Μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς καὶ τοῦ σαραντισμοῦ τοῦ Κυρίου ὁλοκληρώνεται ἡ περίοδος τῶν ἑορτῶν τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ μαζί της ὁ λειτουργικὸς κύκλος τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν. Στὴν συνέχεια, μὲ τὸ ἄνοιγμα τοῦ Τριῳδίου ξεκινᾶ μιὰ νέα λειτουργικὴ περίοδος, αὐτὴ τῶν κινητῶν ἑορτῶν, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ κορυφαῖο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί, μακάρι, τῆς δικῆς μας συναναστάσεως.
Νά, λοιπόν, γιατὶ λέμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία, διὰ τῶν σοφῶν Πατέρων καὶ τῶν ἐμπνευσμένων ὑμνογράφων, δὲν μᾶς ἀφήνει χωρὶς πνευματικὴ τροφή, χωρὶς διδάγματα καὶ μηνύματα γιὰ τὴν σωτηρία μας, ὥστε νὰ μὴν ἔχωμε δικαιολογία ὅτι δὲν γνωρίζομε ἢ ὅτι δὲν βρήκαμε ὁδοδεῖκτες στὴν πορεία μας. Ἀκόμη καὶ ὅταν χωλαίνωμε, ὀλισθαίνωμε καὶ κάποιες φορὲς πέφτωμε ἢ παρεκκλίνωμε, πάλι, μὲ καλὴ προαίρεση καὶ τὶς κατάλληλες προϋποθέσεις, ξαναβρίσκομε τὴν δύναμη νὰ ἀνορθωθοῦμε καὶ νὰ συνεχίσωμε τὴν σωτηριώδη πορεία μας. Ἀδικαιολόγητοι ἐντελῶς εἴμαστε μόνον ὅταν ἐπιμένωμε καὶ παραμένωμε πεισματικὰ στὸ ὀλίσθημά μας, διότι «τὸ πίπτειν ἀνθρώπινον, τὸ μένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ σατανικόν, τὸ δὲ μετανοεῖν θεῖον» (Ἱερὸς Χρυσόστομος).