριφορά του
οι δηλώσεις του δράστη πριν από, κατά ή μετά την πράξη
οι προηγούμενες σχέσεις μεταξύ δράστη και θύματος
η λήψη μέτρων αυτοπροστασίας εκ μέρους του δράστη και
η μετέπειτα συμπεριφορά του.
Αντιστοίχως, στους αντενδείκτες του ενδεχόμενου δόλου συγκαταλέγονται οι εξής:4
η μη νοητή αυτοδιακινδύνευση του δράστη
η έλλειψη λογικού κινήτρου
η εξοικείωση του δράστη με τον κίνδυνο
η λήψη αποτρεπτικών μέτρων
η συμπεριφορά του δράστη μετά την πράξη.
Πάντως, η ύπαρξη καταλόγου από ενδείκτες και αντενδείκτες (μη περιοριστικά αναφερόμενους) είναι αμφίβολο αν μπορεί να δεσμεύσει επαρκώς τον εφαρμοστή του Δικαίου, στο μέτρο που δεν έχει καθορισθεί η βαρύτητα ορισμένων ενδεικτών ή αντενδεικτών έναντι κάποιων άλλων.
Ωστόσο, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η δέσμευση του δικαστή να συναξιολογεί κάθε παράμετρο που ενδεικνύει την αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος ή, αντιθέτως, είναι ασύμβατη με αυτήν, μειώνει το αίσθημα της ανασφάλειας του Δικαίου που παράγεται από εν πολλοίς αυθαίρετες κρίσεις, οι οποίες ήσαν συνήθεις στα «πέτρινα χρόνια» του ενδεχόμενου δόλου, όταν δηλαδή το βουλητικό στοιχείο της αποδοχής αντλείτο οιονεί αυτομάτως από την διάγνωση του αντίστοιχου γνωστικού.
Το φαινόμενο αυτής της γνωστικής υπερτροφίας διορθώθηκε εν μέρει, όταν ενώπιον της ποινικής δικαιοσύνης ήχθη προς κρίσιν η περίφημη υπόθεση του ναυαγίου του «ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ» (26/9/2000, 81 νεκροί – είναι εντυπωσιακό ότι, όπως η αμαξοστοιχία IC 62, έτσι και το εν λόγω πλοίο ακολουθούσε λάθος πορεία!5), οπότε ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 1661/2004) έκρινε ότι:
«δεν αρκεί μόνο η γνώση του υψηλού κινδύνου επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος από τυχόν παραλείψεις του δράστη ή ελλείψεις ενός πράγματος, για να μεταβάλει σε ενδεχόμενο δόλο μία βαρειά ή ελαφρά αδιακρίτως παράβαση του οικείου καθήκοντος επιμέλειας, αλλά προσαπαιτείται η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του εγκληματικού αποτελέσματος που προέβλεψε και εντεύθεν το επιδοκίμασε».
Εν τούτοις, με αυτήν την διευκρίνιση δίδεται η εντύπωση ότι ο ενδεχόμενος δόλος οριοθετείται περισσότερο έναντι της μη συνειδητής και λιγότερο έναντι της ενσυνείδητης αμέλειας. Διότι όταν ο δράστης δεν έχει απωθήσει από την συνείδησή του το ενδεχόμενο της κακής εξέλιξης των πραγμάτων αποκλείεται ακριβώς η άνευ συνειδήσεως αμέλεια, χωρίς αυτό να σημαίνει αυτομάτως ότι θεμελιώνεται και αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος, αφού ο δράστης μπορεί μεν να μην απώθησε την παράσταση του αποτελέσματος, πλην όμως να πίστεψε για κάποιους λόγους ότι αυτό δεν θα επέλθει.
Σημειωτέον ότι η ατέρμονη επιστημονική έριδα για την ορθή οριοθέτηση του ενδεχόμενου δόλου έναντι της ενσυνείδητης αμέλειας επιχειρήθηκε στην Ελλάδα να περιορισθεί με το άρ. 23 του Ν. 3346/2005, διά του οποίου προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην δεύτερη παράγραφο του άρ. 94 ΠΚ, όπου προβλέφθηκε ότι:
«Στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, το δικαστήριο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να επιβάλει συνολική ποινή, σύμφωνα με την παράγραφο 1».
Στην Αιτιολογική Έκθεση του εν λόγω Σχεδίου Νόμου αναφέρονταν τα ακόλουθα:
«Ειδικότερα με το άρθρο 23 [Ν. 3346/2005] ορίζεται ότι, για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει σε περίπτωση κατ’ ιδέαν συρρεόντων πλημμελημάτων [δηλ. εγκλημάτων που διαπράττονται με μία πράξη], σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 94 § 1 του Ποινικού Κώδικα, συνολική ποινή μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών, η οποία θα είναι δυνατόν να φτάσει τα δέκα (10) έτη. Έτσι, ενώ θα εξακολουθήσει να παραμένει ως κανόνας η ποινή που προβλέπεται στην κατ’ ιδέαν συρροή, κατ’ εξαίρεση, σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή (πολύνεκρα ατυχήματα), το δικαστήριο θα μπορεί να επιβάλλει συνολική ποινή, σύμφωνα με το άρθρο 94 παρ. 1 του Π.Κ.».
Ενώ στον νέο Ποινικό Κώδικα η διάταξη αυτή είχε απαλειφθεί (μάλιστα άνευ αιτιολογίας6), επανεισήχθη –κατά την τακτική του «ράβε-ξήλωνε», που είναι ιδιαιτέρως προσφιλής στον Έλληνα νομοθέτη– με το άρ. 8 Ν. 4855/2021. Τώρα, όμως, το ανώτατο όριο φυλάκισης δεν μπορεί να υπερβεί τα οκτώ έτη.
Πέραν αυτής της σολομώντειας λύσης (δογματικά όχι ανέφελης) για την αυστηρότερη τιμώρηση των αμελών (εφαρμόσθηκε π.χ. στο δυστύχημα του Λούσιου ποταμού που είχε στοιχίσει την ζωή σε επτά εκδρομείς και έναν οδηγό: ΑΠ 475/2015), η οποία εδράζεται στην νόθευση των μέχρι πρότινος παγιωμένων κανόνων περί συρροής, αναζητήθηκε διέξοδος και σε μια άλλη λύση:
Στην άσκηση ποινικής δίωξης και καταδίκης για ένα έγκλημα που είναι μικτής υπαιτιότητας, συναπαρτίζεται δηλαδή από δόλο ως προς την διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας, εξαιτίας της οποίας δύναται να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή ανθρώπων, και από αμέλεια ως προς το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου. Αν, μάλιστα, είναι μεγάλος ο αριθμός των θυμάτων, τότε το δικαστήριο έχει την ευχέρεια να επιβάλει ποινή ισόβιας κάθειρξης. Τέτοια περίπτωση θεσπίζεται στο άρθρο 291 ΠΚ:
Όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων ή αεροσκαφών: α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή συγκοινωνιακών μέσων, β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων, γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων, δ) με παραβίαση των κανόνων τεχνικού ελέγχου ή ασφαλούς φόρτωσης των συγκοινωνιακών μέσων, ε) με παραβίαση των κανόνων λειτουργίας συστημάτων μη επανδρωμένων αεροσκαφών, στ) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες, για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις τιμωρείται: αα) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, ββ) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
Με αυτό το νομοθετικό τέχνασμα αποφεύγεται ο αποδεικτικός σκόπελος του ενδεχόμενου δόλου ως προς το αποτέλεσμα του θανάτου, αφού το βάρος πέφτει στο προστάδιο της βλάβης, δηλαδή την διακινδύνευση (και μάλιστα την δυνητική διακινδύνευση!) της ανθρώπινης ζωής, η οποία, σε σύγκριση με την απώλειά της, μπορεί ευκολότερα να κριθεί κατά περίπτωση ότι γίνεται αποδεκτή από τον δράστη.
Μιλώντας στην γλώσσα της Νέας Τάξης Πραγμάτων, πρόκειται για μια έξυπνη ποινική διάταξη, στην οποία τυποποιείται ένα κακουργηματικό κοκτέιλ-δυναμίτης, που δίνει την δυνατότητα να διαταχθεί η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου και έτσι να κατευνασθεί το κοινό περί δικαίου συναίσθημα (διαμορφωμένο, βεβαίως, στην πλειονότητα των υποθέσεων από τους δημοσιογραφικούς κανιβάλους).
Σημειωτέον ότι ο αείμνηστος καθηγητής Ποινικού Δικαίου Νικόλαος Ανδρουλάκης, σε άρθρο του με αφορμή το ναυάγιο του ΕΞΠΡΕΣ ΣΑΜΙΝΑ7, έγραφε προφητικά ότι το έγκλημα της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών μπορεί να τελεστεί και διά παραλείψεως. Το σχετικό παράδειγμα που ανέφερε ήταν αυτό που μετουσιώθηκε στην τραγωδία της 28ης Φεβρουαρίου 2023:
«Ο κλειδούχος παραλείπει να διευθετήσει κατάλληλα τις σιδηροδρομικές γραμμές, με αποτέλεσμα τη δημιουργία κινδύνου σύγκρουσης των τραίνων».
Έχοντας, λοιπόν, ξεκαθαρίσει το τοπίο με τις δύο μορφές υπαιτιότητας που αναγνωρίζονται στο ποινικό μας σύστημα, είμαστε πλέον σε θέση να αντιληφθούμε το μέγεθος της εξαπάτησης του ελληνικού λαού, στην οποία προσπάθησε να παρασύρει ο υπουργός της παρούσας κυβέρνησης κ. Άδωνις Γεωργιάδης.
Στην φράση του «Αν ο υπουργός Μεταφορών έλεγε ότι έχουμε πρόβλημα ασφάλειας στα τρένα, δεν θα έμπαινε κανείς» υποκρύπτεται μια παραδοχή, η οποία συνιστά ένα ποινικό αυτογκόλ της ΝΔ:
Ο εν λόγω υπουργός γνώριζε άριστα ότι υπάρχει πρόβλημα ασφάλειας στα τρένα. Άρα, από την στιγμή που ουδέν έπραξε για να αποκαταστήσει το συγκεκριμένο πρόβλημα, όχι μόνο παραλείποντας να διαφωτίσει το επιβατικό κοινό σχετικά με τον κίνδυνο που εγκυμονεί για την ζωή του η χρήση του σιδηροδρόμου, αλλά, πολύ περισσότερο, διαρρηγνύοντας από το βήμα της Βουλής τα ιμάτιά του ότι «μια υπεύθυνη πολιτεία δεν μπορεί να παίζει με την ασφάλεια των επιβατών» και ότι «είναι ντροπή να τίθενται θέματα ασφαλείας», αποδέχθηκε την επέλευση της συμφοράς, η οποία ήταν ενδεχόμενο να συμβεί ανά πάσα στιγμή σε οποιοδήποτε δρομολόγιο στέλνοντας στον θάνατο εκατοντάδες επιβάτες.
Αν οι υποψήφιοι επιβάτες γνώριζαν ότι, εξαιτίας των προβλημάτων ασφαλείας, οι ράγες έχουν μετατραπεί σε καρμανιόλα, τα βαγόνια σε φορητές θανάσιμες παγίδες και, αντιστοίχως, τα εισιτήρια του τρένου σε λαχνούς θανάτου, τότε πράγματι κανένας δεν θα αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο μεταφορικό μέσο, εκτός αν επρόκειτο για λάτρη παραλλαγής της ρώσικης ρουλέτας, ο οποίος θα ήθελε, μέσω της χρήσης του σιδηροδρόμου, να ανεβάσει την αδρεναλίνη του, δοκιμάζοντας την αποδοτικότητα του τυχερού άστρου του.
Επειδή ακριβώς ο υπουργός γνώριζε ότι έχουμε πρόβλημα ασφάλειας στα τρένα, θα έπρεπε να φροντίσει να μη μπαίνει κανείς μέσα.
Από την στιγμή που αδιαφόρησε πλήρως γι’ αυτό, καλούνται οι εισαγγελικές αρχές να ερμηνεύσουν προσηκόντως την ανθρωποκτόνα παράλειψή του. Η επίμαχη φράση του Άδωνι Γεωργιάδη αποτελεί τρανή απόδειξη ότι ΚΑΙ ο υπουργός είχε επίγνωση της απαράδεκτης κατάστασης στην οποία βρισκόταν το σιδηροδρομικό δίκτυο.
Όπως, όμως, δείξαμε παραπάνω, η γνώση είναι το κοινό σημείο επαφής της ενσυνείδητης αμέλειας και του ενδεχόμενου δόλου. Συνεπώς, με την συναξιολόγηση των προαναφερθέντων ενδεικτών και αντενδεικτών του ενδεχόμενου δόλου, απομένει να τεκμηριωθεί η αποδοχή ή η μη-αποδοχή της συμφοράς που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να προκληθεί σε βάρος εκατοντάδων αθώων ψυχών και εν τέλει προκλήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2023.
Όποιος, μετά την ανάγνωση του ανωτέρω κειμένου, ξανακούσει την τοποθέτηση του Άδωνι Γεωργιάδη, θα πρέπει να εστιάσει την προσοχή του στο σημείο εκείνο, όπου επισημαίνει ότι (βλ. λεπτό 9.19):
«τα τρένα τα είχαμε από την εποχή του Τρικούπη, είχαμε τέτοια δυστυχήματα; 150 χρόνια δουλεύουν τα τρένα χωρίς τηλεματική».
Αυτή η, μάλλον κάθε άλλο παρά τυχαία, τοποθέτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραπέμπει στον ανωτέρω αντενδείκτη της εξοικείωσης του δράστη με τον κίνδυνο, εξαιτίας της οποίας είτε απωθείται στο υποσυνείδητο η δυσμενής έκβαση των πραγμάτων είτε καλλιεργείται η πίστη στην θετική τους έκβαση. Το ειδικότερο, διαζευκτικό σκεπτικό που προλειαίνει το έδαφος για επιεική ποινική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του υπουργού Μεταφορών καθώς και κάθε άλλου εμπλεκομένου θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής:
Αφού τόσα χρόνια ο σιδηρόδρομος λειτουργούσε (προφανώς με την εύνοια του Υψίστου) χωρίς τόσο μεγάλες συμφορές (πρβλ., όμως, μεταξύ άλλων, την μετωπική σύγκρουση τρένων που είχε συμβεί την 16η Ιανουαρίου 1972 στον Δοξαρά Λαρίσης με 19 νεκρούς8), στην χειρότερη περίπτωση θα πρέπει να χρεωθεί στους υπαιτίους του πρόσφατου σιδηροδρομικού μακελλειού μόνο αμέλεια για την πρόκληση του θανάτου: Ναι μεν έπρεπε να φαντασθούν ότι υπήρχε περίπτωση να γίνει το κακό, αλλά δεν τους πήγε εκεί το μυαλό, αφού επί τόσα χρόνια όλα κυλούσαν αναίμακτα. Ή: Το ενδεχόμενο της μεγάλης αναποδιάς μάς πέρασε από το μυαλό, αλλά, όπως λέει και ο Άγγελος Τερζάκης, στο μυθιστόρημά του «Ταξίδι με τον Έσπερο»:
«η εξοικείωση εκφυλίζει τον κίνδυνο»9.
Μάλιστα, ένα τέτοιο σκεπτικό θα ήταν υποστηρίξιμο ότι καλύπτει και το προστάδιο της βλαπτικής συμπεριφοράς, δηλ. την διακινδύνευση της ζωής των επιβατών, αφού, διά της εξοικειώσεως, απωθείται στο υποσυνείδητο και η δυναμική του (στενά συνορεύοντος με την βλάβη) κινδύνου ή πιστεύεται ότι και αυτήν την φορά «όλα θα πάνε καλά».
Το επιχείρημα της εξοικείωσης με τον κίνδυνο είχε υιοθετηθεί και στην υπόθεση της συντριβής του αεροσκάφους HELIOS στις 14.8.2005 από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών (υπ’ αριθμ. 2311/2009)10:
Μολονότι εκρίθη ότι ο τρόπος λειτουργίας της αεροπορικής εταιρείας ως χαµηλού κόστους «που προέτασσε την επιδίωξη της µεγαλύτερης δυνατής ανταγωνιστικότητάς της ως πρώτη προτεραιότητα της εταιρείας σε σχέση µε την ανάπτυξη του τοµέα της ασφάλειας, µε τον οποίο η εταιρεία εξοικονοµούσε σηµαντικά χρηµατικά ποσά, έχοντας τη δυνατότητα να διαθέτει εισιτήρια σε πολύ χαµηλότερες τιµές, αυξάνοντας έτσι τους πελάτες και τα κέρδη της, εµπεριείχε µεγάλο βαθµό κινδύνου επέλευσης του εγκληµατικού αποτελέσµατος που επήλθε», το Συμβούλιο έκρινε ότι «η πραγµάτωση του κινδύνου εµφανιζόταν ως ελάχιστα πιθανή, αφού δεν είχε συµβεί άλλο ατύχηµα στα πέντε χρόνια λειτουργίας της εταιρείας (έναρξη λειτουργίας το 1999), και είχε δηµιουργηθεί στους κατηγορουμένους η πίστη ότι δεν θα επερχόταν».
Στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, είναι προφανές ότι ο ενδείκτης της λεγόμενης υψηλής επικινδυνότητας επισκιάσθηκε από τον αντενδείκτη της λεγόμενης εξοικείωσης με τον κίνδυνο.
Η αξιολόγηση της επίμαχης συμπεριφοράς του δράστη υπό το πρίσμα της αμέλειας κατ’ εφαρμογήν του αντενδείκτη της εξοικείωσης με τον κίνδυνο είναι γνωστή στην ελληνική ποινική επιστήμη ήδη από το 1950. Ο Ιωάννης Ζησιάδης σημείωνε χαρακτηριστικά:11
«Ο Α π.χ. καπνιστής συχνά καπνίζει και εν συνειδήσει ρίπτει το ανημμένο πυρείον κατά γης και τούτο, διότι είναι βέβαιος, ότι δεν πρόκειται να συμβεί πυρκαϊά τις. Με την τοιαύτην όμως ενέργειαν πολλάκις επαναληφθείσαν διεμορφώθη μία βούλησις σταθερώς χωρούσα επί την ενέργειαν αυτήν, ήτις ολίγον κατ’ ολίγον ήρξατο τελουμένη μηχανικώς, αυτομάτως σχεδόν, διαμορφωθείσης ούτω μιας διαθέσεως προς αμελή ενέργειαν και συγκεκριμένως προς αμελή κατάρριψιν του ανημμένου πυρείου».
Άραγε, και στην περίπτωση της συμφοράς των Τεμπών πρόκειται να κυριαρχήσει η επιεικής λογική της εξοικείωσης των μελών της κυβέρνησης και των λοιπών εμπλεκόμενων προσώπων με τον κίνδυνο;
Ή μήπως, ακόμη χειρότερα, θα επικρατήσει η λογική του Θαυμαστού Ανάποδου Κόσμου και έτσι, πρωτίστως ο υπουργός Μεταφορών, θα θεωρηθεί ότι έπραξε απολύτως ορθά, αφήνοντας τους επιβάτες στο σκοτάδι για την δαμόκλειο σπάθη που επικρέματο ύπερθεν των κεφαλών τους κατά την διάρκεια του σιδηροδρομικού ταξιδιού τους προς τον Άδη;
Η καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα θα ήταν παντελώς άστοχη και στο δεύτερο προκλητικά ανάποδη, αφού οι σοβαρές ελλείψεις και η κάκιστη κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου επισημαίνονταν διαρκώς από πολλές πλευρές (ακόμη και λίγες ημέρες πριν από την συμφορά), με αποτέλεσμα να μη μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι τα προβλήματα της ασφάλειας είχαν απωθηθεί στο υποσυνείδητο όσων γνώριζαν άριστα ότι οι ράγες είχαν μετατραπεί σε φονικό όπλο και τα βαγόνια των επιβατών σε θανάσιμες παγίδες.
Η Επίκαιρη Ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Μεϊκόπουλου προς τον Κ. Καραμανλή και η προαναφερθείσα απατηλή απάντηση που, έμπλεος αλαζονείας, έδωσε ο δεύτερος στον πρώτο12 αποτελούν έναν ακλόνητο λόγο για τον οποίο δεν χωρεί έδαφος εφαρμογής του αντενδείκτη της εξοικείωσης με τον κίνδυνο.
Σημειωτέον ότι η παράλειψη διαφώτισης των πολιτών περί της επικινδυνότητας του αναλαμβανόμενου εγχειρήματος, ή ακόμη και η απόκρυψή της, υπήρξε πάγια τακτική της κυβέρνησης και των διαχειριστών της υγειονομικής κρίσης στην εποχή του μαζικού εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού:
Ποιος γνώριζε επακριβώς τι περιείχαν τα φαρμακευτικά σκευάσματα και ιδίως ποιες ακριβώς ήσαν οι παρενέργειές τους;
Επομένως, η φράση του Άδ. Γεωργιάδη για την επιχείρηση του σιδηρόδρομου «αν λέγαμε ότι έχουμε πρόβλημα ασφάλειας στα τρένα, δεν θα έμπαινε κανείς» είναι ισοδύναμη με την υπονοούμενη φράση του Θ. Πλεύρη, καθώς και των λοιπών πολιτικών και ειδικών για την περίφημη «επιχείρηση ελευθερία» (διάβαζε ανάποδα: «επιχείρηση σκλαβιά»):
«Αν λέγαμε ότι έχουμε πρόβλημα ασφάλειας στα εμβόλια, δεν θα τα έκανε κανείς».
Συνακολούθως, όπως επί εμβολιασμού το μόνο που ενδιέφερε τους διαχειριστές της υγειονομικής κρίσης ήταν να γίνει η δουλειά, ακριβέστερα: να λειτουργούν τα εμβολιαστικά κέντρα και να προχωρήσει μέχρι τέλους η «επιχείρηση ελευθερία» (sic), όποιο κι αν ήταν το τίμημα για την υγεία ή την ζωή των εμβολιασμένων, κάτι παρόμοιο ισχύει και για τα τρένα:
Το σημαντικό ήταν να λειτουργεί η «επιχείρηση σιδηρόδρομος» πάση θυσία, ακόμη κι αν η θυσία αυτή ήταν των ίδιων των επιβατών!13
Ιδού, λοιπόν, και ο δεύτερος ενδείκτης ενδεχόμενου δόλου που αναφέρεται στον ανωτέρω κατάλογο: η ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδίωκε ο δράστης με τη συμπεριφορά του!
Η πάση θυσία, ακόμη και σε βάρος της ζωής των επιβατών, λειτουργία του σιδηροδρόμου αποσκοπούσε στην εισροή χρημάτων στα ταμεία της επιχείρησης. Επομένως, όσοι γνώριζαν το παροιμιώδες ξεχαρβάλωμα του σιδηροδρομικού δικτύου και, παρά ταύτα, δεν απέτρεψαν την επιβατοκτόνα λειτουργία του, έβαλαν την οικονομία πάνω από την ζωή του ανθρώπου.
Όποιος έχει στοιχειώδη ανακλητική ικανότητα των νανουριστικών συνθημάτων που διαδίδονταν στην αρχή της πανδημίας, θα αντιληφθεί το σκάνδαλο της ανάποδης σχέσης ανάμεσα στην διαχείριση αφ’ ενός της υγειονομικής και αφ’ ετέρου της σιδηροδρομικής κρίσης:
Για την καταπολέμηση του παθογόνου μικροοργανισμού κρίθηκε αυτονοήτως υπέρτερης αξίας η ζωή του ανθρώπου έναντι της οικονομίας, αλλά για την οικονομική διάσωση του σιδηροδρομικού οργανισμού κρίθηκε απαραίτητο το κουκούλωμα των παθογενειών του και, συνακολούθως, η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής.
Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί…
Συμπέρασμα: Αν ληφθεί υπ’ όψιν η συρροή των ακόλουθων, τριών ενδεικτών του ενδεχόμενου δόλου, δηλαδή:
του υψηλού αντικειμενικού ποσοστού επικινδυνότητας των πράξεων και παραλείψεων
της ιδιοτέλειας του σκοπού που επιδιώχθηκε με την εκδήλωση της επίμαχης συμπεριφοράς και
των παραπλανητικών δηλώσεων του Υπουργού Μεταφορών πριν από την συμφορά,
τότε η δυνατότητα κατάφασης του ενδεχόμενου δόλου ανθρωποκτονίας τόσο για τον πρωθυπουργό14 και τον Υπουργό Μεταφορών όσο και για τα λοιπά εμπλεκόμενα πρόσωπα είναι προφανής.
Αλλά στον Θαυμαστό [= Σιχαμερό] Ανάποδο Κόσμο μας τα προφανή είναι αφανή! Κι έτσι εκείνοι που θα έπρεπε να καθίσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, το βράδυ των επικείμενων εκλογών θα στρογγυλοκαθίσουν στο χλιδάτο σαλόνι τους προκειμένου να παρακολουθήσουν το θεατρικό έργο που έχει σκηνοθετήσει για τους βρεφοποιημένους πολίτες ο αόρατος μαριονετίστας με τίτλο «Η κάλπικη κάλπη».
Στο σημείο αυτό απαιτείται η προσοχή μας στην εξής παράμετρο: Η κυβέρνηση και οι λοιποί εμπλεκόμενοι έχουν ήδη αρχίσει να παίζουν τον μπαλαντέρ του εξιλαστηρίου θύματος. Εφαρμόζοντας αυτό το δοκιμασμένο κόλπο, που είναι πολύ αποδοτικό όταν οι χαυνοπολίτες αφήνονται στα νανουρίσματα των Μέσων Μαζικής Εξαπάτησης, τα φορτώνουν όλα στον παντελώς ακατάλληλο σταθμάρχη, ο οποίος περιέπεσε σε ένα αδιανόητο ολίσθημα, σε ένα δαιμονοκίνητο σφάλμα ολκής, το οποίο επισκιάζει τάχα κάθε άλλη ενέργεια ή παράλειψη τρίτων προσώπων.
Στην επιστήμη του Ποινικού Δικαίου το φαινόμενο να τα φορτώνουμε όλα στον τελευταίο κρίκο της εγκληματικής αλυσίδας, τον οιονεί νεροκουβαλητή, ονομάζεται απαγόρευση αναδρομής, επειδή μέσω αυτού του όρου υπονοείται ότι απαγορεύεται να αναδράμουμε σε προγενέστερους κρίκους για τον καταλογισμό ευθύνης.
Ο μηχανισμός της απαγόρευσης αναδρομής αξιοποιήθηκε σε μια άλλη μαύρη σελίδα της στην περίφημη υπόθεση Σορίν Ματέι, προκειμένου να απαλλαγεί ο αρχηγός της ελληνικής αστυνομίας, ο οποίος, στις 23/9/1998, χωρίς να έχει βεβαιωθεί ότι ήταν “τζούφια” η χειροβομβίδα του Ρουμάνου κακοποιού που κρατούσε ομήρους στα Κάτω Πατήσια τα μέλη μιας οικογένειας στο σπίτι των οποίων είχε τρυπώσει, διέταξε τις δυνάμεις της ΕΚΑΜ να επιχειρήσουν έφοδο στο σπίτι των ομήρων για να συλλάβουν τον Ματέι.
Ο Ρουμάνος, όμως, είχε τοποθετήσει την αληθινή χειροβομβίδα μέσα στο παντελονάκι της άτυχης Αμαλίας Γκινάκη και την στιγμή της σύλληψής του προσποιήθηκε ότι την έβγαλε από το παντελονάκι της και ότι την κρατούσε πλέον στο χέρι του. Έτσι, όταν η Αμαλία άρχισε να βαδίζει, ξέσπασε σε λυγμούς, λύγισαν τα γόνατά της και κατέρρευσε. Τότε, όμως, απελευθερώθηκε ο μοχλός της χειροβομβίδας και επακολούθησε η έκρηξη, η οποία στοίχισε την ζωή της, ενώ προκάλεσε και τον τραυματισμό οκτώ αστυνομικών.
Το αθωωτικό για τον κατηγορούμενο σκεπτικό της υπ’ αριθμ. 855/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών (τα κρίσιμα αποσπάσματα αυτής της απόφασης δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά!) ήταν το εξής:
«Μόνη ενεργός αιτία των επελθόντων τραγικών αποτελεσμάτων ήταν η δόλια και αποκρουστική συμπεριφορά του Σορίν Ματέι, ο οποίος αποσκοπούσε στον θάνατο οπωσδήποτε της Αμαλίας Γκινάκη και πιθανότατα και άλλων».
Ειδικότερα, εκρίθη ότι:
«Ήταν αδύνατον με βάση την προσωπική ιδιότητα, τις γνώσεις και την ικανότητα του κατηγορουμένου, ως και τις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί μέσα στο διαμέρισμα της Αμαλίας κατά τη στιγμή της απελευθέρωσής της να προβλέψει ότι ο αδίστακτος κακοποιός θα είχε αφήσει τη χειροβομβίδα μέσα στα ενδύματα της άτυχης Αμαλίας, ώστε να προβεί στην αφαίρεση και την εξουδετέρωση της χειροβομβίδας, ενόψει μάλιστα και του σατανικού σχεδίου που επινόησε ο κακοποιός να υποδυθεί ότι κρατούσε αυτός τη χειροβομβίδα και να επικεντρώσει έτσι το ενδιαφέρον και την προσοχή των αστυνομικών στο να ελέγξουν αυτόν για να του αφαιρέσουν τη χειροβομβίδα και να μην υπάρξουν θύματα, αφού μέσα στο διαμέρισμα εκείνη τη στιγμή ευρίσκοντο αρκετά άτομα».
Ρητή επίκληση της απαγόρευσης αναδρομής είχε γίνει επί της υποθέσεως αυτής στην εισαγγελική πρόταση του Βασίλη Μαρκή (μετέπειτα υποψήφιου βουλευτή Επικρατείας με “Το Ποτάμι”, στις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015!) που είχε υποβληθεί προς το Συμβούλιο Εφετών, αλλά τελικώς δεν έγινε δεκτή από το Συμβούλιο:
«Ανεξάρτητα του πόσο δραματικές είναι οι συνθήκες θανάτου ενός προσώπου, του πόσο συγκινήθηκε η κοινή γνώμη, του πόσο ασχολήθηκαν τα Μ.Μ.Ε., θα πρέπει να υπάρχουν κάποιες σταθερές αρχές που υλοποιούν το κράτος δικαίου. Με βάση τις αρχές αυτές είναι για μένα ξεκάθαρο ότι ο θάνατος της Αμαλίας Γκινάκη υπήρξε αποτέλεσμα σκόπιμης δράσης του Σορίν Ματέι, ο θάνατος του οποίου δεν πρέπει να γίνει η αιτία ή αφορμή για την δημιουργία “εξιλαστήριων θυμάτων”, μεταξύ εκείνων των προσώπων, που ενεργώντας κατά καθήκον διακινδύνευσαν την σωματική τους ακεραιότητα, προκειμένου να σώσουν τους ομήρους που κρατούσε και απειλούσε ο αδίστακτος κακοποιός»15.
Όπως, λοιπόν, η σατανική συμπεριφορά του Σορίν Ματέι εκρίθη επαρκής λόγος για να καθαγιασθεί η αντιεπαγγελματική συμπεριφορά του αρχηγού της ελληνικής αστυνομίας, ο οποίος διέταξε την έφοδο των δυνάμεων της ΕΚΑΜ χωρίς να είναι βέβαιος για το ποιόν της χειροβομβίδας, είναι πολύ πιθανό να συμβεί το ίδιο στην περίπτωση της συμφοράς των Τεμπών:
Αν παραλληλισθεί, αντιστοίχως, ο σταθμάρχης με μια σατανική μορφή, θα επιχειρηθεί να καθαγιασθούν όλοι οι προγενέστεροι κρίκοι της εγκληματικής αλυσίδας. Άρα, τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, πρωτίστως δε ο Υπουργός Μεταφορών και ο πρωθυπουργός, θα σκιαγραφηθούν ως αθώες περιστερές που δεν μπορούσαν να προβλέψουν τα πρωτοφανή αμαρτήματα του σταθμάρχη.
Αν συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο, τότε θα πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στα χρονικά της ελληνικής δικαιοσύνης. Σκάνδαλο, φυσικά, ήταν και η αθώωση του αρχηγού της ελληνικής αστυνομίας, ο οποίος έπρεπε να είχε καταδικασθεί για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, όπως εκρίθη από την μειοψηφούσα γνώμη του δικαστηρίου, αφού η αστυνομική επιχείρηση διάσωσης των ομήρων οργανώθηκε κατά τρόπο παντελώς ακατάλληλο, με αποτέλεσμα να βρει ευκαιρία ο Ρουμάνος κακοποιός για την εφαρμογή του σατανικού του σχεδίου.
Αντιστοίχως, ο σταθμάρχης ήταν ο τελευταίος τροχός της αμάξης, αλλά, χωρίς το χαοτικό οργανωτικό πλαίσιο της σιδηροδρομικής επιχείρησης, η άμαξα δεν θα μπορούσε να είχε τροχοδρομήσει προς του Χάρου τα δόντια.
Χρήσιμη εν προκειμένω θα ήταν και η συνδυαστική εξέταση της σιδηροδρομικής συμφοράς των Τεμπών με την ναυτική συμφορά της 8ης Δεκεμβρίου 1966, όταν βυθίστηκε το οχηματαγωγό πλοίο ΗΡΑΚΛΕΙΟ. Σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση που δημοσιεύθηκε στον νομικό τύπο της εποχής16, είχαν συμβεί τα ακόλουθα:17
«o αναιρεσείων Ν.Θ., καίτοι είχεν ως ύπαρχος του πλοίου [...] την γενικήν επιμέλειαν διά την ασφαλή μεταφοράν του φορτίου και την κατανομήν τούτου, κατά τρόπον εξασφαλίζοντα την ευστάθειαν του πλοίου, α) το μεν παρέλειψε να ελέγξη προσωπικώς αν τα φορτωθέντα, τη επιβλέψει του δευτέρου κατηγορουμένου, αυτοκίνητα, εις τον χώρον σταθμεύσεως οχημάτων του πλοίου, είχον ακινητοποιηθή διά των εν τω πλοώ υπαρχόντων μέσων, τουτέστιν σφηνών, και είχον τοποθετηθή εν αυτώ κατά τρόπον ώστε ν’ αποκλείηται η μετακίνησίς των, εν όψει της μετά βεβαιότητος αναμενομένης θαλασσοταραχής, και δη το έν παραπλεύρως του άλλου εν επαφή προς τα υποστηλώματα του αμαξοστασίου, το δε απερισκέπτως ετοποθέτησεν υπέρφορτον αυτοκίνητον ψυγείον έναντι των δύο καταπελτών του πλοίου, ενώ ηδύνατο να προΐδη ότι εν περιπτώσει μετακινήσεως αυτού, συνολικού βάρους 35.685 χιλιογράμμων, ήτο ενδεχόμενον να προκληθή άνοιγμα τούτων συνεπεία και της μη ικανοποιητικής αντοχής των, β) παρέλειψε να ελέγξη προ του απόπλου του πλοίου εκ του όρμου Σούδας, ως είχε υποχρέωσιν εκ των διατάξεων [...], εάν ο δεξιός καταπέλτης της θύρας επιβιβάσεως και αποβιβάσεως των οχημάτων είχε κλεισθή ασφαλώς και υδατοστεγώς, αλλ' ηρκέσθη εις την αναφοράν του ναυκλήρου περί ασφαλίσεως τούτου, γ) παρέλειψε να μεταβή αμελητί εις τον χώρον σταθμεύσεως οχημάτων, ότε περί την 23.30 ώραν ειδοποιήθη υπό του αξιωματικού φυλακής και των οδηγών των εν τω πλοίω φορτωθέντων φορτηγών αυτοκινήτων, ότι υπήρχε κίνδυνος ανατροπής αυτών συνεπεία των ισχυρών διατοιχισμών του πλοίου, ίνα διαπιστώση προσωπικώς την υφισταμένην εν τω αμαξοστασίω επικίνδυνον κατάστασιν και λάβη ακολούθως τα υπό της ναυτικής εμπειρίας επιβαλλόμενα μέτρα διά την ασφάλειαν του φορτίου του πλοίου, ιδία δε να μεριμνήση διά την έχμασιν των οχημάτων διά των εις την διάθεσίν του μέσων, ήτοι σφηνών, και ασφαλίση καλώς τον δεξιόν προωραίον καταπέλτην, όστις δεν είχε κλεισθή καλώς και υδατοστεγώς υπό του ναυκλήρου, καίτοι ήτο προς τούτο υπόχρεως [...], άμα δε εξασφαλίση την στεγανότητα αμφοτέρων των καταπελτών τούτων εισήρχοντο ύδατα εις το κατάστρωμα τούτο, μη υπάρξεως στεγανότητος αυτών [...] και δ) μη εκτιμήσας τον άμεσον κίνδυνον, ον διέτρεχε το πλοίον μετά την απώλειαν του δεξιού καταπέλτου, το μεν δεν εισηγήθη εις τον πλοίαρχον, ως άμεσος συνεργός τούτου [...] την έγκαιρον σήμανσιν του συναγερμού, ώστε να ειδοποιηθώσιν εγκαίρως οι επιβαίνοντες του πλοίου, το δε ουδέν μέτρον έλαβε διά την ετοιμότητα των μέσων διασώσεως και εγκαταλείψεως τούτου, καίτοι ήτο υπόχρεως προς τούτο».
Στον ναύκληρο του πλοίου Θ.Μ. καταλογίσθηκε ότι:
«α) παρέλειψε προ του απόπλου να τοποθετήση κατά τρόπον ασφαλή τα φορτωθέντα εν τω πλοίω αυτοκίνητα, εις τρόπον ώστε να καθίσταται αδύνατος η ανατροπή τούτων [...], β) παρέλειψε ν’ ασφαλίση καλώς τον δεξιόν πρωραίον καταπέλτην διά της συσφίγξεως των εξ σφιγκτήρων και διά τοποθετήσεως των δύο ναυτικών κλειδών, καίτοι ηδύνατο να προΐδη ότι ήτο ενδεχόμενον ν’ ανοίξη ούτος εκ της τυχόν προσκρούσεως τού έναντι αυτού τοποθετηθέντος και μη σταθεροποιηθέντος καλώς αυτοκινήτου ψυγείου, γ) παρέλειψε ν’ αναφέρη εις τον Ύπαρχον ότι εκ τε του αριστερού και του δεξιού καταπέλτου εισήρχοντο μικραί ποσότητες ύδατος, διότι δεν ήσαν ούτοι αρκούντως στεγανοί, εξ ων υδάτων καθίστατο το δάπεδον του πρωραίου καταστρώματος οχημάτων ολισθηρόν και δ) παρέλειψε να μεταβή εις τον χώρον οχημάτων, ότε και λόγω του διατοιχισμού του πλοίου επήλθε μετακίνησις των αυτοκινήτων, ίνα λάβη τα προσήκοντα μέτρα σταθεροποιήσεως τούτων και ασφαλίση καλώς τον δεξιόν καταπέλτην».
Τέλος, στους αναιρεσείοντες Π.Κ. και Χ.Τ., εκ των οποίων ο μεν πρώτος ήταν αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και γενικός διευθυντής, ο δε δεύτερος Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και συνδιευθύνων σύμβουλος της εν Πειραιεί εδρευούσης εαταιρείας υπό την επωνυμίαν Α.Τ., πλοιοκτητρίας του ως άνω πλοίου χρεώθηκε ότι:
«α) παρέλειψαν ν’ αντικαταστήσωσι τα καταστραφέντα παρεμβύσματα των καταπελτών του πρωραίου καταστρώματος οχημάτων, καίτοι έλαβον γνώσιν της καταστροφής αυτών, ως επίσης να επιδιορθώσωσι τον δεξιόν καταπέλτην, όστις δεν έκλεισε στεγανώς, ίνα μη εισέρχωνται ύδατα εις τον χώρον οχημάτων, δημιουργούντα ολισθηρότητα του δαπέδου, β) παρέλειψαν να εφοδιάσωσι το ως άνω πλοίον διά συμρατοσχοίνων προς ενίσχυσιν, συμφώνως προς την ναυτικήν εμπειρίαν και τέχνην, της εχμάσεως των διά του ως άνω πλοίου οχημάτων και αποφυγήν μετακινήσεως ή ανατροπής αυτών εν περιπτώσει θαλασσοταραχής, καίτοι πολλάκις υπεδείχθη αυτοίς υπό της Επιθεωρήσεως εμπορικών πλοίων η κατασκευή καταλλήλου συστήματος ασφαλούς εχμάσεως των οχημάτων τούτων».
«Συνεπεία δε των ως άνω παραλείψεων των κατηγορουμένων τούτων τα εν τω πλοίω και δη τα εις το πρωραίον αμαξοστάσιον αυτού φορτωθέντα και μη καλώς εχμασθέντα αυτοκίνητα, μετακινηθέντα, λόγω των διατοιχισμών του πλοίου και της ολισθηρότητος του δαπέδου, και ανατραπέντα προς την δεξιάν πλευράν αυτού, επέφερον μικράν κλίσιν τούτου προς την πλευράν ταύτην, το δε εξ αυτών αυτοκίνητον ψυγείον, προσκρούσαν επί του μη ασφαλισθέντος δι’ όλων των σφιγκτήρων και ναυτικών κλειδών δεξιού καταπέλτου, επέφερε το άνοιγμα της δεξιάς θύρας του πλοίου, με αποτέλεσμα να εισρεύσωσι πλέον των 83 τόνων θαλασσίων υδάτων εις τον πρωραίον χώρον σταθμεύσεως οχημάτων, αι δε δημιουργηθείσαι δι’ αυτών ελεύθεραι επιφάνειαι να προκαλέσωσι μεγάλην κλίσιν τούτου προς την ως είρηται πλευράν, ήτις επέφερε τον μηδενισμόν της ευσταθείας του πλοίου, εξ ης επήλθε την 8 Δεκεμβρίου 1966 η ανατροπή του πλοίου και η βύθισις αυτού και εκ ταύτης, ως και της μη εγκαίρου σημάνσεως συναγερμού και της εκ τούτου μη εγκαίρου εγκαταλείψεως του πλοίου και της μη χρησιμοποιήσεως σωστικών μέσων, ο θάνατος των ανωτέρω επιβατών και μελών του πληρώματος, αποτελέσματα άτινα οι ανωτέρω κατηγορούμενοι δεν προείδον εκ της μη καταβολής της ης ώφειλον και ηδύναντο να καταβάλωσιν, ιδιαιτέρως εκ του επαγγέλματός των, προσοχής και επιμελείας».
Ο Άρειος Πάγος επικύρωσε ως ορθή και αιτιολογημένη την καταδικαστική απόφαση για ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροήν, με το εξής λακωνικό σκεπτικό:
«Τα ως άνω δε σαφώς, ωρισμένως και πλήρως, ουχί αντιφατικώς, ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά είναι απότοκα των ως άνω παραλείψεων εκάστου των αναιρεσειόντων, τελούσιν εν αιτιώδει προς ταύτας συνδέσμω και ηδύναντο να προβλεφθώσι και αποφευχθώσιν υπ’ αυτών. Αφ’ ετέρου υφίστανται, κατά τα σαφώς εκτιθέμενα ως άνω περιστατικά, τα κατά την ως άνω έννοιαν της αμελείας δι’ έκαστον των αναιρεσειόντων στοιχεία αυτής ως προς πάντα τα παραχθέντα αξιόποινα αποτελέσματα».
Όσα αναλύθηκαν παραπάνω δείχνουν ότι η επιλογή ενός μέρους του ελληνικού λαού να κάνει λόγο για την «μαζική δολοφονία των Τεμπών» κάθε άλλο παρά νομικώς αυθαίρετη είναι, εφόσον για την κατάφαση του ανθρωποκτόνου δόλου αρκεί η απλή αποδοχή της ενδεχόμενης θανάσιμης έκβασης, ακόμη κι αν αυτή για τον δράστη αποτελεί ανεπιθύμητη εξέλιξη.
Ανεπιθύμητη είναι και η απώλεια της περιουσίας ενός τζογαδόρου, αλλά από την στιγμή που μπαίνει στο καζίνο και παίζει τα χρήματά του στην ρουλέτα, έχει εκ των προτέρων αποδεχθεί ότι μπορεί να τα χάσει.
Εκείνο, ωστόσο, που δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί στο πλαίσιο του παρόντος είναι αν όσοι με τις ενέργειες ή τις παραλείψεις του συνέβαλαν στην απώλεια των 57 + Χ αθώων ψυχών δεν έδρασαν απλώς με ενδεχόμενο δόλο αλλά με άμεσο δόλο α΄ βαθμού, δηλαδή με επιδίωξη.
Η πραγμάτευση αυτού του ζητήματος, δηλ. η τυχόν σκόπιμη μετατροπή των βαγονιών του Ιντερσίτυ σε φορητές θανάσιμες παγίδες, προϋποθέτει επαλήθευση της εγκυρότητας κάποιων τρομακτικών πληροφοριών/υπονοιών που σχετίζονται αφ’ ενός με το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας και αφ’ ετέρου με την επαίσχυντη προσπάθεια συγκάλυψης των αιτίων της μετωπικής σύγκρουσης των δύο τρένων.
Φυσικά, η διαβεβαίωση των μελών της κυβέρνησης της Νέας Δικτατορίας ότι θα χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση σημαίνει το ακριβώς ανάποδο: θα πέσει μαύρο σκοτάδι!
«το διάλειμμα της ηπιότερης ποινικής μεταχείρισης της πολλαπλής ανθρωποκτονίας από αμέλεια επινοήθηκε εν όψει συγκεκριμένων εκκρεμών ποινικών υποθέσεων».
Ο ίδιος αναρωτιέται μήπως η πρόσκαιρη κατάργηση αυτής της επιβαρυντικής περίστασης θα έπρεπε να θεωρηθεί αντισυνταγματική και, ταυτοχρόνως «ασύγγνωστη επέμβαση της νομοθετικής λειτουργίας στη δικαστική εν όψει συγκεκριμένων υποθέσεων».
«Ο πρωθυπουργός έχει σαφή εικόνα και άριστη γνώση των δομικών προβλημάτων και των αδυναμιών στο κράτος μας αλλά και στη χώρα μας εν γένει. Και είναι προσηλωμένος στην αντιμετώπισή τους, με σχέδιο αλλά και με ισχυρή πολιτική βούληση είτε αυτό αφορά τη θωράκιση της χώρας, είτε αφορά την οικονομία και την αγορά εργασίας, είτε αφορά τις παθογένειες του κράτους και τα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης, είτε αφορά τα εισοδήματα των πολιτών, την υγεία και άλλα. Ξέρει τι έγινε. Ξέρει τι μένει να γίνει και πώς θα γίνει. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τους σιδηρόδρομους. Ο πρωθυπουργός γνώριζε ότι παραλάβαμε μια υποδομή που ενώ θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί το 2016 λειτουργούσε σε ένα ποσοστό μικρότερο από το 30%».
Στη συνέχεια ανέφερε ότι γνώριζε για τις προσπάθειες ξεμπλοκαρίσματος, για το πώς έφθασε το έργο στο 70% αλλά και για τα προβλήματα, και τις αδυναμίες στον σιδηρόδρομο. Βλ. https://www.athensvoice.gr/epikairotita/politiki-oikonomia/793559/oikonomou-i-enimerosi-tou-kuvernitikou-ekprosopou-ti-eipe-gia-tin-tragodia-sta-tebi/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου