Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός
«Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό», λέει ὁ μῦθος, «ἤτανε ἕνας σουλτᾶνος, καλὸς καὶ δίκαιος καὶ εἶχε ἕναν βεζύρη, ποὺ ἤτανε καὶ αὐτὸς καλὸς καὶ ἦταν κι ἀστρολόγος. Μιὰ μέρα ὁ βεζύρης λέγει τοῦ σουλτάνου, πὼς εἶδε κάποια σημάδια στὸν οὐρανὸ πὼς θὰ βρέξει στὸν κόσμο ἕνα νερὸ τρελό, καὶ πὼς ὅποιος τὸ πιει αὐτὸ τὸ νερό, θὰ τρελαίνεται. Καὶ πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζοῦνε στὴν ἐπικράτειά τους θὰ πιοῦνε καὶ θὰ χάσουνε τὰ λογικά τους, καὶ δὲν θὰ νιώθουνε πιὰ τίποτα, μήτε τί εἶναι σωστὸ καὶ τί εἶναι ψεύτικο, μήτε τί εἶναι καλὸ καὶ τί εἶναι κακό, μήτε τί εἶναι νόστιμο καὶ τί ἄνοστο, μήτε τί εἶναι δίκαιο καὶ τί ἄδικο.
Σὰν τ' ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Σουλτᾶνος γυρίζει καὶ λέγει στὸν βεζύρη: Ἀφοῦ θὰ τρελαθεῖ ὅλος ὁ κόσμος, πρέπει νὰ κοιτάξουμε νὰ μὴν τρελαθοῦμε κι ἐμεῖς, γιατί ἀλλιῶς πῶς θὰ τοὺς κρίνουμε μὲ δικαιοσύνη; Τοῦ λέγει ὁ βεζύρης πὼς ὁ λόγος του εἶναι σωστὸς καὶ πὼς θά 'πρεπε νὰ προστάξει νὰ μαζέψουνε ἀπὸ τὸ καλὸ νερὸ ποὺ πίνανε, καὶ νὰ τὸ φυλάξουμε μέσα στὶς στέρνες, γιὰ νὰ μὴν πίνουνε ἀπὸ τὸ χαλασμένο καὶ κρίνουμε παλαβὰ κι ἄδικα, μὰ δίκαια, ὅπως ἔχουνε χρέος. Ἔτσι κι ἔγινε.
Σὲ λίγον καιρὸ ἔβρεξε στ' ἀλήθεια, καὶ τὸ νερὸ ἤτανε τρελὸ νερό, καὶ τρελαθήκανε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καὶ δὲν γνωρίζανε οἱ καημένοι τί τοὺς γίνεται, καὶ εἴχανε τὸ ψεύτικο γιὰ ἀληθινό, τὸ κακὸ γιὰ καλό, τὸ ἄδικο γιὰ δίκαιο. Μὰ ὁ σουλτᾶνος κι ὁ βεζύρης πίνανε ἀπὸ τὸ καλὸ νερὸ ποὺ εἴχανε φυλαγμένο, καὶ δὲν τρελαθήκανε, ἀλλὰ κρίνανε τὸν κόσμο μὲ δικαιοσύνη. Μὰ ὁ κόσμος τά 'βλεπε ἀνάποδα καὶ δὲν ἤτανε εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ σουλτάνου καὶ τοῦ βεζύρη καὶ φωνάζανε πὼς τοὺς ἀδικοῦνε καὶ κοντεύανε νὰ σηκώσουνε ἐπανάσταση.
Μετὰ ἀπὸ καιρό, σὰν εἴδανε κι ἀποείδανε, ὁ σουλτᾶνος κι ὁ βεζύρης, χάσανε τὸ κουράγιο τους, καὶ λέγει ὁ σουλτᾶνος στὸ βεζύρη: Τοῦτοι οἱ φουκαρᾶδες ἀληθινὰ χάσανε τὰ φρένα τους καὶ τὰ βλέπουνε ὅλα ἀνάποδα κι ὅπως πᾶμε, μπορεῖ νὰ μᾶς σκοτώσουν ἐπειδὴ θέλουμε νὰ τοὺς κρίνουμε μὲ δικαιοσύνη γιὰ νὰ εὐτυχήσουνε. Τὸ λοιπόν, βεζὺρ ἀφέντη, ἄϊντε νὰ χύσουμε τὸ καλὸ νερὸ ἀπὸ τίς στέρνες, καὶ νὰ πιάσουμε νὰ πίνουμε κι ἐμεῖς ἀπὸ τὸ τρελλὸ νερό, νὰ γίνουμε σὰν κι αὐτοὺς καὶ τότε θὰ μᾶς καταλαβαίνουνε καὶ θὰ μᾶς ἀγαπᾶνε. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἤπιαν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὸ παλαβὸ νερὸ καὶ τρελλαθήκανε, καὶ κρίναμε τρελλὰ κι ἄδικα, κι ὁ κόσμος ἀπόμεινε εὐχαριστημένος καὶ πολυχρονίζανε τὸν σουλτᾶνο».
Στὸ «Εὐλογημένο Καταφύγιο» τοῦ Φώτη Κόντογλου περιέχεται ὁ μῦθος τοῦ «τρελοῦ νεροῦ».
Ἀμφιβάλλει κανεὶς ὅτι το πάλαι ποτὲ «ἀπέραντο φρενοκομεῖο» τοῦ γερο-Καραμανλῆ εἶναι ὅσο ποτὲ ἄλλοτε ἐπίκαιρο; Καλὸ νερὸ ὑπάρχει σ' αὐτὸν τὸν τόπο, φυλαγμένο, λέει ὁ Κόντογλου, «μέσα στὴ στέρνα τῆς παράδοσης», εἶναι «τὸ ὕδωρ τὸ ζών». Δὲν νομίζω ὅτι μπορεῖ κάποιος σήμερα νὰ ἑρμηνεύσει, νὰ κατανοήσει μὲ νηφαλιότητα τὰ δρώμενα. Τὸ «παλαβὸ νερὸ» τὸ ἤπιαν πρῶτα οἱ Ἕλληνες πολιτικοὶ καὶ σὲ μεγαλύτερες ποσότητες οἱ Εὐρωπαῖοι τάχα καὶ ἰθύνοντες. (Ἡ Τουρκιὰ δὲν πίνει νερό. Μόνο αἷμα ἀθώων...).... Μὰ κι , ὁ ἁπλὸς λαὸς μὲ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε καὶ τὰ καταπίνουμε ἀμάσητα, πρέπει μᾶλλον νὰ εἴμαστε ποτισμένοι, μέχρι μυελοῦ ὀστέων, μὲ τὸ «τρελὸ νερό». Γιὰ τοὺς Φράγκους, τοὺς ἀναθεματισμένους Εὐρωπαίγους, μας τὰ ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης: «...Κι ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες δὲν θέλει κανένας οὔτε νὰ σᾶς ἀκούσει οὔτε νὰ σᾶς ἰδῇ, ὅτι μᾶς φαρμάκωσε ἡ κακία σας ὄχι τῶν φιλανθρώπων ὑπηκόγωνε σᾶς, ἐσᾶς τῶν ἀνθρωποφάγων όπ' οὖλο ζωντανοὺς τρῶτε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὑπερασπίζεστε τοὺς ἄτιμους καὶ παραλυμένους καὶ καταντήσετε τὴν κοινωνία παραλυσία».
Ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν, μᾶς ἔλεγαν οἱ δῆθεν «ἐθνάρχες» μας. ( Πρῶτος καὶ τελευταῖος ποὺ δικαιοῦται αὐτὸ τὸν ἐξαίσιο τίτλο εἶναι ὁ Καποδίστριας), καὶ τὸ πιστεύαμε ἐμεῖς οἱ αὐτόχθονες ἰθαγενεῖς.
Καὶ προσπαθήσαμε, κάναμε θυσίες, καὶ ματώσαμε καὶ κατασκοτωθήκαμε σὲ πεδία τιμῆς, καὶ ὑπέγραφαν οἱ νενέκοι μὲ χέρια καὶ ποδάρια μνημόνια καταστροφῆς, γιατί; Γιὰ νὰ γίνουμε Εὐρωπαῖοι. Καὶ ποιό τὸ ἀποτέλεσμα; Οὔτε Εὐρωπαῖοι γίναμε, μὰ χάσαμε καὶ τὴν ἑλληνικότητά μας. «Ἔμαθε καὶ ξένην γλῶσσαν κι ὅταν ὁμιλεῖ κοιτάζω / Εἶναι Ἕλλην, εἶναι Φράγκος; Ἀπορῶ καὶ τὸν θαυμάζω», θὰ μᾶς ἔλεγε ὁ ἀγωνιστὴς τοῦ '21 καὶ συγγραφέας Χουρμούζης. Ἡ παροῦσα σχιζοφρένεια δὲν ἑρμηνεύεται, εἶναι νέας κοπῆς στὸν ἑλληνικὸ βίο, εἶναι ἰὸς ἄγνωστος, μόνο σὲ φαιδρὰ πρόσωπα, σὰν αὐτὰ ποὺ ἐπιπολάζουν στὴν πολιτικὴ σκηνὴ τῆς χώρας θὰ μποροῦσε νὰ ἐκκολαφτεῖ.
Καταφεύγω πάλι σὲ μῦθο. Τί νὰ κάνω; Ἀνασύρω τὰ ἀειλαμπῆ πετράδια τῆς παράδοσης, κείμενα τιμαλφῆ ἀπὸ τὴν βιβλιοθήκη τοῦ Γένους. Αἴσωπος. Τίτλος «σκώληξ καὶ δράκων». Ἐν πρώτοις τὸ πρωτότυπο: «Συκέα παρ' ὁδὸν ἤν.,ἥν.,ἦν. Σκώληξ δὲ θεασαμένη δράκοντα κοιμώμενον ἐζήλωσεν αὐτοῦ τὸ μῆκος. Βουλομένη δὲ αὐτῷ ἐξισωθῆναι, παραπεσοῦσα ἐπειρᾶτο ἑαυτὴν ἐκτείνειν μέχρις οὐ,οὗ ὑπερβιαζομένη ἔλαθε ραγεῖσα». Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική: «Μία συκιὰ ἦταν πλάϊ σ' ἕνα δρόμο. Ἕνα σκουλήκι ποὺ εἶδε ἕνα μεγάλο φίδι νὰ κοιμᾷται, ζήλεψε τὸ μῆκος του. Θέλοντας νὰ τὸ φτάσει, ξάπλωσε καὶ προσπαθοῦσε νὰ τεντωθεῖ, ὥσπου ἀπ' τὸ πολὺ ζόρι τὴν πάτησε καὶ κόπηκε στὰ δύο».
Ζηλέψαμε, οἱ φουκαρᾶδες, τὴν Εὐρώπη, τὸν πλοῦτο της, τὴν ἄνεσή της. Τίς μηχανές της, τὰ μεγαλεῖα της, τίς παλαβομάρες της. Τίς χάντρες καὶ τὰ καθρεφτάκια, τὰ μπακίρια καὶ τίς λαμαρῖνες τὰ περάσαμε γιὰ μαλάματα καὶ κοσμήματα. Δὲν μᾶς ἄρεσαν τὰ πολυτίμητα τζιβαϊρικὰ τῆς γιαγιᾶς μας, τὰ ἀνταλλάξαμε μέ... τάπερ τῆς κουζίνας. «Οἱ Ἕλληνες ἀεὶ ἐν θαύμασι τιθέασι (βλέπουν) τὰ ἀλλότρια ἢ τὰ οἰκεῖα». Ἀρχαῖον πάθος. Καὶ ἀκόμη «ἀπροκάλυπτος περιφρόνησις τῶν πατρίων μας καὶ τῆς θρησκείας ἀκόμη, ὡς δεῖγμα εὐρωπαϊκῆς προοόδου». (Χουρμούζης).
Γίναμε σκώληκες (νεοταξοσκώληκες), ζηλέψαμε τὸ μῆκος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὄφεως, τεντωθήκαμε, τανυστήκαμε ἐπ' ἄκρων ὀνύχων γιὰ νὰ γίνουμε κράτος «ἐφάμιλλον τῶν εὐρωπαϊκῶν», ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πολὺ ζόρι καὶ τέντωμα, κοπήκαμε στὸ δύο, διαλυθήκαμε. Καὶ βέβαια, ὅταν γίνεσαι σκουλήκι (ὁμιλῶ κυρίως γιὰ τὴν «φωτισμένη» ἡγεσία μας,) μὴν διαμαρτύρεσαι ποὺ σὲ ποδοπατοῦν. Αὐτὴ ἡ περιρρέουσα ἀσχήμια ὤθησε κάποτε καὶ τὸν πρᾶο καὶ εὐγενικὸ Κόντογλου νὰ βροντοφωνάξει: «Καθαρίστε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πανούκλα τὴν δυστυχισμένη τὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ δουλέψουνε οἱ ἄξιοι δουλευταρᾶδες. Τὰ σκουλήκια, γιὰ νὰ σώσουνε τὴν τιποτένια ὕπαρξή τους, δὲν ἀφήνουνε καμμιὰ ψυχὴ ἄξια νὰ ὀρθοποδήσει, ἀπὸ συμφέρον κι ἀπὸ φθόνο. Ὅλοι οἱ πνευματικοὶ σαλταδόροι ἔχουνε πιάσει τὰ πόστα. Καὶ εἶναι δεμένοι μεταξύ τους, ὅπως εἶναι οἱ κάμπιες κολλημένες ἡ μιὰ πάνω στὴν ἄλλη. Μόλις τίς χωρίσει κανένας ψοφᾶνε. Ἔτσι πρέπει νὰ γίνει καὶ μὲ τίς ἀνθρωποκάμπιες ποὺ μαραζώνουνε τὸ ὁλόδροσο πνευματικὸ δέντρο τῆς φυλῆς μας».
Στὸ «Εὐλογημένο Καταφύγιο» τοῦ Φώτη Κόντογλου περιέχεται ὁ μῦθος τοῦ «τρελοῦ νεροῦ».
Ἀμφιβάλλει κανεὶς ὅτι το πάλαι ποτὲ «ἀπέραντο φρενοκομεῖο» τοῦ γερο-Καραμανλῆ εἶναι ὅσο ποτὲ ἄλλοτε ἐπίκαιρο; Καλὸ νερὸ ὑπάρχει σ' αὐτὸν τὸν τόπο, φυλαγμένο, λέει ὁ Κόντογλου, «μέσα στὴ στέρνα τῆς παράδοσης», εἶναι «τὸ ὕδωρ τὸ ζών». Δὲν νομίζω ὅτι μπορεῖ κάποιος σήμερα νὰ ἑρμηνεύσει, νὰ κατανοήσει μὲ νηφαλιότητα τὰ δρώμενα. Τὸ «παλαβὸ νερὸ» τὸ ἤπιαν πρῶτα οἱ Ἕλληνες πολιτικοὶ καὶ σὲ μεγαλύτερες ποσότητες οἱ Εὐρωπαῖοι τάχα καὶ ἰθύνοντες. (Ἡ Τουρκιὰ δὲν πίνει νερό. Μόνο αἷμα ἀθώων...).... Μὰ κι , ὁ ἁπλὸς λαὸς μὲ αὐτὰ ποὺ βλέπουμε καὶ τὰ καταπίνουμε ἀμάσητα, πρέπει μᾶλλον νὰ εἴμαστε ποτισμένοι, μέχρι μυελοῦ ὀστέων, μὲ τὸ «τρελὸ νερό». Γιὰ τοὺς Φράγκους, τοὺς ἀναθεματισμένους Εὐρωπαίγους, μας τὰ ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης: «...Κι ὅλοι οἱ τίμιοι Ἕλληνες δὲν θέλει κανένας οὔτε νὰ σᾶς ἀκούσει οὔτε νὰ σᾶς ἰδῇ, ὅτι μᾶς φαρμάκωσε ἡ κακία σας ὄχι τῶν φιλανθρώπων ὑπηκόγωνε σᾶς, ἐσᾶς τῶν ἀνθρωποφάγων όπ' οὖλο ζωντανοὺς τρῶτε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὑπερασπίζεστε τοὺς ἄτιμους καὶ παραλυμένους καὶ καταντήσετε τὴν κοινωνία παραλυσία».
Ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν, μᾶς ἔλεγαν οἱ δῆθεν «ἐθνάρχες» μας. ( Πρῶτος καὶ τελευταῖος ποὺ δικαιοῦται αὐτὸ τὸν ἐξαίσιο τίτλο εἶναι ὁ Καποδίστριας), καὶ τὸ πιστεύαμε ἐμεῖς οἱ αὐτόχθονες ἰθαγενεῖς.
Καὶ προσπαθήσαμε, κάναμε θυσίες, καὶ ματώσαμε καὶ κατασκοτωθήκαμε σὲ πεδία τιμῆς, καὶ ὑπέγραφαν οἱ νενέκοι μὲ χέρια καὶ ποδάρια μνημόνια καταστροφῆς, γιατί; Γιὰ νὰ γίνουμε Εὐρωπαῖοι. Καὶ ποιό τὸ ἀποτέλεσμα; Οὔτε Εὐρωπαῖοι γίναμε, μὰ χάσαμε καὶ τὴν ἑλληνικότητά μας. «Ἔμαθε καὶ ξένην γλῶσσαν κι ὅταν ὁμιλεῖ κοιτάζω / Εἶναι Ἕλλην, εἶναι Φράγκος; Ἀπορῶ καὶ τὸν θαυμάζω», θὰ μᾶς ἔλεγε ὁ ἀγωνιστὴς τοῦ '21 καὶ συγγραφέας Χουρμούζης. Ἡ παροῦσα σχιζοφρένεια δὲν ἑρμηνεύεται, εἶναι νέας κοπῆς στὸν ἑλληνικὸ βίο, εἶναι ἰὸς ἄγνωστος, μόνο σὲ φαιδρὰ πρόσωπα, σὰν αὐτὰ ποὺ ἐπιπολάζουν στὴν πολιτικὴ σκηνὴ τῆς χώρας θὰ μποροῦσε νὰ ἐκκολαφτεῖ.
Καταφεύγω πάλι σὲ μῦθο. Τί νὰ κάνω; Ἀνασύρω τὰ ἀειλαμπῆ πετράδια τῆς παράδοσης, κείμενα τιμαλφῆ ἀπὸ τὴν βιβλιοθήκη τοῦ Γένους. Αἴσωπος. Τίτλος «σκώληξ καὶ δράκων». Ἐν πρώτοις τὸ πρωτότυπο: «Συκέα παρ' ὁδὸν ἤν.,ἥν.,ἦν. Σκώληξ δὲ θεασαμένη δράκοντα κοιμώμενον ἐζήλωσεν αὐτοῦ τὸ μῆκος. Βουλομένη δὲ αὐτῷ ἐξισωθῆναι, παραπεσοῦσα ἐπειρᾶτο ἑαυτὴν ἐκτείνειν μέχρις οὐ,οὗ ὑπερβιαζομένη ἔλαθε ραγεῖσα». Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική: «Μία συκιὰ ἦταν πλάϊ σ' ἕνα δρόμο. Ἕνα σκουλήκι ποὺ εἶδε ἕνα μεγάλο φίδι νὰ κοιμᾷται, ζήλεψε τὸ μῆκος του. Θέλοντας νὰ τὸ φτάσει, ξάπλωσε καὶ προσπαθοῦσε νὰ τεντωθεῖ, ὥσπου ἀπ' τὸ πολὺ ζόρι τὴν πάτησε καὶ κόπηκε στὰ δύο».
Ζηλέψαμε, οἱ φουκαρᾶδες, τὴν Εὐρώπη, τὸν πλοῦτο της, τὴν ἄνεσή της. Τίς μηχανές της, τὰ μεγαλεῖα της, τίς παλαβομάρες της. Τίς χάντρες καὶ τὰ καθρεφτάκια, τὰ μπακίρια καὶ τίς λαμαρῖνες τὰ περάσαμε γιὰ μαλάματα καὶ κοσμήματα. Δὲν μᾶς ἄρεσαν τὰ πολυτίμητα τζιβαϊρικὰ τῆς γιαγιᾶς μας, τὰ ἀνταλλάξαμε μέ... τάπερ τῆς κουζίνας. «Οἱ Ἕλληνες ἀεὶ ἐν θαύμασι τιθέασι (βλέπουν) τὰ ἀλλότρια ἢ τὰ οἰκεῖα». Ἀρχαῖον πάθος. Καὶ ἀκόμη «ἀπροκάλυπτος περιφρόνησις τῶν πατρίων μας καὶ τῆς θρησκείας ἀκόμη, ὡς δεῖγμα εὐρωπαϊκῆς προοόδου». (Χουρμούζης).
Γίναμε σκώληκες (νεοταξοσκώληκες), ζηλέψαμε τὸ μῆκος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ὄφεως, τεντωθήκαμε, τανυστήκαμε ἐπ' ἄκρων ὀνύχων γιὰ νὰ γίνουμε κράτος «ἐφάμιλλον τῶν εὐρωπαϊκῶν», ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πολὺ ζόρι καὶ τέντωμα, κοπήκαμε στὸ δύο, διαλυθήκαμε. Καὶ βέβαια, ὅταν γίνεσαι σκουλήκι (ὁμιλῶ κυρίως γιὰ τὴν «φωτισμένη» ἡγεσία μας,) μὴν διαμαρτύρεσαι ποὺ σὲ ποδοπατοῦν. Αὐτὴ ἡ περιρρέουσα ἀσχήμια ὤθησε κάποτε καὶ τὸν πρᾶο καὶ εὐγενικὸ Κόντογλου νὰ βροντοφωνάξει: «Καθαρίστε ἀπὸ τὴν πνευματικὴ πανούκλα τὴν δυστυχισμένη τὴν Ἑλλάδα, γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ δουλέψουνε οἱ ἄξιοι δουλευταρᾶδες. Τὰ σκουλήκια, γιὰ νὰ σώσουνε τὴν τιποτένια ὕπαρξή τους, δὲν ἀφήνουνε καμμιὰ ψυχὴ ἄξια νὰ ὀρθοποδήσει, ἀπὸ συμφέρον κι ἀπὸ φθόνο. Ὅλοι οἱ πνευματικοὶ σαλταδόροι ἔχουνε πιάσει τὰ πόστα. Καὶ εἶναι δεμένοι μεταξύ τους, ὅπως εἶναι οἱ κάμπιες κολλημένες ἡ μιὰ πάνω στὴν ἄλλη. Μόλις τίς χωρίσει κανένας ψοφᾶνε. Ἔτσι πρέπει νὰ γίνει καὶ μὲ τίς ἀνθρωποκάμπιες ποὺ μαραζώνουνε τὸ ὁλόδροσο πνευματικὸ δέντρο τῆς φυλῆς μας».
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς
___________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»
Ευλογημένε Δάσκαλε αυτό το «τρελό νερό» το είχε προφητεύσει ο Μέγας Αντώνιος 1.700 χρόνια πριν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι εμείς σήμερα ζούμε αυτήν την προφητεία!
«Έρχεται καιρός που οι άνθρωποι θα τρελλαθούν και όταν δουν κάποιον που δεν είναι τρελός θα ξεσηκωθούν εναντίον του και θα του πουν «είσαι τρελός», επειδή δεν είναι όμοιος μ᾽ αυτούς»
Τήν περίοδο των διωγμών αγαπητοί μου, ήταν βέβαια ένα βασανισμός του σώματος φρικώδης όμως δεν υπήρχε επηρεασμός του νού και της ψυχής.
Ενώ στα μαρτύρια των εσχάτων θα έχουμε επηρεασμό και της ψυχής και αι μέθοδοι θα είναι σατανικότερες.
Γιατί;
Διότι θα σου βάζει χημικά πράγματα μέσα σου και θα σου παραλύει το νού, τη βούληση, θα σου παραμορφώνει το συναίσθημα και θα σου αποπροσανατολίζει το νού.
Αυτά εδοκιμάστηκαν στην εποχή μας, είναι πασίγνωστα αυτά.
Συνεπώς πως θα μπορέσεις να ομολογήσεις Χριστόν και να μην προσκυνήσεις τον αντίχριστον; Φοβερόν το μαρτύριον!
Άλλο στοιχείο είναι η πλάνη. Ο αρχαίος μάρτυς γνώριζε σαφώς τι είναι ο χριστιανισμός και τι είναι η ειδωλολατρία.
Ήξερε λοιπόν ότι εγώ είμαι χριστιανός απέναντι μου έχω να πολεμήσω τήν...ειδωλολατρία.
Εφόσον εκκοσμικεύθηκε και ο χριστιανισμός τα πράγματα είναι ασαφή.
Η πίστις είναι ασαφής!
Και το σπουδαίον είναι ότι θα υπάρχει το θαύμα ως δαιμονικό στοιχείο. Θαύματα θα κάνει ο αντίχριστος.
Οι ειδωλολάτρες δεν έκαναν θαύματα. Γενικά θα επικρατεί η πλάνη και θα είναι δυσδιάκριτη η αλήθεια για τους εκκοσμικευμένους χριστιανούς.
Γι' αυτό λέει ο Κύριος: "...εγερθήσονται γάρ ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και δώσουσιν σημεία μεγάλα και τέρατα ώστε πλανήσαι εί δυνατόν και τους εκλεκτούς."