ΟΜΙΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΣΤΑ ΑΓΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
ΤΗΣ ΠΑΝΥΠΕΡΑΓΝΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΜΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Εάν το δέντρο αναγνωρίζεται από τον καρπό και το καλό δέντρο παράγει επίσης καλό καρπό[βλ. Ματθ.7,16: «Ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. μήτι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα;(: Από τη διαγωγή τους και τα έργα τους, που σαν καρπό παράγουν, θα τους μάθετε καλά. Μήπως μαζεύουν από τα αγκάθια σταφύλια ή από τους αγκαθωτούς θάμνους σύκα;)» και Λουκ.6,44: «Ἓκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ ἰδίου καρποῦ γινώσκεται. οὐ γὰρ ἐξ ἀκανθῶν συλλέγουσι σῦκα, οὐδὲ ἐκ βάτου τρυγῶσι σταφυλήν(:Κάθε δέντρο διακρίνεται και αναγνωρίζεται εάν είναι καλό ή κακό από τον καρπό που βγάζει· διότι από αγκάθια δεν μαζεύουν ως καρπό σύκα, ούτε από βάτο τρυγούν ποτέ σταφύλι)»], η μητέρα της αυτοαγαθότητος, η γεννήτρια της αΐδιας καλλονής, πώς δεν θα υπερείχε ασυγκρίτως κατά την καλοκαγαθία από κάθε αγαθό εγκόσμιο και υπερκόσμιο; Διότι η δύναμη που καλλιέργησε τα πάντα, η συναϊδία και απαράλλακτη εικόνα της αγαθότητας, ο προαιώνιος και υπερούσιος και υπεράγαθος Λόγος, από ανέκφραστη φιλανθρωπία και ευσπλαχνία, για χάρη μας θέλησε να περιβληθεί τη δική μας εικόνα, για να ανακαλέσει τη φύση που είχε συρθεί κάτω στους μυχούς του άδη και να την ανακαινίσει, διότι είχε παλαιωθεί, και να την αναβιβάσει προς το υπερουράνιο ύψος της βασιλείας και θεότητός Του.
Για να ενωθεί, λοιπόν, με αυτήν καθ’ υπόσταση, επειδή χρειαζόταν σαρκικό πρόσλημμα και σάρκα νέα συγχρόνως και δική μας, ώστε να μας ανανεώσει από εμάς τους ίδιους, και επιπλέον χρειαζόταν και κυοφορία και γέννα σαν τη δική μας, τροφή μετά τη γέννα και κατάλληλη αγωγή, γινόμενος προς χάριν μας καθ΄όλα σαν εμάς, βρίσκει για όλα πρέπουσα υπηρέτρια και χορηγό αμόλυντης φύσεως από τον εαυτό της αυτήν την αειπάρθενη, η οποία υμνείται από εμάς και της οποίας σήμερα εορτάζουμε την παράδοξη είσοδο στα άγια των αγίων· διότι αυτήν προορίζει πριν από αιώνες ο Θεός για τη σωτηρία και αποκατάσταση του γένους και την εκλέγει ανάμεσα από όλους, όχι απλώς τους πολλούς, αλλά τους από τους αιώνες εκλεγμένους και θαυμαστούς και περιβόητους για την ευσέβεια και σύνεση, καθώς και για τα κοινωφελή και θεοφιλή συγχρόνως ήθη και λόγια και έργα.
Διότι στην αρχή σηκώθηκε εναντίον μας ο νοητός και αρχέκακος όφις και μας κατέρριψε στα βάραθρα του άδη. Και υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους σηκώθηκε εναντίον μας και υποδούλωσε τη φύση μας· φθόνος και ζηλοτυπία και μίσος, αδικία και δόλος και σοφιστεία, και μαζί με τα τέτοια, η θανατηφόρος δύναμη που έχει μέσα του, την οποία πρώτος γέννησε και μόνος του, αφού πρώτος αυτός αποστάτησε από την αληθινή ζωή. Πραγματικά στην αρχή φθόνησε τον Αδάμ, όταν τον είδε να ζει στον τόπο της άφθαρτης τρυφής και να περιλάμπεται με θεοειδή δόξα και να οδηγείται από τη γη στον ουρανό, από όπου αυτός απορρίφθηκε δικαίως και από φθόνο εξεμάνη εναντίον του με τη χειρότερη μανία, ώστε να θελήσει και να τον θανατώσει ακόμη.
Ο φθόνος είναι πατέρας όχι του μίσους μόνο, αλλά και του φόνου, τον οποίο επέφερε σε εμάς αναμειγνύοντάς τον με δόλο ο δολερός και αληθινά μισάνθρωπος όφις. Διότι καταλήφθηκε από έρωτα προς την τυραννία σε βάρος του εντελώς άδικα, για καταστροφή του πλασθέντος κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού· επειδή όμως δεν τόλμησε να επιτεθεί κατά πρόσωπο, χρησιμοποίησε τον δόλο και την πονηρία. Αφού πλησίασε δια του αισθητού όφεως ως φίλος και καλός σύμβουλος ο φοβερός και πραγματικά εχθρός και επίβουλος, κατορθώνει, φευ, κρυφά να επιτύχει και με την αντίθεη συμβουλή χύνει σαν δηλητήριο στον άνθρωπο τη θανατηφόρα δύναμή του.
Εάν λοιπόν ο Αδάμ, κρατώντας δυνατά τότε τη θεία εντολή, απέρριπτε την εχθρική πονηρή συμβουλή, θα φαινόταν νικητής κατά του αντιπάλου και ανώτερος της θανατηφόρας φθοράς, καταντροπιάζοντας τον μανιακό και δόλιο προσβολέα. Επειδή όμως εκείνος υποκύπτοντας εκουσίως, που δεν έπρεπε ποτέ να το κάμει, νικήθηκε και αχρειώθηκε, και έτσι, αφού ήταν ρίζα του γένους μας, ανέδειξε καταλλήλους θνητούς βλαστούς, χρειαζόταν οπωσδήποτε, αν έπρεπε να ανταποδώσουμε την ήττα, να κερδίσουμε την νίκη, να απορρίψομε με ψυχή και σώμα το θανατηφόρο δηλητήριο και να απολαύσουμε ζωή και μάλιστα ζωή αιώνια και απαθή.
Χρειαζόταν λοιπόν το γένος μας νέα ρίζα, δηλαδή νέο Αδάμ, όχι μόνο αναμάρτητο, αλλά και εντελώς ανεξαπάτητο και αήττητο, που επιπλέον μπορεί και να συγχωρεί τις αμαρτίες και να καθιστά αθώους τους ενόχους, που όχι μόνο ζει αλλά και ζωοποιεί, ώστε να μεταδίδει ζωή και άφεση αμαρτιών και στους προσκολλωμένους σε Αυτόν και συγγενείς κατά το γένος, αναζωογονώντας όχι μόνο τους μεταγενεστέρους, αλλά και τους πριν από Αυτόν αποθανόντες.
Γι΄αυτό ο Παύλος, η μεγάλη σάλπιγγα του Πνεύματος, βοά λέγοντας: «Ἐγένετο ὁ πρῶτος ἄνθρωπος Ἀδὰμ εἰς ψυχὴν ζῶσαν· ὁ ἔσχατος Ἀδὰμ εἰς πνεῦμα ζωοποιοῦν(:Έγινε ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, εμψυχωμένος με ψυχή ζωντανή, που δίνει ζωή και στο σώμα. Ο έσχατος Αδάμ, ο Κύριος δηλαδή, ο Οποίος δέχθηκε όλη την παρουσία και κατοίκηση του Αγίου Πνεύματος, υπήρξε γεμάτος Πνεύμα, που μεταδίδει ζωή πνευματική)» [Α΄Κορ.15,45]. Αναμάρτητος δε και ζωοποιός και ικανός να συγχωρεί αμαρτίες δεν είναι κανείς πλην του Θεού. Επομένως ο νέος Αδάμ ήταν αναγκαίο να είναι όχι μόνο άνθρωπος, αλλά και Θεός, να είναι κυριολεκτικώς ζωή και σοφία, δικαιοσύνη και αγάπη, ευσπλαχνία και κάθε άλλο αγαθό, ώστε να διενεργήσει την ανακαίνιση και αναζώωση του παλαιού Αδάμ με έλεος και σοφία και δικαιοσύνη. Ο νοητός και αρχέκακος όφις, χρησιμοποιώντας τα αντίθετα από αυτά, προκάλεσε σε μας την παλαίωση και τη νέκρωση.
Όπως λοιπόν στην αρχή ο ανθρωποκτόνος από φθόνο και μίσος ξεσηκώθηκε εναντίον μας, έτσι ο Αρχηγός της ζωής κινήθηκε προς υπεράσπισή μας από υπερβολή φιλανθρωπίας και αγαθότητας· διότι αγάπησε δίκαια τη σωτηρία του πλάσματός Του, που ήταν να το φέρει πάλι στην εξουσία και να το ξανασώσει, όπως εκείνος ο αρχέκακος άδικα αγάπησε την απώλεια του πλάσματος του Θεού, που ήταν να το υποτάξει στον εαυτό του και να του επιβάλλεται τυραννικώς. Όπως δε αυτός διέπραξε τη νίκη του και την πτώση του ανθρώπου με αδικία και δόλο, με απάτη και σοφιστεία, έτσι ο Ελευθερωτής με δικαιοσύνη και σοφία και αλήθεια πραγματοποίησε την τελική ήττα του αρχέκακου και την ανακαίνιση του πλάσματός Του. Αλλά η ανάπτυξη του θέματος για τη σοφία που υπάρχει σε αυτή τη Θεία Οικονομία δεν είναι του παρόντος καιρού.
Ήταν δε θέμα ακριβούς δικαιοσύνης και η ίδια η ανθρώπινη φύση που ηττήθηκε και εκούσια υποδουλώθηκε, εκούσια να ξαναπαλαίψει και για τη νίκη και να απωθήσει τη δουλεία. Γι'αυτό ο Θεός ευδόκησε να αναλάβει από εμάς τη φύση μας, ενούμενος με αυτήν παραδόξως καθ’ υπόσταση. Ήταν δε αδύνατο η υψίστη εκείνη και υπεράνω του νου καθαρότητα να ενωθεί με μολυσμένη φύση, διότι ένα μόνο πράγμα είναι αδύνατο στον Θεό, το να συνέλθει σε ένωση με ακάθαρτο, πριν αυτό καθαριστεί.
Γι΄αυτό και χρειαζόταν κατ’ ανάγκη μια τελείως αμόλυντη και καθαρότατη παρθένος για κυοφορία και γέννηση Εκείνου που είναι και εραστής της και δοτήρ της καθαρότητας, η οποία και προορίστηκε και αποτελέστηκε και φανερώθηκε, και το σχετικό με αυτήν μυστήριο τελέστηκε, με πολλά παράδοξα γεγονότα που κατά καιρούς συνήλθαν σε ένα.
Γι΄ αυτό και τα γεγονότα που συνετέλεσαν σε αυτό εορτάζονται από εμάς σήμερα, αφού από το αποτέλεσμα αντιληφθήκαμε κυρίως το μεγαλείο των γεγονότων που οδήγησαν προς το τόσο μεγάλο τέλος· διότι Αυτός που είναι εκ Θεού και προς τον Θεό και Θεός, και Λόγος και Υιός του υψίστου Πατρός, συνάναρχος και συναΐδιος, γίνεται υιός ανθρώπου, αυτής της αειπάρθενης. «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας(:Ο Ιησούς Χριστός ήταν χθες, είναι και σήμερα ο ίδιος, και θα είναι ο ίδιος και στους αιώνες)»[Εβρ.13,8], άτρεπτος κατά τη θεότητα, άμεμπτος κατά την ανθρωπότητα. «Αυτός μόνος», όπως ήδη προεμαρτύρησε ο Ησαΐας[Ησ.53,9] «ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ(:δεν διέπραξε καμία παράβαση του νόμου, ούτε βρέθηκε δόλος ή λόγος ψεύτικος στο στόμα του)». Και όχι μόνο αυτό, αλλά και Αυτός μόνος δεν συνελήφθηκε με ανομίες, ούτε γεννήθηκε με αμαρτίες, όπως μαρτυρεί ο Δαβίδ στους Ψαλμούς για τον εαυτό του και για κάθε άνθρωπο, ώστε να είναι και κατά το πρόσλημμα τελείως καθαρός και αμόλυντος και να μην χρειάζεται ούτε κατ’ αυτό καθάρσια μέσα για τον εαυτό Του· για να είναι έτσι δυνατό, διαβιβάζοντας σε εμάς για χάρη μας δικαίως μαζί και πανσόφως τόσο την κάθαρση, όσο και το πάθος, να δεχθεί και τον θάνατο και την ανάσταση.
Πραγματικά η κατά τη σάρκα ορμή προς γένεση, που είναι ακουσία και απειθής στον νόμο του νοός, αν και από μερικούς δουλαγωγείται βιαίως, από μερικούς δε σωφρόνως αφήνεται μόνο για παιδοποιία, πάντως φέρει τα σύμβολα της από την αρχή καταδίκης, καθώς είναι και λέγεται φθορά και οπωσδήποτε για τη φθορά γεννά, και είναι εμπαθής κίνηση του ανθρώπου που δεν κράτησε την τιμή, την οποία η φύση μας πήρε από τον Θεό, αλλά ομοιώθηκε με τα κτήνη.
Γι΄αυτό όχι μόνο ήλθε ο Θεός ανάμεσα στους ανθρώπους, αλλά και ήλθε από Παρθένο αγνή και αγία, μάλλον δε Πανυπέραγνη και Υπεραγία, αφού είναι παρθένος όχι μόνο υπερτέρα μολυσμού σαρκός, αλλά και ανωτέρα από μολυσμένους σαρκικούς λογισμούς. Τη σύλληψή της επέφερε επέλευση παναγίου Πνεύματος, όχι ορέξεως σαρκός, προκάλεσε ευαγγελισμό και πίστη στην ενανθρώπηση του Θεού που νικά κάθε λόγο ως εξαίσια και υπέρ λόγο, αλλά δεν πρόλαβε συγκατάθεση και πείρα εμπαθούς· διότι συνέλαβε και γέννησε, ενώ είχε εντελώς απομακρυσμένη τέτοια επιθυμία με την προσευχή και την πνευματική θυμηδία -διότι είπε η παρθένος προς τον ευαγγελιστή άγγελο: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου(:Ιδού είμαι η δούλη του Κυρίου, πρόθυμη να υπηρετήσω τις βουλές Του. Ας γίνει σε ‘μένα όπως το είπες)»[Λουκά 1,38]. Για να ευρεθεί λοιπόν παρθένος ικανή γι΄αυτό, ο Θεός προορίζει προ αιώνων και εκλέγει ανάμεσα στους εκλεγμένους από αιώνες αυτήν την υμνουμένη τώρα από εμάς αειπάρθενη κόρη.
Και βλέπετε από πού άρχισε η εκλογή. Ανάμεσα στα παιδιά του Αδάμ εξελέγη από τον Θεό ο θαυμάσιος Σηθ, που με την ευκοσμία των ηθών, την ευταξία των αισθήσεων και την ευπρέπεια των αρετών έδειχνε τον εαυτό του έμψυχο ουρανό και πέτυχε γι΄αυτό την εκλογή, από την οποία επρόκειτο να βλαστήσει αυτή η παρθένος ως θεοπρεπές όχημα του υπερουράνιου Θεού και να ανακαλέσει τους ανθρώπους προς ουράνια υιοθεσία.
Γι΄αυτό όλοι οι από του Σηθ[Γέν. 4,26: «Καὶ τῷ Σὴθ ἐγένετο υἱός, ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐνώς· οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ(:Και από τον Σηθ γεννήθηκε υιός και έδωσε σε αυτόν τον όνομα Ενώς· αυτός πίστεψε και στήριξε τις ελπίδες του στον Θεό και λάτρεψε και έκανε πάντοτε επίκληση στο όνομα Κυρίου του Θεού)» ονομάζονταν «υιοί Θεού», διότι από αυτήν τη γενεά επρόκειτο ο Υιός του Θεού να γίνει υιός ανθρώπου, εφόσον άλλωστε και ο Σηθ γλωσσικώς σημαίνει ανάσταση, μάλλον δε εξανάσταση, η οποία είναι κυρίως ο Κύριος που επαγγέλλεται και χαρίζει αθάνατη ζωή σε όσους πιστεύουν σε Αυτόν.
Και πόσο ταιριαστός είναι ο τύπος! Ο μεν Σηθ έγινε για την Εύα όπως λέγει αυτή στη θέση του Άβελ, τον οποίο φόνευσε από φθόνο ο Κάιν[Γέν. 4,25: «Ἒγνω δὲ Ἀδὰμ Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱόν, καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σήθ, λέγουσα· ἐξανέστησε γάρ μοι ὁ Θεὸς σπέρμα ἕτερον ἀντὶ Ἄβελ, ὃν ἀπέκτεινε Κάϊν(: Και συνευρέθηκε ο Αδάμ με τη γυναίκα του την Εύα, η οποία αφού έμεινε έγκυος γέννησε υιό και έδωσε σε Αυτόν το όνομα Σηθ, λέγοντας με πόνο ψυχής: ‘’Τον ονόμασα Σηθ[:εξανάσταση], διότι ο Θεός μού έδωσε άλλο παιδί αντί του Άβελ, τον οποίο σκότωσε ο Κάιν)»]· ο δε τόκος της Παρθένου, Χριστός, έγινε στη φύση αντί για τον Αδάμ, τον οποίο θανάτωσε από φθόνο ο αρχηγός και προστάτης της κακίας. Αλλά ο μεν Σηθ δεν ανέστησε τον Άβελ, αφού ήταν απλώς τύπος της αναστάσεως· ο δε Κύριός μας Ιησούς Χριστός ανέστησε τον Αδάμ, διότι Αυτός είναι η αληθινή των ανθρώπων Ζωή και Ανάσταση, εξαιτίας της οποίας και οι απόγονοι του Σηθ αξιώθηκαν τη θεία υιοθεσία κατά την ελπίδα τους, ονομαζόμενοι «υιοί του Θεού». Ότι δε ονομάζονταν υιοί του Θεού εξαιτίας αυτής της ελπίδας είναι φανερό από τον πρώτο ονομασθέντα που διαδέχθηκε την εκλογή. Ήταν δε αυτός ο Ενώς του Σηθ, ο οποίος κατά το γεγραμμένο από τον Μωυσή πρώτος «οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ(: αυτός πίστεψε και στήριξε τις ελπίδες του στον Θεό και λάτρεψε και έκανε πάντοτε επίκληση στο όνομα Κυρίου του Θεού)» [Γέν. 4,26]. Βλέπετε σαφώς ότι πέτυχε το θείο όνομα σύμφωνα με την ελπίδα;
Αφού λοιπόν άρχισε από τα ίδια τα παιδιά του Αδάμ η εκλογή γι’ αυτήν που κατά την πρόγνωσή Του θα γινόταν μητέρα του Θεού και επετελείτο διαμέσου των κατά καιρούς γενεών, κατέβηκε μέχρι του βασιλέως και προφήτου Δαβίδ και των διαδόχων του θρόνου και του γένους του. Επειδή δε ο καιρός καλούσε τώρα την αποτελείωση της θείας αυτής εκλογής, εξελέγησαν από τον Θεό ο Ιωακείμ και η Άννα από τον οίκο και τη γενεά του Δαβίδ, που ήσαν μεν άτεκνοι, συζούσαν δε με σωφροσύνη και ήσαν ανώτεροι στην αρετή από όλους όσοι ανάγουν στον Δαβίδ την ευγένεια του γένους και του ήθους. Αυτό το ζεύγος ζητούσε δια της ασκήσεως και προσευχής τη λήξη της ατεκνίας τους από τον Θεό και υποσχόταν να αναθέσουν σε Αυτόν από βρέφος αυτό που θα γεννούσαν.
Τότε παρέχεται η υπόσχεση και δίδεται παιδί, η τωρινή Θεομήτωρ, ώστε η πανάρετη κόρη να γεννηθεί από πολυαρέτους γονείς και η πάναγνη από εξαιρετικά σώφρονες, και να λάβει ως καρπό η σωφροσύνη, συνερχομένη με την προσευχή και την άσκηση, το να γίνει γεννήτρια της παρθενίας, και μάλιστα παρθενίας που προβάλλει αφθόρως κατά τη σάρκα τον προαιωνίως γεννημένο από παρθένο Πατέρα κατά τη θεότητα. Τι φτερά είχε εκείνη τη προσευχή! Τι παρρησία που βρήκε ενώπιον του Κυρίου!
Αλλά επειδή βέβαια εκείνοι πέτυχαν έτσι τα ζητούμενα με την προσευχή τους και είδαν την προς αυτούς θεία επαγγελία να εκπληρώνεται έμπρακτα, σπεύδοντας και αυτοί να εκπληρώσουν την προς τον Θεό υπόσχεση ως φιλαλήθεις και θεοφιλείς και φιλόθεοι συγχρόνως, ευθύς μετά τον απογαλακτισμό οδηγούν την αληθινά ιερά και θεόπαιδα και τώρα θεομήτορα Παρθένο στο ιερό του Θεού και στον ιεράρχη που βρισκόταν σε αυτό.
Αυτή δε, γεμάτη θεία χάρη και τέλειο νου ακόμη και σ’ αυτήν την ηλικία, αντιλαμβανόταν από τότε, και μάλιστα καλύτερα από τους άλλους τα τελούμενα σε αυτήν, και έδειξε, με όποιον τρόπο μπορούσε, ότι δεν οδηγείται, αλλά αυτή μόνη της με ελεύθερη γνώμη προσέρχεται στον Θεό, σαν να είναι από εαυτού της πτερωμένη προς τον ιερό και θείο έρωτα και να θεωρεί αγαπητή και να αναγνωρίζει ως αξία της την είσοδο και κατοικία στα άγια των αγίων.
Γι΄αυτό και ο αρχιερέας του Θεού, αφού αντιλήφθηκε τότε ότι η κόρη είχε ένοικη τη θεοειδή χάρη παραπάνω από όλους, έπρεπε να την αξιώσει το ανώτερο από όλους, να την εισαγάγει στα άγια των αγίων και να πείσει αυτό που γινόταν όλους τους τότε ανθρώπους να αγαπούν, με τη σύμπραξη και απόφαση του Θεού μαζί, που έστελνε από άνω δι’ αγγέλου απόρρητη τροφή στην Παρθένο εκεί.
Με αυτήν την τροφή δυνάμωνε καλύτερα τη φύση της και συντηρούσε και τελειοποιούσε τον εαυτό της κατά το σώμα καθαρότερα και ανώτερα από τις ασώματες δυνάμεις, έχοντας ως υπηρέτες τους ουράνιους νόες, διότι δεν εισήχθηκε απλώς και μόνο στα άγια των αγίων, αλλά και κατά κάποιον τρόπο παραλήφθηκε από τον Θεό σε συνοίκηση με Αυτόν για όχι ολίγα έτη· ώστε έτσι στον κατάλληλο καιρό να ανοιχθούν οι ουράνιες μονές και να δοθούν για αΐδια κατοικία σε όσους πιστεύουν στην παράδοξη γέννα της.
Έτσι λοιπόν και γι’αυτούς τους λόγους απετέθη δικαίως σήμερα στα άγια άδυτα σαν θησαυρός του Θεού η κόρη που εξελέγη ανάμεσα στους εκλεκτούς από αιώνες, που αναδείχθηκε αγία των αγίων, που έχει το σώμα καθαρότερο και θειότερο ακόμη και από τα δια της αρετής κεκαθαρμένα πνεύματα, ώστε να μην είναι δεκτικό μόνο του τύπου των θείων λόγων, αλλά και του ιδίου του Ενυποστάτου και Μονογενούς Λόγου του προανάρχου Πατρός· σαν θησαυρός που ο Λόγος θα τον χρησιμοποιούσε στον καιρό του, όπως και έγινε, για πλουτισμό και υπερκόσμιο και συγχρόνως παγκόσμιο κόσμημα.
Κι έτσι και γι’αυτόν τον λόγο δοξάζει τη μητέρα Του και πριν από τη γέννηση και μετά τη γέννηση. Εμείς δε, κατανοώντας τη σημασία της σωτηρίας που μας ετοιμάστηκε δι’ αυτής, αποδίδουμε με όλη τη δύναμή μας την ευχαριστία και τον ύμνο. Πραγματικά, αν η ευγνώμων γυναίκα που αναφέρεται στο ευαγγέλιο, μόλις άκουσε για λίγο τους σωτηριώδεις λόγους του Κυρίου, απέδωσε τον μακαρισμό και την ευχαριστία στη μητέρα τούτου, υψώνοντας τη φωνή της από τον όχλο και λέγοντας προς τον Χριστό: «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας(:Ευτυχισμένη η κοιλιά που σε βάστασε και οι μαστοί που θήλασες)»[Λουκ.11,27], εμείς που έχουμε κοντά μας γραμμένα όλα τα λόγια της αιώνιας ζωής και όχι μόνο τα λόγια, αλλά και τα θαύματα και τα παθήματα και την δι’ αυτών έγερση της φύσεώς μας από τους νεκρούς και ανάληψή της από τη γη στον ουρανό, και την δι’ αυτών επηγγελμένη σε εμάς αθάνατη ζωή και αμετάτρεπτη σωτηρία, πώς δεν θα ανυμνήσουμε και μακαρίσουμε αδιαλείπτως τη μητέρα του χορηγού της σωτηρίας, του δοτήρος της ζωής, εορτάζοντας τώρα και τη σύλληψη αυτής και τη γέννηση και τη μετοίκηση στα άγια των αγίων;
Αλλά ας μετοικήσουμε κι εμείς τους εαυτούς μας, αδελφοί, από τη γη στα άνω· ας μεταφερθούμε από τη σάρκα επάνω στο πνεύμα· ας μεταθέσουμε τον πόθο από τα πρόσκαιρα στα μόνιμα· ας καταφρονήσουμε τις σαρκικές ηδονές, που έχουν ευρεθεί ως δέλεαρ κατά της ψυχής και παρέρχονται γρήγορα· ας επιθυμήσουμε τα πνευματικά χαρίσματα που μένουν άφθαρτα· ας υψώσουμε από την κάτω τύρβη τη στάση και τη διάνοιά μας· ας την ανεβάσουμε στα ουράνια ύδατα, εκείνα τα άγια των αγίων, όπου τώρα κατοικεί η Θεοτόκος.
Διότι έτσι θα εισέλθουν σε αυτήν επωφελώς για μας με θεάρεστη παρρησία και τα άσματά μας και οι δεήσεις μας προς αυτήν και έτσι, εκτός από τα παρόντα, με τη μεσιτεία της θα γίνομε κληρονόμοι και των μελλόντων και μενόντων αγαθών, με τη χάρη και φιλανθρωπία του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας που γεννήθηκε από αυτήν για μας, στον Οποίο πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το συναΐδιο και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ:
• Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, Ομιλίες ΜΓ΄- ΞΓ΄, ομιλία ΝΒ’, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1986, τόμος 11, σελίδες 237-258.
• Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
• Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
• Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου