– Γέροντα, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ἀγάπη μαζὶ μὲ μιὰ διακριτικότητα ἔχουν ψυχικὴ ἁγνότητα;
– Εἶναι πολλὲς περιπτώσεις. Μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ εἶναι καὶ μιὰ εὐγένεια κοσμική. Νά, μερικοὶ ἄνθρωποι ἔχουν μιὰ καλωσύνη, ἔχουν καὶ μιὰ εὐγένεια, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἔχουν καὶ πνευματικὴ ἀρχοντιά, θυσία. Τὸ νὰ ὑπάρχουν καλὰ στοιχεῖα εἶναι ἄλλο θέμα. Αὐτὸς ποὺ ἔχει κοσμικὴ εὐγένεια καὶ ὑποκρίνεται μπορεῖ νὰ κάνη πολὺ κακό, γιατὶ ξεγελιέται ὁ ἄλλος, ἀνοίγει τὴν καρδιά του καὶ χαραμίζει τελικὰ τὴν εὐλάβειά του στὸν κοσμικὸ ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ξέρει τί θὰ πῆ εὐλάβεια. Εἶναι σὰν νὰ δίνη χρυσὲς λίρες σὲ ἀνθρώπους ποὺ ξέρουν μόνον τὶς μπρούντζινες δραχμές. Ἀκόμη πρέπει νὰ μὴ χάνη κανεὶς τὴν ὥρα του ἄσκοπα νουθετώντας πνευματικὰ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀναπαύονται στὶς κοσμικὲς συζητήσεις καὶ στὸ νὰ ἐκφέρουν ἐγωιστικὰ γνῶμες.
– Γέροντα, ὅταν κάποιος ἔχη ἕνα πρόβλημα καὶ ἔρχεται καὶ τὸ λέη καὶ τὸ ξαναλέη, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ τὸ πρόβλημα ἔχει κάπως τακτοποιηθῆ, τί πρέπει νὰ κάνης;
– Τὴν πρώτη φορὰ δικαιολογεῖται νὰ πῆ–νὰ πῆ, νὰ καθήση ὧρες. Τότε πρέπει νὰ τὸν ἀκούσης. Ἂν δὲν τὸν ἀκούσης, θὰ νομίζη ὅτι τὸν βαριέσαι ἢ ὅτι δὲν τὸν καταλαβαίνεις. Μετὰ ὅμως, ἂν συνεχίζη νὰ λέη τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ τοῦ πῆς: «Ὄχι ὅτι δὲν μπορῶ νὰ σὲ ἀκούσω, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σὲ βοηθάει ἐσένα. Ἐσὺ καὶ τὸ καλοκαίρι τὸ κάνεις χειμώνα. Τώρα εἶσαι καλύτερα· εἶναι ἄνοιξη. Σὲ λίγο θὰ εἶναι καλοκαίρι. Ἐσὺ τὸ καλοκαίρι σκέφτεσαι τὰ κρύα τοῦ χειμώνα καὶ πουντιάζεις». Μερικὲς φορὲς ὅμως παρατηρεῖται τὸ ἑξῆς, ἀκόμη καὶ στὶς σχέσεις τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων. Πάει νὰ πῆ ἕνας τὸν πόνο του σὲ κάποιον, καὶ αὐτὸς δὲν θέλει νὰ τὸν ἀκούση, γιὰ νὰ μὴ στερηθῆ τὴν χαρά του. Μπορεῖ νὰ προσποιηθῆ ὅτι εἶναι βιαστικὸς ἢ νὰ ἀλλάξη κουβέντα, γιὰ νὰ ἔχη τὴν ἡσυχία του. Αὐτὸ εἶναι τελείως σατανικό. Σὰν νὰ πεθαίνη ὁ ἄλλος δίπλα μου καὶ ἐγὼ νὰ πηγαίνω πιὸ πέρα καὶ νὰ τραγουδῶ. Ποῦ εἶναι τὸ «κλαίειν μετὰ κλαιόντων»[1]; Καὶ μάλιστα, ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὡς Χριστιανὸς δὲν συμμερίζεται τὴν ἀνησυχία τοῦ ἄλλου, τότε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν συμμετέχει στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
– Ὅταν δὲν δικαιολογῶ τοὺς ἄλλους γιὰ μιὰ πράξη τους, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχω σκληρὴ καρδιά;
– Δὲν δικαιολογεῖς τοὺς ἄλλους καὶ δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου; Τότε μεθαύριο κι ἐσένα ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σὲ δικαιολογήση. Μπορεῖ σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνη σκληρὴ σὰν τὴν πέτρα, ἂν δὲν προσέξη, καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ γίνη τρυφερή. Νὰ ἀποκτήσης μητρικὴ καρδιά. Εἶδες, ἡ μάνα ὅλα τὰ συγχωρεῖ καὶ καμμιὰ φορὰ κάνει πὼς δὲν βλέπει μερικὲς ἀταξίες. Νὰ κάνης ὑπομονὴ καὶ νὰ δικαιολογῆς, νὰ ἀνέχεσαι τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ σὲ ἀνέχεται καὶ σένα ὁ Χριστός.
– Γέροντα, ἡ καρδιὰ πῶς πλαταίνει;
– Ὅταν δικαιολογῆς πάντοτε τὶς ἀταξίες, τὶς ἀτέλειες, τὶς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων καὶ σ᾿ αὐτὲς καθρεφτίζης τὸν ἑαυτό σου. Βέβαια ὁ πονηρὸς μπορεῖ νὰ φέρνη μερικὲς φορὲς λογισμοὺς γιὰ τοὺς ἄλλους, καὶ μάλιστα ὅταν ὑπάρχη καὶ κάποια αἰτία. Εἶναι ὅμως στὸ χέρι μας νὰ τοὺς δεχθοῦμε ἢ νὰ τοὺς διώξουμε. Ὅταν ἔρθουμε στὴν θέση τοῦ ἄλλου, θὰ τὸν δοῦμε μὲ συμπάθεια καὶ θὰ τὸν δικαιολογήσουμε. Ἔπειτα, ὅταν κάτι δὲν γίνεται ἀπὸ κακότητα ἀλλὰ ἀπὸ ἐπιπολαιότητα, πληροφορεῖ καὶ δὲν δημιουργεῖ ἀντίδραση. Τὸ νὰ ὑπάρχουν ἀδυναμίες ἀνθρώπινες, αὐτὸ εἶναι φυσικὸ καὶ γενικὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ὑπάρχη κακὴ διάθεση, αὐτὸ εἶναι κακό.
– Ἂν εἶναι ἄσχημα ὁ ἄλλος καὶ ἐγὼ εἶμαι καλά, μπορῶ νὰ ἐπιδράσω στὸν ἄλλον;
– Καὶ ἂν σοῦ τὸ παρουσιάζη ὁ πειρασμὸς ἔτσι; Ποῦ ξέρεις ἐσὺ ὅτι βρίσκεσαι σὲ καλύτερη κατάσταση; Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ πιστεύω ὅτι εἶμαι καλύτερος ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ τὸν λυπᾶμαι, πρέπει νὰ λυπᾶμαι τὸν ἑαυτό μου καὶ ὄχι τὸν ἄλλον. Ἀκόμη καὶ ὅταν κανεὶς βλέπη ὅτι πράγματι δὲν εἶναι καλὰ ὁ ἄλλος, πάλι τὸν δικαιολογεῖ καὶ τοῦ δίνει ἐλαφρυντικά. Μόνο στὸν ἑαυτό του δὲν δίνει ἐλαφρυντικὰ καὶ τὸν βρίσκει χειρότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πονάει γιὰ τὰ χάλια του. Ἀναγνωρίζει ὅτι δὲν ἔκανε τίποτε γιὰ ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ λέει: «Μὴ μὲ ὑπολογίζης ἐμένα, Θεέ μου· πέταξέ με στὴν ἄκρη. Δὲν ἔκανα τίποτε, βοήθησε τὸν ἄλλον». Αὐτοὶ ποὺ προοδεύουν πραγματικά, δὲν αἰσθάνονται τὴν μεγάλη τους πρόοδο, παρὰ μόνο μεγάλη συντριβὴ καὶ ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ μία ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση.
– Εἶναι πολλὲς περιπτώσεις. Μπορεῖ πολλὲς φορὲς νὰ εἶναι καὶ μιὰ εὐγένεια κοσμική. Νά, μερικοὶ ἄνθρωποι ἔχουν μιὰ καλωσύνη, ἔχουν καὶ μιὰ εὐγένεια, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἔχουν καὶ πνευματικὴ ἀρχοντιά, θυσία. Τὸ νὰ ὑπάρχουν καλὰ στοιχεῖα εἶναι ἄλλο θέμα. Αὐτὸς ποὺ ἔχει κοσμικὴ εὐγένεια καὶ ὑποκρίνεται μπορεῖ νὰ κάνη πολὺ κακό, γιατὶ ξεγελιέται ὁ ἄλλος, ἀνοίγει τὴν καρδιά του καὶ χαραμίζει τελικὰ τὴν εὐλάβειά του στὸν κοσμικὸ ἄνθρωπο, ποὺ δὲν ξέρει τί θὰ πῆ εὐλάβεια. Εἶναι σὰν νὰ δίνη χρυσὲς λίρες σὲ ἀνθρώπους ποὺ ξέρουν μόνον τὶς μπρούντζινες δραχμές. Ἀκόμη πρέπει νὰ μὴ χάνη κανεὶς τὴν ὥρα του ἄσκοπα νουθετώντας πνευματικὰ ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἀναπαύονται στὶς κοσμικὲς συζητήσεις καὶ στὸ νὰ ἐκφέρουν ἐγωιστικὰ γνῶμες.
– Γέροντα, ὅταν κάποιος ἔχη ἕνα πρόβλημα καὶ ἔρχεται καὶ τὸ λέη καὶ τὸ ξαναλέη, τὴν στιγμὴ μάλιστα ποὺ τὸ πρόβλημα ἔχει κάπως τακτοποιηθῆ, τί πρέπει νὰ κάνης;
– Τὴν πρώτη φορὰ δικαιολογεῖται νὰ πῆ–νὰ πῆ, νὰ καθήση ὧρες. Τότε πρέπει νὰ τὸν ἀκούσης. Ἂν δὲν τὸν ἀκούσης, θὰ νομίζη ὅτι τὸν βαριέσαι ἢ ὅτι δὲν τὸν καταλαβαίνεις. Μετὰ ὅμως, ἂν συνεχίζη νὰ λέη τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ τοῦ πῆς: «Ὄχι ὅτι δὲν μπορῶ νὰ σὲ ἀκούσω, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σὲ βοηθάει ἐσένα. Ἐσὺ καὶ τὸ καλοκαίρι τὸ κάνεις χειμώνα. Τώρα εἶσαι καλύτερα· εἶναι ἄνοιξη. Σὲ λίγο θὰ εἶναι καλοκαίρι. Ἐσὺ τὸ καλοκαίρι σκέφτεσαι τὰ κρύα τοῦ χειμώνα καὶ πουντιάζεις». Μερικὲς φορὲς ὅμως παρατηρεῖται τὸ ἑξῆς, ἀκόμη καὶ στὶς σχέσεις τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων. Πάει νὰ πῆ ἕνας τὸν πόνο του σὲ κάποιον, καὶ αὐτὸς δὲν θέλει νὰ τὸν ἀκούση, γιὰ νὰ μὴ στερηθῆ τὴν χαρά του. Μπορεῖ νὰ προσποιηθῆ ὅτι εἶναι βιαστικὸς ἢ νὰ ἀλλάξη κουβέντα, γιὰ νὰ ἔχη τὴν ἡσυχία του. Αὐτὸ εἶναι τελείως σατανικό. Σὰν νὰ πεθαίνη ὁ ἄλλος δίπλα μου καὶ ἐγὼ νὰ πηγαίνω πιὸ πέρα καὶ νὰ τραγουδῶ. Ποῦ εἶναι τὸ «κλαίειν μετὰ κλαιόντων»[1]; Καὶ μάλιστα, ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὡς Χριστιανὸς δὲν συμμερίζεται τὴν ἀνησυχία τοῦ ἄλλου, τότε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν συμμετέχει στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
– Ὅταν δὲν δικαιολογῶ τοὺς ἄλλους γιὰ μιὰ πράξη τους, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχω σκληρὴ καρδιά;
– Δὲν δικαιολογεῖς τοὺς ἄλλους καὶ δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου; Τότε μεθαύριο κι ἐσένα ὁ Χριστὸς δὲν θὰ σὲ δικαιολογήση. Μπορεῖ σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου νὰ γίνη σκληρὴ σὰν τὴν πέτρα, ἂν δὲν προσέξη, καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ νὰ γίνη τρυφερή. Νὰ ἀποκτήσης μητρικὴ καρδιά. Εἶδες, ἡ μάνα ὅλα τὰ συγχωρεῖ καὶ καμμιὰ φορὰ κάνει πὼς δὲν βλέπει μερικὲς ἀταξίες. Νὰ κάνης ὑπομονὴ καὶ νὰ δικαιολογῆς, νὰ ἀνέχεσαι τοὺς ἄλλους, γιὰ νὰ σὲ ἀνέχεται καὶ σένα ὁ Χριστός.
– Γέροντα, ἡ καρδιὰ πῶς πλαταίνει;
– Ὅταν δικαιολογῆς πάντοτε τὶς ἀταξίες, τὶς ἀτέλειες, τὶς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων καὶ σ᾿ αὐτὲς καθρεφτίζης τὸν ἑαυτό σου. Βέβαια ὁ πονηρὸς μπορεῖ νὰ φέρνη μερικὲς φορὲς λογισμοὺς γιὰ τοὺς ἄλλους, καὶ μάλιστα ὅταν ὑπάρχη καὶ κάποια αἰτία. Εἶναι ὅμως στὸ χέρι μας νὰ τοὺς δεχθοῦμε ἢ νὰ τοὺς διώξουμε. Ὅταν ἔρθουμε στὴν θέση τοῦ ἄλλου, θὰ τὸν δοῦμε μὲ συμπάθεια καὶ θὰ τὸν δικαιολογήσουμε. Ἔπειτα, ὅταν κάτι δὲν γίνεται ἀπὸ κακότητα ἀλλὰ ἀπὸ ἐπιπολαιότητα, πληροφορεῖ καὶ δὲν δημιουργεῖ ἀντίδραση. Τὸ νὰ ὑπάρχουν ἀδυναμίες ἀνθρώπινες, αὐτὸ εἶναι φυσικὸ καὶ γενικὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ὅταν ὑπάρχη κακὴ διάθεση, αὐτὸ εἶναι κακό.
– Ἂν εἶναι ἄσχημα ὁ ἄλλος καὶ ἐγὼ εἶμαι καλά, μπορῶ νὰ ἐπιδράσω στὸν ἄλλον;
– Καὶ ἂν σοῦ τὸ παρουσιάζη ὁ πειρασμὸς ἔτσι; Ποῦ ξέρεις ἐσὺ ὅτι βρίσκεσαι σὲ καλύτερη κατάσταση; Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ πιστεύω ὅτι εἶμαι καλύτερος ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ τὸν λυπᾶμαι, πρέπει νὰ λυπᾶμαι τὸν ἑαυτό μου καὶ ὄχι τὸν ἄλλον. Ἀκόμη καὶ ὅταν κανεὶς βλέπη ὅτι πράγματι δὲν εἶναι καλὰ ὁ ἄλλος, πάλι τὸν δικαιολογεῖ καὶ τοῦ δίνει ἐλαφρυντικά. Μόνο στὸν ἑαυτό του δὲν δίνει ἐλαφρυντικὰ καὶ τὸν βρίσκει χειρότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πονάει γιὰ τὰ χάλια του. Ἀναγνωρίζει ὅτι δὲν ἔκανε τίποτε γιὰ ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ λέει: «Μὴ μὲ ὑπολογίζης ἐμένα, Θεέ μου· πέταξέ με στὴν ἄκρη. Δὲν ἔκανα τίποτε, βοήθησε τὸν ἄλλον». Αὐτοὶ ποὺ προοδεύουν πραγματικά, δὲν αἰσθάνονται τὴν μεγάλη τους πρόοδο, παρὰ μόνο μεγάλη συντριβὴ καὶ ταπείνωση καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ μία ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»
________________________
[1] Ρωμ. 12, 15.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου