Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱερομάρτυρας ὁ Ἱεροσολυμήτης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πεντακόσιοι τεσσαράκοντα ἕξι Μάρτυρες
Τὸν Παφνούτιον γῆς τάφῳ κεκρυμμένον,
Ἀπεικὸς ἐστι καὶ σιγῆς κρύψαι τάφῳ.
Τῇ δ' ἐνάτῃ δεκάτῃ Παφνούτιον ἔνθεν ἄειραν.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παφνούτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Πέρασε κατ’ ἐξοχὴν στὴν Αἴγυπτο τὴν εὐεργετικὴ καὶ πολύαθλη ζωή του. Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρριανὸς γνωρίζωντας ἀπὸ τὶς διαδόσεις γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Παφνουτίου ἐπάνω στοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς σκεπτόταν πῶς μποροῦσε νὰ τὸν συλλάβει.
Ὁ Παφνούτιος συνήθιζε νὰ περνᾶ τὴν ζωή του σὲ ἐρημικοὺς τόπους καὶ κάποια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥρα τῆς νυχτερινῆς προσευχῆς του, Ἄγγελος Κυρίου τοῦ φανέρωσε ὅτι κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ ὅτι τὸν καταζητεῖ ὁ ἔπαρχος. Κλήθηκε μόνος του νὰ προσέλθει ἐνώπιον τῶν διωκτῶν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν ἐπέλεξε ὡς ὄργανο γιὰ νὰ ντροπιάσει τὸν Ἀρριανὸ καὶ τὰ εἴδωλα.
Ὁ Παφνούτιος ὑπάκουσε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὶς ὄχθες τοῦ Νείλου. Μόλις ἔφθασε, εἶδε τὸν Ἀρριανὸ νὰ ἀποβιβάζεται ἀπὸ πολυτελὲς πλοῖο μὲ συνοδεία ἀρχόντων καὶ στρατιωτῶν. Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γνώριζε προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Παφνούτιο. Αὐτὸς ὅμως ἀναγνώρισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος εἶδε τὸν σεβάσμιο γέροντα νὰ προχωρεῖ πρὸς αὐτόν.
- Μὲ ζητᾶς, τοῦ εἶπε καὶ δὲν θέλησα νὰ σὲ ὑποβάλλω σὲ κόπο. Εἶμαι ὁ Παφνούτιος.
Ὁ Ἀρριανὸς τινάχθηκε. Τὸ ὄνομα τοῦ Παφνουτίου καὶ ἡ αἰφνίδια ἀφθόρμητη ἐμφάνιση καὶ παράδοσή του ἔφεραν στὸν ἔπαρχο σκοτισμὸ καὶ σύγχυση. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ μεταχειρίσθηκε γλῶσσα ἀπρεπὴ καὶ σκληρὴ πρὸς τὸν Ἅγιο. Τὸν ἔβρισε, γιατί ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ διέγειρε τὰ πλήθη στὴν πίστη πρὸς Αὐτόν. Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπείλησε τὸν Ἅγιο ὅτι θὰ τὸν τιμωρήσει ἀδυσώπητα, ἂν δὲν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ὁ Παφνούτιος ἀπολογήθηκε σύντομα γιὰ τὴν πίστη του καὶ δήλωσε ὅτι δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν ἀνώτερη εὐχαρίστηση ἀπὸ τὸ νὰ βασανισθεῖ καὶ νὰ χύσει τὸ αἷμα του ὑπὲρ τοῦ Λυτρωτοῦ του.
Μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου οἱ δήμιοι ὑπέβαλαν τὸν Παφνούτιο σὲ βασανιστήρια. Τοῦ κατέξυσαν τὶς σάρκες τόσο πολύ, ὥστε τὰ αἵματα ποὺ ἔρρεαν πότισαν τὸ ἔδαφος. Καὶ ἦταν τόσο βαθιὲς οἱ πληγὲς ποὺ εἶχαν ἀνοίξει, ὥστε φαίνονταν τὰ ἐντόσθια τοῦ Μάρτυρος. Τότε ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἀπηύθυνε προσευχὴ πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Τὸν ἱκέτευσε νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ πεθάνει, ἂν ἤθελε καὶ ἂν τὸν ἔκρινε χρήσιμο γιὰ περισσότερους ἀγῶνες στὴ φοβερὴ ἐκείνη ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία οἱ ψυχὲς εἶχαν τόση ἀνάγκη γιὰ παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση.
Ἡ δέησή του εἰσακούσθηκε. Χάρη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ φωτισμοῦ πολλῶν σκοτισμένων ἀπὸ τὴν πλάνη, ἡ Θεία Χάρη ἐπιτέλεσε ἐκπληκτικὰ πράγματα. Οἱ πληγὲς τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου ἔκλεισαν ἐκείνη τὴ στιγμή. Οἱ δύο στρατιῶτες ποὺ τὸν κατέξυσαν, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ ὁμολόγησαν καὶ οἱ ἴδιοι τὸν Χριστό. Οὔτε περιορίσθηκαν μέχρι ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἔσπευσαν πρὸς τὸν Ἀρριανό, ἀπέρριψαν τὶς στρατιωτικές τους ζῶνες καὶ δήλωσαν ὅτι ἔγιναν καὶ οἱ ἴδιοι Χριστιανοί. Ὁ Ἀρριανὸς αἰσθάνθηκε ἔκπληξη καὶ ὀργή. Ὅταν ὅμως εἶδε τὴν ἐπιμονὴ καὶ τῶν δύο, τοὺς ἀποκεφάλισε. Ὁ ἕνας ὀνομαζόταν Διονύσιος καὶ ὁ ἄλλος Καλλίμαχος καὶ ἀνέβηκαν καὶ οἱ δύο στὸν οὐρανὸ ὡς φωτεινοὶ ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος.
Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Παφνούτιος φυλακίσθηκε. Μέσα στὴν φυλακὴ ὑπῆρχαν, μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ σαράντα πρόκριτοι, ποὺ ἦταν ἔγκλειστοι ἐκεῖ, γιατί καθυστεροῦσαν τοὺς φόρους πρὸς τὸ δημόσιο. Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ κινήθηκαν ἀπὸ θαυμασμό, ὅταν γιὰ δύο συνεχόμενες νύχτες ἔβλεπαν σὲ κάποιο σκοτεινὸ μέρος, ἐκεῖ ὅπου προσευχόταν ὁ Ἅγιος Παφνούτιος, κάποια ἐξαίσια καὶ ὑπερφυσικὴ λάμψη. Ποιὸς ἄραγε ἦταν ὁ ἄνδρας αὐτός; Ὁ Παφνούτιος ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὴν περιέργειά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Πίστεψαν δὲ ὅλοι καὶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τους ἦταν ἕτοιμοι καὶ γιὰ βασανισμοὺς καὶ γιὰ θάνατο.
Ὁ Ἀρριανός, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτό, ἐξοργίσθηκε. Ἡ κατάκτηση ἐκείνη τοῦ Παφνουτίου σὲ τόσους διακεκριμένους ἄνδρες τὸν καταθορύβησε καὶ τοῦ φάνηκε ὡς αἶσχος καὶ ἥττα ὄχι μόνο τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας ἀλλὰ καὶ δική του. Μάταια ὅμως προσπάθησε μὲ τὸν πλέον περιποιητικὸ τρόπο νὰ ἐξευμενίσει τοὺς προκρίτους, νομίζοντας ὅτι στὸ διάβημα προέβησαν ἀπὸ ὀργὴ γιὰ τὴ φυλάκισή τους. Καὶ οἱ σαράντα ἐνέμειναν στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, προσπάθησαν μάλιστα νὰ ἑλκύσουν πρὸς αὐτὴν καὶ τὸν Ἀρριανό.
Ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε κλειστὴ τὴν ψυχή του γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὸ φῶς. Ἀφοῦ ἀπέβαλε κάθε ἐλπίδα, διέταξε νὰ θανατωθοῦν οἱ νέοι ἐκεῖνοι Χριστιανοί. Τοὺς ἔφεραν λοιπὸν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ἄναψαν πυρκαγιὰ μεγάλη καὶ εἶπαν στοὺς στρατιῶτες νὰ ρίξουν τοὺς Ἁγίους ἄνδρες σὲ αὐτήν. Ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες δὲν εἶχαν τὴν ἀνάγκη βίας. Μόνοι τους, καθὼς κρατοῦσε ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου εἰσῆλθαν χαρούμενοι στὶς φλόγες ψάλλοντας καὶ ἔτσι ἀξιώθηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους.
Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ γίνουν πραγματικότητα καὶ ἄλλες πολλὲς ἐπιστροφὲς διὰ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου. Καὶ ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἰησοῦς ξέφυγε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του, ποὺ ζήτησαν νὰ Τὸν φονεύσουν, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ὁ ἴδιος ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ἀρριανοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μανία ἔγινε μεγαλύτερη.
Τὰ κατορθώματα τοῦ Παφνουτίου ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἐξακολούθησαν. Ἡ παρουσία του ἔφλεξε τὰ εὐσεβὴ στήθη τοῦ Εὐστοργίου καὶ τῆς Ἐρμιόνης, ποὺ ἦταν πλούσιο ἀντρόγυνο, ἐνῷ στὰ ἴχνη τους ἀκολούθησε καὶ ἡ κόρη τους Στεφανώ, μόλις δεκαοκτὼ χρονῶν στὴν ἡλικία. Ἡ πίστη κόχλαζε τώρα θερμότερα στὰ στήθη τους. Γεμάτοι ἀπὸ φιλαδελφία διαμοίραζαν τὰ πλούτη τους περιθάλποντας τοὺς διωκόμενους Χριστιανούς, τὰ ὀρφανὰ καὶ τῆς χῆρες τῶν Μαρτύρων. Προχωρώντας δὲ καὶ ἀκόμα περισσότερο μετέβαιναν καὶ στοὺς τόπους τῶν Μαρτυρίων γιὰ ἐνθάρρυνση τῶν ἀνακρινόμενων καὶ βασανιζόμενων πιστῶν.
Ὅταν ὁ Ἀρριανὸς πληροφορήθηκε τὴ διαγωγὴ αὐτῆς τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας παρέδωσε καὶ τοὺς τρεῖς στὸ θάνατο. Ἐκεῖνοι τὸν δέχθηκαν μὲ τὴν πλέον θαυμαστὴ γενναιότητα.
Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου αὐξήθηκαν. Δέκα ἕξι νεαροί, σχεδὸν παιδιὰ ἀκόμη, τῶν ὁποίων οἱ πατέρες ἦταν ἀπὸ τοὺς σαράντα ἐκείνους ἄνδρες ποὺ τελειώθηκαν στὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, πίστεψαν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους. Ὁ Ἀρριανὸς προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει ἐπιδεικνύοντας πρὸς αὐτοὺς καὶ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως, στὴν ὁποία διαγράφονταν οἱ ὁδηγίες τοῦ διωγμοῦ. Ἰδιαίτερα ζήτησε ὁ ἔπαρχος νὰ σώσει ἀπὸ τὴν καταδίκη τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς νεαροὺς ἐκείνους, ἕνα πολὺ μικρὸ παιδί, δεκατριῶν ἀκόμη χρόνων.
Ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ ὑπῆρχε ὥριμη ἀποφασιστικότητα καὶ φλογερὴ ἀφοσίωση πρὸς τὸν Χριστό. Ζήτησε νὰ δεῖ τὴν βασιλικὴ διαταγή. Καὶ ὅταν ὁ Ἀρριανὸς τὴν παρέδωσε στὰ χέρια του, ἐκεῖνος πῆρε τὴν πλέον τολμηρὴ ἀπόφαση. Κοντὰ ἔκαιε καὶ κάπνιζε ὁ εἰδωλολατρικὸς βωμός. Ἀφοῦ ὅρμησε λοιπόν, ὁ μικρός, ἔριξε στὴ φωτιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο φωνάζοντας: «Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Τὸ θέαμα τοῦ ἐγγράφου ποὺ καιγόταν ἐξαγρίωσε τοὺς παρευρισκόμενους ἱερεῖς τῶν εἰδώλων. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀρριανός, παράφρων ἀπὸ ὀργὴ καὶ θέλοντας ἄμεση καὶ παραδειγματικὴ ἐκδίκηση, ἔριξε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια στὴ φωτιὰ τὸν ριψοκίνδυνο ἐκεῖνο νέο, ποὺ ἔπαιρνε τὴν ἔμπνευση ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ σάρκες του κατακαίγονταν, ἀλλὰ ἡ ὄψη του παρουσίαζε τὴν δόξα ἐκείνη ποὺ εἶχε καὶ ὁ Ἅγιος Στέφανος, ὅταν ἔπεφτε νεκρὸς ἀπὸ τοὺς λιθοβολισμοὺς τῶν Ἰουδαίων. Οἱ ὑπόλοιποι νέοι, γεμάτοι ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ μικρότερου ἀπὸ αὐτούς, ἀπευθυνόμενοι πρὸς ἐκεῖνον ἐνῷ καιγόταν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ δεηθεῖ πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀποδειχθοῦν καὶ ἐκεῖνοι ἄξιοι μιμητές του καὶ νὰ ἀξιωθοῦν τὸ στέφανο ποὺ ἔλαβαν καὶ οἱ πατέρες τους δεχόμενοι τὸ μαρτύριο.
Ὁ νέος Μάρτυρας παρέδωσε τὴν ἅγια ψυχή του, ἀφοῦ σφράγισε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὸν μαρτυρικὸ δρόμο οἱ ὑπόλοιποι φίλοι καὶ συμμαθητές του. Ἦταν δεκαπέντε καὶ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν λιποψύχησε μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Καὶ ὅταν ὁδηγοῦνταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν, προσεύχονταν καὶ ἔψαλλαν.
Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἐξακολούθησε νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Κάποια ἡμέρα, κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, συνάντησε ὀγδόντα ἁλιεῖς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς βάρκες τους καὶ τὰ δίχτυά τους. Τοὺς ἁλίευσε καὶ αὐτούς.
Πίστεψαν στὸν Χριστό, διαλαλοῦσαν τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἐπισφράγισαν καὶ αὐτοὶ μὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό τους.
Μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα ὁ Ἅγιος Παφνούτιος προσῆλθε μόνος του στὸν Ἀρριανό. Ἡ ἄγρια χαρὰ τοῦ ἐπάρχου ὑπῆρξε ἀπερίγραπτη, ὅταν ἔλαβε καὶ πάλι στὰ χέρια του τὸν πρωτεργάτη τῆς δικῆς του λύπης καὶ ντροπῆς. Διέταξε νὰ θανατωθεῖ μὲ τὸ φρικτὸ βασανιστήριο τοῦ τροχοῦ. Ἀλλὰ τὰ μέλη τοῦ Ἁγίου ὅταν κατακόβονταν, ἀμέσως θεραπεύονταν καὶ ὁ θεωρούμενος ὡς πτῶμα καὶ σύντριμμα παρουσιάσθηκε τελικὰ γεμάτος ζωή.
Ὁ Ἀρριανὸς προσῆλθε μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα γιὰ νὰ δεῖ τὸ πτῶμα τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ ὁ Παφνούτιος βρέθηκε ὄρθιος ἐνώπιόν του καὶ τοῦ εἶπε: «Μὲ γνωρίζεις, Ἀρριανέ; Ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια σχετικὰ μὲ ἐμένα τὰ πραγματοποιεῖ ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ ἀσέβειά σου καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι πολεμώντας ἐνάντια σὲ Αὐτόν, χτυπᾶς στὸ κέντρο. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ἐπίσης ὅτι λατρεύεις κουφὰ καὶ τυφλὰ εἴδωλα κατασκευασμένα ἀπὸ ὕλη ἀναίσθητη».
Ὁ Ἀρριανὸς δὲν ἤξερε τί νὰ ἀπαντήσει στὴν πρώτη ἐκείνη στιγμὴ τῆς καταπλήξεως καὶ τοῦ θαυμασμοῦ. Μίλησε ὅμως ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος, ποὺ ἦταν παρὼν ἐκεῖ. Δήλωσε ὅτι καὶ αὐτός, ἀπέναντι σὲ τόσο ἀκαταμάχητα θαύματα, ἀποκηρύσσει τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ κηρύττει τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ ἀποτάνθηκε στοὺς τετρακόσιους στρατιῶτες ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, τοὺς κάλεσε μὲ τὸν πλέον φλογερὸ τόνο νὰ κάνουν καὶ ἐκεῖνοι τὸ ἴδιο.
Οἱ στρατιῶτες, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴ σκολιότητα καὶ τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνωτέρων λετουργῶν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καθεστῶτος, ψυχὲς ἁπλὲς καὶ εὐθεῖες καθὼς ἦταν καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιδεκτικὲς τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτός, ἀκολούθησαν τὸ παράδειγμα τοῦ πραιπόζιτου. Μὲ φωνὴ μεγάλη, ποὺ κάλυψε ὅλη τὴ γύρω ἔκταση, ὁμολόγησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου στόλισε τὰ μέτωπα καὶ τῶν νέων αὐτῶν ἀθλητῶν. Σὲ τέσσερις τεράστιες πυρακτωμένες καμίνους καὶ μέσα στὶς φλόγες ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος καὶ οἱ τετρακόσιοι στρατιῶτες βρῆκαν ἔνδοξο θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ πραγματοποιήθηκε μέσῳ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου θαῦμα ἱκανὸ νὰ κερδίσει καὶ τὴν περισσότερο ἄπιστη ψυχή, σὲ ὅποια τυχὸν εἶχε ἀπομείνει ἴχνος λογικῆς καὶ καθαρᾶς καρδίας.
Ἀφοῦ συνέλαβε ὁ Ἀρριανὸς τὸν Παφνούτιο, τὸν ἔριξε στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου μὲ μία μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό. Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος φάνηκε νὰ ἐξαφανίζεται στὰ βάθη καὶ ὁ Ἀρριανὸς ἐξακολούθησε τὸ ταξίδι του στὸ μεγαλοπρεπὲς πλοῖο του. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ κάποια λεπτά, μπροστὰ στὸ πλοῖο τοῦ ἐπάρχου, παρουσιάσθηκε ὁ Ἅγιος, λέγοντάς του ἀπὸ τὰ νερά: «Ἀρριανέ, ἐσὺ μὲν χρειάζεσαι πλοῖο καὶ ἄνεμο γιὰ νὰ πλέεις. Ἐγὼ ὅμως οὔτε πλοῖο οὔτε ἄνεμο χρειάζομαι, γιατί κυβερνήτης μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ τὴ φορὰ αὐτὴ μὲ λύτρωσε ἀπὸ τὸν θάνατο».
Ὁ Ἀρριανὸς καταλήφθηκε ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἡ πωρωμένη του ψυχὴ ἔμεινε ἀφώτιστη. Συνέλαβε τὸν Ἅγιο Παφνούτιο καὶ τὸν ἔστειλε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, μὲ σύντομη ἔκθεση γιὰ ὅσα συνέβησαν σὲ σχέση μὲ τὸν Χριστιανὸ αὐτό. Ὁ Διοκλητιανὸς προσπάθησε νὰ κατανικήσει ὁ ἴδιος τὴν πίστη τοῦ Παφνουτίου. Ἀλλὰ γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ ἀπόπειρα δὲν μποροῦσε νὰ καρποφορήσει. Διέταξε λοιπὸν τὴν σταύρωση τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφοῦ τὸ θέλησε καὶ ὁ ἴδιος περισσότερο αὐτὴν τὴν φορά, ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἅγιος ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος καὶ τετρακόσιοι σαράντα ἕξι πιστοὶ ποὺ ἦλθαν στὴν πίστη μέσῳ αὐτοῦ κάτω ἀπὸ τὴν ἔνθεη ὤθησή του, ἔλαβαν καὶ ἐκεῖνοι τὸ μαρτυρικὸ στέφανο.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τους καὶ στὶς 25 Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θυσίαν τὴν ἔνθεον, πιστῶς προσφέρων Θεῷ, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, προσανηνέχθης αὐτῷ, ἀθλήσεως ἄνθραξιν· ὅθεν ὡς ἱερέα, καὶ στερρὸν Ἀθλοφόρον, ἔδειξέ σε ὁ Κτίστης, χαρισμάτων ταμεῖον· ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν παράσχου, Ἱερομάρτυς Παφνούτιε.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Αἱμάτων ῥοαῖς, στολήν σου τὴν ὑπέρτιμον, φοινίξας λαμπρῶς, Παφνούτιε μακάριε, χαρμοσύνως ἔδραμες, πρὸς ναὸν κραυγάζων τὸν οὐράνιον· Τῆς ζωῆς σὺ Σῶτερ πηγή, ὁ πᾶσι βλυστάνων οἰκτιρμῶν ποταμούς.
Μεγαλυνάριον.
Θείας βασιλείας σε κοινωνόν, Παφνούτιε μάκαρ, ἀπειργάσατο ὁ Χριστός· τούτου γὰρ τὸ πάθος, ἔφερες τῇ σαρκί σου, διὸ παθῶν λυτροῦσαι, τοὺς σὲ γεραίροντας.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Εις τον Θεόδωρον.
Κοινωνὸς ὤφθης, Θεόδωρε, τοῦ πάθους,
Τῷ καὶ παθητῷ, καὶ παθῶν ὑπερτέρῳ.
Εις την Φιλίππαν.
Φιλῶ Φιλίππαν, ὡς ἀθλητοῦ μητέρα,
Φιλῶ Φιλίππαν, ὡς ἀθλοῦσαν ἐκ ξίφους.
Εις τους Σωκράτην και Διονύσιον.
Ἔνυξε λόγχῃ νεκρὸν Ὑψίστου πάλαι,
Νύττει δὲ καὶ νῦν Μάρτυρας ζῶντας δύο.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138 – 161 μ.Χ.). Ἔχοντας ζῆλο γιὰ τὴν πατρώα εὐσέβεια κατέστρεφε εἴδωλα καὶ ναοὺς εἰδωλικούς. Συνελήφθη ὅμως καὶ ὑπέστη γι’ αὐτὸ φρικώδη βασανιστήρια. Τὸν ἔβαλαν ἐπάνω σὲ πυρακτωμένες σχάρες καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ἔδεσαν τὰ πόδια σὲ ἄλογα ποὺ τὸν ἔσυραν μέχρι θανάτου. Ἀκολούθως τὸν ἔριξαν σὲ καμίνι φωτιᾶς μὲ τοὺς στρατιῶτες Σωκράτη καὶ Διονύσιο καὶ τὸν ἱερέα τῶν εἰδώλων Διόσκορο, ποὺ βλέποντας τὰ μαρτύρια τοῦ Ἁγίου, πίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔπειτα, ἀφοῦ πρῶτα τὸν φυλάκισαν, τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν πλήγωσαν μὲ βέλη γιὰ τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες. Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Θεόδωρος καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.
Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, Φιλίππα, μετὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ υἱοῦ της, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ ἀληθινὸ καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους. Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος μαρτύρησε διὰ τοῦ πυρὸς καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σωκράτης καὶ Διονύσιος μαρτύρησαν ἀπὸ χτυπήματα με λόγχη μέσα σὲ κάμινο.
Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος
Ο Άγιος Αγαθάγγελος (κατά κόσμον Αθανάσιος) καταγόταν από την πόλη Αίνο της Θράκη και ο πατέρας του ονομαζόταν Κωνσταντίνος, η δε μητέρα του Κρυσταλλία.
Από μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και εξαιτίας της φτώχιας του πήγε ναύτης σε ένα τούρκικο πλοίο στο οποίο ο πλοίαρχος τον πίεζε να δεχθεί τον μουσουλμανισμό.
Κάποια νύχτα, ενώ το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι της Σμύρνης, προφασιζόμενος ότι θέλει να πάει για κάποια υπόθεσή του στην πόλη, διέταξε τον νέο να προπορευθεί κρατώντας φανάρι, για να του φωτίζει τον δρόμο. Έτσι προχωρώντας τον οδήγησε στο τούρκικο νεκροταφείο, όπου, κρατώντας τη μαχαίρα του, τον απείλησε πως, αν δεν γίνει μουσουλμάνος, θα τον σφάξει. Ο άγιος φοβήθηκε και είπε ότι δέχεται. Αμέσως τότε εκείνος, μέσα στη νύχτα, τον οδήγησε στον δικαστή, όπου ομολόγησε και περιετμήθει αμέσως.
Μετά από λίγες ημέρες αρρώστησε βαριά και φοβούμενος μήπως πεθάνει στην άρνηση μόλις ανέρρωσε ζήτησε άδεια από τον πλοίαρχο και πήγε στην πατρίδα του. Μετά από λίγο καιρό επειδή πάλι κινδύνευσε να φονευθεί από τον πλοίαρχο, έφυγε μετανοημένος και πήγε στο Άγιο Όρος και εισήλθε στη Μονή του Εσφιγμένου, αφού έγινε δεκτός από τον ηγούμενο Ευθύμιο. Εκεί, εκάρη μοναχός και ονομάστηκε Αγαθάγγελος.
Μετά από λίγο καιρό, ο Άγιος Αγαθάγγελος, πήρε την απόφαση να μαρτυρήσει για τον Χριστό και αφού προετοιμάστηκε κατάλληλα, με την επίβλεψη του γέροντος Γερμανού, αναχώρησε από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σμύρνη, όπου δημόσια αποκήρυξε τον μουσουλμανισμό. Με εντολή του δικαστή τον άρπαξαν οι βάναυσοι οπλοφόροι και χτυπώντας τον, τον έκλεισαν στη φυλακή με τα πόδια στην ποδοκάκη και βαριά αλυσίδα στον λαιμό. Όσοι Χριστιανοί βρέθηκαν στη φυλακή τον ευλαβούνταν ως μάρτυρα. Ο Μητροπολίτης Σμύρνης, με την παράκληση του ηγουμένου Ευθυμίου, παράγγειλε σε όλους τους ιερείς και όλους τους Χριστιανούς της Σμύρνης και έκαναν θερμή δέηση υπέρ του μάρτυρα.
Την νύχτα της Παρασκευής τον έφεραν πάλι στο κριτήριο. Ο άγιος έμεινε στέρεος στην ομολογία, οπότε διατάχθηκε ο δι’ αποκεφαλισμού θάνατός του. Με φωνές και αλαλαγμούς οι δήμιοι τον οδήγησαν στο τόπο της εκτέλεσης, όπου και αποκεφαλίστηκε στις 19 Απριλίου 1818 μ.Χ., ήμερα Σάββατο και ώρα πέμπτη, σε ηλικία 19 χρονών (κατά άλλους ο Άγιος μαρτύρησε το 1819 μ.Χ. σε ηλικία 24 χρονών).
Ο λαός της Σμύρνης αγόρασε το λείψανο του νεομάρτυρα και το μετέφερε με τιμές στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Το λείψανο του ενταφιάστηκε στον τάφο του νεομάρτυρα Δήμου, που μαρτύρησε στη Σμύρνη το 1763 μ.Χ. (βλέπε 10 Απριλίου). Η αγία και θαυματουργική κάρα του νεομάρτυρα Αγαθάγγελου, καθώς και το δεξί του χέρι, το δεξί του πόδι και μια πλευρά του, αποδόθηκαν τιμής ένεκεν στη Μονή Εσφιγμένου το 1844 μ.Χ., κατόπιν αιτήσεως της.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσεως νάμασι, καταρδευθεῖς τὴν ψυχήν, Μαρτύρων ἐξήστραψας, μαρμαρυγᾶς φωταυγεῖς, σοφὲ Ἀγαθάγγελε, ὅθεν ἐν ἀμφοτέροις, ἀκριβῶς διαπρέψας, ἤσχυνας τοὺς ἐξ Ἄγαρ, τὸν Χριστὸν μεγαλύνας. Αὐτὸν οὒν ὁσιομάρτυς, ἠμὶν ἰλέωσαι.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων ζηλωτὴν καὶ ὁμοδίαιτον καὶ τῶν Μαρτύρων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον Ἀνυμνοῦμέν σε συμφώνως Ὁσιομάρτυς· Φερωνύμως γὰρ ἐφάνης νέος ἄγγελος Ἀγαθῶν ἀγγελιῶν τῶν ὑπὲρ ἔννοιαν τοῖς βοῶσί σοι· χαίροις μάκαρ Ἀγαθάγγελε.
Μεγαλυνάριον
Πῦρ τὸ ζωηφόρον ἔνδον λαβών, ὅλως ἀνεφλέχθης, τῇ ἀγάπῃ τοῦ Ἰησοῦ· ὅθεν καὶ ἀθλήσας, αὐτοῦ βλέπεις τὸ κάλλος, ὡς πάλαι ἐπεθύμεις, ὦ Ἀγαθάγγελε.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Πισιδίας
Ὁ Γεώργιος, ὡς γεώργιον μέγα,
Ἔχων ἀπῆλθεν εἶδος ἀρετῆς ἅπαν.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Πισιδίας. Προσκληθεῖς μαζὶ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ ἐπιβληθεῖ ἡ κατάργηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στὴν Σύνοδο τοῦ 754 μ.Χ., ἀντιστάθηκε σθεναρὰ στὰ ἐντάλματα τῶν κρατούντων εἰκονομάχων καὶ στὴν ἀσέβειά τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.) καὶ εὑρισκόμενος στὴν ἐξορία κοιμήθηκε. Γιὰ τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὀνομάσθηκε Ὁμολογητής.
Ὁ Ἅγιος Τρύφωνας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Θεὸν ποθήσας ὁ τρυφὴν μισῶν Τρύφων,
Θεοῦ παρέστη τῷ κατοικητηρίῳ.
Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Στεφάνου του Β', διάδοχος του εκλέχθηκε τον Δεκέμβριο του 928 ο μοναχός Τρύφων. Ο Τρύφωνας μόναζε σε κάποια μονή της Μικρός Ασίας και διακρινόταν για την ευλάβεια και την αγιότητα του. Η Εκκλησία τον προτίμησε, γιατί είχε μεγάλα ηθικά πλεονεκτήματα. Αλλά ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Λεκαπηνός, τάχθηκε και αυτός υπέρ της εκλογής του, με κάποια σκοπιμότητα όμως.
Σκεφτόταν δηλαδή ότι θα του ήταν εύκολο μετά από κάποιο χρόνο, να πείσει τον Τρύφωνα σε παραίτηση, για να αναδείξει άντ' αυτού Πατριάρχη το γιο του Θεοφύλακτο. Γι' αυτό και βοήθησε τον Τρύφωνα στο έργο του για την Εκκλησία, με πολλές ελεημοσύνες και δωρεές σε μοναστήρια και πτωχοκομεία. Ανυπόμονος όμως καθώς ήταν ο Ρωμανός, το 931 που ο γιος του ήταν μόλις 15 ετών, είπε στον Πατριάρχη να παραιτηθεί, για ν' αναλάβει το θρόνο ο γιος του.
Ο Τρύφωνας φυσικά δεν συμφώνησε, διότι το βασιλοπαίδι ήταν ανήλικο και θα δημιουργούσε φοβερό σκάνδαλο και κηλίδα στην Εκκλησία. Τότε ο Ρωμανός έβαλε τον τότε μητροπολίτη Καισαρείας Θεοφάνη, που ο λαός για την αναισχυντία του τον φώναζε «χοιρινό», και με δόλιο τρόπο απέσπασε την υπογραφή του ανυποψίαστου Τρύφωνα σε λευκό χαρτί. Από πάνω συνέταξαν την παραίτηση του, και έτσι κατόρθωσαν να τον διώξουν και να βάλουν στη θέση του τον 16ετή Θεοφύλακτο, που άφησε επαίσχυντη μνήμη με τη σκανδαλώδη διαγωγή του. Ο Άγιος Τρύφων αποσύρθηκε σε μονή, όπου έζησε οσιακά για άλλους τρεις μήνες και κοιμήθηκε με ειρήνη.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἡγούμενος τῆς μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους
Aνυπόδητος Συμεών βαίνων μάκαρ,
Tον πτερνίσαντα τους βροτούς πατείς όφιν.
Ὁ Ὅσιος Συμεών, ὁ καὶ «ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων» ἀποκαλούμενος, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1500 στὸ χωριὸ Βαθύρρεμα Λαρίσης, τοῦ ὁποίου σήμερα σώζονται ἐλάχιστα ἐρείπια.
Καταγόταν ἀπὸ εὐσεβὴ οἰκογένεια, ὁ δὲ πατέρας του Ἀνδρέας, ποὺ ἦταν ἱερέας, φρόντισε γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν ἀγωγὴ τοῦ Συμεὼν καὶ τὴ μόρφωσή του. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ὁ Συμεὼν ἐγκατέλειψε τὴν οἰκία του κινούμενος ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο. Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν γενέτειρά του, μετέβη στὸν Ἐπίσκοπο Δημητριάδος Παχώμιο, ἱεράρχη ἐνάρετο, στὴν ἐπαρχία τοῦ ὁποίου ὑπαγόταν τότε τὸ Βαθύρρεμα. Ἐκεῖνος τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο.
Ἔπειτα ὁ Συμεὼν μετέβη στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου – Ἁγίου Δημητρίου Οἰκονομείου ἢ Κομνηνείου στὸν Κίσσαβο, ὅπου κατὰ τὸ Συναξάριο, περνοῦσε τὸν βίο του μὲ σκληραγωγία, νηστεία πολλή, ἀγρυπνία ἄμετρη, ὁλονύκτια στάση, μὴ ἔχοντας ὑποδήματα καὶ φορώντας μόνο ἕνα ἱμάτιο παλαιὸ καὶ σκισμένο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε «ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων».
Ἀφοῦ γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴ μονὴ αὐτή, μετέβη στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας ἐγκαταστάθηκε ἔπειτα στὴ μονὴ Φιλοθέου, τῆς ὁποία διετέλεσε ἡγούμενος μὲ παράκληση τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἀναγκάσθηκε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἕνεκα ἀσέβαστης συμπεριφορᾶς τῶν μοναχῶν αὐτῆς, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τὴν φυλάκιση τοῦ Ὁσίου στὸν πύργο τῆς μονῆς καὶ ἦλθε στὸ Πήλιον ὄρος, τὸ ὁποῖο τότε καλεῖτο Ζαγόριο. Ἐκεῖ, στὴ θέση Φλαμούριο τῆς Ζαγορᾶς, ἔχτισε μονὴ πρὸς τιμὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στὴν ὁποία καὶ μόνασε μὲ ἄλλους μοναχούς.
Ἀφοῦ ρύθμισε τὰ τῆς μονῆς καὶ κατέστησε αὐτὴν κοινόβιο εὐλαβῶν μοναχῶν, ἄφησε τὴν ἡσυχία τοῦ μοναστηριοῦ καὶ στράφηκε πρὸς τὸν κόσμο, πρὸς τοὺς ὑπόδουλους στοὺς Τούρκους Χριστιανοὺς καὶ πρὸς τὸ Γένος, ἀναλαμβάνοντας ἔργο ἱεραποστολικὸ καὶ ἐθνικό. Ἐπισκέφθηκε τὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς, τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Λάρισας, τῆς Λαμίας, τῶν Γρεβενῶν καὶ τῶν Θηβῶν, διδάσκοντας τὸ λαό.
Ἀπὸ τὴν Βοιωτία, ὁ Ὅσιος Συμεὼν μετέβη στὸν Εὔριπο (Χαλκίδα). Ἐκεῖ τὸ κήρυγμά του διαβλήθηκε καὶ παρ’ ὀλίγον νὰ ὑφίστατο τὸ διὰ πυρᾶς μαρτύριο. Οἱ κατακτητὲς Τοῦρκοι φθόνησαν τὴν παρρησία τοῦ Ὁσίου, καθὼς καὶ τὶς τιμὲς καὶ τὴν εὐλάβεια ποὺ οἱ Χριστιανοὶ ἀπέδιδαν σὲ αὐτόν. Γιατί ὅλοι συνομιλοῦσαν μὲ καύχηση γιὰ τὸν Ὅσιο, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἀσθενεῖς καὶ κλινήρεις ἐρχόμενοι πρὸς αὐτὸν θεραπεύονταν, τὸ δὲ πλῆθος ἔτρεχε πλησίον του γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ ὠφεληθεῖ πνευματικά. Κατηγορήθηκε λοιπὸν ὁ Ὅσιος ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸν Κεχαγιᾶ, δηλαδὴ τὸν ἐπίτροπο πασᾶ τοῦ Εὐρίπου, ὅτι δίδασκε καθημερινὰ τοὺς Μουσουλμάνους νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν θρησκεία τους ὡς ψευδὴ καὶ πλανημένη καὶ νὰ γίνουν Χριστιανοί.
Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ψευδοῦς αὐτῆς κατηγορίας ἦταν νὰ συλληφθεῖ ὁ Ὅσιος, νὰ ἁλυσοδεθεῖ καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ μέσον τοῦ παζαριοῦ, ὅπου τὸ πλῆθος τῶν Τούρκων ἄρχισε νὰ συγκεντρώνει ξύλα γιὰ νὰ τὸν κάψει. Τότε ἕνας Ἄραβας καὶ μερικὲς γυναῖκες, στὸ ἄκουσμα τῆς καύσεως τοῦ Ὁσίου, ἔσπευσαν στὴν μητέρα τοῦ Κεχαγιᾶ καὶ τὴν παρακάλεσαν νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τὸν θάνατο. Ἡ ἄμεση ἐπέμβαση τῆς μητέρας πρὸς τὸν υἱό της Κεχαγιᾶ, οἱ παραινέσεις αὐτῆς καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ψεύδους, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ κληθεῖ ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐνώπιον τοῦ Κεχαγιᾶ πρὸς ἀπολογία. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἀφεθεῖ ὁ Ὅσιος ἐλεύθερος καὶ νὰ κηρύσσει πλέον ἐλεύθερα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴ μονή του καὶ λίγο ἀργότερα μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ κήρυκος τοῦ θείου λόγου. Ἐκεῖ βρισκόμενος, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1594. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς νήσου Χάλκης.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἐκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας καί γέγονας φωστήρ, τῆ οἰκουμένη λάμπων τοῖς θαύμασι, Συμεών Πατήρ ἡμῶν Ὅσιε, πρεύσβευε Χριστῶ τῶ Θεῶ, σωθῆναι τᾶς ψυχᾶς ἡμῶν.
Ἡ Ἁγία Ἀσυνὲθ ἡ διὰ Χριστὸν Σαλή
Ἡ Ἁγία Ἀσυνὲθ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῆς Ἁγίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀλπέγιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλπέγιος ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Μπὰθ τῆς Ἀγγλίας. Ἀργότερα διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του καὶ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Τὸ ἔτος 984 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐΐντσεστερ, ὅπου ἀπέσπασε τὸν σεβασμὸ γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετές του, ἰδιαίτερα δὲ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἐνδεεῖς. Τόσο πολὺ φρόντισε γιὰ τοὺς φτωχούς, ὥστε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του κανένας ἐπαίτης δὲν βρισκόταν στὴν ἐπαρχία του.
Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι δύο ἔτη ἀρχιερατείας, ἀνέλαβε, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιθυμεῖ, τὸ θρόνο τῆς Καντουαρίας κατὰ τοὺς δυσχειμέρους χρόνους τῶν Δανικῶν καὶ Νορβηγικῶν ἐπιδρομῶν. Ἔφθασε μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ προσφέρει ἑκουσίως τὸν ἑαυτό του ὡς ὅμηρο στοὺς κατακτητές, γιὰ νὰ σώσει τὸ ποίμνιό του. Ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκε τὸ ἔτος 1012.
Οἱ Ἅγιοι Ἑρμογένης, Γάϊος, Ἐξπέδιτος, Ἀριστόνικος, Ροῦφος καὶ Γαλατὰς οἱ Μάρτυρες
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Βίκτωρ ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Γκλαζὼφ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Βίκτωρ, Ἐπίσκοπος Γκλάζωφ, κατὰ κόσμον Κωνσταντίνος Ἀλεξάνδροβιτς Ὀστροβίντωφ, διετέλεσε βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ γεννήθηκε στὶς 20 Μαΐου τοῦ 1875 στὸ χωριὸ Ζολοτόε τῆς περιφέρειας Σαρατόβσκαγια. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱεροψάλτης καὶ ἡ οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.
Ὁ Κωνσταντίνος φοίτησε ἀρχικὰ στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τοῦ Σαράτωβ καὶ στὴν συνέχεια στὴν ἱερατικὴ ἀκαδημία τοῦ Καζάν. Φοιτητής, ἀκόμη, κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βίκτωρ. Τὸ ἔτος 1903 ἀποφοιτᾶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία ὡς διδάκτωρ τῆς Θεολογίας καὶ διορίζεται ὑπεύθυνος τοῦ ναοῦ Τρόιτσκι τῆς πόλεως Χβαλίνσκ. Ἀπὸ τὸ 1905 ἕως τὸ 1908 ὁ Βίκτωρ κατέχει τὴν θέση τοῦ ἱερομονάχου τῆς ἱεραποστολῆς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ μετὰ τὸ
1908 γίνεται ἐπιθεωρητὴς τῆς ἱερατικῆς σχολῆς τῆς πόλεως τοῦ Ἀρχαγγέλσκ.
Μετὰ ἀπὸ λίγο μετατίθεται στὴν πρωτεύουσα καὶ διορίζεται ὡς ἱερομόναχος τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ. Τὸ 1910 γίνεται ἀρχιμανδρίτης καὶ ἀναλαμβάνει καθήκοντα ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ζελενέτσκ, ποὺ βρίσκεται στὴν ἐπαρχία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Στὴν δύσκολη περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἀπὸ τὶς 21 Φεβρουαρίου ἕως τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1919, ὁ ἀρχιμανδρίτης Βίκτωρ ἐκτελεῖ τὰ καθήκοντα τοῦ ὑπευθύνου τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου.
Τὸ ἔτος 1919 ὁ Ἅγιος Βίκτωρ συλλαμβάνεται στὴν Ἁγία Πετρούπολη, σὲ λίγο ὅμως ἀποφυλακίζεται. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1920 χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Οὐρζούμσκι καὶ βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια. Τὴν ἴδια χρονιὰ τὸ στρατοδικεῖο τῆς ἐπαναστάσεως τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καταδικάζει τὸν ἀρχιερέα Βίκτωρα σὲ φυλάκιση μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου μὲ τὴν Πολωνία, ὅμως σὲ πέντε μῆνες ἀποφυλακίζεται. Λόγω τῶν ἔντονων διαδηλώσεών του συλλαμβάνεται καὶ πάλι στὶς 12 Αὐγούστου τοῦ 1922 καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια στὴν περιοχὴ τοῦ Ναρίμ. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὸ ἔτος 1924, τοῦ ἀφαιρεῖται τὸ δικαίωμα παραμονῆς σὲ μεγάλες πόλεις.
Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπιστρέφει στὴ Βιάτκα καὶ τὴν ἴδια χρονιὰ διορίζεται Ἐπίσκοπος τοῦ Γκλαζὼφ καὶ προσωρινὸς διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ Ὄμσκαγια. Στὶς 14 Μαΐου τοῦ 1926 συλλαμβάνεται καὶ πάλι κατηγορεῖται γιὰ ὀργάνωση παράνομου ἐπαρχιακοῦ γραφείου καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια μὲ ἀφαίρεση τοῦ δικαιώματος παραμονῆς, ὄχι μόνο σὲ μεγάλες πόλεις, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπαρχία Βάτσκαγια. Ἔτσι μένει πλέον στὴν πόλη Γκλάζοβο. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1926 τοῦ ἀνατίθεται ἡ διοίκηση τῆς γειτονικῆς ἐπαρχίας Βότκινσκαγια καὶ τῆς ἐπαρχίας Ἰζέβσκαγια.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1927 ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀπευθύνεται στὸν Μητροπολίτη Σέργιο, μὲ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία τὸν προειδοποιεῖ γιὰ τὶς κακὲς συνέπειες τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τοὺς ἄθεους. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ μετατίθεται στὸ Σάντρινκ μὲ δικαίωμα διοικήσεως τῆς ἐπαρχίας Αἰκατερινμπούργκσκαγια. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου καὶ δὲν ἔφυγε γιὰ τὸ Σάντρινκ.
Ὁ Ἅγιος ἀπέρριπτε τὴν ἰδέα τῆς «νόμιμης ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας» μέσῳ τῆς δημιουργίας μιᾶς Κεντρικῆς Διοικήσεως ἀναγνωρισμένης ἀπὸ τὴν ἐξουσία, ἡ ὁποία δῆθεν θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἐξωτερικὴ ἠρεμία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τὸ σχέδιο ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐξουσία τὸ θεωροῦσε ὡς ἀλλοτρίωση καὶ μέσο τὸ ὁποῖο μετέτρεπε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ σὲ μία κοσμικὴ ὀργάνωση τῆς ἐξουσίας.
Τὸν Μάρτιο τοῦ 1928 ὁ Ἅγιος ἀποστέλλει νέα ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἱερεῖς, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς βίαιης ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας (μὲ τρόπο ποὺ θὰ μετατραπεῖ σὲ κομματικὴ ὀργάνωση) μὲ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. «Τὸ θέμα μας», ἔγραφε, «εὑρίσκεται ὄχι στὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας».
Στὶς 22 Μαρτίου τοῦ 1928 συλλαμβάνεται στὸ Γκλάζωφ καὶ καταδικάζεται σὲ τρία χρόνια φυλακίσεως σὲ στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῆς νήσου Σολόφσκι ἐργάζεται ὡς λογιστής, λειτουργεῖ κρυφὰ καὶ χειροτονεῖ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους, Ἀρχιερεῖς γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ στρατοπέδου ἀπαγορευόταν ἡ μακριὰ ἐνδυμασία καὶ ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἔπρεπε νὰ κουρευτοῦν. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει σὲ αὐτὴ τὴ διάταξη. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν στὴν ἀπομόνωση, διὰ τῆς βίας τὸν ξύρισαν καὶ ἔκοψαν τὰ μαλλιά του τραυματίζοντας τον στὸ πρόσωπο, καὶ κόντυναν τὰ ἐνδύματά του.
Τὸ ἔτος 1931, μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του, διαμένει στὸ χωριὸ Οὔστ – Τσίλμα τῆς βόρειας Ρωσίας. Ὅμως σὲ μερικοὺς μῆνες, τὸ 1932, συλλαμβάνεται πάλι καὶ ἐξορίζεται αὐτὴ τὴν φορὰ στὴν Αὐτονομία τῶν Κόμι, στὴ Σιβηρία. Ἐδῶ, στὸ χωριὸ Νέριτσα, ἔζησε τρία χρόνια. Ὁ Ἅγιος βοηθοῦσε τοὺς χωρικοὺς στὶς δουλειὲς καὶ συζητοῦσε μαζί τους γιὰ τὴν πίστη. Συχνὰ ἀπομακρυνόταν στὸ δάσος καὶ προσευχόταν.
Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ἀλήθεια ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ δέχθηκε ὅλα τὰ βάσανα μὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ὑπομονή, μιμούμενος τοὺς Μάρτυρες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ διατηρώντας μία ἀξιοθαύμαστη πνευματικὴ ἠρεμία καὶ εἰρήνη.
Κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1934 ἀπὸ πνευμονία.
Στὶς 18 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1997 τὰ ἱερὰ λείψανά του βρέθηκαν ἄφθαρτα στὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ Νέριτσα, παρόλο ποὺ ἔμειναν ἐνταφιασμένα σὲ βαλτῶδες ἔδαφος περὶ τὰ ἑξήντα τρία χρόνια. Μεταφέρθηκαν στὴ Μόσχα καὶ στὶς 2 Δεκεμβρίου τοῦ 1997 πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπίσημη μετακομιδὴ τους στὸ γυναικεῖο μοναστήρι τῆς πόλεως Βιάτκα.
Ὁ Ὅσιος Σεβαστιανὸς τοῦ Καραγκάντα
Ὁ Ὅσιος Σεβαστιανὸς τοῦ Καραγκάντα, κατὰ κόσμον Στέφανος Βασίλεβιτς Φομίν, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1884 στὴν ἐπαρχία Ὀρὲλ τῆς Ρωσίας. Τὸ 1906 εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Ὄπτινα καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεβαστιανός. Τὸ 1923 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 1927 πρεσβύτερος. Διακόνησε στὴν περιοχὴ Καραγκάντα τοῦ Καζακστὰν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1966.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μωυσῆ τοῦ Θαυματουργοῦ
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τιμᾶται ἡ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Μωυσέως, Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ. Ἡ κυρίως μνήμη τοῦ Ἁγίου τιμᾶται τὴν 25η Ἰανουαρίου. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΠηγέςQ http://www.saint.gr/04/19/index.aspx
http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/19/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου