Κυριακή 7 Απριλίου 2019

ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ - ΚΥΡΙΑΚΗ 7 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2019

Δ' Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν Ἰωάννου Κλίμακος 


Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Παλαιστίνη γύρω στα 523. Μόνασε από νεαρή ηλικία (16 ετών). Παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως. Στην ζωή της ερήμου Σινά αξιοποίησε την σοφία του και ανέβηκε σε υψηλές κορυφές αγιότητας. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Σε μεγάλη ηλικία έγινε ηγούμενος της μονής του Σινά.
Συνέγραψε τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι' αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών.
Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημιτική ζωή, ταξινομώντας αυτές κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη με χάρη και μελωδικότητα. Έχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως, καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις.

Οι διδασκαλίες του είναι ολοκάθαρα νάματα που προέρχονται από αγιασμένη πηγή. Είναι ένα θεόπνευστο κείμενο. Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι θαυμάζουν τον συγγραφέα της Κλίμακας για την βαθύτητα των ψυχολογικών του γνώσεων και παρατηρήσεων, και διαπιστώνουν ότι τα τελευταία αξιόλογα πορίσματα της ψυχολογίας του Βάθους ήταν γνωστά στους Πατέρες της ερήμου.

Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε στις 30 Μαρτίου το 603, σε ηλικία ογδόντα ετών. Από την αρχή της Σαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια.
Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν κλίμακα, ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον Πάτερ, μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξε, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Καρποὺς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε· Κλῖμαξ γάρ ἐστι, ψυχὰς ἀνάγουσα γῆθεν, πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριον.
Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, Πάτερ Ἰωάννη, συνθήκῃ τῶν σῶν λόγων, δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας, βαίνομεν μέθεξιν.

Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος ὁ Μάρτυρας


Καλλιόπιος ἔμπαλιν παγεὶς ξύλῳ,
Τὸν ὀρθίως παγέντα δοξάζει Λόγον.
Ζωὴν Καλλιόπιος ἀγήρω ἑβδόμῃ εὗρεν.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Καλλιόπιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ ἐνάρετη μητέρα του Θεόκλεια τὸν ἀνέθρεψε καὶ τὸν γαλούχησε μὲ τὰ νάματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ἔτσι κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν ὁ νεαρὸς Καλλιόπιος ὄχι μόνο δὲν φοβήθηκε, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐμψύχωνε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς ὀλιγόψυχους. 

Ἐνῷ ὁ διωγμὸς εἶχε κηρυχθεῖ, ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε γιὰ τὴν Πομπηϊούπολη, ὅπου αὐτοβούλως παρουσιάσθηκε στὸν ἔπαρχο Μάξιμο, τὸν ὁποῖο ἔλεγξε γιὰ τὰ ἐγκλήματά του κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ὀργισμένος ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν, νὰ τὸν βασανίσουν καὶ νὰ τὸν κλείσουν στὴ φυλακή. Μαζί του εἰσῆλθε στὴ φυλακὴ καὶ ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία σπόγγιζε τὸ αἷμα τοῦ υἱοῦ της. Γιατί ἀφοῦ ἔδωσε ὅλο τὸν πλοῦτο της στοὺς πτωχούς, ἀκολούθησε τὸ παιδί της στὴν πορεία πρὸς τὸ μαρτύριο. Ἀφοῦ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸν Ἅγιο, τὸν καταδίκασαν σὲ σταυρικὸ θάνατο. 

Ἔτσι ἔγινε κοινωνὸς μὲ τὸν Χριστὸ ὄχι μόνο στὸ Πάθος ἀλλὰ καὶ στὴν ἡμέρα ἀκόμη. Γιατί ἦταν Μεγάλη Παρασκευὴ ὅταν σταυρώθηκε. Ἡ μητέρα του ἔδωσε στοὺς δήμιους πέντε χρυσὰ νομίσματα καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ μὴν σταυρώσουν τὸν υἱό της ὅμοια μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Καὶ ἀφοῦ σταυρώθηκε τὴν Τρίτη ὥρα τῆς Παρασκευῆς, παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Ἡ δὲ μητέρα του, ἀφοῦ ἔπεσε ἐπάνω στὸν ἐσταυρωμένο υἱό της, παρέδωσε τὴν ψυχή της.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκβλαστήσας ὡς ῥόδον Μάρτυς ἀμάραντον, ἀθλητικῶς κατευφραίνεις τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τῇ εὐπνοίᾳ τῶν λαμπρῶν κατορθωμάτων σου· σὺ γὰρ παθῶν ζωοποιῶν, ἀνεδείχθης κοινωνός, νομίμως ἀνδραγαθήσας, ὦ Καλλιόπιε μάκαρ, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Μαρτυρίου στίγμασι, σὲ ἱερῶς κοσμηθέντα, καὶ ἁγίοις πάθεσι, συμμορφωθέντα Κυρίῳ, βλέψασα, ἡ σὲ τεκοῦσα ἁγία μήτηρ, σύμψυχος, τῇ προαιρέσει Μάρτυς σοι ὤφθη, Καλλιόπιε θεόφρον, μεθ’ ἧς δυσώπει ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.

Μεγαλυνάριον.
Λόγοις τοῖς μητρῴοις ἱκανωθείς, αὐτόκλητος ἧκες, πρὸς ἀγῶνας μαρτυρικούς, οὓς καὶ διανύσας, Πατρὸς τοῦ οὐρανίου, τέκνον ὡραῖον ὤφθης, ὦ Καλλιόπιε.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Σημειοφόρος Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης 


Ἐχει Μυτιλήνη σε καὶ τεθνηκότα,
Ὡς ζῶντα, Γεώργιε, προστάτην μέγαν.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων καὶ ἐξορίσθηκε σὲ κάποιο νησὶ τῆς Προποντίδος, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες τὸ ἔτος 821 μ.Χ. σὲ ἡλικία σαράντα πέντε ἐτῶν. Τὸ τίμιο λείψανό του παρέμεινε ἐνταφιασμένο ἐπὶ εἴκοσι χρόνια στὸν τόπο τῆς ἐξορίας.

Ἐπὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου (842 – 847 μ.Χ.), μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ πολλῶν ἱερῶν λειψάνων Ἁγίων ποὺ πέθαναν στὴν ἐξορία, ὅπως τοῦ Θεοφύλακτου Νικομηδείας, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καὶ τοῦ Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως.

Τότε, καὶ συγκεκριμένα κατὰ τὰ ἔτη 846 – 847 μ.Χ., ἀνεκομίσθηκε στὴ Μυτιλήνη μὲ πολλὲς τιμὲς καὶ τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Νὰ πῶς περιγράφεται στὸ Βίο του τὸ γεγονὸς αὐτό: «Πάντες οἱ τῆς νήσου Μυτιλήνης οἰκήτορες, ἅμα πρεσβυτέροις καὶ παντὶ τῷ κλήρῳ παρεγένοντο ἔνθα κατέκειτο τὸ σῶμα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ὁμολογητοῦ Γεωργίου, καὶ δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς ἀγρυπνήσαντες, τῇ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ λαβόντες τὸ σῶμα μετὰ ψαλμῶν καὶ ὕμνων ἀπεκόμισαν αὐτὸ εἰς τὴν ἰδὶαν νῆσον καὶ κατέθεικαν αὐτὸ μετὰ καὶ τῶν λοιπῶν πατέρων, δόξαν ἀναπέμποντες τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι».

Εὐλαβὴς παράδοση, ποὺ διασώθηκε μέχρι τὶς ἡμέρες μας, θεωρεῖ ὡς τόπο ταφῆς τοῦ Ἁγίου τὴ θέση «Τρία Κυπαρίσσια» (Σαρῆ Μπαμπᾶ), κοντὰ στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κατὰ τὸν 18ο αἰώνα μ.Χ. ἐσώζετο καὶ τιμόταν στὴ Μυτιλήνη ἡ χεῖρα τοῦ Ἁγίου. Αὐτὴ πιθανῶς εἶναι ἡ δεξιὰ χεῖρα ποὺ σώζεται σήμερα στὸ Σκαλοχώρι καὶ φέρει ἐπιγραφὴ «Ἅγιος Γιόργις» καὶ κοινῶς θεωρεῖται ὡς χεῖρα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, καρποφορήσας, ὡς θεόφυτος λειμὼν τὴν χάριν, Ἱεράρχα τῶν ἀρρήτων Γεώργιε, τὰς τῶν ψυχῶν ἐγεώργησας αὔλακας, ὡς ἐπιπνοίας ἀΰλου γεώργιον. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ὡς εὐσεβείας γεωργὸς καὶ μύστης ἔνθεος

Καὶ τῆς σοφίας θεοφύτευτον γεώργημα

Φυτοκόμος ἐχρημάτισας τῶν ἀρίστων·

Τοῦ Χριστοῦ γὰρ τὴν Εἰκόνα σεβαζόμενος

Τῆς αἰρέσεως διήλεγξας τὸ φρόνημα·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Γεώργιε.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις γεωργίας καινῆς βλαστός, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, πνευματέμφορος γεωργός· χαίροις Μυτιλήνης, ὁ θεῖος ποδηγέτης, Γεώργιε παμμάκαρ, μύστα τῆς χάριτος.

Άγιος Ρουφίνος ο Διάκονος


Σφαγῆς λογισθεὶς ὡς πρόβατον Ῥουφῖνος,
Σφάττει παλαιόν, τὸν διάβολον λύκον.

Ο Άγιος Ρουφίνος ο Διάκονος μαρτύρησε επί της βασιλείας του Δεκίου (249-251) αφού τον έσφαξαν με μαχαίρι. Σύμφωνα με τον Λαυριωτικό Κώδικα ο Άγιος παρακολούθησε το μαρτύριο του Αγίου Χριστοφόρου (9 Μαΐου).

Αγία Ακυλίνα

Ὀπισθόχειρα σχοινίοις στρεβλουμένην,
Ἐμπροσθίως φλέγουσι τὴν Ἀκυλῖναν.

Η Αγία Ακυλίνα μαρτύρησε αφού την έδεσαν οπισθάγκωνα και έκαψαν την κοιλιακή της χώρα. Σύμφωνα με τον Λαυριωτικό Κώδικα η Αγία παρακολούθησε το μαρτύριο του Αγίου Χριστοφόρου (9 Μαΐου).

Άγιοι Διακόσιοι Μάρτυρες οι εν Σινώπη

Ἀνεῖλεν ἀνδρῶν εἰκάδας δέκα ξίφος,
Οἷς ἀνδρικὸς νοῦς, ἀνδρικὴ καὶ καρδία.

Όλοι έγιναν Χριστιανοί από τους Αγίους Ρουφίνο και Ακυλίνη (7 Απριλίου) και μαρτύρησαν δια ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος


Βίον βιώσας ὡς ἀσώματος Πάτερ,
Κλῆρον λέληφας τὴν Ἀσωμάτων πόλιν.
Εἰς Οὔλυμπον ἄειρε θεοῖο πόθος Γεράσιμον.

Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος, ὁ διδάσκαλος, καταγόταν ἀπὸ εὐσεβὲς γένος. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὰ λεγόμενα Ὑψωμάθεια, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Συναναστράφηκε στὴν πατρίδα του μὲ σοφοὺς ἄνδρες, ἦλθε στὴν Πάτμο, ὅπου μαθήτευσε κοντὰ στὸν πιὸ σοφὸ δάσκαλο τοῦ Γένους, τὸν Ὅσιο Μακάριο τὸν Καλογερά, στὴν περιώνυμη Πατμιάδα Σχολὴ καὶ ἀνέλαβε τὴν καθοδήγησή της μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμηση τοῦ Ὁσίου Μακαρίου. Ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες, ἔγινε μοναχὸς στὴ βασιλικὴ καὶ πατριαρχικὴ Μονὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ Θεολόγου Ἰωάννου στὴν Πάτμο, στὴν ὁποία καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας.

Πολιτεύθηκε μὲ ὅσιο καὶ καλὸ τρόπο, ὑπῆρξε ἄριστος παιδαγωγὸς τῶν νέων καὶ φώτισε τοὺς πάντες. Ἀφοῦ ἀρρώστησε ἀπὸ λιθίαση, ἀναχώρησε γιὰ τὴ Σμύρνη πρὸς θεραπεία τῆς ἀρρώστιας του. Ἐπειδὴ δὲν πέτυχε τὸν σκοπό του, πῆγε στὴν Κρήτη, ὅπου κοιμήθηκε ὁσιακῶς τὸ ἔτος 1770 καὶ τάφηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας Τριάδος, τὴν ἐπονομαζόμενη τῶν Τζαγκαρόλων. Μόλις ἔμαθαν οἱ μοναχοὶ στὴν Πάτμο τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου κατέφθασαν μὲ πλοῖο στὴν Κρήτη, ζητώντας τὸ τίμιο λείψανό του. Ὅταν ἀρνήθηκαν οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος νὰ ἀποδώσουν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ «ὃν ἀπέστειλεν αὐτοῖς ὁ Θεός» ἔγινε ἀγρυπνία καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χερουβικοῦ Ὕμνου ἐκόπη αὐτομάτως τὸ ἱερὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ὁσίου, τὸ ὁποῖο ἔλαβαν καὶ μετέφεραν οἱ μοναχοὶ στὴν Πάτμο, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα, ἀναβλύζοντας τὶς δωρεὲς τῆς χάριτος σὲ ὅσους προσέρχονται σὲ αὐτὴ μὲ πίστη.

Τὸ χαριτόβρυτο λείψανο τοῦ Ὁσίου ποὺ φυλασσόταν κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ Καθολικοῦ τῆς σεβασμίας Μονῆς τῶν Τζαγκαρόλων, μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀκακίου, ποὺ ἔζησε ὁσιακῶς στὴ Μονὴ καὶ τελειώθηκε ὁ βίος του σὲ αὐτήν, παραδόθηκε στὴ φωτιὰ ἀπὸ μιαροὺς Ἀγαρηνοὺς ποὺ ἐπέδραμαν ἐναντίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τὸ ἔτος 1720 καὶ τὴν ἔκαψαν. Χάθηκε ἔτσι ὁ σπουδαῖος αὐτὸς θησαυρὸς τῆς χάριτος.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀσκητικῶν διατελῶν ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ διαλάμψας ἐν σοφίᾳ τῶν λόγων, πρὸς ἀπαθείας ἔφθασας ἀκρώρειαν, φαίνων ὥσπερ ἥλιος ἐν τοῖς πέρασι μάκαρ, πάντας τοὺς τιμῶντάς σε καταυγάζων θεόφρον, τῆς οὐρανίου δεῖξον χαρμονῆς, μετόχους Πάτερ Γεράσιμε Ὅσιε.

Κοντάκιον
Ἦχος δ'. Ἐπεφάνης σήμερον.
Γερασίμου σήμερον, τὴν θείαν μνήμην, ἐκτελοῦντες ἄσμασιν, ἀναβοήσωμεν πιστοί, Χριστὲ ὁ μόνος Θεὸς ἡμῶν, τοῦ Σοῦ Ὁσίου λιταῖς ἡμᾶς οἴκτειρον.

Ὁ Οἶκος
Λόγε Θεοῦ, ὁ δι᾿ ἡμᾶς σαρκὶ φανεὶς ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ τὰ ἄῤῥητα καὶ φρικτὰ ὑπὲρ ἡμῶν τελέσας, χάριν τε τοῖς σοῖς δωρησάμενος ἱκέταις, βίον ἐν γῇ ἀγγελικὸν θαυμαστῶς διανύειν, καὶ λάμψεσιν αὐτοὺς κατακοσμήσας τεράτων φοβερούς τε τῶ ὄντι, τοῖς δαίμοσιν ἀναδειξάμενος. Ὁ αὐτὸς καὶ νῦν, τὸν σὸν θεράποντα Γεράσιμον τὸν ἀεισέβαστον θεϊκῶς ἐνισχῦσας, πᾶσαν τὴν ἰσχὺν καταβαλεῖν τοῦ βροτοκτόνου, καὶ ὡς ἥλιον τοῖς ἐνθέοις ἀγωνίσμασι διαλάμψαι οὗ τὴν ἐτήσιον ἐκτελοῦντες πανήγυριν, καταύγασον καὶ ἡμᾶς, τῶ φωτὶ τῆς σῆς ἐπιγνώσεως, κραυγάζοντάς σοι Οἰκτίρμον· Τοῦ Σοῦ Ὁσίου λιταῖς ἡμᾶς οἴκτειρον.

Άγιος Τύχων Πατριάρχης Μόσχας


Ο Άγιος Τύχων (Βασίλειος Ιβάνοβιτς Μπελλάβιν) γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1865 μ.Χ. στην πόλη Τοροπιέτς της επαρχίας Πσκωβ. Σε ηλικία δεκατριών ετών παρακολουθεί το εκκλησιαστικό σεμινάριο του Πσκωφ και μετά από έξι χρόνια εγγράφεται στην θεολογική ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως. Σε ηλικία είκοσι έξι ετών ακολούθησε τον μοναχικό βίο και γίνεται μοναχός. Η κουρά του έγινε στο παρεκκλήσι της εκκλησιαστικής σχολής του Πσκωβ, όπου ήταν καθηγητής. Ως μοναχός απέκτησε το όνομα Τύχων, προς τιμήν του Αγίου της Ρωσίας, που έζησε κατά τον 18ο αιώνα μ.Χ., του Αγίου Τύχωνος του Ζαντόσκ (τιμάται 13 Αυγούστου).

Το 1898 μ.Χ. εκλέγεται Επίσκοπος της Μητροπόλεως του Χομσκ και ένα χρόνο αργότερα Επίσκοπος των Αλεουτιανών Νήσων της Αλάσκας. Το 1905 μ.Χ. προάγεται σε Αρχιεπίσκοπο της πόλεως Ιεροσλάβ.

Το 1914 μ.Χ. ξεσπά ο Α' παγκόσμιος πόλεμος. Ο Άγιος Τύχων στάθηκε στο πλευρό της πατρίδος του και του ποιμνίου του. Η προσφορά του ήταν μεγάλη. Γι' αυτό, δύο χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Μόσχας Μακαρίου, εκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Ο λαός υποδέχεται θριαμβευτικά τον νέο ποιμενάρχη του.

Το έτος 1917 μ.Χ. γίνεται ανατροπή του καθεστώτος από τους Μπολσεβίκους και τα πράγματα αλλάζουν. Ο Άγιος Τύχων καλεί Σύνοδο, για να μελετήσει την κατάσταση και να εξετάσει το θέμα σχέσεων Εκκλησίας και κράτους. Στις 28 Οκτωβρίου 1917 μ.Χ., μπροστά στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Βλαντιμίρ έγινε η κλήρωση για την ανάδειξη του νέου Πατριάρχη Μόσχας. Ο κλήρος, τον οποίο τράβηξε ο ερημίτης Γέροντας Αλέξιος, έπεσε στον Άγιο Τύχωνα.

Το καθεστώς επέφερε χωρισμό Εκκλησίας και κράτους, κατήργησε όλα τα εκκλησιαστικά προνόμια, επέβαλε τον πολιτικό γάμο, οργάνωσε την αντιχριστιανική προπαγάνδα, δήμευσε την εκκλησιαστική περιουσία, εξόρισε και δολοφόνησε χιλιάδες Χριστιανών, έκλεισε τους ναούς, εξαφάνισε ιερά λείψανα Αγίων. Στο σφοδρό διωγμό φονεύθηκαν πάνω από 3.500 Επίσκοποι και ιερείς, περί τις 2.000 μοναχοί και περί τις 3.000 μοναχές. Ο Άγιος Τύχων επιτιμά το καθεστώς και γι' αυτό καταδικάζεται σε θάνατο. Το Μάιο του 1922 μ.Χ. συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Μετά από ένα χρόνο ελευθερώνεται, αλλά και πάλι περιορίζεται στη μονή Ντονσκόι όπου ζούσε ως ελεύθερος πολιορκημένος. Η ασθένειά του τον καταβάλλει. Το 1925 μ.Χ. ο Άγιος Πατριάρχης ένιωσε ότι το τέλος πλησιάζει. Έκανε ευλαβικά τον σταυρό του, είπε «Δόξα σοι, Κύριε» και παρέδωσε την αγία ψυχή του στον Θεό.

Η μνήμη του Αγίου Τύχωνα επαναλαμβάνεται στις 9 Οκτωβρίου.

Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ

Ὁ Ὅσιος Δανιήλ, κατὰ κόσμον Δημήτριος, γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1459 – 1460 στὸ Περεγιασλάβλ – Ζελέσκϊυ τῆς Ρωσίας ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Κωνσταντίνο καὶ τὴν Θεοδοσία, ἡ ὁποία ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Θέκλα. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία διδάχθηκε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας κοντὰ στὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Νικίτσκϊυ τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἰωνᾶ. Ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Παφνουτίου (Μπορόβσκι) καὶ τὴν πνευματική του ζωὴ καθοδήγησε ὁ Ἅγιος Λεύκιος τοῦ Βολοκολὰμσκ ποὺ τιμᾶται τὴν ἴδια ἡμέρα (7 Ἀπριλίου).

Ὅταν ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ἐπέστρεψε στὴν γενέτειρά του, ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στοὺς φτωχοὺς καὶ τὸν ἐνταφιασμὸ τῶν ἀστέγων. Στὴ συνέχεια ἵδρυσε μονὴ κοντὰ στὸ κοιμητήριο τῆς πόλεως καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1540.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 28 Ἰουλίου καὶ στὶς 30 Δεκεμβρίου.

Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Τυφλός

Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ μονὴ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1905.

Ὁ Ὅσιος Λεύκιος ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Λεύκιος ἦταν ἱδρυτὴς καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βολοκολὰμσκ τῆς Ρωσίας, κοντὰ στὸν ποταμὸ Ρούζα. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1492.

Σύναξη πάντων των εν Ρόδω Αγίων


Χόρευε Ῥόδος πρεσβείαις φρουρουμένη,
Τῶν σῶν Ἁγίων, οὓς στεφάνωσον ὕμνοις.

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη ἐπιτελοῦμεν πάντων τῶν ἐν Ῥόδῳ Ἁγίων, ἤτοι, τῶν Ἁγίων ἐνδόξων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων Παύλου (29 Ιουνίου) καὶ Σίλα (30 Ιουλίου)· τῶν Ἱεραρχῶν Εὐφροσύνου, Ἑλλανίκου, Θεοδοσίου καὶ Ἰσιδώρου· τῶν Μαρτύρων Φανουρίου τοῦ νεοφανοῦς (27 Αυγούστου), Κλήμεντος καὶ Ἀγαθαγγέλου (23 Ιανουαρίου)· τῶν Νεομαρτύρων Εὐθυμίου Ἐπισκόπου αὐτῆς γενομένου (9 Αυγούστου), Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (27 Ιουνίου), Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου (14 Νοεμβρίου), Νικήτα τοῦ Νισυρίου (21 Ιουνίου) καὶ Μαλαχία τοῦ Λινδίου (29 Σεπτεμβρίου), καὶ τοῦ Ὁσίου Μελετίου, τοῦ ἐν Ὑψενῇ (12 Φεβρουαρίου).»

Η εορτή της ιεράς Συνάξεως πάντων των εν Ρόδω Αγίων θεσπίστηκε και τελέσθηκε για πρώτη φορά στον Ιερό Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου το έτος 2009 μ.Χ., όπου και κατ’ έτος τελείται. Την ίδια ημέρα τελείται και τι μνημόσυνο των αοιδίμων Μητροπολιτών Ρόδου, των κεκοιμημένων Ιερέων, Διακόνων και Μοναχών της Ιεράς Μητροπόλεως, των ευεργετών της Ορθοδόξου Κοινότητος Ρόδου και των ευεργετών της Εκκλησίας.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς ἐν Ῥόδῳ Ἁγίους, ἐν ᾠδαῖς εὐφημήσωμεν, ὡς τῆς εὐσεβείας κρηπίδας, καὶ φωστῆρας τῆς πίστεως· Χριστῷ γὰρ παρεστῶτες τῷ Θεῷ, πρεσβεύουσιν αὐτῷ ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ παρέχουσι τῆς χάριτος δωρεάς, τοῖς πόθῳ ἀναβοῶσι· Δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ μεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι᾿ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῶν Ἁγίων σήμερον, τῶν ἐν τῇ Ῥόδῳ, οἱ πιστοὶ τελέσωμεν, τὴν παναγίαν ἑορτήν, καὶ πρὸς αὐτοὺς ἐκβοήσωμεν· Ὑπὲρ τῆς νήσου, Χριστὸν ἱκετεύετε.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου.
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν
Χορείαν τὴν σεπτήν, τῶν ἐν Ῥόδῳ Ἁγίων, τιμήσωμεν πιστοί, ἐν φαιδροῖς ἐγκωμίοις, αὐτῶν τὴν φωτοπάροχον, ἑορτάζοντες Σύναξιν, καὶ βοήσωμεν, ἐν κατανύξει καρδίας· Παμμακάριστοι, ὑπὲρ ἡμῶν δυσωπεῖτε, Τριάδα τὴν ἄκτιστον.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν
Τῶν Ῥοδίων ὁ λαός, σήμερον γάνυται λαμπρῶς, καὶ χορεύει ἱερῶς, ἐν τῇ εὐσήμῳ ἑορτῇ, τῶν ἐν τῇ νήσῳ Ἁγίων καὶ ἀνακράζει· Χαίρετε Χριστοῦ, φίλοι γνήσιοι, ἄνθη μυστικά, Θείου Πνεύματος, τῆς εὐσεβείας πρόβολοι γενναῖοι, καὶ ὑποφῆται τῆς πίστεως· πᾶσιν αἰτεῖσθε, ἐν παῤῥησίᾳ, σωτηρίας τὴν χάριν.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Θείας πίστεως, τῇ συμφωνίᾳ, διαλάμψαντες, τῇ Ἐκκλησίᾳ, οἱ ἐν Ῥόδῳ πανεύφημοι Ἅγιοι, τῶν εὐσεβῶν τὰς καρδίας λαμπρύνετε, καὶ ἀσεβείας τὸν ζόφον ἐλαύνετε. Ὅθεν πάντοτε, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύετε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τοὺς ἐν τῇ Ῥόδῳ τοῦ Χριστοῦ στεφανίτας, ὡς εὐσεβείας θαυμαστοὺς ὑποφῆτας, νῦν ἐν κοινῇ τιμήσωμεν, συμφώνως ἑορτῇ· οὗτοι γὰρ ἐκλάμψαντες, ὡς φωστῆρες τῷ κόσμῳ, συμφωνίᾳ πίστεως, ἀνατέλλουσι πᾶσι, τὸν φωτισμὸν τῆς χάριτος ἡμῖν, τοῖς ἐκτελοῦσιν αὐτῶν τὴν πανήγυριν.

Ὁ Οἶκος
῾Ο θεσπέσιος Παῦλος καὶ ἔνδοξος, τῶν Ἐθνῶν ὁ πυρίπνους Ἀπόστολος, τῆς εὐσεβείας ἀπαρχή, καὶ πίστεως ὑποφήτης, ἐν Ῥόδῳ τῇ περιφήμῳ γενόμενος, μαθητῶν χορείαν οὐράνιον, ἡγιασμένην ἐκτήσατο, τοὺς ἐσύστερον ἁγιότητος, ταῖς πράξεσιν ἐν αὐτῇ διαπρέψαντας, καὶ εὐαγγελικῇ πολιτείᾳ διαλαμψάντας· οὓς σήμερον εἰς χορείαν μίαν συνάψαντες, ἐν ἐγκωμίοις μακαρίζομεν, ὡς εὐεργέτας τοῦ λαοῦ καὶ προστάτας, καὶ τῇ πρεσβείᾳ αὐτῶν καταφεύγοντες, ἐν κατανύξει ἱκετεύομεν· Ἅγιοι τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, τῆς οὐρανῶν βασιλείας τὰ ἄνθη, τοῦ Παραδείσου οἱ οἰκήτορες, ἐν παῤῥησίᾳ ἀπαύστως, ὑπὲρ τῆς νήσου, Χριστὸν ἱκετεύετε.

Μεγαλυνάριον
Δεῦτε οἱ ἐν Ῥόδῳ πάντες πιστοί, τιμήσωμεν ὕμνοις, τὴν χορείαν τὴν θαυμαστήν, τῶν διαλαμψάντων, Ἁγίων ἐν τῇ νήσῳ, ὡς ταῖς αὐτῶν πρεσβείαις, περιφρουρούμενοι.

Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Εὐφραίνου ἐν Κυρίῳ, ἡ περίφημος Ῥόδος, ἀγάλλου καὶ χόρευε, τῶν ἐν σοὶ διαλαμψάντων Ἁγίων, τὴν μνήμην σήμερον ἑορτάζουσα. Οὗτοι γὰρ οἱ μακάριοι, τὴν πίστιν τηρήσαντες, καὶ Εὐαγγελίου τὰ λόγια πληρώσαντες, τῆς ἀθανάτου ζωῆς κατηξιώθησαν, Χριστῷ ἐν οὐρανοῖς παριστάμενοι, καὶ πρεσβεύοντες ἐκτενῶς, ὑπὲρ τῶν εὐσεβῶς ἀναβοώντων· Ὁ θαυμαστὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις σου Θεός, Τριὰς Ἁγία δόξα σοι.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β΄.
῾Εορτὴ χαρμόσυνος, καὶ ἔαρ πανευφρόσυνον, σήμερον τῇ Ῥόδῳ ἀνέτειλε, τῶν ἐν αὐτῇ διὰ πίστεως, Θεῷ τῷ ἐν Τριάδι οἰκειωθέντων, ἡ ὑπέρτιμος Σύναξις. Ὅθεν ταύτην πιστοί, πνευματικῶς ἐπιτελοῦντες, αὐτοῖς ἐκβοήσωμεν· Μακάριοι Ἅγιοι, Ποιμένες καὶ Μάρτυρες καὶ Ὅσιοι, πανολβία παράταξις, τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης Χριστοῦ, σὺν τῇ Θεοτόκῳ καὶ τῷ Ἀρχιστρατήγῳ Μιχαήλ, πρεσβεύετε αὐτῷ ἐκτενῶς, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β΄.
Τῶν ἐν Ῥόδῳ Ἁγίων, τῶν μακάριον ὅμιλον, δεῦτε πιστοὶ τιμήσωμεν, ὅτι Χριστὸν ἐνδυσάμενοι, ἐν χρόνοις ἰδίοις ἕκαστος, τῆς κατ᾿ αὐτὸν ζωῆς ἐξανέτειλαν, τὴν ἀνέσπερον λαμπρότητα, φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας γνωριζόμενοι, καὶ πάντας φωτίζοντες, τοὺς πρὸς αὐτοὺς ἐκβοῶντες· Πανεύφημοι Ἅγιοι, ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς γῆς, ὑμεῖς τὸ φῶς τοῦ κόσμου, τὰ ἄνθη τοῦ

Παραδείσου, οἱ τοῦ λαοῦ ἀντιλήπτορες· πρεσβεύετε ἐκτενῶς, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ΄.
Δεῦρο σήμερον ὁ τῶν Ῥοδίων λαός, τῶν ἐν τῇ νήσῳ Ἁγίων, τὴν πανολβίαν συνέλευσιν, ἐν φαιδροῖς ἐγκωμίοις, τιμήσωμεν κράζοντες· Χαίρετε Παῦλε καὶ Σίλα, Ἀπόστολοι Χριστοῦ, οἱ ἐν Ῥόδῳ Χριστὸν καταγγείλαντες· χαίρετε ἔνδοξοι Μάρτυρες, Φανούριε μεγάλαθλε, Κλήμη καὶ Ἀγαθάγγελε· χαίρετε θεῖοι Νεομάρτυρες, Εὐθύμιε ποιμὴν φιλοπρόβατε, Κύριλλε τῆς Κωνσταντίνου ὁ πρόεδρος, Κωνσταντῖνε, Νικήτα καὶ Μαλαχία, σὺν τῷ ἐν Ὁσίοις θαυμαστῷ, Μελετίῳ τῆς Θεοτόκου τῷ θεράποντι· Χριστῷ γὰρ ἀκολουθήσαντες, καὶ αὐτὸν διὰ πίστεως εὐαρεστήσαντες, εὐαγγελικῆς ζωῆς παραδείγματα ὑπάρχετε, καὶ τῶν πιστῶν προπύργια ἀκλόνητα, πάντας σῴζοντες ἐκ πειρασμῶν καὶ κινδύνων, τοὺς προσιόντας τῇ ἀντιλήψει ὑμῶν.

Ἕτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος πλ. δ΄.
Τῶν ἐν Ῥόδῳ Ἁγίων τὸν χορόν, ὁ τῶν Ῥοδίων χριστώνυμος λαός, σήμερον ὁμοτίμως ὕμνοις τιμήσωμεν. Οὗτοι γὰρ ἐπὶ γῆς, εὐαγγελικῶς πολιτευσάμενοι, τῆς ἁγιότητος τὸν πλοῦτον ἐθησαύρισαν· νῦν δὲ εἰς μίαν χορείαν συναφθέντες, τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον, ὑπεμφαίνουσι τοῖς ψάλλουσιν· Δόξα σοι Πάτερ, δόξα σοι Υἱέ, δόξα σοι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὁ ἐν Τριάδι προσκυνούμενος Θεός, ὁ θαυμαστὸς ὡς γέγραπται, ἐν τῇ χορείᾳ τῶν Ἁγίων σου.

Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος ὁ ἐν Καλύμνῳ

 
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος, κατὰ κόσμο Βασίλειος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1862 στὴν Ἡρακλείτσα τῆς περιφέρειας Ἀβδὶμ τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης ἀπὸ πτωχοὺς καὶ ἁπλοϊκοὺς γονεῖς, τὸν Κωνσταντίνο καὶ τὴ Σμαραγδή.

Ὁ Βασίλειος μεγάλωσε ἔχοντας βαθιὰ πίστη καὶ μεγάλη εὐσέβεια καὶ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὴν ἄσκηση τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ὁ Βασίλειος διαπίστωνε καθημερινὰ ὅτι τὸ ἐπάγγελμα ποὺ ἀσκοῦσε δὲν ἦταν στὰ μέτρα του καὶ ποθοῦσε μία ἄλλη ζωή. Ἤθελε νὰ ζήσει μόνο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἔτσι ἔλαβε πλέον τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφαση νὰ φύγει, ἐγκαταλείποντας τὰ ἐγκόσμια καὶ κάνοντας πράξη τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ». Κατευθύνεται στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ἐπὶ δώδεκα ἔτη ζεῖ πλέον μὲ προσευχὴ καὶ αὐστηρὴ ἄσκηση.

Ἔντονη ἦταν καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς Ἁγίους Τόπους, τὴν ὁποία πραγματοποιεῖ ἀφοῦ πρῶτα διέρχεται ἀπὸ τὴν γενέτειρά του. Δέος τὸν καταλαμβάνει καθὼς ἀντικρίζει τὸν Πανάγιο Τάφο. Ἐλπίζοντας πάντα στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἰσέρχεται στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Χοζεβᾶ, ὅπου ἔπειτα ἀπὸ τριετῆ ἐνάρετο βίο κείρεται μοναχὸς τὸ 1890 καὶ ἀργότερα, τὸ ἔτος 1894, ἀποστέλλεται ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς, Καλλίνικο, στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, κοντὰ στὸν ἀρχιμανδρίτη Ἄνθιμο, γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ στὴν ἁγιογραφία.

Τὸ 1902 χειροτονεῖται διάκονος καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος πρεσβύτερος. Διακονεῖ δὲ μέχρι τὸ ἔτος 1906 ὡς ἐφημέριος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου γνωρίζεται μὲ τὸν ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τὸν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος ἔλεγε γιὰ τὸν Ἅγιο Σάββα στὸν Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό, πρὶν ἀκόμη ὁ Ἅγιος κοιμηθεῖ: «Νὰ ξέρεις, Γεράσιμε, ὅτι ὁ πατὴρ Σάββας εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος».

Τὸ ἔτος 1907 ἐπανέρχεται στὴ μονὴ Χοζεβᾶ, ὅπου διάγει βίο ἀσκητικὸ μὲ τέλεια ὑποταγὴ στοὺς ἀσκητικοὺς κανόνες, ἄκρα ταπείνωση, χαμαικοιτία, στέρηση παντὸς ὑλικοῦ ἀγαθοῦ, ἀκολουθώντας τὸ πατερικὸ «ὁ ἀκτήμων μοναχός, ὑψιπέτης ἀετός». Ἡ τροφή του ἦταν μία κουταλιὰ βρεγμένο σιτάρι καὶ νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμό.

Τὸ ἔτος 1916 ἐπιστρέφει ὁριστικὰ στὴν Ἑλλάδα, μεταβαίνει στὴ νῆσο Πάτμο, ὅπου διαμένει δύο χρόνια καὶ ἱστορεῖ δύο εἰκόνες στὸ Καθολικὸ τῆς μονῆς. Ἔπειτα ἔρχεται στὴν Ἀθήνα, ὅπου πληροφορεῖται ὅτι τὸν ἀναζητεῖ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Μεταβαίνει στὴν Αἴγινα καὶ διακονεῖ τὸν Ἅγιο μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Ἡ συγκαταβίωση μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο συνέβαλε στὴν πνευματική του πρόοδο. Γνώρισε τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τὴν παροιμιώδη ταπείνωσή του, τὴν ἁπλότητά του.

Ἔζησε τὸ πρῶτο θαῦμα τοῦ Ἁγίου, ὅταν μετὰ τὴν κοίμησή του εἶδε τὸν Ἅγιο νὰ κλίνει τὴν κεφαλή του προκειμένου νὰ τοῦ φορέσει τὸ πετραχήλι του καὶ νὰ ἐπανέρχεται κατόπιν στὴν θέση της. Ἐπὶ τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες οἱ ἀδελφὲς τῆς μονῆς στὴν Αἴγινα ἄκουγαν συνομιλίες ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, ὅταν δὲ πλησίασαν, εἶδαν ἐκεῖ τὸν Ὅσιο Σάββα νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Ὁ Ὅσιος ἔμεινε ἔγκλειστος στὸ κελί του γιὰ σαράντα ἡμέρες. 

Κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἐξῆλθε κρατώντας μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τὴν ὁποία ἐνεχείρησε στὴν ἡγουμένη μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὴν τοποθετήσει στὸ προσκυνητάρι. Ἡ ἡγουμένη ἀπάντησε ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει, διότι ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε ἀναγνωρισθεῖ ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ μία τέτοια ἐνέργεια ἴσως νὰ ἔθετε τὴ μονὴ σὲ διωγμό. Τότε ὁ Ὅσιος Σάββας τῆς εἶπε ἐπιτακτικά: «Ὀφείλεις νὰ κάνεις ὑπακοή. Νὰ πάρεις τὴν εἰκόνα, νὰ τὴν βάλεις στὸ προσκυνητάρι καὶ τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν τὶς περιεργάζεσαι».

Στὴν Αἴγινα δὲν μπορεῖ πλέον νὰ μείνει, διότι προσέρχεται πολὺς κόσμος καὶ αὐτὸ κουράζει τὸν φιλήσυχο Ὅσιο. Μεταβαίνει στὴν Ἀθήνα καὶ κατόπιν στὴν Κάλυμνο, ὅπου μετὰ ἀπὸ περιπλάνηση στὶς μονὲς καὶ τὰ ἡσυχαστήρια τοῦ νησιοῦ, καταλήγει στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Ἐκεῖ ἀρχίζει μία ἔντονη πνευματικὴ ζωή. Ἁγιογραφεῖ, τελεῖ τὰ Θεία Μυστήρια καὶ τὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες, ἐξομολογεῖ, διδάσκει διὰ τοῦ στόματος καὶ διὰ τοῦ παραδείγματός του καὶ βοηθάει χῆρες, ὀρφανὰ καὶ φτωχούς. 

Ἦταν ἐπιεικὴς καὶ εὔσπλαχνος μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, δὲν ἀνεχόταν ὅμως τὴν βλασφημία καὶ τὴν κατάκριση. Πολλὲς φορὲς δάκρυζε καὶ μὲ πόθο παρακαλοῦσε γιὰ τὴν μετάνοια τῶν πνευματικῶν του τέκνων, κατὰ δὲ τὴ Θεία Λειτουργία εἶχε τέλεια προσήλωση στὸ συντελούμενο μυστήριο. Ἀξιώθηκε τῆς εὐωδίας τοῦ σώματός του ἐν ζωῇ, καθὼς καὶ τὸ πέρασμά του ἦταν εὐῶδες, εὐωδία ἡ ὁποία θὰ ἐξέλθει καὶ ἀπὸ τὸ μνῆμα του μετὰ τὴν ἐκταφή του. Χρήματα δὲν κρατοῦσε ποτέ, ἡ ζωή του ἦταν μία συνεχὴς κατάσταση ἁγίας ὑπακοῆς. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο συμπλήρωσε τὶς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, μὲ ἄκρα περισυλλογὴ καὶ ἱερὰ κατάνυξη, ἐνῷ λίγο πρὶν τὸ τέλος ἡ τελευταία φράση του ἦταν «Ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος». Ἡ ὁμολογία αὐτὴ ἦταν ἡ βεβαίωση τῆς ἐν Χριστῷ πορείας του.

Μετὰ ἀπὸ δέκα ἔτη, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἁγίων καὶ χαριτόβρυτων λειψάνων του, στὶς 7 Ἀπριλίου 1957, προεξάρχοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου καὶ Ἀστυπαλαίας κυροῦ Ἰσιδώρου, ἐνώπιον πλήθους λαοῦ. Ἕνα πυκνὸ νέφος θείας εὐωδίας κάλυψε ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ καὶ τὸ νέο γιὰ τὸ θεϊκὸ σημεῖο ἔκανε ἀμέσως τὸ γύρο τοῦ νησιοῦ.

Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου μεταφέρθηκε σὲ λάρνακα, στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου.
Ἡ ἐπίσημη ἁγιοποίηση τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα τοῦ Νέου ἔγινε διὰ Πατριαρχικῆς
Συνοδικῆς Πράξεως τῆς 19ης Φεβρουαρίου 1992.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Καλύμνου τὸ κλέος καὶ θεῖον ἔφορον, καὶ τῶν πάλαι Ὁσίων τὸν ἰσοστάσιον, εὐφημήσωμεν πιστοὶ Σάββαν τὸν Ὅσιον· ὅτι δεδόξασται λαμπρῶς, ὡς θεράπων τοῦ Χριστοῦ, θαυμάτων τῇ ἐνεργείᾳ, καὶ διανέμει τοῖς πᾶσι, παρὰ Θεοῦ χάριν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, τῶν Καλυμνίων ἡ νῆσος, τὴν ἁγίαν μνήμην σου, ἀγαλλομένῃ καρδίᾳ· ἔσχε γὰρ, ὡς θεοδώρητον ὄντως πλοῦτον, σκῆνός σου, τὸ θεοδόξαστον Πάτερ Σάββα, ᾧ προστρέχουσα ἐν πίστει, ῥῶσιν λαμβάνει, ψυχῆς τε καὶ σώματος.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῆς Καλύμνου ὁ ἀρωγός, καὶ Δωδεκανήσου, λαμπαδοῦχος θεοφανής· χαίροις ὁ παρέχων, τοῖς πάσχουσι τὴν ῥῶσιν, ὦ Σάββα θεοφόρε, Ὁσίων σύσκηνε.


Πηγές:http://www.saint.gr/04/07/index.aspx 
http://www.synaxarion.gr/gr/m/4/d/7/sxsaintlist.aspx 
«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου