– Γέροντα, ὅταν μοῦ ζητάη κάποιος βοήθεια, ἀλλὰ δὲν ἔχω νὰ τοῦ δώσω;
– Ὅταν θέλω νὰ κάνω ἐλεημοσύνη καὶ δὲν ἔχω νὰ δώσω, τότε κάνω ἐλεημοσύνη μὲ αἷμα. Ὁ ἄλλος ποὺ ἔχει καὶ δίνει ὑλικὴ βοήθεια, νιώθει καὶ χαρά, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει νὰ δώση, συνέχεια ὑποφέρει καὶ ταπεινωμένος λέει: «Δὲν ἔκανα ἐλεημοσύνη». Ἡ καλὴ διάθεση εἶναι τὸ πᾶν. Ἕνας πλούσιος ἔχει νὰ δώση, ἀλλὰ δὲν δίνει. Ἕνας φτωχὸς θέλει νὰ δώση, ἀλλὰ δὲν δίνει, γιατὶ δὲν ἔχει νὰ δώση. Διαφέρει τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.
– Ὅταν θέλω νὰ κάνω ἐλεημοσύνη καὶ δὲν ἔχω νὰ δώσω, τότε κάνω ἐλεημοσύνη μὲ αἷμα. Ὁ ἄλλος ποὺ ἔχει καὶ δίνει ὑλικὴ βοήθεια, νιώθει καὶ χαρά, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει νὰ δώση, συνέχεια ὑποφέρει καὶ ταπεινωμένος λέει: «Δὲν ἔκανα ἐλεημοσύνη». Ἡ καλὴ διάθεση εἶναι τὸ πᾶν. Ἕνας πλούσιος ἔχει νὰ δώση, ἀλλὰ δὲν δίνει. Ἕνας φτωχὸς θέλει νὰ δώση, ἀλλὰ δὲν δίνει, γιατὶ δὲν ἔχει νὰ δώση. Διαφέρει τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Ὁ πλούσιος, ἂν δώση, νιώθει καὶ μιὰ εὐχαρίστηση. Ὁ φτωχὸς πονάει, θέλει νὰ κάνη μιὰ καλωσύνη, ἀλλὰ δὲν ἔχει νὰ δώση, καὶ ὑποφέρει ψυχικά· ἐνῶ, ἅμα εἶχε, θὰ ἔδινε καὶ δὲν θὰ ὑπέφερε. Ἡ καλὴ διάθεση φαίνεται ἀπὸ τὰ ἔργα. Ἂν κάποιος ζητήση ἀπὸ ἕναν φτωχὸ ἐλεημοσύνη καὶ ὁ φτωχός, ἂν καὶ στερῆται, τοῦ δώση, ἄσχετα ἂν ὁ ἄλλος πάη νὰ τὰ πιῆ οὖζο, τότε ὁ φτωχὸς ποὺ ἔδωσε θὰ ἔχη πνευματικὴ χαρά, καὶ ὁ Θεὸς θὰ φωτίση κάποιον νὰ στείλη καὶ σ᾿ αὐτὸν ὑλικὴ βοήθεια.
Καὶ ξέρετε μερικὲς φορὲς τί ἀδικία γίνεται; Ὁ ἕνας νὰ δίνη ὅ,τι ἔχει, γιὰ νὰ βοηθήση, καὶ ὁ ἄλλος νὰ τὰ ἑρμηνεύη μὲ τὸν λογισμό του ὅπως θέλει.
– Γέροντα, τί ἐννοεῖτε;
– Ἂς ὑποθέσουμε, ἕνας, ὁ καημένος, ἔχει λ.χ. ὅλο κι ὅλο πέντε χιλιάδες δραχμὲς στὴν τσέπη του. Βρίσκει στὸν δρόμο του ἕναν ζητιάνο, τὶς βάζει στὸ χέρι του καὶ φεύγει. Ὁ ζητιάνος μετὰ βλέπει ὅτι εἶναι πεντοχίλιαρο καὶ χαίρεται. Περνάει ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ ἕνας πολὺ πλούσιος καὶ βλέποντας ὅτι ὁ ἄλλος ἔδωσε πεντοχίλιαρο λέει μὲ τὸν λογισμὸ τὸν δικό του: «Γιὰ νὰ δίνη αὐτὸς πεντοχίλιαρο, ποιός ξέρει πόσα ἔχει! ἑκατομμυριοῦχος θὰ εἶναι!».
Καὶ ξέρετε μερικὲς φορὲς τί ἀδικία γίνεται; Ὁ ἕνας νὰ δίνη ὅ,τι ἔχει, γιὰ νὰ βοηθήση, καὶ ὁ ἄλλος νὰ τὰ ἑρμηνεύη μὲ τὸν λογισμό του ὅπως θέλει.
– Γέροντα, τί ἐννοεῖτε;
– Ἂς ὑποθέσουμε, ἕνας, ὁ καημένος, ἔχει λ.χ. ὅλο κι ὅλο πέντε χιλιάδες δραχμὲς στὴν τσέπη του. Βρίσκει στὸν δρόμο του ἕναν ζητιάνο, τὶς βάζει στὸ χέρι του καὶ φεύγει. Ὁ ζητιάνος μετὰ βλέπει ὅτι εἶναι πεντοχίλιαρο καὶ χαίρεται. Περνάει ἐκείνη τὴν ὥρα καὶ ἕνας πολὺ πλούσιος καὶ βλέποντας ὅτι ὁ ἄλλος ἔδωσε πεντοχίλιαρο λέει μὲ τὸν λογισμὸ τὸν δικό του: «Γιὰ νὰ δίνη αὐτὸς πεντοχίλιαρο, ποιός ξέρει πόσα ἔχει! ἑκατομμυριοῦχος θὰ εἶναι!».
Ὁπότε δίνει αὐτὸς στὸν ζητιάνο πεντακόσιες δραχμὲς καὶ ἀναπαύει τὸν λογισμό του ὅτι ἔκανε τὸ καθῆκον του. Ἐνῶ ἐκεῖνος ὁ καημένος εἶχε μόνον αὐτὸ τὸ πεντοχίλιαρο καί, μόλις εἶδε τὸν ζητιάνο, σκίρτησε ἡ καρδιά του καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε. Ἂν καὶ ὁ πλούσιος δούλευε λίγο πνευματικά, θὰ εἶχε καὶ ἕναν καλὸ λογισμὸ καὶ θὰ ἔλεγε: «Γιὰ δές, ἔδωσε αὐτὸ ποὺ εἶχε». Ἢ θὰ ἔλεγε: «Θὰ εἶχε δέκα χιλιάδες καὶ ἔδωσε τὶς πέντε χιλιάδες». Ἀλλὰ πῶς νὰ φέρη καλὸ λογισμό, ἀφοῦ δὲν δούλεψε πνευματικά; Σοῦ λέει: «Γιὰ νὰ πετάη ἔτσι τὰ λεφτά, μὲ τὸ φτυάρι τὰ μαζεύει».
Μερικοὶ ἄνθρωποι πάλι, ἐνῶ δίνουν πεντακόσιες ἢ χίλιες δραχμὲς σὲ ἕναν φτωχό, κάνουν ἑβραίικα παζάρια γιὰ πέντε ἢ δέκα δραχμὲς στὸν φτωχὸ ἐργάτη ποὺ τοὺς δούλεψε. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω: Καλά, δίνεις πεντακοσάρικο καὶ χιλιάρικο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ξέρεις καὶ αὐτὸν ποὺ ἔχεις κοντά σου καὶ σὲ βοηθάει τὸν ἀφήνεις νὰ πεινᾶ; Αὐτὸν πρῶτα ἔχεις ὑποχρέωση νὰ ἀγαπήσης καὶ νὰ βοηθήσης.
Μερικοὶ ἄνθρωποι πάλι, ἐνῶ δίνουν πεντακόσιες ἢ χίλιες δραχμὲς σὲ ἕναν φτωχό, κάνουν ἑβραίικα παζάρια γιὰ πέντε ἢ δέκα δραχμὲς στὸν φτωχὸ ἐργάτη ποὺ τοὺς δούλεψε. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω: Καλά, δίνεις πεντακοσάρικο καὶ χιλιάρικο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ δὲν ξέρεις καὶ αὐτὸν ποὺ ἔχεις κοντά σου καὶ σὲ βοηθάει τὸν ἀφήνεις νὰ πεινᾶ; Αὐτὸν πρῶτα ἔχεις ὑποχρέωση νὰ ἀγαπήσης καὶ νὰ βοηθήσης.
Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων γίνεται, γιὰ νὰ τοὺς ἐπαινέσουν. Ἢ ἄλλον μπορεῖ νὰ τὸν πᾶνε ἀκόμη καὶ στὸ δικαστήριο γιὰ χίλιες δραχμές, γιατὶ ξεκινᾶνε ἀπὸ μιὰ κοσμικὴ λογική, δῆθεν νὰ μὴν τοὺς θεωρήσουν κορόιδα. Μιὰ θρησκευόμενη γυναίκα μοῦ διηγήθηκε[1] ἕνα περιστατικό. _
Ἤθελε νὰ ἀγοράση ἕνα φορτιὸ ξύλα ἀπὸ μιὰ γιαγιά, ἡ ὁποία ἔκανε τρεῖς ὧρες δρόμο, γιὰ νὰ τὰ φέρη ἀπὸ τὸ δάσος στὸ χωριό. Ἐκείνη τὴν φορὰ μάλιστα εἶχε κάνει καὶ μισὴ ὥρα ἐπιπλέον, δηλαδὴ τρεισήμισι ὧρες, γιατὶ ἔκανε τὸν κύκλο τῆς στρατώνας, μὴν τὴν πιάση τὸ Δασαρχεῖο.
«Πόσο κάνουν;», τὴν ρωτάει ἡ κυρία.
«Δεκαπέντε δραχμές», λέει ἡ γιαγιά.
«Ὄχι, εἶναι πολλά, τῆς λέει, ἕντεκα δραχμὲς τὰ παίρνω».
«Ἔτσι, γιὰ νὰ μὴ μᾶς παίρνουν γιὰ κουτούς, μοῦ λέει, ἐμᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους...».
Τῆς ἔκανα μετὰ ἕνα ξεσκόνισμα. Δύο ζῶα εἶχε ἡ γιαγιὰ καὶ εἶχε χάσει δύο μέρες, γιὰ νὰ κερδίση εἴκοσι δύο δραχμές. Ἀντὶ νὰ τῆς ἔδινε καὶ ἕνα εἰκοσάρικο παραπάνω, τῆς ἔκανε ἑβραίικα παζάρια.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»
________________________
[1] Τὸ 1958.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»
________________________
[1] Τὸ 1958.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου