Ὁ Ἅγιος Διομήδης
Ἠθλησε καὶ ζῶν, καὶ θανὼν Διομήδης,
Προαιρέσει ζῶν, καὶ νεκρὸς τομῇ κάρας.
Ἕκτῃ καὶ δεκάτῃ νέκυς ἐτμήθη Διομήδους.
Γεννήθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ σπούδασε τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστημονική του γνώση δὲν τὸν ἔκανε ὑπερήφανο, ἀλλὰ διατήρησε τὴν εὐσέβεια, στὴν ὁποία τὸν ἀνέθρεψαν οἱ γονεῖς του.
Καὶ ὅπως ὁ Κύριος, ὁ Ἰατρὸς τῶν σωμάτων καὶ τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, «ἐλάλει αὐτοὶς περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς χρείαν ἔχοντας θεραπείας ἰάσατο», μιλοῦσε δηλαδὴ σ’ αὐτοὺς γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ γιάτρευε ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη θεραπείας, ἔτσι καὶ ὁ Διομήδης, μιμούμενος τὸν Κύριό του καὶ Θεό του, ἐξασκοῦσε ἀφιλοκερδῶς καὶ φιλάνθρωπα τὸ ἰατρικό του ἐπάγγελμα.
Καὶ ὅπως ὁ Κύριος, ὁ Ἰατρὸς τῶν σωμάτων καὶ τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, «ἐλάλει αὐτοὶς περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, καὶ τοὺς χρείαν ἔχοντας θεραπείας ἰάσατο», μιλοῦσε δηλαδὴ σ’ αὐτοὺς γιὰ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ γιάτρευε ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀνάγκη θεραπείας, ἔτσι καὶ ὁ Διομήδης, μιμούμενος τὸν Κύριό του καὶ Θεό του, ἐξασκοῦσε ἀφιλοκερδῶς καὶ φιλάνθρωπα τὸ ἰατρικό του ἐπάγγελμα.
Συγχρόνως, ὅμως, μὲ τὴν θεραπεία τῶν σωμάτων, ὁ Διομήδης κήρυττε μὲ θέρμη στοὺς ἀσθενεῖς καὶ τὴ σωτηριώδη ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ βοήθησε πολλὲς ψυχὲς νὰ ὁδηγηθοῦν στὸ Σωτῆρα Χριστό.
Ὁ θεῖος ζῆλος ἔφερε τὸν Διομήδη μέχρι τὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ὅπου ἐκεῖ, καὶ θεράπευε ἀσθενεῖς, καὶ τὴν πίστη δίδασκε καὶ καλλιεργοῦσε. Ὅταν ὅμως ἄρχισε ὁ διωγμὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἡ θεοκίνητη δραστηριότητα τοῦ Διομήδη καταγγέλθηκε στὸν αὐτοκράτορα.
Τότε αὐτὸς διέταξε νὰ συλλάβουν τὸν Διομήδη. Ἄλλα πρὶν συλληφθεῖ, ὁ Θεὸς τὸν κάλεσε κοντά Του καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι στρατιῶτες τὸν βρῆκαν νεκρό. Καὶ ὅμως, ἔτσι νεκρὸ τὸν ἀποκεφάλισαν!
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν σωμάτων τὰς νόσους θεραπεύων Διόμηδες, καὶ ψυχῶν τὴν ῥῶσιν ἐν λόγῳ, ἀληθείας ἐβράβευες· τὴν θείαν εἰληφὼς γὰρ δωρεάν, τοῖς πάσχουσι ποικίλως βοηθεῖς· καὶ Μαρτύρων ταῖς ἀκτῖσι, καταυγασθεὶς, σώζεις τοὺς ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τὴν ἰατρικήν, κτησάμενος ἐπιστήμην, τῆς ἀθλητικῆς, ηὐμοίρησας εὐκληρίας, ὡς κήρυξας ἐνδόξως, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, παμμακάριστε Διόμηδες, Ἀναργύρων ἐγκαλλώπισμα, καὶ προστάτα τῶν βοώντων σοι· Αὐτὸς γενοῦ ἰατήρ, τοῖς σοῖς δούλοις σοφέ.
Μεγαλυνάριον.
Χάριν ἰαμάτων ἀπολαβών, ψυχῶν καὶ σωμάτων, θεραπεύεις πάθη δεινά· ὅθεν κἀμοὶ νεῖμον, Διόμηδες παμμάκαρ, ὑγείαν τὴν κατ’ ἄμφω, ἵνα γεραίρω σε.
Μνήμη εἰσόδου τῆς ἀχειροτεύκτου μορφῆς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
Ἐν σινδόνι ζῶν ἐξεμάξω σὴν θέαν,
Ὁ νεκρὸς εἰσδὺς ἔσχατον τὴν σινδόνα.
Εἰς τὸ Κεράμιον.
Ἀχειρότευκτον χειρότευκτος σὸν τύπον.
Φέρει κέραμος παντοτεῦκτα Χριστέ μου.
Ὁ νεκρὸς εἰσδὺς ἔσχατον τὴν σινδόνα.
Εἰς τὸ Κεράμιον.
Ἀχειρότευκτον χειρότευκτος σὸν τύπον.
Φέρει κέραμος παντοτεῦκτα Χριστέ μου.
Ο Σ. Εὐστρατιάδης, γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή, γράφει τὰ ἑξῆς, στὸ Ἁγιολόγιό του: «Ἡ τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Χριστοῦ ἀνακομιδὴ ἐκ τῆς Ἐδέσσης, ἔνθα ἐφυλάττετο μετὰ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Αὐγάρου, ἐγένετο ἐπὶ τῆς βασιλείας Ρωμανοῦ τοῦ Λεκαπηνοῦ τφ 944 καὶ κατετέθη εἰς τὸν ἐν Βλαχέρναις ναὸν τῆς Θεοτόκου, ἐξ οὐ μετετέθη εἰς τὸν ἐν Φορῷ ναὸν τῆς Θεοτόκου. Κατὰ δὲ τὸ 967 Νικηφόρος ὁ Φωκᾶς μετεκόμισεν ἐξ Ἐδέσσης καὶ τὴν κέραμον, ἐφ’ ἧς ἀπετυπώθη ὠσαύτως ἡ εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ, διὰ τὸ εἶναι ταύτην πλησίον τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος ἐν Ἐδέσσῃ ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ. Τὴν περὶ τῆς εἰκόνος παράδοσιν διέσωσεν ὁ Ἱστορικὸς Εὐσέβιος (Ἐκκ. Ἱστ. βιβλ. Α’, κεφ. ιγ’). Ἡ εἰκὼν ἀπεστάλη ὑπὸ τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν τοπάρχην Ἐδέσσης Αὔγαρον διὰ τοῦ ἀποστόλου Ἀνανίου μετ’ ἐπιστολῆς τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Αὔγαρον εἰς ἀπάντησιν προηγουμένης ἐπιστολῆς τοῦ τοπάρχου. (ἴδ. ταύτας ἐν τοὶς Μηναῖοις καὶ ἐν τοῖς Συναξαρισταῖς)».
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.
Τὴν ἄχραντον Εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν, τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός· βουλήσει γὰρ ηὐδόκησας σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, ἵνα ῥύσῃ οὓς ἔπλασας, ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ· ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμέν σοι· Χαρᾶς ἐπλήρωσας τὰ πάντα, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, παραγενόμενος εἰς τὸ σῶσαι τὸν κόσμον.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὴν θεαυγῆ, τῆς σῆς Μορφῆς ἐμφέρειαν, ζωαρχικάς, μαρμαρυγὰς ἀστράπτουσαν, ἐξ Ἐδέσσης ἐδεξάμεθα, ὥσπερ φορέα πάσης δόσεως· Σὺ γὰρ τὴν σὴν εἰκόνα μορφωσάμενος, αὐτὴν πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ἀνήγαγες, ὁ μόνος ὑπάρχων πολυέλεος.
Μεγαλυνάριον.
Ἦκεν ἐξ Ἐδέσσης ἡ σὴ Εἰκών, ἐν τῇ βασιλίδι, κομισθεῖσα περιφανῶς, καὶ τῆς σῆς προνοίας, ἐκλάμπει τὰς ἀκτῖνας, ἡλιακὸς ὡς δίσκος, ἡμῖν Φιλάνθρωπε.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.
Τὴν ἄχραντον Εἰκόνα σου προσκυνοῦμεν ἀγαθέ, αἰτούμενοι συγχώρησιν, τῶν πταισμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός· βουλήσει γὰρ ηὐδόκησας σαρκί, ἀνελθεῖν ἐν τῷ Σταυρῷ, ἵνα ῥύσῃ οὓς ἔπλασας, ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ· ὅθεν εὐχαρίστως βοῶμέν σοι· Χαρᾶς ἐπλήρωσας τὰ πάντα, ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, παραγενόμενος εἰς τὸ σῶσαι τὸν κόσμον.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὴν θεαυγῆ, τῆς σῆς Μορφῆς ἐμφέρειαν, ζωαρχικάς, μαρμαρυγὰς ἀστράπτουσαν, ἐξ Ἐδέσσης ἐδεξάμεθα, ὥσπερ φορέα πάσης δόσεως· Σὺ γὰρ τὴν σὴν εἰκόνα μορφωσάμενος, αὐτὴν πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ἀνήγαγες, ὁ μόνος ὑπάρχων πολυέλεος.
Μεγαλυνάριον.
Ἦκεν ἐξ Ἐδέσσης ἡ σὴ Εἰκών, ἐν τῇ βασιλίδι, κομισθεῖσα περιφανῶς, καὶ τῆς σῆς προνοίας, ἐκλάμπει τὰς ἀκτῖνας, ἡλιακὸς ὡς δίσκος, ἡμῖν Φιλάνθρωπε.
Ὁ Ἅγιος Σταμάτιος ὁ Μάρτυρας
O Σταμάτιος εύρε των κάτω στάσιν,
Αεικίνητον δ’ εύρε των άνω δρόμον.
Αεικίνητον δ’ εύρε των άνω δρόμον.
Ο Άγιος νεομάρτυρας Σταμάτιος, καταγόταν από ένα χωριό του Βόλου, τον Άγιο Γεώργιο, της επαρχίας Δημητριάδος.
Συνέβη κάποτε να έρθει κάποιος αγάς στην περιοχή τους για να συγκεντρώσει τον φόρο του χαρατσιού. Ο αγάς αυτός ήταν πολύ καταπιεστικός στη συλλογή του φόρου, αυθαιρετούσε, καταδυνάστευε και αδικούσε τους Χριστιανούς. Απελπισμένοι οι κάτοικοι αποφάσισαν να στείλουν μια αντιπροσωπία στην Κωνσταντινούπολη, στην Υψηλή Πύλη, μήπως κι εύρουν το δίκιο τους.
Μεταξύ των μελών της αντιπροσωπίας ήταν και ο Σταμάτιος. Παρουσιάστηκαν λοιπόν στον Βεζύρη και άρχισαν να του παραπονιούνται για τις αδικίες του αγά.
Ο Βεζύρης όμως , επειδή ήταν φίλος με τον φοροεισπράκτορα, διέταξε να τους πετάξουν έξω σπρώχνοντάς τους και χτυπώντας τους. Ορισμένοι από την αντιπροσωπία, μεταξύ αυτών και ο άγιος, διαμαρτύρονταν έντονα και φώναζαν για την αδικία που γινόταν.
Τότε κάποιοι παριστάμενοι Τούρκοι αξιωματούχοι, φίλοι του αγά, τον ξεχώρισαν και τον πήγαν στον Βεζύρη ψευδομαρτυρώντας και συκοφαντώντας τον άγιο ότι είχε γίνει τούρκος και τώρα εμφανίζεται ως χριστιανός. Ο άγιος φυσικά αρνήθηκε εντονώτατα μπροστά στον Βεζύρη την κατηγορία. Εκείνος όμως τον έστειλε στον αρμόδιο γι’ αυτές τις υποθέσεις κριτή, όπου ανακρινόμενος ο άγιος και πάλι αρνήθηκε την κατηγορία λέγοντας πως πρόκειται για συκοφαντία. Ο δικαστής τότε του λέει: «Κι αν δεν έγινες, γίνε τώρα». Ο άγιος μάρτυρας με μεγάλη φωνή του απάντησε: «μη γένοιτο να γίνω τόσο ανόητος και ν’ αρνηθώ τον Χριστό μου. Καλύτερα να πεθάνω και να είμαι με τον Χριστό μου, παρά να ζω σ’ αυτόν τον κόσμο με μύριες απολαύσεις και δόξες».
Ο δικαστής βλέποντας τη σταθερότητα του μάρτυρα τον έστειλε στον Βεζύρη, ο οποίος προσπάθησε με πολλούς τρόπους, κολακείες, υποσχέσεις, τιμές και αξιώματα να μεταπείσει τον μάρτυρα. Μέχρι και υπασπιστή του υποσχέθηκε να τον κάνει. Ο άγιος για δεύτερη φορά με δυνατή φωνή σταθερά ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό λέγοντας: «Εγώ πλούτο και δόξα και τιμή έχω τον Χριστό μου, ο οποίος μου έχει κατοικία στους ουρανούς, δόξα και ζωή αιώνια. Οι δικές σου τιμές και δόξες είναι φθαρτές και μάταιες και γρήγορα χάνονται μαζί με εκείνους που τις επιδιώκουν».
Ο Βεζύρης διέταξε να φυλακιστεί και να βασανιστεί. Μετά από κάποιες ημέρες διέταξε να τον φέρουν πάλι μπροστά του, όπου ξανά προσπάθησε με θέλγητρα και φόβητρα να τον μεταπείσει. Ο μάρτυς για τελευταία φορά του απάντησε: «Ακόμα και με μύριους θανάτους να με καταδικάσεις, εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Είμαι έτοιμος να βασανίζομαι για το όνομά Του σε όλη μου τη ζωή».
Τότε ο βεζύρης οργισμένος τον παρέδωσε στον έπαρχο να τον θανατώσει. Τον αποκεφάλισαν στις 16 Αυγούστου 1680 μ.Χ. ημέρα Δευτέρα, μπροστά στο βασιλικό παλάτι, στην Αγία Σοφία.
Μαρτύριο του Αγίου, που συνέγραψε ο μοναχός Ιάκωβος ο Αγιορείτης το 1680 μ.Χ., βρίσκεται στον υπ' αριθμ. 805 Κώδικα της Μονής Βατοπεδίου, φ. 12α-14.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ὁ μάρτυς Σταμάτιος ἐν τῆ ἀθλήσει αὐτοῦ, ἡμᾶς συνεκάλεσε μέλψαι την μνήμην αὐτοῦ, την θείαν ἐν ἄσμασιν, οὗτος γάρ ὁ γενναῖος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, ἤσχυνε τούς τῆς Ἄγαρ ἀσεβεῖς ἀποτόμως, διό καί διά ξίφους ἀπήλειφε.
Συνέβη κάποτε να έρθει κάποιος αγάς στην περιοχή τους για να συγκεντρώσει τον φόρο του χαρατσιού. Ο αγάς αυτός ήταν πολύ καταπιεστικός στη συλλογή του φόρου, αυθαιρετούσε, καταδυνάστευε και αδικούσε τους Χριστιανούς. Απελπισμένοι οι κάτοικοι αποφάσισαν να στείλουν μια αντιπροσωπία στην Κωνσταντινούπολη, στην Υψηλή Πύλη, μήπως κι εύρουν το δίκιο τους.
Μεταξύ των μελών της αντιπροσωπίας ήταν και ο Σταμάτιος. Παρουσιάστηκαν λοιπόν στον Βεζύρη και άρχισαν να του παραπονιούνται για τις αδικίες του αγά.
Ο Βεζύρης όμως , επειδή ήταν φίλος με τον φοροεισπράκτορα, διέταξε να τους πετάξουν έξω σπρώχνοντάς τους και χτυπώντας τους. Ορισμένοι από την αντιπροσωπία, μεταξύ αυτών και ο άγιος, διαμαρτύρονταν έντονα και φώναζαν για την αδικία που γινόταν.
Τότε κάποιοι παριστάμενοι Τούρκοι αξιωματούχοι, φίλοι του αγά, τον ξεχώρισαν και τον πήγαν στον Βεζύρη ψευδομαρτυρώντας και συκοφαντώντας τον άγιο ότι είχε γίνει τούρκος και τώρα εμφανίζεται ως χριστιανός. Ο άγιος φυσικά αρνήθηκε εντονώτατα μπροστά στον Βεζύρη την κατηγορία. Εκείνος όμως τον έστειλε στον αρμόδιο γι’ αυτές τις υποθέσεις κριτή, όπου ανακρινόμενος ο άγιος και πάλι αρνήθηκε την κατηγορία λέγοντας πως πρόκειται για συκοφαντία. Ο δικαστής τότε του λέει: «Κι αν δεν έγινες, γίνε τώρα». Ο άγιος μάρτυρας με μεγάλη φωνή του απάντησε: «μη γένοιτο να γίνω τόσο ανόητος και ν’ αρνηθώ τον Χριστό μου. Καλύτερα να πεθάνω και να είμαι με τον Χριστό μου, παρά να ζω σ’ αυτόν τον κόσμο με μύριες απολαύσεις και δόξες».
Ο δικαστής βλέποντας τη σταθερότητα του μάρτυρα τον έστειλε στον Βεζύρη, ο οποίος προσπάθησε με πολλούς τρόπους, κολακείες, υποσχέσεις, τιμές και αξιώματα να μεταπείσει τον μάρτυρα. Μέχρι και υπασπιστή του υποσχέθηκε να τον κάνει. Ο άγιος για δεύτερη φορά με δυνατή φωνή σταθερά ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό λέγοντας: «Εγώ πλούτο και δόξα και τιμή έχω τον Χριστό μου, ο οποίος μου έχει κατοικία στους ουρανούς, δόξα και ζωή αιώνια. Οι δικές σου τιμές και δόξες είναι φθαρτές και μάταιες και γρήγορα χάνονται μαζί με εκείνους που τις επιδιώκουν».
Ο Βεζύρης διέταξε να φυλακιστεί και να βασανιστεί. Μετά από κάποιες ημέρες διέταξε να τον φέρουν πάλι μπροστά του, όπου ξανά προσπάθησε με θέλγητρα και φόβητρα να τον μεταπείσει. Ο μάρτυς για τελευταία φορά του απάντησε: «Ακόμα και με μύριους θανάτους να με καταδικάσεις, εγώ τον Χριστό μου δεν τον αρνούμαι. Είμαι έτοιμος να βασανίζομαι για το όνομά Του σε όλη μου τη ζωή».
Τότε ο βεζύρης οργισμένος τον παρέδωσε στον έπαρχο να τον θανατώσει. Τον αποκεφάλισαν στις 16 Αυγούστου 1680 μ.Χ. ημέρα Δευτέρα, μπροστά στο βασιλικό παλάτι, στην Αγία Σοφία.
Μαρτύριο του Αγίου, που συνέγραψε ο μοναχός Ιάκωβος ο Αγιορείτης το 1680 μ.Χ., βρίσκεται στον υπ' αριθμ. 805 Κώδικα της Μονής Βατοπεδίου, φ. 12α-14.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ὁ μάρτυς Σταμάτιος ἐν τῆ ἀθλήσει αὐτοῦ, ἡμᾶς συνεκάλεσε μέλψαι την μνήμην αὐτοῦ, την θείαν ἐν ἄσμασιν, οὗτος γάρ ὁ γενναῖος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, ἤσχυνε τούς τῆς Ἄγαρ ἀσεβεῖς ἀποτόμως, διό καί διά ξίφους ἀπήλειφε.
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος ὁ Μάρτυρας ὁ Νέος
Ο Άγιος Απόστολος ο Νέος, γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου το 1667 μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Κώστας Σταματίου και η μητέρα του Μέλω. Σε ηλικία 15 χρονών έμεινε ορφανός και το 1682 μ.Χ. πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργαζόταν σ' ένα καπηλιό.
Ενώ ο άγιος είχε ήδη τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, συνέβη το εξής γεγονός στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι κάτοικοι του Αγίου Λαυρεντίου και της περιοχής, επειδή καταπιέζονταν σκληρά από τη βαριά και άδικη φορολογία, αποφάσισαν να προσφύγουν στους επιτρόπους του Σουλτάνου, η οποία όριζε τα χωριά εκείνα. Πράγματι επέτυχαν κάποια μείωση της φορολογίας και επέστρεψαν. Ο Βοεβόδας όμως όχι μόνο δεν αναγνώρισε τα έγγραφα των επιτρόπων και τα απέρριψε ως πλαστά αλλά συνέλαβε και τρεις από την επιτροπή των κατοίκων, που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη, τους έδεσε ως κακούργους, τους πήγε ο ίδιος στην Πόλη και ενήργησε να φυλακιστούν ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Όταν το έμαθαν αυτό οι συμπατριώτες τους στέλνουν αμέσως στην Πόλη μια επιτροπή σκοπεύοντας να απευθυνθούν στην ίδια την βασιλομήτορα για να ελευθερώσουν τους δεσμώτες. Καθώς δεν γνώριζαν πως και που θα έπρεπε να απευθυνθούν, προθυμοποιήθηκε ο Άγιος Απόστολος να τους βοηθήσει, αφού γνώριζε καλά και την τουρκική γλώσσα. Πήρε μάλιστα ο ίδιος την αναφορά και την έδωσε σε ανώτατο αξιωματούχο του Σουλτάνου.
Ενώ ο άγιος είχε ήδη τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, συνέβη το εξής γεγονός στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι κάτοικοι του Αγίου Λαυρεντίου και της περιοχής, επειδή καταπιέζονταν σκληρά από τη βαριά και άδικη φορολογία, αποφάσισαν να προσφύγουν στους επιτρόπους του Σουλτάνου, η οποία όριζε τα χωριά εκείνα. Πράγματι επέτυχαν κάποια μείωση της φορολογίας και επέστρεψαν. Ο Βοεβόδας όμως όχι μόνο δεν αναγνώρισε τα έγγραφα των επιτρόπων και τα απέρριψε ως πλαστά αλλά συνέλαβε και τρεις από την επιτροπή των κατοίκων, που είχαν πάει στην Κωνσταντινούπολη, τους έδεσε ως κακούργους, τους πήγε ο ίδιος στην Πόλη και ενήργησε να φυλακιστούν ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Όταν το έμαθαν αυτό οι συμπατριώτες τους στέλνουν αμέσως στην Πόλη μια επιτροπή σκοπεύοντας να απευθυνθούν στην ίδια την βασιλομήτορα για να ελευθερώσουν τους δεσμώτες. Καθώς δεν γνώριζαν πως και που θα έπρεπε να απευθυνθούν, προθυμοποιήθηκε ο Άγιος Απόστολος να τους βοηθήσει, αφού γνώριζε καλά και την τουρκική γλώσσα. Πήρε μάλιστα ο ίδιος την αναφορά και την έδωσε σε ανώτατο αξιωματούχο του Σουλτάνου.
Εκείνος όμως είχε ήδη δεχθεί τις διαβολές του Βοεβόδα του Πηλίου. Διέταξε αμέσως εξαγριωμένος να συλληφθεί ο Άγιος και να παραδοθεί στον Βοεβόδα για να τιμωρηθεί για την αυθάδειά του. Ο Βοεβόδας διέταξε να τον δέσουν με αλυσίδες και του ζήτησε χαράτσι τεσσάρων ετών για όσο χρόνο έλειπε από το χωριό του.
Ωστόσο, επειδή φοβόταν μήπως προσφύγουν οι υπόλοιποι της επιτροπής στην ίδια τη βασιλομήτορα, σκεφτόταν ν’ απολύσει τελικά τους τέσσερις κρατούμενους. Κάποιος όμως συμπατριώτης του Αγίου, ζηλότυπος γέρος, από φθόνο μήπως ένα ασήμαντο και φτωχό παιδί θεωρηθεί ευεργέτης του τόπου του, τον συκοφάντησε ότι αυτός υποκίνησε την όλη υπόθεση και ότι αν τον ελευθέρωνε σίγουρα θα καταμήνυε τον Βοεβόδα στην βασιλομήτορα. Έτσι ο Βοεβόδας διέταξε να τον βασανίσουν σκληρά μέχρι θανάτου.
Ενώ ο άγιος βασανιζόταν άσπλαχνα κάποια μέρα κατάφερε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και προσπάθησε αργοπατώντας να δραπετεύσει. Τον αντιλήφθησαν όμως από τον θόρυβο των αλυσίδων και τον συνέλαβαν. Ο Βοεβόδας ήρθε τότε και άρχισε να τον χτυπά με ένα τσεκούρι. Ο άγιος του λέγει: «τι με χτυπάς με τόση σκληροκαρδία; Ή δεν γνωρίζεις ότι είμαι και από σένα και από τους υπηρέτες σου καλύτερος»; Αυτό θεωρήθηκε ομολογία πίστεως στο ισλάμ, ότι δήθεν ο Άγιος έλεγε πως είναι καλύτερος μωαμεθανός από αυτούς και αμέσως ο Βοεβόδας διέταξε να περιτμηθεί. Ο Άγιος αντιστεκόταν γενναία λέγοντας: «εγώ Χριστιανός είμαι και δεν αρνούμαι την αγία μου πίστη».
Τον βασάνισαν τότε και τον έκλεισαν στη φυλακή των κακούργων. Κατόπιν τον οδήγησαν στον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη των μουσουλμάνων και τους άλλους αξιωματούχους οι οποίοι άρχισαν με κολακείες και υποσχέσεις για αξιώματα, πλούτη, τιμές την προσπάθεια για εξισλαμισμό. Επειδή ο άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του τον οδήγησαν στον βεζύρη, ο οποίος προσπάθησε και αυτός με τη σειρά του να εξισλαμίσει τον μάρτυρα με ακόμα μεγαλύτερες υποσχέσεις.
Ενώ ο άγιος βασανιζόταν άσπλαχνα κάποια μέρα κατάφερε να ελευθερώσει το ένα του πόδι και προσπάθησε αργοπατώντας να δραπετεύσει. Τον αντιλήφθησαν όμως από τον θόρυβο των αλυσίδων και τον συνέλαβαν. Ο Βοεβόδας ήρθε τότε και άρχισε να τον χτυπά με ένα τσεκούρι. Ο άγιος του λέγει: «τι με χτυπάς με τόση σκληροκαρδία; Ή δεν γνωρίζεις ότι είμαι και από σένα και από τους υπηρέτες σου καλύτερος»; Αυτό θεωρήθηκε ομολογία πίστεως στο ισλάμ, ότι δήθεν ο Άγιος έλεγε πως είναι καλύτερος μωαμεθανός από αυτούς και αμέσως ο Βοεβόδας διέταξε να περιτμηθεί. Ο Άγιος αντιστεκόταν γενναία λέγοντας: «εγώ Χριστιανός είμαι και δεν αρνούμαι την αγία μου πίστη».
Τον βασάνισαν τότε και τον έκλεισαν στη φυλακή των κακούργων. Κατόπιν τον οδήγησαν στον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη των μουσουλμάνων και τους άλλους αξιωματούχους οι οποίοι άρχισαν με κολακείες και υποσχέσεις για αξιώματα, πλούτη, τιμές την προσπάθεια για εξισλαμισμό. Επειδή ο άγιος έμενε σταθερός στην πίστη του τον οδήγησαν στον βεζύρη, ο οποίος προσπάθησε και αυτός με τη σειρά του να εξισλαμίσει τον μάρτυρα με ακόμα μεγαλύτερες υποσχέσεις.
Ο άγιος ούτε καν πρόσεχε τα λόγια τους αλλά τους έλεγε: «Μην αργοπορείτε και χάνετε τον καιρό σας, ό,τι είναι να κάνετε κάντε το γρήγορα. Οποιονδήποτε θάνατο και αν μου δώσετε θα τον δεχθώ προθυμότατα για χάρη του Χριστού μου. Μην αργοπορείτε λοιπόν. Θέλετε να με κάψετε; Να μαζέψω εγώ τα ξύλα και να ετοιμάσω την φωτιά. Θέλετε να με απαγχονίσετε; Να ετοιμάσω με τα ίδια μου τα χέρια τη θηλειά. Θέλετε να με αποκεφαλίσετε;
Δώστε μου το ξίφος να το ακονίσω εγώ όσο χρειάζεται». Μη μπορώντας να τον ανεχθούν άλλο διέταξε ο βεζύρης τον αποκεφαλισμό του. Αφού όλη εκείνη τη νύχτα τον βασάνισαν, πριν ακόμη ξημερώσει τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Κάποιους Χριστιανούς που συνάντησαν τους χαιρέτισε ταπεινά και ζήτησε να τον συγχωρήσουν. Εκείνοι κατάλαβαν τον λόγο, ακολούθησαν φοβισμένοι από μακριά και υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του τέλους του.
Σην πύλη του Γενή τζαμιού προς τον Κεράτιο ο Άγιος γονάτισε και περίμενε τον δήμιο. Οι άπιστοι προσπάθησαν και αυτή την τελευταία στιγμή να κάμψουν το φρόνημά του, μάταια όμως. Ο δήμιος για να κάνει οδυνηρότερη την εκτέλεση τον χτύπησε τρεις φορές στο λαιμό με το ξίφος και μετά αρπάζοντας με το αιμοβόρο του χέρι τα μαλλιά του αγίου τον αποκεφάλισε. Ήταν δεκαεννέα ετών.
Ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα καθόταν λίγο πιο πέρα από το άγιο λείψανο, ένα αστέρι από τον ουρανό κατέβηκε, στάθηκε πάνω από το άγιο λείψανο και σχημάτιζε σταυρό. Συγχρόνως πλήθος ανθρώπων εμφανίστηκε και περικύκλωνε τον μάρτυρα. Νομίζοντας ότι το πλήθος εκείνο είναι Χριστιανοί που ήρθαν να κλέψουν το λείψανο όρμησαν κατά κει αλλά πλησιάζοντας δεν είδαν τίποτα πέρα από το ιερό σώμα του αγίου.
Επειδή ξημέρωνε και άρχισε η κίνηση, φοβήθηκαν οι εκτελεστές μήπως αντιληφθούν οι Χριστιανοί τι συνέβαινε και ζητήσουν να πάρουν τον άγιο να τον θάψουν και να τον τιμούν. Έριξαν αμέσως το σώμα στη θάλασσα, την δε κεφαλή πήγαν στον βεζύρη ως απόδειξη της εκτέλεσης. Το άγιο λείψανο αντί να βυθισθεί βγήκε πλέοντας από τον Κεράτιο αλλά μένει άγνωστο το που προσορμίστηκε. Την αγία κεφαλή ζήτησαν μέσω του Πατριαρχείου οι Χριστιανοί που είχε συναντήσει ο άγιος στο δρόμο, για να την θάψουν δήθεν. Την έβαλαν σε αργυρή θήκη και την κατέθεσαν στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου στα Ταταύλα.
Αργότερα ο Δοσίθεος Σελευκείας, συμπατριώτης του μάρτυρος, την έστειλε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο σπίτι του, που είχε ανοικοδομηθεί σε ναό, μετά από θαυμαστή προτροπή του ίδιου του Αγίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα τῆς Θεσσαλίας, νέον καύχημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Νεομάρτυς Ἀπόστολε, ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ ἀθλήσας στερρότατα, τῆς εὐσέβειας τὴν δόξαν ἐτράνωσας. Ἄλλα πρέσβευε Κυρίω τῷ Σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἤμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀνδρικῷ φρονήματι, ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ, διαπρέπον ἔνδοξε, ὡς στρατιώτης τοῦ Λόγου, ᾔσχυνας, τῶν ἐναντίων τὰς ἐπινοίας, ἤθλησας, μέχρι θανάτου γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Μεγαλομάρτυς Χριστοῦ Ἀπόστολε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, καὶ τῆς Λαυρεντίου, κωμοπόλεως ἀρωγός· χαίροις ὁ τῷ αἷμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐκχέας, Ἀπόστολε παμμάκαρ, πιστῶν βοήθεια.
Ενώ το εκτελεστικό απόσπασμα καθόταν λίγο πιο πέρα από το άγιο λείψανο, ένα αστέρι από τον ουρανό κατέβηκε, στάθηκε πάνω από το άγιο λείψανο και σχημάτιζε σταυρό. Συγχρόνως πλήθος ανθρώπων εμφανίστηκε και περικύκλωνε τον μάρτυρα. Νομίζοντας ότι το πλήθος εκείνο είναι Χριστιανοί που ήρθαν να κλέψουν το λείψανο όρμησαν κατά κει αλλά πλησιάζοντας δεν είδαν τίποτα πέρα από το ιερό σώμα του αγίου.
Επειδή ξημέρωνε και άρχισε η κίνηση, φοβήθηκαν οι εκτελεστές μήπως αντιληφθούν οι Χριστιανοί τι συνέβαινε και ζητήσουν να πάρουν τον άγιο να τον θάψουν και να τον τιμούν. Έριξαν αμέσως το σώμα στη θάλασσα, την δε κεφαλή πήγαν στον βεζύρη ως απόδειξη της εκτέλεσης. Το άγιο λείψανο αντί να βυθισθεί βγήκε πλέοντας από τον Κεράτιο αλλά μένει άγνωστο το που προσορμίστηκε. Την αγία κεφαλή ζήτησαν μέσω του Πατριαρχείου οι Χριστιανοί που είχε συναντήσει ο άγιος στο δρόμο, για να την θάψουν δήθεν. Την έβαλαν σε αργυρή θήκη και την κατέθεσαν στον ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου στα Ταταύλα.
Αργότερα ο Δοσίθεος Σελευκείας, συμπατριώτης του μάρτυρος, την έστειλε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο σπίτι του, που είχε ανοικοδομηθεί σε ναό, μετά από θαυμαστή προτροπή του ίδιου του Αγίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα τῆς Θεσσαλίας, νέον καύχημα τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Νεομάρτυς Ἀπόστολε, ὑπὲρ Χριστοῦ γὰρ ἀθλήσας στερρότατα, τῆς εὐσέβειας τὴν δόξαν ἐτράνωσας. Ἄλλα πρέσβευε Κυρίω τῷ Σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἤμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀνδρικῷ φρονήματι, ἐν νεαρᾷ ἡλικίᾳ, διαπρέπον ἔνδοξε, ὡς στρατιώτης τοῦ Λόγου, ᾔσχυνας, τῶν ἐναντίων τὰς ἐπινοίας, ἤθλησας, μέχρι θανάτου γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, Μεγαλομάρτυς Χριστοῦ Ἀπόστολε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, καὶ τῆς Λαυρεντίου, κωμοπόλεως ἀρωγός· χαίροις ὁ τῷ αἷμα, ὑπὲρ Χριστοῦ ἐκχέας, Ἀπόστολε παμμάκαρ, πιστῶν βοήθεια.
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος Ἐπίσκοπος Εὐρίπου κτίτορας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πεντέλης
Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος γεννήθηκε στὸν Κάλαμο Ἀττικῆς τὸ 1510. Ὁ Πατέρας του ἦταν ἱερέας καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἔμαθε τὰ πρῶτα χριστιανικὰ γράμματα.
Στὴν συνέχεια μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἐπισκόπου Ὠρωποῦ, σπούδασε στὴν Ἀθῆνα καὶ ἐν συνεχείᾳ ξαναγύρισε πίσω καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου, τὴν θέση ἀνέλαβε ὁ Τιμόθεος ὁ ὁποῖος κάνοντας παρὰ πολὺ μεγάλο, τόσο πνευματικὸ ὅσο καὶ ὑλικὸ ἔργο, ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ ἀργότερα ἐκλέχθηκε καὶ ἀρχιεπίσκοπος Εὐρίπου (Χαλκίδος).
Οἱ δυσκολίες ὅμως τὸν ἐξανάγκασαν νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ καταφύγει τὸ 1575, στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του τὸν Κάλαμο. Ἐν συνεχείᾳ ἀναχώρησε γιὰ τὸ ὄρος τῆς Πεντέλης ὅπου τὸ 1578 ἔχτισε τὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης.
Τὸ 1590 πῆγε στὴν Κέα ὅπου στὶς 16 Αὐγούστου, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του. Ἡ ἁγία κάρα του φυλάσσεται μέχρι σήμερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Καλάμου κοσμήτωρ καὶ Εὐρίπου διδάσκαλος, καὶ Μονῆς Πεντέλης δομήτωρ, Ἱεράρχα Τιμόθεε, ἐδείχθης εὐδοκίᾳ θεϊκῇ, ὡς πλήρης οὐρανίων δωρεῶν· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τελοῦμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχην τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατον
Καὶ τῶν Ὁσίων κοινωνὸν καὶ ἰσοστάσιον
Ἀνυμνοῦμέν σε ἡ ποίμνη σου θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς κτίτωρ τῆς Μονῆς Πεντέλης ἔνθεος
Ταύτην σκέπε ἐκ παντοίων περιστάσεων,
Ἵνα κράζῃ σοι, χαίροις Πάτερ Τιμόθεε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ Καλάμου θεῖος βλαστός, πρόεδρος Εὐρίπου, καὶ Ὁσίων ὁ κοινωνός· χαίροις ὁ Πεντέλης, Μονῆς θεῖος δομήτωρ, καὶ μέγας ἀντιλήπτωρ, Πάτερ Τιμόθεε.
Στὴν συνέχεια μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἐπισκόπου Ὠρωποῦ, σπούδασε στὴν Ἀθῆνα καὶ ἐν συνεχείᾳ ξαναγύρισε πίσω καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου, τὴν θέση ἀνέλαβε ὁ Τιμόθεος ὁ ὁποῖος κάνοντας παρὰ πολὺ μεγάλο, τόσο πνευματικὸ ὅσο καὶ ὑλικὸ ἔργο, ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τὸν λαὸ καὶ ἀργότερα ἐκλέχθηκε καὶ ἀρχιεπίσκοπος Εὐρίπου (Χαλκίδος).
Οἱ δυσκολίες ὅμως τὸν ἐξανάγκασαν νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ καταφύγει τὸ 1575, στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα του τὸν Κάλαμο. Ἐν συνεχείᾳ ἀναχώρησε γιὰ τὸ ὄρος τῆς Πεντέλης ὅπου τὸ 1578 ἔχτισε τὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης.
Τὸ 1590 πῆγε στὴν Κέα ὅπου στὶς 16 Αὐγούστου, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦμα του. Ἡ ἁγία κάρα του φυλάσσεται μέχρι σήμερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πεντέλης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Καλάμου κοσμήτωρ καὶ Εὐρίπου διδάσκαλος, καὶ Μονῆς Πεντέλης δομήτωρ, Ἱεράρχα Τιμόθεε, ἐδείχθης εὐδοκίᾳ θεϊκῇ, ὡς πλήρης οὐρανίων δωρεῶν· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τελοῦμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς Ἱεράρχην τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατον
Καὶ τῶν Ὁσίων κοινωνὸν καὶ ἰσοστάσιον
Ἀνυμνοῦμέν σε ἡ ποίμνη σου θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς κτίτωρ τῆς Μονῆς Πεντέλης ἔνθεος
Ταύτην σκέπε ἐκ παντοίων περιστάσεων,
Ἵνα κράζῃ σοι, χαίροις Πάτερ Τιμόθεε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὁ Καλάμου θεῖος βλαστός, πρόεδρος Εὐρίπου, καὶ Ὁσίων ὁ κοινωνός· χαίροις ὁ Πεντέλης, Μονῆς θεῖος δομήτωρ, καὶ μέγας ἀντιλήπτωρ, Πάτερ Τιμόθεε.
Ὁ Ὅσιος Χαιρήμων
Λήξει βίου σου χαῖρε, Χαιρήμων μάκαρ.
Ἀρχὴν γὰρ εἶδες τῆς ἀμοιβῆς τῶν πόνων.
Ο Όσιος Χαιρήμων ήταν ασκητής της ερήμου. Απεβίωσε ειρηνικά την ώρα που εργαζόταν.
Ἀρχὴν γὰρ εἶδες τῆς ἀμοιβῆς τῶν πόνων.
Ο Όσιος Χαιρήμων ήταν ασκητής της ερήμου. Απεβίωσε ειρηνικά την ώρα που εργαζόταν.
Ὁ Ἅγιος Ἀλκιβιάδης ὁ Μάρτυρας
Aλκιβιάδου σάρκα πυρ κατεσθίει,
Mωσής αν είπε θείος ωσεί καλάμην.
Ο Άγιος Αλκιβιάδης μαρτύρησε δια πυρός. Ίσως είναι ο ίδιος μ' αυτόν της 2ας Ιουνίου.
Mωσής αν είπε θείος ωσεί καλάμην.
Ο Άγιος Αλκιβιάδης μαρτύρησε δια πυρός. Ίσως είναι ο ίδιος μ' αυτόν της 2ας Ιουνίου.
Οἱ Ἅγιοι 33 Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη
Στερρὸς στρατός τε καὶ συνασπισμὸς μέγας,
Ξίφει πεσών, στράτευμα δαιμόνων πρέπει.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Στερρὸς στρατός τε καὶ συνασπισμὸς μέγας,
Ξίφει πεσών, στράτευμα δαιμόνων πρέπει.
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Η εν τω Ναώ της Ζωοδόχου Πηγής εξάντλησις του Αγιασμού και αύθις ανάδοσις
Πηγὴ κενοῦται θαυματουργῶν ὑδάτων,
Πληρουμένη δέ, θαυματουργεῖ καὶ πλέον.
Δεν έχουμε λεπτομέριες για το γεγονός.
Πηγὴ κενοῦται θαυματουργῶν ὑδάτων,
Πληρουμένη δέ, θαυματουργεῖ καὶ πλέον.
Δεν έχουμε λεπτομέριες για το γεγονός.
Μνήμη Σεισμού
Στῆσον φόβῳ σῷ ἡμῶν τὰς διανοίας,
Τῇ σαλεύσει Δέσποτα, γῆς θεμελίων.
Στῆσον φόβῳ σῷ ἡμῶν τὰς διανοίας,
Τῇ σαλεύσει Δέσποτα, γῆς θεμελίων.
Tη αυτή ημέρα συνέφθασε και η μνήμη της μετά οικτιρμών επενεχθείσης ημίν εν τοις πάλαι χρόνοις, φοβεράς απειλής του σεισμού, ης παρ’ ελπίδα πάσαν ελυτρώσατο ημάς ο Πανοικτίρμων Θεός.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Μοναχός
Tί δαί συ Nικόδημε; ειπέ σον πάθος.
Tεθανάτωμαι δι’ αγάπην Kυρίου.
Tί δαί συ Nικόδημε; ειπέ σον πάθος.
Tεθανάτωμαι δι’ αγάπην Kυρίου.
Ο νέος Οσιομάρτυρας Νικόδημος, από τα Μετέωρα, μαρτύρησε για την ευσέβεια του στις 16 Αυγούστου 1551 μ.Χ.
Δεν έχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τον βίο του Οσιομάρτυρα.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σελ. 103), χωρὶς νὰ δηλώνεται ἡ ἀρχιεπισκοπή του. Ἴσως νὰ ἦταν κάποιος ἀπὸ τοὺς Ἀρχιεπισκόπους τοῦ Ἱεροσολυμιτικοῦ θρόνου.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Ἐρικούσιος
Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωάννου Λασκάρεως, ἀδελφοῦ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδώρου Λασκάρεως, ποὺ βασίλευσε στὴ Νίκαια τὸ 1204.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἀπὸ τὸν διωγμὸ τῶν Λατίνων, κατέφυγε στὰ παράλια του Πόντου στὴ Μονὴ Ἀκοιμήτων, ὅπου ἡγούμενος ἦταν ὁ Ὅσιος Μάρκελος, ὁ ὁποῖος τὸν χειροτόνησε Μοναχὸ μὲ τὸ ὄνομα Νεῖλος, ἀπὸ Νικόλαος ποὺ ἦταν τὸ ἀρχικό του.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια, τὸ 1261, ὁ Νεῖλος ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, πῆρε χρήματα ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ ἔφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἔμεινε ἕξι χρόνια. Κατόπιν ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ἐξοριστεῖ ἀπὸ τὸν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Α’ τὸν Παλαιολόγο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, στὴ Μονὴ Ἰβήρων ἔμεινε 10 χρόνια. Ἔπειτα, κλήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνδρόνικο Παλαιολόγο καὶ ἀφοῦ ἔλαβε χρήματα ἀπὸ τὴν ἀδελφή του, ταξίδεψε σὲ πολλοὺς τόπους τῆς Μεσογείου.
Κατέληξε σ’ ἕνα ἐρημονῆσι, τὴν Ἐρικοῦσα, ἀπ’ ὅπου πῆρε καὶ τὴν ἐπωνυμία Ἐρικούσιος. Τὸ νησὶ αὐτὸ ἦταν κοντὰ στὴν Κέρκυρα καὶ ἀσκήτευσε ἐκεῖ 10 χρόνια. Κατόπιν πέρασε στὴν Ἤπειρο, ὅπου στὴ Θεσπρωτία ἔκτισε τὴ Μονὴ Ἱερομερίου.
Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ πολλοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ἔφθασε σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἀπὸ τὸν διωγμὸ τῶν Λατίνων, κατέφυγε στὰ παράλια του Πόντου στὴ Μονὴ Ἀκοιμήτων, ὅπου ἡγούμενος ἦταν ὁ Ὅσιος Μάρκελος, ὁ ὁποῖος τὸν χειροτόνησε Μοναχὸ μὲ τὸ ὄνομα Νεῖλος, ἀπὸ Νικόλαος ποὺ ἦταν τὸ ἀρχικό του.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια, τὸ 1261, ὁ Νεῖλος ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, πῆρε χρήματα ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ ἔφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ἔμεινε ἕξι χρόνια. Κατόπιν ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ἐξοριστεῖ ἀπὸ τὸν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Α’ τὸν Παλαιολόγο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, στὴ Μονὴ Ἰβήρων ἔμεινε 10 χρόνια. Ἔπειτα, κλήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνδρόνικο Παλαιολόγο καὶ ἀφοῦ ἔλαβε χρήματα ἀπὸ τὴν ἀδελφή του, ταξίδεψε σὲ πολλοὺς τόπους τῆς Μεσογείου.
Κατέληξε σ’ ἕνα ἐρημονῆσι, τὴν Ἐρικοῦσα, ἀπ’ ὅπου πῆρε καὶ τὴν ἐπωνυμία Ἐρικούσιος. Τὸ νησὶ αὐτὸ ἦταν κοντὰ στὴν Κέρκυρα καὶ ἀσκήτευσε ἐκεῖ 10 χρόνια. Κατόπιν πέρασε στὴν Ἤπειρο, ὅπου στὴ Θεσπρωτία ἔκτισε τὴ Μονὴ Ἱερομερίου.
Ἐκεῖ, μετὰ ἀπὸ πολλοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ἔφθασε σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ νέος ἀσκητής ὁ ἐν Κεφαλληνίᾳ
Γέρα πρέπουσι Γερασίμῳ τῷ νέῳ,
Τῷ τοῖς γέρασι τῶν παλαιῶν στεφθέντι.
Τῷ τοῖς γέρασι τῶν παλαιῶν στεφθέντι.
Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ἀπεβίωσε τὴν 15η Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1579, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὴν ἡμέρα αὐτὴ πανηγυρίζετε ἡ μνήμη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τελεῖται ἡ ἑορτή του τὴν 20η Ὀκτωβρίου (ὅπου καὶ ὁ βίος του), τότε ποὺ ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ θαυματουργοῦ λειψάνου του. Τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὅμως, ἀναγράφηκε ἡ μνήμη τῆς κοιμήσεώς του καὶ γίνεται στὴν Κεφαλληνία μεγάλο πανηγύρι.
Εύρεσις των τιμίων λειψάνων των Αγίων Σεραφείμ, Δωρόθεου, Ιάκωβου, Δημήτριου, Βασίλειου και Σαράντη
Γι' αυτούς δεν αναφέρουν τίποτα οι Συναξαριστές. Ακολουθία τους συνέταξε ο π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Υπάρχει όμως παλιό χειρόγραφο, που φυλάσσεται στον φερώνυμο Ναό των Αγίων στα Μέγαρα Αττικής, που μας πληροφορεί ότι η εύρεση των τιμίων λειψάνων τους έγινε το έτος 1798 μ.Χ. σε τοποθεσίες της πόλεως των Μεγάρων, μετά από εμφάνιση τους σε όνειρο ενός εννιάχρονου παιδιού, που ονομαζόταν Παΐσιος.
Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ Μετεωρίτης
Ἐκ Τσιοτίου ἀπῆλθες θεοφόρε,
Καὶ ἐν τῷ βράχῳ ἀνῆλθες θεηγόρε,
ἔνθα θεοφιλῶς ἠσκήθης ἀπαύστως,
διὸ σὺ ἔλαβες στεφάνους ἐσχάτως.
Καὶ ἐν τῷ βράχῳ ἀνῆλθες θεηγόρε,
ἔνθα θεοφιλῶς ἠσκήθης ἀπαύστως,
διὸ σὺ ἔλαβες στεφάνους ἐσχάτως.
Δεν γνωρίζουμε βιογραφικά ή κάποια άλλα στοιχεία του Οσίου Δανιήλ. Ίσως έζησε τον 16ο αιώνα μ.Χ. Γνωρίζουμε όμως με βεβαιότητα ότι πατρίδα του είναι το Τσιότι (Φαρκαδόνα) των Τρικάλων και ότι μόνασε στα Μετέωρα.
Στη Μονή του Μεγάλου Μετεώρου φυλάσσεται η τιμία κάρα του σε επίχρυση λειψανοθήκη με την επιγραφή:
+ ΔΑΝΙΗΛ ΜΕΤΕΟΡ ΤΟΥ
ΚΑΙ ΕΚ ΤΖΙΟΤΙΟ. 1786
Το Α΄ Σάββατο των Νηστειών η Αγία Κάρα του μεταφέρεται στην Φαρκαδόνα (Τσιότι) για προσκύνηση και λιτάνευση και παραμένει εκεί μέχρι την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Τοιχογραφία του οσίου ιστορήθηκε πρόσφατα στην Ιερά μονή του Αγίου Στεφάνου Μετεώρων, δια χειρός Βλασίου Τσοτσώνη (1995 μ.Χ.)
Ακολουθία και Παρακλητικό κανόνα προς τιμήν του οσίου Δανιήλ του Μετεωρίτου συνέθεσε ο Γεώργιος Μηλίτσης, συνταξιούχος διδάσκαλος (1995 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τσιοτίου τὸν γόνον καὶ Τρικκαίων τὸ καυχημα, μονῆς Μετεώρου τὸ κλέος, καὶ Ἑλλάδος τὸ σέμνωμα, Δανιὴλ εὐφημήσωμεν πιστοί, τὸν μέγαν τοῦ Σωτῆρος ἀθλητήν, τὸν παρέχοντα ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς πίστει ἀνακράζουσι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρήσαντι ἡμῖν, τὴν πάντιμον κάραν σου.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ ἀνέτειλας ἐκ Τσιοτίου, καὶ πιστοὺς ἐδίδαξας διὰ τοῦ βίου σου σοφέ, ὑπομονὴν καὶ ἐγκράτειαν. Χαίροις θεόφρον, Δανιὴλ μακάριε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοὺς ἀγώνας σου Πάτερ, καὶ κατορθώματα τῶν Ὀρθοδόξων τὰ πλήθη τιμῶσιν σήμερον καὶ ἀγγέλων οἱ χοροὶ τούτους ἐθαύμασαν καὶ τῶν ὁσίων ἡ πληθὺς κατεπλάγη ἀγαθέ, διό σοι βοῶμεν πάντες · Μάκαρ, Ὅσιε Δανιήλ, ῥῦσαι ἐκ κινδύνων χαλεπῶν ἅπαντας.
Ὁ Οἶκος
Ὁ χορὸς τῶν πιστῶν συναγάλλεται, Δανιὴλ τὴν μνήμην γεραίροντες. Μοναχοὶ Θετταλοί, πανέλληνες καὶ Ὀρθόδοξοι, πτωχοὶ καὶ ἀυτόχθονες, ἐπὶ τῷ βράχῳ τῷ ὑψηλῷ πάντες δράμετε· ἡ σεπτὴ γὰρ αὐτοῦ κάρα νέμει ἰάσεις, καὶ πιστῶς οἱ λαοὶ ἀπαρύονται, καὶ Θεὸν ἀνυμνοῦσι τρανῶς βοῶντες· χαίροις θεόφρον, Δανιὴλ μακάριε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας ὁ ἀριστεύς, χαίροις Τσιοτίου ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός. Χαίροις Μετεώρων, ἀγλάϊσμα τὸ θεῖον. Ὦ! Δανιὴλ παμμάκαρ, πιστῶν τὸ στήριγμα.
Στη Μονή του Μεγάλου Μετεώρου φυλάσσεται η τιμία κάρα του σε επίχρυση λειψανοθήκη με την επιγραφή:
+ ΔΑΝΙΗΛ ΜΕΤΕΟΡ ΤΟΥ
ΚΑΙ ΕΚ ΤΖΙΟΤΙΟ. 1786
Το Α΄ Σάββατο των Νηστειών η Αγία Κάρα του μεταφέρεται στην Φαρκαδόνα (Τσιότι) για προσκύνηση και λιτάνευση και παραμένει εκεί μέχρι την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Τοιχογραφία του οσίου ιστορήθηκε πρόσφατα στην Ιερά μονή του Αγίου Στεφάνου Μετεώρων, δια χειρός Βλασίου Τσοτσώνη (1995 μ.Χ.)
Ακολουθία και Παρακλητικό κανόνα προς τιμήν του οσίου Δανιήλ του Μετεωρίτου συνέθεσε ο Γεώργιος Μηλίτσης, συνταξιούχος διδάσκαλος (1995 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τσιοτίου τὸν γόνον καὶ Τρικκαίων τὸ καυχημα, μονῆς Μετεώρου τὸ κλέος, καὶ Ἑλλάδος τὸ σέμνωμα, Δανιὴλ εὐφημήσωμεν πιστοί, τὸν μέγαν τοῦ Σωτῆρος ἀθλητήν, τὸν παρέχοντα ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς πίστει ἀνακράζουσι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρήσαντι ἡμῖν, τὴν πάντιμον κάραν σου.
Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ ἀνέτειλας ἐκ Τσιοτίου, καὶ πιστοὺς ἐδίδαξας διὰ τοῦ βίου σου σοφέ, ὑπομονὴν καὶ ἐγκράτειαν. Χαίροις θεόφρον, Δανιὴλ μακάριε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τοὺς ἀγώνας σου Πάτερ, καὶ κατορθώματα τῶν Ὀρθοδόξων τὰ πλήθη τιμῶσιν σήμερον καὶ ἀγγέλων οἱ χοροὶ τούτους ἐθαύμασαν καὶ τῶν ὁσίων ἡ πληθὺς κατεπλάγη ἀγαθέ, διό σοι βοῶμεν πάντες · Μάκαρ, Ὅσιε Δανιήλ, ῥῦσαι ἐκ κινδύνων χαλεπῶν ἅπαντας.
Ὁ Οἶκος
Ὁ χορὸς τῶν πιστῶν συναγάλλεται, Δανιὴλ τὴν μνήμην γεραίροντες. Μοναχοὶ Θετταλοί, πανέλληνες καὶ Ὀρθόδοξοι, πτωχοὶ καὶ ἀυτόχθονες, ἐπὶ τῷ βράχῳ τῷ ὑψηλῷ πάντες δράμετε· ἡ σεπτὴ γὰρ αὐτοῦ κάρα νέμει ἰάσεις, καὶ πιστῶς οἱ λαοὶ ἀπαρύονται, καὶ Θεὸν ἀνυμνοῦσι τρανῶς βοῶντες· χαίροις θεόφρον, Δανιὴλ μακάριε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας ὁ ἀριστεύς, χαίροις Τσιοτίου ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμός. Χαίροις Μετεώρων, ἀγλάϊσμα τὸ θεῖον. Ὦ! Δανιὴλ παμμάκαρ, πιστῶν τὸ στήριγμα.
Άγιος Ακάκιος Επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης
Χορήγει τά κρείττονα, τοῖς εὐλαβῶς εὐφηµοῦσί σε,
ὡς ἔνθεον φίλον τοῦ Σωτῆρος, ἱερέ Ἀκάκιε
ὡς ἔνθεον φίλον τοῦ Σωτῆρος, ἱερέ Ἀκάκιε
Ο Άγιος Ακάκιος έζησε στα τέλη του 15ου αιώνα μ.Χ. Χειροτονήθηκε επίσκοπος της ιστορικής επισκοπής Λητής και Ρεντίνης από τον τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και αργότερα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Άγιο Νήφωνα (βλέπε 11 Αυγούστου), με τον οποίο συνδεόταν πνευματικά. Όπως επίσης είχε στενή πνευματική σχέση με τον εκ Ζίχνης καταγόμενο Όσιο Θεόφιλο το Μυροβλύτη (βλέπε 8 Ιουλίου), τον οποίο και χειροτόνησε ιερέα. Ο Όσιος Θεόφιλος τον είχε Γέροντα, «διότι εὗρε τόν Ἀκάκιον εὐλαβῆ καί ἐνάρετον», όντως δοχείο ακακίας.
Έτσι, διά του Ακακίου, ο Όσιος Θεόφιλος, συνδέθηκε με τον Άγιο Νήφωνα, αλλά και με όλη εκείνη την ιερή συντροφιά που αποτελούσε τον περίγυρο του Αγίου Νήφωνος, δηλαδή τους μετέπειτα οσιομάρτυρες Μακάριο (βλέπε 14 Σεπτεμβρίου) και Ιωάσαφ (βλέπε 26 Οκτωβρίου), τον γέροντα Ιάκωβο τον Διονυσιάτη και τον διάκονο Ιάκωβο, που μαρτύρησαν στην Αδριανούπολη (βλέπε 1 Νοεμβρίου), τον Άγιο Θεωνά (βλέπε 4 Απριλίου), τους αυταδέλφους Αψαράδες Θεοφάνη και Νεκτάριο (βλέπε 17 Μαΐου), αλλά και τον γνωστό Άγιο Μάξιμο τον Γραικό (βλέπε 21 Ιανουαρίου).
Όταν ο Άγιος Νήφων, ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, έμαθε για τα μεγάλα και θαυμαστά, που συνέβησαν στην Αίγυπτο, απέστειλε εκεί, το 1486 μ.Χ., ίσως τον μόνο άνθρωπο που εμπιστευόταν απόλυτα και που διεκρίνετο για την σοφία και την αρετή του, τον Επίσκοπο Λητής και Ρεντίνης Ακάκιο, που τον ευλαβείτο και εσέβετο πολύ, μαζί με τον υποτακτικό του, τον Άγιο Θεόφιλο, και μια ομάδα ακόμη κληρικών, για να μάθουν καταλεπτώς και να πληροφορηθούν καλύτερα, διά της ακοής και των οφθαλμών τα γενόμενα. Μετέφεραν δε γράμμα του Νήφωνος προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Άγιο Ιωακείμ τον Πάνυ (βλέπε 17 Σεπτεμβρίου), όπου ευχαριστούσε τον Κύριο, που επήκουσε τις προσευχές του Ιωακείμ και ενήργησε διά τρόπου θαυμαστού τα μεγάλα αυτά θαύματα.
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ, δέχθηκε με πολύ αγάπη και χαρά τους φιλοξενουμένους του και τους κράτησε αρκετό καιρό στο Πατριαρχείο, όπου κατά τον συναξαριστή «τούς ἐπεριποιεῖτο καί τούς ἐφιλοφρόνει», δείχνοντας τον θαυμασμό για τις προσωπικότητες που του έστειλε ο Κωνσταντινουπόλεως.
Κατόπιν οι Όσιοι Ακάκιος και Θεόφιλος με τους λοιπούς της συνοδείας τους αναχώρησαν και πήγαν στο θεοβάδιστο όρος Σινά, και αφού προσκύνησαν ευλαβώς, πήγαν και στην έρημο, για να γνωρίσουν τους ασκητές της ερήμου και κατέληξαν στην αγία Πόλη, την Ιερουσαλήμ, και αφού προσκύνησαν κατά τον πόθο τους τον Ζωοδόχο Τάφο του Κυρίου, πήγαν στο όρος Θαβώρ, κατόπιν στη Δαμασκό, όπου συνάντησαν τον Πατριάρχη Αντιοχείας, ο οποίος τους έδωσε επιστολή για τον Κωνσταντινουπόλεως, και επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα.
Όταν ο Άγιος Νήφων, ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, έμαθε για τα μεγάλα και θαυμαστά, που συνέβησαν στην Αίγυπτο, απέστειλε εκεί, το 1486 μ.Χ., ίσως τον μόνο άνθρωπο που εμπιστευόταν απόλυτα και που διεκρίνετο για την σοφία και την αρετή του, τον Επίσκοπο Λητής και Ρεντίνης Ακάκιο, που τον ευλαβείτο και εσέβετο πολύ, μαζί με τον υποτακτικό του, τον Άγιο Θεόφιλο, και μια ομάδα ακόμη κληρικών, για να μάθουν καταλεπτώς και να πληροφορηθούν καλύτερα, διά της ακοής και των οφθαλμών τα γενόμενα. Μετέφεραν δε γράμμα του Νήφωνος προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Άγιο Ιωακείμ τον Πάνυ (βλέπε 17 Σεπτεμβρίου), όπου ευχαριστούσε τον Κύριο, που επήκουσε τις προσευχές του Ιωακείμ και ενήργησε διά τρόπου θαυμαστού τα μεγάλα αυτά θαύματα.
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ, δέχθηκε με πολύ αγάπη και χαρά τους φιλοξενουμένους του και τους κράτησε αρκετό καιρό στο Πατριαρχείο, όπου κατά τον συναξαριστή «τούς ἐπεριποιεῖτο καί τούς ἐφιλοφρόνει», δείχνοντας τον θαυμασμό για τις προσωπικότητες που του έστειλε ο Κωνσταντινουπόλεως.
Κατόπιν οι Όσιοι Ακάκιος και Θεόφιλος με τους λοιπούς της συνοδείας τους αναχώρησαν και πήγαν στο θεοβάδιστο όρος Σινά, και αφού προσκύνησαν ευλαβώς, πήγαν και στην έρημο, για να γνωρίσουν τους ασκητές της ερήμου και κατέληξαν στην αγία Πόλη, την Ιερουσαλήμ, και αφού προσκύνησαν κατά τον πόθο τους τον Ζωοδόχο Τάφο του Κυρίου, πήγαν στο όρος Θαβώρ, κατόπιν στη Δαμασκό, όπου συνάντησαν τον Πατριάρχη Αντιοχείας, ο οποίος τους έδωσε επιστολή για τον Κωνσταντινουπόλεως, και επέστρεψαν στα Ιεροσόλυμα.
Εκεί ο Όσιος Ακάκιος αιφνιδίως ασθένησε και «ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ». Ετάφη από τον υποτακτικό του Θεόφιλο με πολύ ευλάβεια, ο οποίος τον έθαψε κατά τις μοναχικές και ασκητικές παραδόσεις της εποχής, επειδή δε ήταν άκρως εχθρός της κενοδοξίας και της ματαιότητας του κόσμου, πιθανώς να τον έθαψε κάπου ταπεινά, όπως θα το ήθελε ο Ακάκιος, ο οποίος υπέγραφε άλλωστε ως «ὁ ταπεινός ἐπίσκοπος Λητῆς καί Ρεντίνης», κρυμμένος πάντα από τη δόξα των ανθρώπων.
Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του Θεοδώρου εν Ρωσία
Η ιερά εικόνα της Θεοτόκου, ονομάζεται «του Θεοδώρου», επειδή κάποτε βρισκόταν στο ναό του Αγίου Θεοδώρου της πόλεως Γκοροντζά της περιοχής του Νιζέγκοροντ.
Κατά την επιδρομή των Μογγόλων στην περιοχή, οι κάτοικοι έφυγαν χωρίς να προλάβουν να πάρουν μαζί τους την εικόνα, η οποία βρέθηκε το έτος 1239 μ.Χ. μέσα σε ένα δάσος από τον πρίγκιπα της Κοστρόμα, Βασίλειο Τζεορτζίεβιτς.
Σύναξη της Παναγίας Πρέκλας στην Σκιάθο
Πηγές:http://www.saint.gr/08/16/index.aspxΚατά την επιδρομή των Μογγόλων στην περιοχή, οι κάτοικοι έφυγαν χωρίς να προλάβουν να πάρουν μαζί τους την εικόνα, η οποία βρέθηκε το έτος 1239 μ.Χ. μέσα σε ένα δάσος από τον πρίγκιπα της Κοστρόμα, Βασίλειο Τζεορτζίεβιτς.
Σύναξη των εν Λευκάδι Αγίων
Κάθε πρώτη Κυριακή μετά την 15η Αυγούστου η τοπική Εκκλησία της Λευκάδας τιμά με έναν κοινό εορτασμό το σύνολο των Αγίων, τους
οποίους ο «χριστώνυμος λαός της νήσου Λευκάδος» αναγνωρίζει διαχρονικά
ως ευεργέτες του σε δύσκολες στιγμές και μεσίτες υπέρ του στον Θρόνο της
Χάριτος.
Η Ιερή εικόνα, με την επωνυμία «Οι Άγιοι της νήσου Λευκάδος», έργο των αδελφών της Ιεράς Μονής Παναχράντου Μεγάρων, βρίσκεται σε ειδικό προσκυνητάρι, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Ευαγγελιστρίας. Πρόκειται για μία πρωτότυπη αγιογραφική σύνθεση και ταυτόχρονα για ένα εξαιρετικό εικαστικό έργο. Χωρίς να αφίσταται από τους κανόνες της Ορθόδοξης αγιογραφίας, αποτυπώνει τις μορφές των Αγίων μας με ζωντανά χρώματα και γλυκιές (όχι γλυκερές) όψεις. Τις συνδυάζει ακόμη με την αποτύπωση προσκυνηυματικών τόπων και ιστορικών στιγμών της αγιολογίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας του νησιού μας. Το στιλβωτό χρυσό φόντο αισθητοποιεί την υπερουράνια λαμπρότητα, της οποίας μέτοχοι είναι οι Άγιοί μας.
Περιγράφοντας την εικόνα αυτή επιχειρούμε να προσεγγίσουμε συνοπτικά τις αγιασμένες μορφές που θα τιμώνται στο εξής από κοινού, όπως προαναφέραμε:
Στο κέντρο της εικόνας δεσπόζει η παράσταση της Παναγίας της Φανερωμένης (βλέπε περισσότερα εδώ), πολιούχου της νήσου Λευκάδος. Ως Βασίλισσα Ουρανού και γης η Θεοτόκος, κάθεται σε ψηλό θρόνο και κρατάει στα γόνατά Της, ως Θεομάνα, τον Ποιητή του κόσμου. Δεξιά και αριστερά, απονέμουν προσκυνήματα στον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του («σεβίζουν») δύο «Άγγελοι Κυρίου», όπως αναγράφεται στα φωτοστέφανά τους.
Λίγο πιο κάτω, στέκεται όρθια η πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, Αγία μεγαλομάρτυς Μαύρα (βλέπε 3 Μαΐου) και, με τα χέρια υψωμένα ικετευτικά, παρακαλεί τον Κύριο για την πόλη που της εμπιστεύθηκε να προστατεύει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο θρόνος της Θεομήτορος, ως προστάτιδος και εφόρου του νησιού, στην εικόνα εμφανίζεται να εδράζεται πάνω στα λευκαδίτικα βουνά, ενώ τα πόδια της Αγίας Μαύρας, πολιούχου της πόλεως ειδικότερα, στηρίζονται πάνω στην πόλη της Αμαξικής η Αγίας Μαύρας, της σημερινής πόλης της Λευκάδας δηλαδή.
Στα αριστερά του θεατή και δεξιά της Παναγίας, στην πρώτη σειρά, φαίνεται να απονέμει σέβη και να ικετεύει τον Χριστό ο φωτιστής του νησιού μας και ολόκληρου σχεδόν του πρώην «εθνικού» κόσμου, ο Άγιος Απόστολος Παύλος (βλέπε 29 Ιουνίου). Συμπαραστάτες και στη δέηση αυτή έχει τους δύο «συνεργούς» του στον ευαγγελισμό των «εθνών», Αγίους Αποστόλους Ακύλα (βλέπε 13 Φεβρουαρίου) και Ηρωδίωνα (βλέπε 28 Μαρτίου).
Στην απέναντι πλευρά οριζοντίως, δεξιά του θεατή, παρακαλούν όρθιοι τον Κύριο οι «διάδοχοι των Αποστόλων», οι τέσσερις πρώτοι γνωστοί επίσκοποι Λευκάδος: ο συνοδός του Αγ. Ηρωδίωνα, Άγιος Σωσίων, πρώτος επίσκοπος Λευκάδος (βλέπε 14 Ιουλίου) και τρεις Επίσκοποι Λευκάδος, οι οποίοι ορθοτόμησαν τον Λόγο της Αληθείας σε ισάριθμες Οικουμενικές Συνόδους: ο Άγιος Αγάθαρχος της Α' (βλέπε περισσότερα εδώ), ο Άγιος Ζαχαρίας της Β' (βλέπε 25 Ιουλίου) και ο Άγιος Πελάγιος (βλέπε 14 Σεπτεμβρίου) της Στ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Στην ίδια πλευρά της εικόνας, πίσω από τους Αγίους Επισκόπους του νησιού μας, εικονίζονται οι πέντε ανώνυμοι Άγιοι Θεοφόροι Πατέρες (βλέπε περισσότερα εδώ) της Α' έν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι ακολούθησαν τον Άγιο Αγάθαρχο κατά την επιστροφή του από τη Σύνοδο εκείνη στο νησί και την ιερά επαρχία του. Μόνο ο Θεός γνωρίζει τα ονόματά τους. Εμείς πληροφορούμαστε μόνο από την παράδοση ότι οι δύο εξ αυτών μόνασαν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Ιερά Μονή Φανερωμένης και οι άλλοι τρεις στο ομώνυμό τους ιερό Ησυχαστήριο, στην περιοχή του Αλεξάνδρου. Κατέχουν παρά ταύτα ξεχωριστή θέση στην ευλάβεια των Λευκαδιτών.
Ακόμη, στα αριστερά του θεατή απεικονίζονται πέντε Άγιοι Επίσκοποι που συνδέονται με το νησί: ο Άγιος Νικόλαος, επίσκοπος Μύρων της Λυκίας (βλέπε 6 Δεκεμβρίου) και ο Άγιος Δονάτος, επίσκοπος Ευροίας (βλέπε 30 Απριλίου), των οποίων τα σκηνώματα πέρασαν από το νησί, καθώς οι άρπαγες των τιμαλφών και των οσίων της Ορθόδοξης Ανατολής Σταυροφόροι τα μετέφεραν προς τη Δύση (το μεν στο Μπάρι, το δε στη Βενετία)· ο Άγιος Βησσαρίων, μητροπολίτης Λαρίσης (βλέπε 15 Σεπτεμβρίου), ο οποίος θαυματουργικά απήλλαξε το νησί από την πανώλη το 1743 μ.Χ., μετά την μετακομιδή της «Αγίας Κάρας» του· ο Άγιος Διονύσιος, αρχιεπίσκοπος Αιγίνης (βλέπε 17 Δεκεμβρίου), ο γόνος και πολιούχος της Ζακύνθου, που διέσωσε το νησί από τον φοβερό σεισμό της 16ης προς 17η Δεκεμβρίου 1869 μ.Χ., ανήμερα της μνήμης του· ο Άγιος Νικήτας, μητροπολίτης Χαλκηδόνος (βλέπε 28 Μαΐου), τέλος, σπουδαία πατερική μορφή από την εποχή της Εικονομαχίας, του οποίου η ιερά εικόνα θαυματουργικά βρέθηκε στο χωριό (απόκρημνη ακτή τότε) που σήμερα φέρει το όνομά του και τον τιμά ως προστάτη του.
Στην ίδια πλευρά της εικόνας η αγιογράφος μοναχή παρέστησε ακόμη με τον χρωστήρα της τον Άγιο νέο Ιερομάρτυρα και Ισαπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό (βλέπε 24 Αυγούστου), ο οποίος πέρασε από την ενετοκρατούμενη Λευκάδα λίγο πριν το μαρτυρικό του τέλος· τον Όσιο Λουκά τον εν Στειρίω (βλέπε 7 Φεβρουαρίου), αυτόν τον τηλαυγή φάρο της βυζαντινής Ελλάδος (σημ. Βοιωτίας) του 10ου αιώνα μ.Χ., του οποίου το λείψανο πέρασε από τη Λευκάδα πάλι εξαιτίας των Σταυροφόρων· τον Όσιο Γεράσιμο, το Νέο Ασκητή (βλέπε 16 Αυγούστου), τον εν Κεφαλληνία, στον οποίο πιθανώτατα οι Λευκαδίτες απέδωσαν τη σωτηρία τους από την φοβερά απειλητική πολιορκία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων το 1807 μ.Χ., ανήμερα της ανακομιδής του Ιερού σκηνώματός του· έναν νέο, Ρώσο στην καταγωγή, Άγιο της Εκκλησίας μας, τον Όσιο Θεόδωρο Ουσακώφ (βλέπε 14 Οκτωβρίου), τον οποίο η Λευκάδα και τα υπόλοιπα Επτάνησα γνώρισαν ως ναύαρχο του Ρωσικού στόλου και ισχυρό άνδρα της Ρωσοτουρκικής συμμαχίας που απελευθέρωσε τα νησιά από τους «Δημοκρατικούς Γάλλους» το 1799 μ.Χ., εγκαταβίωσε όμως στη μονή Σαναξαρίου της Ουκρανίας μετά την αποστρατεία του και είχε τέλη οσιακά.
Στην απέναντι πλευρά της εικόνας, δεξιά του θεατή, απεικονίζεται η μαρτυρική τριάδα της 11ης Νοεμβρίου - οι Άγιοι Μηνάς, Βίκτωρ και Βικέντιος - οι οποίοι εμαρτύρησαν μεν σε διαφορετιό τόπο και χρόνο, διέσωσαν όμως από κοινού τη Λευκάδα από την «φοβερά του σεισμού απειλή» στις 11 Νοεμβρίου 1704 μ.Χ., κατά τη μαρτυρία κατοίκων της πόλεως, αλλά και του τότε Ενετού Ανώτερου Προνοητή Λευκάδας. Πίσω από αυτούς, δύο γυναίκες μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων: η Αγία Βαρβάρα (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), που απάλλαξε το νησί από την ασθένεια της «ευλογιάς» το 1922 μ.Χ. και η Αγία Κυριακή (βλέπε 7 Ιουλίου), της οποίας το εικόνισμα βρέθηκε με θαυμαστό τρόπο ανάμεσα στα βράχια της ακτής στη χερσόνησο Γένι, απέναντι από το σημερινό Νυδρί.
Διαπιστώνει κανείς πως η Λευκάδα δεν ευμοίρησε να διαθέτει κάποιον επώνυμο, πασίγνωστο Άγιο η να φιλοξενεί κάποιο άφθαρτο σκήνωμα, όπως τα υπόλοιπα Επτάνησα, δεν υστερεί όμως σε χάρη και ευλογία από τον Θεό και δε μένει ατείχιστη απέναντι στις προσβολές των ορατών και αοράτων εχθρών.
Η αγιότητα όμως δεν είναι υπόθεση των αγιολογικών δέλτων και των συναξαρίων μόνο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν «αγιοποιεί», δεν κατασκευάζει Αγίους, αλλά με την κεκανονισμένη διαδικασία της έκδοσης Πατριαρχικών Πράξεων, με τις ιερές ακολουθίες, με τα εικονίσματα κ.α. τρόπους διακηρύσσει απλώς αυτό που η συνείδηση του πληρώματός της, κλήρου και λαού, έχει προηγουμένως συνειδητοποιήσει - αφού είναι συνήθως η «αγιότης μαρτυρουμένη» με θαυμαστά σημεία - και αναγνωρίσει: ότι κάποια μέλη Της έγιναν «εὐάρεστα τῷ Θεῷ» για τον πνευματικό τους αγώνα η έστω για την ολόθυμη μετάνοιά τους την ύστατη στιγμή (όπως ο Ληστής πάνω στο Σταυρό) και αξιώθηκαν να κοινωνούν της Θεότητός Του στη Βασιλεία Του, «εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα εκατομμύρια ονόματα «τῶν ἀπ' αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων», που εξεμέτρησαν το ζην «ἐν ὁσιότητι καί δικαιοσύνῃ» είτε «ἐν ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» είτε δια του μαρτυρίου του αίματος ή της συνειδήσεως είτε ακόμη και με το σιωπηλό μαρτύριο της αφάνειας, δίπλα μας, ταπεινά και αθόρυβα, στην πόλη και στη γειτονιά μας, «τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ φέροντες».
Για τον Χριστιανό ισχύει το «οὐχ ὁ τόπος, ἀλλ' ὁ τρόπος». Δεν χρειάζεται να καταφύγουν όλοι σε ασκητήρια η μονές για να σωθούν, μακριά από τον «κόσμο». Φτάνει να θυμηθούμε τον φτωχό, ταπεινό μπαλωματή που συνάντησε μέσα στην πολύβουη Αλεξάνδρεια ο μέγας ασκητής και «καθηγητής της ερήμου», Όσιος Αντώνιος και ένοιωσε να υστερούν οι ασκητικοί του κάματοι μπροστά στην ταπείνωση του άσημου «σκυτοτόμου». Επίσης, ας φέρουμε στο νου την άτεκνη γυναίκα του Κουμπή, στον παπαδιαμαντικό «Γάμο του Καραχμέτη», που υπέστη μύριες όσες κακοπάθειες και προσβολές απ’ το σύζυγό της για την ατυχία της, αλλά υπέμεινε καρτερικά την προσβολή του χωρισμού, τη συμβίωση με τη νέα σύζυγο κάτω απ’ την ίδια στέγη και την ανατροφή των παιδιών του, για να βρεθούν τα λείψανά της μετά την καθιερωμένη ανακομιδή, τρία χρόνια απ’ την κοίμησή της, στο χρώμα του κεχριμπαριού εις ένδειξιν οσιότητος και αγιασμού.
Αλλά και πόσες ευλαβείς και ταπεινές υπάρξεις δεν πέρασαν δίπλα μας, «αλαφροπατώντας», με πέρασμα σιγανό και ταπεινό απ’ τις γειτονιές, τις ενορίες μας η τα παλαίφατα μοναστήρια και τα ταπεινά μονύδρια του νησιού μας... Ο καθένας, λοιπόν, δίνει τον αγώνα του «ἐφ' ᾧ ἐτάχθη», με ξεκάθαρο τον στόχο του αγιασμού και αδιάκοπη λαχτάρα την μίμηση της ζωής του Χριστού, το βάδισμα στα ίχνη Του.
Αντιπροσωπεύοντας όλες αυτές τις αφανείς οσιακές μορφές, στο πάνω μέρος της εικόνας, και στα δεξιά και στ’ αριστερά, απεικονίσθηκαν οι κορυφές μερικών κεφαλών, εστεμμένων με φωτοστέφανα, χωρίς να φαίνονται τα πρόσωπα η να υπάρχει επιγραφή. Τα ονόματά τους «μόνος Θεός γινώσκει» και είναι γραμμένα ανεξίτηλα «ἐν βίβλῳ ζωῆς».
Στη βάση της εικόνας, με νατουραλιστικό σχεδόν τρόπο και με τη χρήση φωτογραφιών –προτύπων, αποτυπώθηκε η πόλη της Λευκάδας με τους σημαντικότερους ιερούς τόπους του λευκαδίτικου αγιολογίου: την Ιερά Μονή Φανερωμένης, όπου φυλάσσεται η πάντιμη εικόνα της Κυράς του νησιού, όπου συνέτριψαν οι Άγιοι Ηρωδίων και Σωσίων το ξόανο της «θεάς» Αρτέμιδος της Λευκαδίας, όπου εγκαταβίωσαν οι δύο εκ των πέντε Θεοφόρων Πατέρων, όπως είπαμε· το Ιερό Ησυχαστήριο των (υπολοίπων τριών) Αγίων Πατέρων· το σπηλαιώδες εξωκλήσι του Άη-Γιάννη του Αντζούση, στην ομώνυμη βορειοδυτική παραλία της πόλεως και, τέλος, καλλιτεχνική αδεία ενωμένο με το νησί της Λευκάδας, «τό ἐν Λευκάδι φρούριον τῆς Ἁγίας Μαύρας», με τον φερώνυμο της Αγίας ναό.
Επίσης, στη θάλασσα που απλώνεται στο κατώτερο μέρος της εικόνας, απεικονίζονται δύο πλεούμενα με πάνσεπτα «φορτία». Στο ένα, εξ αριστερών, επιβαίνει ο Απόστολος Παύλος με τους «ἐν Κυρίῳ συνεργούς» του, Αποστόλους Ακύλα και Ηρωδίωνα και τον Άγιο Σωσίωνα, πρώτο επίσκοπο Λευκάδος. Μοιάζει να είναι «ἡ ναῦς (το πλοίο) τῆς Ἐκκλησίας», που κατευθύνεται για να προσορμισθεί στα φιλόξενα, όπως αποδείχθηκε, ακρογιάλια των λευκαδίτικων ψυχών. Στο δεύτερο, στα δεξιά μας, απεικονίζεται μια σπουδαία και κομβικής, για την τοπική μας εκκλησιαστική ιστορία, σημασίας μορφή, η βυζαντινοσέρβα βασίλισσα Ελένη Παλαιολογίνα –Βράνκοβιτς, με το συνοδό της, ιστορικό της Αλώσεως, Γεώργιο Φραντζή και τη θυγατέρα της, Μηλίτσα, που πηγαίνει ως υποψήφια νύφη στο νησί. Η βασίλισσα Ελένη, που συνέβαλε στην οικοδόμηση μονών και ναών στη Λευκάδα, με τη στήριξη του γαμπρού της, ηγεμόνα του νησιού, Λεονάρδου Γ Τόκκου, κρατάει στα χέρια της την εικόνα της Αγίας Μαύρας, η οποία διέσωσε το πλεούμενο και τη βασιλική συνοδεία από καταποντισμό.
Ευελπιστούμε ότι η εικόνα αυτή, που προβάλλει με τέτοια αξιοζήλευτη ενάργεια τους μόνους αλάνθαστους οδοδείκτες μας προς την όντως Ζωή, τους Αγίους του τόπου μας, θα μας βοηθήσει να προσανατολιστούμε και πάλι προς το σωτήριο, αλλά –φευ!- τόσο λησμονημένο στις μέρες μας, όραμα της αγιότητας.
Η Ιερή εικόνα, με την επωνυμία «Οι Άγιοι της νήσου Λευκάδος», έργο των αδελφών της Ιεράς Μονής Παναχράντου Μεγάρων, βρίσκεται σε ειδικό προσκυνητάρι, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Ευαγγελιστρίας. Πρόκειται για μία πρωτότυπη αγιογραφική σύνθεση και ταυτόχρονα για ένα εξαιρετικό εικαστικό έργο. Χωρίς να αφίσταται από τους κανόνες της Ορθόδοξης αγιογραφίας, αποτυπώνει τις μορφές των Αγίων μας με ζωντανά χρώματα και γλυκιές (όχι γλυκερές) όψεις. Τις συνδυάζει ακόμη με την αποτύπωση προσκυνηυματικών τόπων και ιστορικών στιγμών της αγιολογίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας του νησιού μας. Το στιλβωτό χρυσό φόντο αισθητοποιεί την υπερουράνια λαμπρότητα, της οποίας μέτοχοι είναι οι Άγιοί μας.
Περιγράφοντας την εικόνα αυτή επιχειρούμε να προσεγγίσουμε συνοπτικά τις αγιασμένες μορφές που θα τιμώνται στο εξής από κοινού, όπως προαναφέραμε:
Στο κέντρο της εικόνας δεσπόζει η παράσταση της Παναγίας της Φανερωμένης (βλέπε περισσότερα εδώ), πολιούχου της νήσου Λευκάδος. Ως Βασίλισσα Ουρανού και γης η Θεοτόκος, κάθεται σε ψηλό θρόνο και κρατάει στα γόνατά Της, ως Θεομάνα, τον Ποιητή του κόσμου. Δεξιά και αριστερά, απονέμουν προσκυνήματα στον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του («σεβίζουν») δύο «Άγγελοι Κυρίου», όπως αναγράφεται στα φωτοστέφανά τους.
Λίγο πιο κάτω, στέκεται όρθια η πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, Αγία μεγαλομάρτυς Μαύρα (βλέπε 3 Μαΐου) και, με τα χέρια υψωμένα ικετευτικά, παρακαλεί τον Κύριο για την πόλη που της εμπιστεύθηκε να προστατεύει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο θρόνος της Θεομήτορος, ως προστάτιδος και εφόρου του νησιού, στην εικόνα εμφανίζεται να εδράζεται πάνω στα λευκαδίτικα βουνά, ενώ τα πόδια της Αγίας Μαύρας, πολιούχου της πόλεως ειδικότερα, στηρίζονται πάνω στην πόλη της Αμαξικής η Αγίας Μαύρας, της σημερινής πόλης της Λευκάδας δηλαδή.
Στα αριστερά του θεατή και δεξιά της Παναγίας, στην πρώτη σειρά, φαίνεται να απονέμει σέβη και να ικετεύει τον Χριστό ο φωτιστής του νησιού μας και ολόκληρου σχεδόν του πρώην «εθνικού» κόσμου, ο Άγιος Απόστολος Παύλος (βλέπε 29 Ιουνίου). Συμπαραστάτες και στη δέηση αυτή έχει τους δύο «συνεργούς» του στον ευαγγελισμό των «εθνών», Αγίους Αποστόλους Ακύλα (βλέπε 13 Φεβρουαρίου) και Ηρωδίωνα (βλέπε 28 Μαρτίου).
Στην απέναντι πλευρά οριζοντίως, δεξιά του θεατή, παρακαλούν όρθιοι τον Κύριο οι «διάδοχοι των Αποστόλων», οι τέσσερις πρώτοι γνωστοί επίσκοποι Λευκάδος: ο συνοδός του Αγ. Ηρωδίωνα, Άγιος Σωσίων, πρώτος επίσκοπος Λευκάδος (βλέπε 14 Ιουλίου) και τρεις Επίσκοποι Λευκάδος, οι οποίοι ορθοτόμησαν τον Λόγο της Αληθείας σε ισάριθμες Οικουμενικές Συνόδους: ο Άγιος Αγάθαρχος της Α' (βλέπε περισσότερα εδώ), ο Άγιος Ζαχαρίας της Β' (βλέπε 25 Ιουλίου) και ο Άγιος Πελάγιος (βλέπε 14 Σεπτεμβρίου) της Στ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Στην ίδια πλευρά της εικόνας, πίσω από τους Αγίους Επισκόπους του νησιού μας, εικονίζονται οι πέντε ανώνυμοι Άγιοι Θεοφόροι Πατέρες (βλέπε περισσότερα εδώ) της Α' έν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι ακολούθησαν τον Άγιο Αγάθαρχο κατά την επιστροφή του από τη Σύνοδο εκείνη στο νησί και την ιερά επαρχία του. Μόνο ο Θεός γνωρίζει τα ονόματά τους. Εμείς πληροφορούμαστε μόνο από την παράδοση ότι οι δύο εξ αυτών μόνασαν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Ιερά Μονή Φανερωμένης και οι άλλοι τρεις στο ομώνυμό τους ιερό Ησυχαστήριο, στην περιοχή του Αλεξάνδρου. Κατέχουν παρά ταύτα ξεχωριστή θέση στην ευλάβεια των Λευκαδιτών.
Ακόμη, στα αριστερά του θεατή απεικονίζονται πέντε Άγιοι Επίσκοποι που συνδέονται με το νησί: ο Άγιος Νικόλαος, επίσκοπος Μύρων της Λυκίας (βλέπε 6 Δεκεμβρίου) και ο Άγιος Δονάτος, επίσκοπος Ευροίας (βλέπε 30 Απριλίου), των οποίων τα σκηνώματα πέρασαν από το νησί, καθώς οι άρπαγες των τιμαλφών και των οσίων της Ορθόδοξης Ανατολής Σταυροφόροι τα μετέφεραν προς τη Δύση (το μεν στο Μπάρι, το δε στη Βενετία)· ο Άγιος Βησσαρίων, μητροπολίτης Λαρίσης (βλέπε 15 Σεπτεμβρίου), ο οποίος θαυματουργικά απήλλαξε το νησί από την πανώλη το 1743 μ.Χ., μετά την μετακομιδή της «Αγίας Κάρας» του· ο Άγιος Διονύσιος, αρχιεπίσκοπος Αιγίνης (βλέπε 17 Δεκεμβρίου), ο γόνος και πολιούχος της Ζακύνθου, που διέσωσε το νησί από τον φοβερό σεισμό της 16ης προς 17η Δεκεμβρίου 1869 μ.Χ., ανήμερα της μνήμης του· ο Άγιος Νικήτας, μητροπολίτης Χαλκηδόνος (βλέπε 28 Μαΐου), τέλος, σπουδαία πατερική μορφή από την εποχή της Εικονομαχίας, του οποίου η ιερά εικόνα θαυματουργικά βρέθηκε στο χωριό (απόκρημνη ακτή τότε) που σήμερα φέρει το όνομά του και τον τιμά ως προστάτη του.
Στην ίδια πλευρά της εικόνας η αγιογράφος μοναχή παρέστησε ακόμη με τον χρωστήρα της τον Άγιο νέο Ιερομάρτυρα και Ισαπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό (βλέπε 24 Αυγούστου), ο οποίος πέρασε από την ενετοκρατούμενη Λευκάδα λίγο πριν το μαρτυρικό του τέλος· τον Όσιο Λουκά τον εν Στειρίω (βλέπε 7 Φεβρουαρίου), αυτόν τον τηλαυγή φάρο της βυζαντινής Ελλάδος (σημ. Βοιωτίας) του 10ου αιώνα μ.Χ., του οποίου το λείψανο πέρασε από τη Λευκάδα πάλι εξαιτίας των Σταυροφόρων· τον Όσιο Γεράσιμο, το Νέο Ασκητή (βλέπε 16 Αυγούστου), τον εν Κεφαλληνία, στον οποίο πιθανώτατα οι Λευκαδίτες απέδωσαν τη σωτηρία τους από την φοβερά απειλητική πολιορκία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων το 1807 μ.Χ., ανήμερα της ανακομιδής του Ιερού σκηνώματός του· έναν νέο, Ρώσο στην καταγωγή, Άγιο της Εκκλησίας μας, τον Όσιο Θεόδωρο Ουσακώφ (βλέπε 14 Οκτωβρίου), τον οποίο η Λευκάδα και τα υπόλοιπα Επτάνησα γνώρισαν ως ναύαρχο του Ρωσικού στόλου και ισχυρό άνδρα της Ρωσοτουρκικής συμμαχίας που απελευθέρωσε τα νησιά από τους «Δημοκρατικούς Γάλλους» το 1799 μ.Χ., εγκαταβίωσε όμως στη μονή Σαναξαρίου της Ουκρανίας μετά την αποστρατεία του και είχε τέλη οσιακά.
Στην απέναντι πλευρά της εικόνας, δεξιά του θεατή, απεικονίζεται η μαρτυρική τριάδα της 11ης Νοεμβρίου - οι Άγιοι Μηνάς, Βίκτωρ και Βικέντιος - οι οποίοι εμαρτύρησαν μεν σε διαφορετιό τόπο και χρόνο, διέσωσαν όμως από κοινού τη Λευκάδα από την «φοβερά του σεισμού απειλή» στις 11 Νοεμβρίου 1704 μ.Χ., κατά τη μαρτυρία κατοίκων της πόλεως, αλλά και του τότε Ενετού Ανώτερου Προνοητή Λευκάδας. Πίσω από αυτούς, δύο γυναίκες μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων: η Αγία Βαρβάρα (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), που απάλλαξε το νησί από την ασθένεια της «ευλογιάς» το 1922 μ.Χ. και η Αγία Κυριακή (βλέπε 7 Ιουλίου), της οποίας το εικόνισμα βρέθηκε με θαυμαστό τρόπο ανάμεσα στα βράχια της ακτής στη χερσόνησο Γένι, απέναντι από το σημερινό Νυδρί.
Διαπιστώνει κανείς πως η Λευκάδα δεν ευμοίρησε να διαθέτει κάποιον επώνυμο, πασίγνωστο Άγιο η να φιλοξενεί κάποιο άφθαρτο σκήνωμα, όπως τα υπόλοιπα Επτάνησα, δεν υστερεί όμως σε χάρη και ευλογία από τον Θεό και δε μένει ατείχιστη απέναντι στις προσβολές των ορατών και αοράτων εχθρών.
Η αγιότητα όμως δεν είναι υπόθεση των αγιολογικών δέλτων και των συναξαρίων μόνο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν «αγιοποιεί», δεν κατασκευάζει Αγίους, αλλά με την κεκανονισμένη διαδικασία της έκδοσης Πατριαρχικών Πράξεων, με τις ιερές ακολουθίες, με τα εικονίσματα κ.α. τρόπους διακηρύσσει απλώς αυτό που η συνείδηση του πληρώματός της, κλήρου και λαού, έχει προηγουμένως συνειδητοποιήσει - αφού είναι συνήθως η «αγιότης μαρτυρουμένη» με θαυμαστά σημεία - και αναγνωρίσει: ότι κάποια μέλη Της έγιναν «εὐάρεστα τῷ Θεῷ» για τον πνευματικό τους αγώνα η έστω για την ολόθυμη μετάνοιά τους την ύστατη στιγμή (όπως ο Ληστής πάνω στο Σταυρό) και αξιώθηκαν να κοινωνούν της Θεότητός Του στη Βασιλεία Του, «εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα εκατομμύρια ονόματα «τῶν ἀπ' αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων», που εξεμέτρησαν το ζην «ἐν ὁσιότητι καί δικαιοσύνῃ» είτε «ἐν ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» είτε δια του μαρτυρίου του αίματος ή της συνειδήσεως είτε ακόμη και με το σιωπηλό μαρτύριο της αφάνειας, δίπλα μας, ταπεινά και αθόρυβα, στην πόλη και στη γειτονιά μας, «τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ φέροντες».
Για τον Χριστιανό ισχύει το «οὐχ ὁ τόπος, ἀλλ' ὁ τρόπος». Δεν χρειάζεται να καταφύγουν όλοι σε ασκητήρια η μονές για να σωθούν, μακριά από τον «κόσμο». Φτάνει να θυμηθούμε τον φτωχό, ταπεινό μπαλωματή που συνάντησε μέσα στην πολύβουη Αλεξάνδρεια ο μέγας ασκητής και «καθηγητής της ερήμου», Όσιος Αντώνιος και ένοιωσε να υστερούν οι ασκητικοί του κάματοι μπροστά στην ταπείνωση του άσημου «σκυτοτόμου». Επίσης, ας φέρουμε στο νου την άτεκνη γυναίκα του Κουμπή, στον παπαδιαμαντικό «Γάμο του Καραχμέτη», που υπέστη μύριες όσες κακοπάθειες και προσβολές απ’ το σύζυγό της για την ατυχία της, αλλά υπέμεινε καρτερικά την προσβολή του χωρισμού, τη συμβίωση με τη νέα σύζυγο κάτω απ’ την ίδια στέγη και την ανατροφή των παιδιών του, για να βρεθούν τα λείψανά της μετά την καθιερωμένη ανακομιδή, τρία χρόνια απ’ την κοίμησή της, στο χρώμα του κεχριμπαριού εις ένδειξιν οσιότητος και αγιασμού.
Αλλά και πόσες ευλαβείς και ταπεινές υπάρξεις δεν πέρασαν δίπλα μας, «αλαφροπατώντας», με πέρασμα σιγανό και ταπεινό απ’ τις γειτονιές, τις ενορίες μας η τα παλαίφατα μοναστήρια και τα ταπεινά μονύδρια του νησιού μας... Ο καθένας, λοιπόν, δίνει τον αγώνα του «ἐφ' ᾧ ἐτάχθη», με ξεκάθαρο τον στόχο του αγιασμού και αδιάκοπη λαχτάρα την μίμηση της ζωής του Χριστού, το βάδισμα στα ίχνη Του.
Αντιπροσωπεύοντας όλες αυτές τις αφανείς οσιακές μορφές, στο πάνω μέρος της εικόνας, και στα δεξιά και στ’ αριστερά, απεικονίσθηκαν οι κορυφές μερικών κεφαλών, εστεμμένων με φωτοστέφανα, χωρίς να φαίνονται τα πρόσωπα η να υπάρχει επιγραφή. Τα ονόματά τους «μόνος Θεός γινώσκει» και είναι γραμμένα ανεξίτηλα «ἐν βίβλῳ ζωῆς».
Στη βάση της εικόνας, με νατουραλιστικό σχεδόν τρόπο και με τη χρήση φωτογραφιών –προτύπων, αποτυπώθηκε η πόλη της Λευκάδας με τους σημαντικότερους ιερούς τόπους του λευκαδίτικου αγιολογίου: την Ιερά Μονή Φανερωμένης, όπου φυλάσσεται η πάντιμη εικόνα της Κυράς του νησιού, όπου συνέτριψαν οι Άγιοι Ηρωδίων και Σωσίων το ξόανο της «θεάς» Αρτέμιδος της Λευκαδίας, όπου εγκαταβίωσαν οι δύο εκ των πέντε Θεοφόρων Πατέρων, όπως είπαμε· το Ιερό Ησυχαστήριο των (υπολοίπων τριών) Αγίων Πατέρων· το σπηλαιώδες εξωκλήσι του Άη-Γιάννη του Αντζούση, στην ομώνυμη βορειοδυτική παραλία της πόλεως και, τέλος, καλλιτεχνική αδεία ενωμένο με το νησί της Λευκάδας, «τό ἐν Λευκάδι φρούριον τῆς Ἁγίας Μαύρας», με τον φερώνυμο της Αγίας ναό.
Επίσης, στη θάλασσα που απλώνεται στο κατώτερο μέρος της εικόνας, απεικονίζονται δύο πλεούμενα με πάνσεπτα «φορτία». Στο ένα, εξ αριστερών, επιβαίνει ο Απόστολος Παύλος με τους «ἐν Κυρίῳ συνεργούς» του, Αποστόλους Ακύλα και Ηρωδίωνα και τον Άγιο Σωσίωνα, πρώτο επίσκοπο Λευκάδος. Μοιάζει να είναι «ἡ ναῦς (το πλοίο) τῆς Ἐκκλησίας», που κατευθύνεται για να προσορμισθεί στα φιλόξενα, όπως αποδείχθηκε, ακρογιάλια των λευκαδίτικων ψυχών. Στο δεύτερο, στα δεξιά μας, απεικονίζεται μια σπουδαία και κομβικής, για την τοπική μας εκκλησιαστική ιστορία, σημασίας μορφή, η βυζαντινοσέρβα βασίλισσα Ελένη Παλαιολογίνα –Βράνκοβιτς, με το συνοδό της, ιστορικό της Αλώσεως, Γεώργιο Φραντζή και τη θυγατέρα της, Μηλίτσα, που πηγαίνει ως υποψήφια νύφη στο νησί. Η βασίλισσα Ελένη, που συνέβαλε στην οικοδόμηση μονών και ναών στη Λευκάδα, με τη στήριξη του γαμπρού της, ηγεμόνα του νησιού, Λεονάρδου Γ Τόκκου, κρατάει στα χέρια της την εικόνα της Αγίας Μαύρας, η οποία διέσωσε το πλεούμενο και τη βασιλική συνοδεία από καταποντισμό.
Ευελπιστούμε ότι η εικόνα αυτή, που προβάλλει με τέτοια αξιοζήλευτη ενάργεια τους μόνους αλάνθαστους οδοδείκτες μας προς την όντως Ζωή, τους Αγίους του τόπου μας, θα μας βοηθήσει να προσανατολιστούμε και πάλι προς το σωτήριο, αλλά –φευ!- τόσο λησμονημένο στις μέρες μας, όραμα της αγιότητας.
Σύναξη της Παναγίας Πρέκλας στην Σκιάθο
Ο Ναός της Παναγίας της Πρέκλας βρίσκεται εντός του Κάστρου ανάμεσα στο
Ναό του Χριστού και στο Τζαμί. Η ονομασία Πρέκλα προέρχεται πιθανώς από
τη λατινική λέξη preclarus (υπερένδοξος). Τον Ναό αυτό τον περιγράφει
θαυμάσια ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Ρεμβασμός του
Δεκαπενταυγούστου», «Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτον εὐπρεπέστατον, ὡραῖα
στολισμένον καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν
γλυκεῖαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον
καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ.».
Από το εκκλησάκι αυτό τα μόνα που σώζονται είναι η εικόνα της Κοιμήσεως που φέρει χρονολογία (1653 μ.Χ.) και ένα τμήμα από το κοσμήτη με χρονολογία (1676 μ.Χ.), τα οποία φυλάσσονται στον Ιερό Ναό Τριών Ιεραρχών.
Ο ναός πανηγύριζε στη Κοίμηση της Θεοτόκου αλλά στις ημέρες μας καθιερώθηκε να πανηγυρίζει την Κυριακή μετά την 15η Αυγούστου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι Παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου τελούνταν σ’ αυτόν τον ναό και εδώ έρχονταν οι παλιοί σκιαθίτες για να βρούν αναψυχή και παραμυθία. Αλλά και οι σύγχρονοι σκιαθίτες εδώ έρχονται για να προσευχηθούν και να καταθέσουν τις ελπίδες τους, τον πόνο τους, τα αιτήματά τους και για να ανάψουν ένα κεράκι για όλες αυτές τις ψυχές που έζησαν μαρτυρικά πάνω σ’ αυτόν τον απόκρημνο βράχο του Κάστρου.
Από το εκκλησάκι αυτό τα μόνα που σώζονται είναι η εικόνα της Κοιμήσεως που φέρει χρονολογία (1653 μ.Χ.) και ένα τμήμα από το κοσμήτη με χρονολογία (1676 μ.Χ.), τα οποία φυλάσσονται στον Ιερό Ναό Τριών Ιεραρχών.
Ο ναός πανηγύριζε στη Κοίμηση της Θεοτόκου αλλά στις ημέρες μας καθιερώθηκε να πανηγυρίζει την Κυριακή μετά την 15η Αυγούστου. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι Παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου τελούνταν σ’ αυτόν τον ναό και εδώ έρχονταν οι παλιοί σκιαθίτες για να βρούν αναψυχή και παραμυθία. Αλλά και οι σύγχρονοι σκιαθίτες εδώ έρχονται για να προσευχηθούν και να καταθέσουν τις ελπίδες τους, τον πόνο τους, τα αιτήματά τους και για να ανάψουν ένα κεράκι για όλες αυτές τις ψυχές που έζησαν μαρτυρικά πάνω σ’ αυτόν τον απόκρημνο βράχο του Κάστρου.
http://www.synaxarion.gr/gr/m/8/d/16/sxsaintlist.aspx
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου