Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Αιμίλια και Αιμιλιανός: Πώς το ζευγάρι από τη Σερβία αποκατέστησε το μοναστήρι και τι προήλθε από αυτό;

Ναός του Αγίου Αποστόλου Μάρκου
 
Σε αντίθεση με το φαινομενικά οικείο τοπίο της Σερβίας, με τους λόφους, τα υψώματα και τα βουνά της, η Βοϊβοντίνα είναι επίπεδη: χωράφια, κήποι και λιβάδια βρίσκονται σχεδόν παντού στον ορίζοντα. Μετά τα ορεινά εδάφη, που είναι ασυνήθιστα εκεί, το βλέμμα ξεκουράζεται. Ο Ιβάν, όντας πατριώτης της Βοϊβοντίνας, είναι πεπεισμένος, ότι τα αξιοθέατα της περιοχής, αλλά και τα ιερά της μπορούν να καυχηθούν, όχι λιγότερο απ΄ ότι στην υπόλοιπη Σερβία. Για παράδειγμα, αναφέρει, σχεδόν ανεπαίσθητα, ότι κοντά στην πόλη Ίντζιγια, όχι μακριά από το Βελιγράδι, υπάρχει το μικρό μοναστήρι του Αγίου Μάρκου του Αποστόλου.

«Και δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε, λέει, ότι η ηλικία παίζει καθοριστικό ρόλο για την αγιότητα, που όπως λένε, όσο παλαιότερος, τόσο ιερότερος: η αγιότητα, αδελφέ μου, δεν υπακούει σε τέτοιους νόμους. Φαίνεται, ότι το μοναστήρι είναι μικρό και νεαρό, αλλά έχοντας βρεθεί εδώ κι έχοντας μάθει περισσότερα για τη ζωή του, ένας άνθρωπος, νομίζω, ότι θα θαυμάσει και θα ευχαριστήσει τον Θεό: υπάρχει αγιότητα στην εποχή μας. Ας προχωρήσουμε».

Περί τίνος πρόκειται; Είμαι σύμφωνος γι αυτό. Με την πρώτη ματιά, το μοναστήρι μοιάζει με μια συνηθισμένη ενοριακή εκκλησία, που στέκεται κάπου σε ένα χωράφι, μερικές εκατοντάδες μέτρα από το δρόμο. Μόνο όταν πλησιάσετε, θα δείτε το νέο κονάκι1 – ένα οικιστικό κτίριο για τις αδελφές με τραπεζαρία και ένα θόλο πάνω από την πηγή του Αγίου Μάρκου του Αποστόλου και μικρές αγροτικές εκτάσεις του μοναστηριού.

Η ιστορία της εμφάνισης των μοναστηριών, σύμφωνα με τον συνήθη νόμο του χριστιανικού θαύματος ("για μας ένα θαύμα είναι σαν την “καλή μέρα", λένε πολλοί), είναι απλή: στις αρχές του 19ου αιώνα, ένας τυφλός βοσκός, ο Μάρκος, βόσκει τα βοοειδή του εδώ. Τα μέρη είναι οικεία, οπότε δεν ανησυχούσε μήπως χαθεί. Αλλά περιπλανήθηκε, φοβήθηκε. Εξαντλημένος, αποκοιμήθηκε. Στο όνειρό του του εμφανίστηκε ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Μάρκος, ο προστάτης πολιούχος του και η Υπεραγία Θεοτόκος, οι οποίοι τον συμβούλεψαν να πλύνει το πρόσωπό του σε μια πηγή της οποίας το νερό ήταν τρεχούμενο, πολύ κοντά στον τόπο όπου πήγε να κοιμηθεί. Έπλυνε το πρόσωπό του και ανέβλεψε. Οι ευγνώμονες γονείς του, έβαλαν εδώ μια εικόνα του Αποστόλου, διακοσμώντας την ιερή πηγή. Αργότερα, με τις προσπάθειες του κλήρου και των αγροτών, χτίστηκε επίσης και η εκκλησία. Δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια, πως ήταν συνεχώς γεμάτο προσκυνητές: οι λειτουργίες τελούνταν εδώ μόνο δύο φορές το χρόνο – την Ημέρα Μνήμης των Αποστόλων Μάρκου και Βαρθολομαίου, προστατών των γειτονικών χωριών. Δεν υπήρχαν καθόλου εδώ ιερά κειμήλια: λείψανα, θαυματουργές εικόνες. Έτσι ο ναός διατηρήθηκε σεμνά μέχρι τον εικοστό αιώνα με τις τρομερές δοκιμασίες και καταστροφές του.

Κατά τη διάρκεια των κομμουνιστικών διώξεων, οι εργάτες των σοσιαλιστικών συνεταιρισμών είχαν εδώ το καταφύγιο και κρησφύγετό τους: μπουκάλια, αποτσίγαρα κείτονταν στο ναό, όπως λένε αυτόπτες μάρτυρες, οι τοίχοι ήταν γραμμένοι και γδαρμένοι – πολλοί από εμάς, δυστυχώς, είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι με τόσο θλιβερές εικόνες. Αυτό συνεχίστηκε, ώσπου έφτασαν εδώ ένα ζεύγος συζύγων με το επώνυμο Ομπράντοβ, οι οποίοι έθεσαν ως στόχο της ζωής τους να αναβιώσουν το ναό και να εξοπλίσουν το μοναστήρι. Με τον έναν από αυτούς τους δύο συζύγους, έναν πολύ σεμνό και ακόμη ντροπαλό πατέρα, τον Αιμιλιανό, συνομιλήσαμε μετά τη λειτουργία στην εκκλησία. Πράγματι ήταν πολύ ντροπαλός:

–Τι είδους ιερέας είμαι; Δεν είμαι άξιος! Έτσι απλά, ένας συνήθης μοναχός. Ένας κακός μοναχός, θα σου έλεγα. Ζω εδώ και προσεύχομαι. Πώς ήταν τότε; Σύντομα, συμπληρώνονται 20 χρόνια, από τότε που η γυναίκα μου κι εγώ φτάσαμε εδώ. Αυτή μου λέει: «Άκουσε, ας αποκαταστήσουμε το ναό, να υπάρχει κι ένα μοναστήρι. Εμείς ζούμε τα τελευταία χρόνια της ζωής μας, οπότε τουλάχιστον θα κάνουμε κάτι λογικό στο τέλος μας». Το υποστήριξα, φυσικά.

Πρέπει να πω, ότι μεγάλωσα σε ένα εντελώς άθεο περιβάλλον. Ό,τι θέλεις: σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία, κοροϊδία απέναντι στην Εκκλησία, οι άνθρωποι ανησυχούσαν περισσότερο για να κερδίσουν χρήματα σε κάποια Γερμανία ή Ελβετία – Κανενός είδους πνευματικότητα δεν υπήρχε εδώ. Γενικά, δεν ήξερα απολύτως τίποτα για τον Θεό. Και δούλεψα, φυσικά, στη Γερμανία: είχα ένα όνειρο – να αγοράσω ένα μικρό λεωφορείο. Οι Γερμανοί με σεβάστηκαν, με φώναζαν Γεώργιο (με φώναζαν Τζόκο) και με πλήρωναν τακτικά. Αλλά, άκουσε, ένιωσα άβολα εκεί, διότι όλα στηρίζονταν μόνο στην υλική ευημερία. Κοιτάζοντας ένα άτομο, έβλεπες στο ένα μάτι του το γερμανικό μάρκο και στο άλλο ένα δολάριο με τη συναλλαγματική ισοτιμία.

Εντάξει, κέρδισα χρήματα για ένα φορτηγάκι, το αγόρασα, γύρισα σπίτι. Αλλά τι; Το ερώτημα είναι, τι κάνουμε στη συνέχεια; Δόξα τω Θεώ, γνώρισα τη μελλοντική μου γυναίκα, τότε ονομαζόταν Περσίδα. Κι αυτή αποδείχθηκε πιστή. Εδώ, τελικά, όπως αποδείχθηκε, ήταν όλα, όπως τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Διότι ο ανήρ ο άπιστος ηγιάσθη δια της γυναικός" (Προς Κορινθίους Κεφ.7:14)». Και έτσι, βήμα προς βήμα, η Περσίδα με οδήγησε στο Χριστό. Όχι, διότι με «βασάνισε», με πίεσε ή επέμεινε, αλλά, μου διηγήθηκε για το Θεό με απαλές, ευγενικές λέξεις ή ακόμα και με μια ματιά.

Ζήτησε βοήθεια για την παράδοση, για παράδειγμα, οικοδομικών υλικών σε κάποια εκκλησία ή για να μεταφέρει τους προσκυνητές. Έτσι, στην αρχή, δούλευα ως οδηγός για τη γυναίκα μου, μπορείτε να το φανταστείτε; Σε ένα φορτηγάκι μισθωμένο στη Γερμανία.

Και μετά, όταν είχα ήδη γίνει Χριστιανός, η γυναίκα μου κι εγώ ήρθαμε σε αυτό ακριβώς το μέρος. Γεράσαμε, ήδη. Και, το ερώτημα που τίθεται είναι, γιατί χρειαζόμαστε όλες αυτές τις συντάξεις, και τα διαμερίσματα – σύντομα θα πεθάνουμε κι ανησυχούμε για τη συνταξιοδότηση. Έτσι, αποφασίσαμε να αγοράσουμε αυτό το οικόπεδο, να αποκαταστήσουμε το ναό, να χτίσουμε ένα μοναστήρι και να ξοδέψουμε τα χρήματα για τον κοινό μας σκοπό.

Στην αρχή ζούσαμε μέσα στο χωράφι. Ακόμα μια χαρά. Αλλά αυτές ήταν μερικές από τις πιο λαμπρές μέρες της ζωής μας. Ο άνεμος σφυρίζει, η λάσπη αδιάβατη παντού, ζούμε σε ένα φορτηγάκι και δεν ξέρουμε τι σημαίνει θλίψη. Η σύζυγος, με την πάροδο του χρόνου, έσπειρε έναν λαχανόκηπο και φύτεψε έναν κήπο, έναν πανέμορφο ανθόκηπο. Εγώ, βέβαια, πιο πολύ ασχολιόμουν με την κατασκευή: το σκάψιμο, τον καθαρισμό και το σοβάτισμα.

Απογοήτευση; Όχι, ποτέ δεν υπήρχε. Ξέραμε σίγουρα, ότι ο Θεός δεν θα σε εγκατέλειπε, ακόμα κι αν έμενες μόνος. Ακόμη κι αν εσείς οι δύο κάνετε το έργο του Θεού μαζί, άραγε αυτό είναι μοναξιά; Ο ίδιος ο Χριστός λέει, ότι είναι ανάμεσά μας σε τέτοιες περιπτώσεις, σωστά; Με την πάροδο του χρόνου, και πολύ σύντομα, παρεμπιπτόντως, φίλοι και γνωστοί έμαθαν για μας, το είπαν και σε άλλους, κι εδώ, στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου, άρχισε ένα πραγματικό προσκύνημα από όλες τις περιοχές. Τώρα, να εδώ, βλέπω, ότι προσήλθαν από τη Ρωσία (σας κατάλαβα από την προφορά σας). Έτσι, άρχισαν να προσέρχονται και να βοηθούν – μερικοί με χρήματα, μερικοί με μπογιές, μερικοί με έξυπνες συμβουλές ή χειρωνακτική εργασία ή τεχνικό εξοπλισμό. Για κάποιο λόγο, όλοι θαύμαζαν τη φιλοξενία μας. Και ποιου είδους φιλοξενία είχαμε: ένα βραστήρα μαυρισμένο στη φωτιά, μερικές πίτες, άντε, θα μπορούσαμε να φτιάξουμε και φαγητό. Σε όλους άρεσαν.

Και καταλαβαίνετε ένα πράγμα: αν ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσά μας, τότε όλα είναι, κατά κάποιο τρόπο, με θαυμαστό τρόπο διατεταγμένα, παρ’ όλα τα εμπόδια και τις αναποδιές. Το 2006 ήρθαμε εδώ, κι ένα χρόνο αργότερα τελέστηκε η πρώτη λειτουργία στην εκκλησία. Ω! Υπήρχε κόσμος! Και το 2011, ο επίσκοπος Βασίλειος του Σρεμ εγκαινίασε κι ευλόγησε ένα νέο γυναικείο μοναστήρι, στο οποίο σήμερα υπάρχουν αρκετές καλόγριες και δόκιμες.
Η Περσίδα, αργότερα, έγινε μοναχή Αιμιλία σε αυτό το μοναστήρι κι εγώ, όπως βλέπεις, ο Αιμιλιανός – ο επίσκοπος ενέκρινε την απόφασή μας και μου επέτρεψε να μείνω στο μοναστήρι. Ο ηγούμενος Δαμασκηνός είναι πολύ ευγενικός, αν και αυστηρός.

Εύχομαι σε όλους μας να συναντηθούμε στον παράδεισο, στη Βασιλεία των Ουρανών!

Η μοναχή Αιμίλια αποδήμησε εις τον Κύριο το 2015, εδώ είναι ο τάφος της. Απάντησέ μου: τι πήρε μαζί της στο Θεό; Συνταξιοδότηση; Διαμέρισμα; Νομίζω, ότι πήρε όλες τις καλές πράξεις μαζί της. Θα θέλαμε λοιπόν να σκεφτόμαστε πιο συχνά τις καλές πράξεις και όχι τις γήινες και φθαρτές – πού θα μεταφέρουμε αυτά τα γερμανικά μάρκα με τα δολάρια; Δεν υπάρχουν άλλα μάρκα; Μα, δεν πειράζει.

Εύχομαι όλοι μας να συναντηθούμε στον παράδεισο, στη Βασιλεία των Ουρανών. Εκεί θα έχουμε ένα φλιτζάνι τσάι – θα είναι πιο νόστιμο από ό,τι στη φωτιά στο χωράφι. Μολονότι, ποιος ξέρει: κι εκείνο λίγο-πολύ θα ήταν επίσης νόστιμο. Παρεμπιπτόντως, ας πάμε στην τραπεζαρία.
Ο Ιβάν ήταν αρκετά σιωπηλός στο δρόμο της επιστροφής. Ο καλός μου Σέρβος φίλος είχε δίκιο: η αγιότητα δεν καθορίζεται πάντα από την ηλικία του ιερού.

Στέπαν Ιγκνάσεφ
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος Θώδης

________________________

[1] κονάκι = 1. το σπίτι, με την έννοια του καταλύματος, του καταφυγίου, του προσωπικού χώρου. 2. η κατοικία τοπικού άρχοντα, τσιφλικά.

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου