Κυριακή 3 Ιουλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου «ΤΙ ΝΑ ΖΗΤΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ;» [9-7-1989] (Β219)


ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μακαριστοῦ γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου

μὲ θέμα:

«ΤΙ ΝΑ ΖΗΤΑΜΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ;»

[ἐκφωνήθηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κομνηνείου Λαρίσης στὶς 9-7-1989]

(Β219)

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου μας. Στὴν ὁμιλία Του αὐτὴ ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι μία, θὰ λέγαμε, συναγωγή, ἕνα μάζεμα, πλουσιοτάτη συναγωγὴ διδαχῶν πνευματικοῦ βίου καὶ προσανατολισμοῦ, μᾶς τονίζει ὅπως εἴδαμε, ὅτι ὁ γήινος θησαυρὸς σκοτίζει τὸν νοῦ καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ δεῖ τὰ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα θέμα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία τοῦ Κυρίου. Γι᾿ αὐτό, λέει, ἂν ξεκίνησες, ἄνθρωπε, μὲ στόχο σου τὰ οὐράνια ἀγαθά, ἀλλὰ προσβλέπεις μὲ πάθος καὶ εἰς τὴν φιλαργυρίαν, δηλαδὴ εἰς τὴν ἀγάπη τοῦ χρήματος -φιλαργυρία δὲν θὰ πεῖ τσιγκουνιά, θὰ πεῖ ἀγάπη πρὸς τὸ χρῆμα, φίλος τοῦ ἀργυρίου- πρέπει νὰ μάθεις ὅτι δὲν μπορεῖς, λέει ὁ Κύριος, νὰ δουλεύεις σὲ δύο ἀφεντικά, στὸν Θεὸ καὶ στὸ χρῆμα.

Κατόπιν, ἕνα δεύτερο σημεῖο, ἀναφέρεται ὁ Κύριος μὲ πολλὲς εἰκόνες καὶ παραδείγματα ἀπὸ τὴν Δημιουργία, ὅπως τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, ὅπως τὰ πουλάκια, ὅπως ὁ Σολομῶν πῶς ντύθηκε κ.τ.λ. ὅτι ἡ ἀγωνιώδης φροντίδα γιὰ τὴν ζωή σου δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία ὀλιγοπιστία· διότι δὲν σκέφτηκες ὅτι πάνω ἀπὸ σένα φροντίζει ὁ οὐράνιος Πατήρ. Συνεπῶς ἂν ἔχεις αὐτὴν τὴν ἀγωνιώδη φροντίδα, αὐτὴ θὰ σὲ βλάψει.

Καὶ τελειώνει μὲ ἕνα συμπέρασμα ἐπάνω σὲ αὐτὲς τίς δύο θέσεις τῆς ἀγάπης πρὸς τὰ χρήματα καὶ τῆς ἀγωνιώδους φροντίδος. Τελειώνει μὲ τὸ ἑξῆς συμπέρασμα ὁ Κύριος: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». «Ζητᾶτε», λέει, «πρῶτα τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· ὕστερα τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅλα τὰ ἄλλα θὰ σᾶς προστεθοῦν».

Βέβαια, ὁ Κύριος δὲν ἐννοοῦσε ὅτι ἀρνεῖται τὴν σημασία τοῦ χρήματος, ὅταν ἔλεγε «Τί φροντίζετε καὶ τί μεριμνᾶτε;» ἢ ἀκόμη ὅτι... «Τί θέλεις νὰ μαζεύεις χρήματα;», διότι τὸ χρῆμα ἀντιπροσωπεύει τὸν κόπον, τὸν μόχθον τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι καθ᾿ ἑαυτὸ τὸ χρῆμα ἄνευ σημασίας. Μάλιστα στὴν ἐποχή μας -γιατί παλιότερα εἶχε μία ἀνταπόκριση ἀξίας, μιὰ ἀξία πραγματική- σήμερα ποὺ ἔχομε τὸ χαρτονόμισμα ἐπὶ παραδείγματι, τὸ χρῆμα δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἀντιπροσωπευτικό, ποὺ ἔρχεται νὰ μᾶς πεῖ ὅτι αὐτὸ ἀντιπροσωπεύει κάποιον κόπον, μίαν ἀξίαν. Ἀντιπροσωπεύει. Δὲν ἔχει καθ᾿ ἑαυτὸ τὸ χρῆμα μία ἀξία. Καὶ συνεπῶς εἶναι χρήσιμο διότι θὰ μποροῦσε μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν κανεὶς νὰ ἔχει μία συναλλαγὴ ἢ μία ἀνταλλαγὴ ἀγαθῶν. Κι ἂν λάβει κανεὶς ὑπόψιν του μάλιστα ὅτι τὸ χρῆμα τὸ χρησιμοποίησε καὶ ἡ μικρὴ ὁμάδα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, μὲ ταμία μάλιστα τὸν Ἰούδα. Καθ᾿ ἑαυτὸ λοιπὸν τὸ χρῆμα, δὲν εἶναι κακό. Σᾶς εἶπα, εἶναι ἕνας τρόπος συναλλαγῆς. Θὰ μοῦ δώσεις, νὰ σοῦ δώσω. Δηλαδὴ ἀνταλλάσσομε τοὺς κόπους μας. Καὶ εἶναι μία, θὰ λέγαμε, εὐφυὴς ἐπινόησις (ἐπινόησις εἶναι ἔ;) τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀλλὰ καὶ τὸ ἄλλο, θὰ λέγαμε, ποὺ εἶναι ἡ φροντίδα γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, πῶς θὰ ζήσομε, πῶς θὰ ντυθοῦμε, ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν δευτερεύοντα στοιχεῖα. Αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ ὁ Κύριος. Δὲν τὰ ἀρνεῖται. Ὅταν λέγει «ὁ Πατήρ σας ὁ οὐράνιος γνωρίζει τί ἔχετε ἀπὸ ἀνάγκη». Διότι, ἂν τὸ θέλετε, ἀγαπητοί μου, αὐτὰ τὰ στοιχεῖα ἀποτελοῦν στοιχεῖα ποὺ ἱκανοποιοῦν τὴν δομή μας. Αὐτὰ εἶναι κατασκευαστικὰ δεδομένα. Δὲν κατασκευαστήκαμε νὰ τρῶμε; Δὲν κατασκευαστήκαμε νὰ μὴν τρῶμε.  Εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δὲν θὰ ὑπάρχει βεβαίως τροφή. Οὔτε θὰ ὑπάρχει ἀνάγκη ἐνδύματος ἢ κατοικίας. Ἐφόσον εἴμεθα εἰς τὸν παρόντα κόσμο καὶ ὁ τρόπος, ἡ δομὴ τῆς κατασκευῆς μας, ἡ κατασκευή μας εἶναι τέτοια, ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ ὅλα αὐτά. Δὲν θέλει λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ πεῖ «Αὐτὰ πετᾶξτε τα, δὲν σᾶς εἶναι χρήσιμα». Δὲν μιλάει σὰν τὸν Διογένη τὸν κυνικόν, πού... «δὲν σοῦ χρειάζεται τίποτα, ἔξω ἀπὸ τὴν φούχτα σου, γιὰ νὰ πιεῖς νερό». Ὄχι. Χρειάζονται. Ὅλα χρειάζονται. Κι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔκανε χρήση τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ἐποχῆς Του, ἐν μέτρῳ φυσικά. Ἀλλὰ σᾶς ξαναλέγω, ὅτι τὸ θέμα Του δὲν εἶναι ἐκεῖ, ἀλλὰ εἶναι ὅτι ἄλλα ἔχουν τὴν προτεραιότητα· καὶ ἄλλα ἕπονται.

Ἄς προσεγγίσουμε ὅμως αὐτὸ τὸ τελικό Του συμπέρασμα ὅτι «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» κτλ. Ὁ Κύριος λοιπὸν εἶπε: «Ζητεῖτε τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ζητεῖτε. Τὸ ρῆμα «ζητῶ» στὴν ἀρχαία ἑλληνική, εἶναι πιὸ ἰσχυρὸ ἀπὸ τὸ ρῆμα «αἰτῶ». Θυμηθεῖτε ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε». Ὁπότε λοιπὸν τὸ «ζητῶ» εἶναι ἰσχυρότερον τοῦ «αἰτῶ». Τί σημαίνει αὐτό; Θὰ τὸ δοῦμε πάλι ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ὅταν θυμηθοῦμε ἀκόμη τὴν παραβολὴ τῆς ἀπωλεσθείσης δραχμῆς, ποὺ ἐκείνη ἡ γυναῖκα, λέγει, ἔψαξε νὰ βρεῖ τὴν δραχμὴ ποὺ ἔχασε καὶ ζητεῖ, λέει ὁ Κύριος στὴν παραβολή, «ζητεῖ ἡ χήρα γυναῖκα ἐπιμελῶς ἕως ὅτου εὕρῃ». Ὥστε λοιπὸν ἐπιμελῶς ζητεῖ. Ἢ ἂν τὸ θέλετε, ἐκείνη τὴν ἄλλη παραβολὴ ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ «ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας». Μὲ ἔμπορο ποὺ ζητεῖ καλὰ μαργαριτάρια. Ζητάει. Τί θὰ πεῖ λοιπὸν «ζητῶ»; Τὸ ρῆμα «ζητῶ» ἔρχεται νὰ μᾶς πεῖ ὅτι «ψάχνω νὰ βρῶ κάτι, κάτι ποὺ ἔχασα ἢ κάτι ποὺ εἶναι κρυμμένο ἢ κάτι ποὺ εἶναι μακρινὸ ἢ κάτι ποὺ εἶναι δύσκολο». Κρατῆστε παρακαλῶ αὐτὰ τὰ σημεῖα, γιὰ νὰ δεῖτε, ὡς πρὸς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,  τί θέλει νὰ πεῖ ὁ Κύριος. Τί εἶπε ὁ Κύριος; «Ζητεῖτε τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή; Σὰν κάτι νὰ εἶναι χαμένο, σὰν κάτι δύσκολο, σὰν κάτι μακρινό· τὸ ὁποῖο τώρα πρέπει νὰ ψάξομε νὰ τὸ βροῦμε.

Πράγματι. Οἱ πρωτόπλαστοι ἦσαν μέσα εἰς τὸν Παράδεισον καὶ δὲν εἶχαν ἀνάγκη νὰ βροῦν τὸν Παράδεισον, διότι ἐτοποθετήθηκαν μέσα εἰς τὸν Παράδεισον. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ ἔχασαν οἱ ἄνθρωποι τὸν Παράδεισον, τότε, γιὰ νὰ δείξει ὁ Κύριος ὅτι γιὰ νὰ ξαναποκτηθεῖ ὁ Παράδεισος χρειάζεται ἔρευνα, χρειάζεται κόπο, φροντίδα, δάκρυα, ἄσκηση· ὅτι δὲν εἶναι εὔκολο πρᾶγμα, γιατί ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση του ἐχαλάρωσε τίς δυνάμεις του, τίς νοητικές, τίς συναισθηματικὲς καὶ τίς βουλητικές, καὶ συνεπῶς εἶναι κάτι πολὺ δύσκολο γιὰ νὰ βρεῖ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ... Θυμηθεῖτε ἐκεῖνον τὸν πλούσιον νεανίσκον, ὁ ὁποῖος ἐπεθύμει μέν, δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ ξεκολλήσει ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν δεμένος καὶ συγκεκριμένα μὲ τὸν πλοῦτον. Ἀκόμη ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι ἡ πύλη ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι στενή. Στενὸς εἶναι καὶ ὁ δρόμος. Καὶ συνεπῶς θέλει κόπο, δυσκολία, ἱδρῶτα.

Ἀκόμη, ἡ ἀναζήτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ εἶναι ἐπίμονη. Νὰ ἔχει διάθεση ἐκεῖνος ποὺ τὴν ζητάει, ἁρπακτική! Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶπε ὁ Κύριος, βιάζεται (δηλαδὴ ὑφίσταται βιασμόν· ἄλλο ἰσχυρότερο ρῆμα τοῦ «ζητῶ» τὸ «βιάζω») «καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν». Ἄλλο ρῆμα τὸ «ἁρπάζω». Βλέπετε πόσο ἰσχυρὰ ρήματα. Γιὰ νὰ δείξει ὁ Κύριος ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ κατακτηθεῖ -εἶπα «κατακτηθεῖ»-πρέπει νὰ γίνει κανεὶς οὔτε λίγο οὔτε πολύ, βιαστὴς καὶ ἅρπαγας. Ὄχι χρημάτων. Ἀλλὰ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ποὺ δείχνει ὅτι δὲν σοῦ παραδίδεται ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὔκολα. Γι᾿ αὐτό, ἔκτοτε, μετὰ τὴν πτῶσιν τῶν πρωτοπλάστων, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου, ψάχνεται, ἐρευνᾷται. Κι ἂν τὸ θέλετε, γιὰ νὰ βρεῖ κανείς, γιατί τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ αὐτὸς ὁ Θεός. Αὐτὸ εἶναι ὅλο ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωὴ ἳνα γινώσκωσί σε, τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὅν ἀπέστειλας, Ἰησοῦν Χριστόν». Εἶναι λοιπὸν αὐτὴ ἡ γνῶσις, αὐτὴ ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος μέσα εἰς τὸν Παράδεισον ἔβλεπε τὸν Θεό. Τώρα πιὰ δὲν τὸν βλέπει. Πρέπει νὰ ψάξει γιὰ νὰ Τὸν δεῖ, νὰ Τὸν βρεῖ, νὰ Τὸν δεῖ. Ἐκεῖ μέσ᾿ τὸν Παράδεισον, ὑπῆρχε ἄνεσις. Ἤρχετο ὁ Θεὸς Λόγος καὶ εἶχε μία κοινωνία μὲ τοὺς πρωτοπλάστους.

Τώρα δὲν εἶναι πιὰ τὰ πράγματα ἔτσι. Λέγει πολὺ πολὺ χαρακτηριστικὰ τὸ βιβλίον τῆς Σοφίας Σειρὰχ εἰς το 4ο κεφάλαιο τὰ ἑξῆς: «Διεστραμμένος πορεύεται μετ᾿ αὐτοῦ ἐν πρώτοις» -Ποιός πορεύεται; Ἡ Σοφία. Ποιά εἶναι ἡ Σοφία; Ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, ὁ Θεὸς Λόγος· ποὺ ἔγινε κατοπινὰ ἄνθρωπος. «Πορεύεται», λέγει, «μετ᾿ αὐτοῦ, μετὰ τοῦ ἀνθρώπου, κατ᾿ ἀρχὰς διεστραμμένα». «Διεστραμμένα» ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τὴν ἠθική. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια τὴν τεχνική. Δηλαδὴ κάτι ποὺ διαστρέφεται, κάτι ποὺ δὲν εἶναι εὐθεῖα γραμμὴ ἀλλὰ εἶναι στενωπή, δρομάκια ἀπὸ δῶ, ἀνηφορίτσες ἀπὸ κεῖ, κατηφορίτσες ἀπὸ κεῖ, κάτι δύσκολο. «Στὴν ἀρχή», λοιπόν, λέγει, «ἡ Σοφία πηγαίνει... -ἐννοεῖται, ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἀναζητᾷ τὴν Σοφία- ἀναμφισβήτητα πηγαίνει μαζί του δύσκολα». Ἀκοῦστε· τὸ ὑπογραμμίζω. Δύσκολα. «Φόβον δὲ καὶ δειλίαν ἐπάξει ἐπ᾿ αὐτόν (:θὰ τοῦ δώσει, θὰ τοῦ φέρει φόβο καὶ δειλία) καὶ βασανίσει αὐτὸν ἐν παιδείᾳ αὐτῆς (- τὸ ὑπογραμμίζω ἰδιαιτέρως αὐτὸ τὸ σημεῖο. Καὶ θὰ τὸν βασανίσει τὸν ἄνθρωπο στὴν δική της βασανιστικὴ παιδαγωγία. Τ᾿ ἀκούσατε; Θὰ τὸν βασανίσει) ἔως οὗ ἐμπιστεύσῃ τῇ ψυχῇ αὐτοῦ καὶ πειράσῃ αὐτὸν ἐν τοῖς δικαιώμασιν αὐτῆς» -ἕως ὅτου, λέγει, τοῦ δημιουργήσει τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό της. Δηλαδὴ τὴν πίστη. Ἕως ὅτου ἀναπτυχθεῖ ἡ πίστις. Καὶ θὰ τὸν ὑποβάλει, «πειράσῃ», θὰ τὸν δοκιμάσει διὰ τῶν ἐντολῶν σὲ δοκιμασίες). «Καὶ πάλιν ἐπανήξει κατ᾿ εὐθεῖαν πρὸς αὐτόν (:καὶ θὰ ἐπανακάμψει ἡ Σοφία. Ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ ὄχι γιὰ νὰ βασανίσει) καὶ εὐφρανεῖ αὐτόν (:θὰ τὸν εὐχαριστήσει, θὰ τὸν εὐφράνει) καὶ ἀποκαλύψει αὐτῷ τὰ κρυπτὰ αὐτῆς (:καὶ θὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὰ μυστήρια τοῦ Οὐρανοῦ, τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ)». Αὐτὰ εἶναι τὰ «κρυπτὰ» τῆς Βασιλείας. Βλέπετε; Ὅλα αὐτὰ ἐκφράζονται μὲ τὸ ρῆμα «ζητῶ». «Ζητεῖτε πρῶτον», λέει, «τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ζητεῖτε.

Ἀλλά, νὰ ἀναζητηθεῖ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βρίσκεται μὲ τόσο κόπο, τί εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἡ καταξίωσις τοῦ νοήματος τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ὑπάρχω γιὰ νὰ καταξιωθῶ νὰ ζήσω μέσα σὲ μία κατάσταση, μέσα στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νὰ πῶς τὸ εἶπε ὁ Κύριος: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». «Ἐλᾶτε νὰ κληρονομήσετε τὴν ἑτοιμασμένη γιά σᾶς βασιλεία»· ποὺ ἑτοιμάστηκε τότε ποὺ ἐθεμελιοῦτο ἡ Δημιουργία. Ὥστε λοιπὸν ἡ Βασιλεία εἶναι ἕτοιμη γιὰ μένα! Ναί. Μὲ ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν δική Του τὴν Βασιλεία. Καταξιώνω λοιπὸν τὴν ὕπαρξή μου, ὅταν βρεθῶ τελικὰ εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀσεβεῖς δὲν καταξιώνουν τὴν ὕπαρξή τους. Γιατί θὰ βρεθοῦν εἰς τὴν αἰωνία κόλαση. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ φοβερόν. Ὅτι δὲν καταξιώνουν τὴν ἀνθρωπίνη τους ὕπαρξη. Τὴν ἀφήνουν καὶ πηγαίνει τσάμπα -ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ἡ λέξις. Τὴν κατασπαταλοῦν. Τὴν ξοδεύουν ἐκεῖ ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν ξοδέψουν καὶ συνεπῶς δὲν τὴν καταξιώνουν.

Ἀλλὰ ἀκόμα, ἂν θέλετε, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ θεωρία τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἐζήτησε ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν Πατέρα Του τὸν Οὐράνιον: «Πάτερ», λέγει, «οὕς δέδωκάς μοι (:ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔδωκες. Τοὺς μαθητὰς καὶ διὰ τῶν μαθητῶν ὅλους τοὺς πιστοὺς) θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ Ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ (ὅπου εἶμαι, νὰ εἶναι κι  μαζί μου -Καταπληκτικό, δηλαδὴ) ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμήν (:γιὰ νὰ βλέπουν τὴν δική μου τὴν δόξα -Καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐὰν δὲν ἔχει καὶ ὁ ἴδιος δόξα) ἥν δέδωκάς μοὶ ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου».

Ἀκόμη, ἂν θέλετε, κατὰ ἕναν θριαμβευτικὸν τρόπον, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως λέγει: «Καὶ ὄψονται τὸ πρόσωπον Αὐτοῦ (καὶ θὰ δοῦν τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ-οἱ δίκαιοι ἔ;) καὶ τὸ ὄνομα Αὐτοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν (καὶ τὸ ὄνομά Του στὰ μέτωπά τους -ποὺ σημαίνει κτῆμα τοῦ Θεοῦ, ἰδιοκτησία τοῦ Θεοῦ, κλῆρος τοῦ Θεοῦ, λαὸς τοῦ Θεοῦ). Καὶ κέκληται τὸ ὄνομα Αὐτοῦ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ» (:Καὶ ἐκλήθῃ τὸ ὄνομα... -Τί ὄνομα ἐγράφῃ; Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐνυπόστατος Σοφία, ὁ Ἐνανθρωπήσας Λόγος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός)».

Ἐξάλλου, πάλι λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν πρώτη του ἐπιστολή: «ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθὼς ἐστί». «Θὰ Τὸν δοῦμε ὅπως εἶναι». Πῶς εἶναι; Ὅπως ἔφυγε ἀπὸ τὴν Γῆ. Ἀναλαμβανόμενος μὲ πλησμονή, πλησμονὴ θείας δόξης. Ἄν τὸ θέλετε, ὅπως Τὸν εἶδαν οἱ τρεῖς μαθηταὶ εἰς τὸ Θαβώριον ὄρος.

Ἀκόμη, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μακαριότητα τοῦ Θεοῦ στοὺς πιστούς, ἡ μεταφορὰ τῆς μακαριότητος. Μακαριότης θὰ πεῖ εὐτυχία. Συνεπῶς ἡ εὐτυχία ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἔρχεται εἰς τοὺς πιστούς, κι ἐκεῖ ἀπολαμβάνουν αὐτὴν τὴν μακαριότητα οἱ πιστοί, κι αὐτὴ ἡ μακαριότητα προσφέρεται μὲ δύο τρόπους. Πρῶτα πρῶτα σὰν ἀπουσία τῶν λυπηρῶν. Καὶ ὕστερα σὰν παρουσία τῶν εὐφροσύνων. Σὰν ἀπουσία τῶν λυπηρῶν, μᾶς λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη: «Καὶ ἐξαλείψει ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι (:δὲν ὑπάρχει πιὰ θάνατος) οὔτε πένθος, οὔτε κραυγή, οὔτε πόνος, οὐκ ἔσται ἔτι (:δὲν ὑπάρχει πιά). Ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον (:οἱ πρῶτες καταστάσεις, ἡ πρώτη βαθμίδα, ἡ ἐπιγεία ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου πέρασε. Πέρασε)».

Καὶ ἡ παρουσία τῶν ἀγαθῶν: «Ἐγὼ τῷ διψῶντι -λέγει ὁ Κύριος- δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος δωρεάν (:Σὲ ἐκεῖνον ποὺ διψᾷ θὰ τοῦ δώσω Ἐγώ, λέγει ὁ Κύριος) ὁ νικῶν ἔσται αὐτῷ ταῦτα (:ὅλα αὐτὰ ἀνήκουν σὲ ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἔχει νικήσει) καὶ ἔσομαι αὐτῷ Θεὸν καὶ αὐτὸς ἔσται μοι υἱός». Ἰδοὺ ἡ μακαριότητα. «Ὅτι Ἐγὼ θὰ εἶμαι γιὰ κεῖνον Θεός, κι ἐκεῖνος θὰ εἶναι γιὰ μένα υἱός, παιδί». Κι ὅπως τὸ παιδὶ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ τοῦ Πατέρα Του, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀπολαμβάνει τὰ ἀγαθὰ τοῦ οὐρανίου Πατρός.

Ἀκόμη εἶπε ὁ Κύριος, ἀγαπητοί: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». «Νὰ ζητᾶτε πρῶτα τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ τὸ «πρῶτον» βέβαια σὲ σχέση μὲ ὅ,τι νομίζετε ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ζωή. Δηλαδὴ θὲς νὰ ντυθεῖς; Θὲς νὰ φᾷς; Ναί. Θὲς χρήματα; Ναί. Ἀλλὰ αὐτὰ σὲ σχέση μὲ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς πρῶτα ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὕστερα αὐτά. Αὐτὸ τὸ «πρῶτον» ὅπως λέγει ὁ Ζιγαβηνὸς «ἀντὶ τοῦ ἐξαιρέτως καὶ μάλιστα». Δηλαδὴ ὅλως ἐξαιρετικά, κατ᾿ ἐξοχήν, μᾶλλον μάλιστα. Κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον πρέπει νὰ ζητᾶτε τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Πρῶτο πρῶτο. Αὐτὸ θὰ πεῖ «ὅλως ἐξαιρέτως καὶ μάλιστα». Ὅπως δέ, διασώζουν δύο ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς καὶ ὁ Ὠριγένης, ἔχομε καὶ μίαν ἄλλη γραφὴ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι ἡ ἑξῆς: «Αἰτεῖτε τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ ὑμῖν προστεθήσεται ( :Ζητᾶτε τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ θὰ σᾶς προστεθοῦν)· αἰτεῖτε τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια προστεθήσεται ὑμῖν». «Ζητᾶτε», λέγει, «τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια θὰ σᾶς προστεθοῦν». Εἶναι δηλαδὴ μία ἄλλη γραφή.

Ἔτσι βλέπομε ἐδῶ ὅτι ὁ Κύριος δίδει, αὐτὸ θέλω νὰ προσέξομε, μία ἱεράρχηση τῶν θεμάτων. Ἱεράρχηση τῶν θεμάτων. Τί εἶναι πρῶτο καὶ τί εἶναι δεύτερο. Τί εἶναι τρίτο καὶ τί εἶναι δέκατο. Ὅπως καὶ οἱ ἐντολὲς ὅταν λέμε «Ἐντολὴ πρώτη: Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου.. Ἐντολὴ πέμπτη: τό -τό, ἐντολὴ δεκάτη: τό- τό...».... Δὲν σημαίνει ὅτι... πῶς νὰ τὰ κάναμε, ἔπρεπε νὰ δώσομε μία ἀρίθμηση. Πρῶτο, δεύτερο, τρίτο. Δὲν εἶναι τυχαία ἡ ἀρίθμησις, ἀλλὰ εἶναι κατὰ μίαν ἱεράρχησιν. Ἄν τὸ θέλετε, οἱ τέσσερις πρῶτες ἐντολὲς ἀφοροῦν στὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό, καὶ ἡ παράβασή τους δὲν εἶναι ἁμαρτία ἀλλὰ εἶναι ἀσέβεια, καὶ οἱ ἄλλες ἕξι ἐντολὲς εἶναι σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, καὶ δὲν εἶναι ἀσέβεια, ἀλλὰ εἶναι ἁμαρτία. Συνεπῶς ἡ ἀρίθμησις, ἕνα, δύο, τρία, εἶναι ὄχι τυχαία ἀλλὰ σκόπιμη. Ὅπως κι ἐδῶ. Ὅταν λέει: «Πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» -θὰ πεῖ πρῶτο. Τὸ δεύτερο εἶναι δεύτερο. Τὸ τρίτο εἶναι τρίτον. Μὴν κάνομε, ἀναποδογυρίζομε τὰ πράγματα καὶ ἔχομε πρῶτα ἐκεῖνα ποὺ εἶναι τελευταία καὶ τελευταία ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα εἶναι πρῶτα.

Δυστυχῶς, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ πρωτόπλαστοι ἔχασαν ἀπὸ τὸν ὀπτικό των ὁρίζοντα τὸν Θεὸν Λόγον, ἐχάλασε μέσα τους ἡ δυνατότητα νὰ προσδιορίζουν ἱεραρχικὰ τὰ πράγματα. Κι ἔτσι αὐτὴ ἡ κλίμακα ἱεραρχήσεως ἔχει ἀνατραπεῖ. Βάζομε τὸ πάνω κάτω καὶ τὸ κάτω ἐπάνω. Πᾶρτε παράδειγμα, σὲ ὅλες τίς ἐποχὲς καὶ στὴν ἐποχή μας, οἱ ἄνθρωποι δίνουν προτεραιότητα στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, τί μισθὸ θὰ ἔχομε, τί αὐτοκίνητο θὰ ἔχομε καὶ ἐν παρόδῳ μιλᾶμε γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐν περιθωρίῳ θέτομε τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε; Ὅτι χάσαμε αὐτὴν τὴν ἱκανότητα νὰ μποροῦμε τὰ πράγματα νὰ τὰ ἱεραρχοῦμε.

Ὁ Κύριος γιατί ἦλθε; Ἦλθε νὰ μᾶς διορθώσει αὐτὴν τὴν ἁμαρτωλὴ ἀντιστροφή. Αὐτὸ δηλαδὴ τὸ ἁμαρτωλὸ ἀναποδογύρισμα. Καὶ πρέπει νὰ καταλάβομε ὅτι εἶναι πολὺ δύσκολο, ἀκόμη θεωρητικὰ ἐὰν τὸ ἀντιληφθοῦμε, πρακτικὰ νὰ τὸ ἐφαρμόσομε. Νὰ τὰ βάλομε τὰ πράγματα στὴ σειρά τους.

Ἀκόμη ὁ Κύριος μᾶς εἶπε μαζὶ μὲ τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, νὰ ζητᾶμε καὶ τὴν δικαιοσύνη Αὐτοῦ. Τί εἶναι ἡ δικαιοσύνη; Μήπως εἶναι ἡ δικαιοσύνη ποὺ θὰ ζητοῦσαν οἱ ἄνθρωποι.. «Κύριε, δὲν βλέπεις τί γίνεται πάνω στὴ Γῆ; Ἔλα νὰ ἐπιβάλεις τὴν δικαιοσύνη Σου καὶ νὰ ἐπιβάλεις μία τάξη;». Ἢ «νὰ ἐπιβάλεις τὴν δικαιοσύνη στὴν κατανομὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν;». Ὄχι ἀγαπητοί μου, ὄχι. Λέγει ὁ Ζιγαβηνὸς ὅτι «ἡ δικαιοσύνη εἶναι ἡ καθ᾿ ὅλου ἀρετή». Δηλαδὴ δικαίωσις καὶ δικαιοσύνη στὴν Ἁγία Γραφὴ θὰ πεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν στενὴ σημασία «δικαιοσύνη» θὰ πεῖ καὶ ἁγιότητα. Συνεπῶς τὸ θέμα εἶναι νὰ ζητᾶτε τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς βέβαια εἶναι τὸ πρότυπον τῆς ἁγιότητος. Τὸ πρότυπον. Πρέπει νὰ μάθομε δηλαδὴ ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος εἶπε: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος, τέλειος ἐστίν». «Νὰ εἴσαστε τέλειοι, ὅπως ὁ Πατέρας σας, τὸ ὑπόδειγμα, τὸ πρότυπον. Στὸν οὐρανὸ εἶναι τέλειος».

Τί εἶναι λοιπόν τὸ νὰ ζητῶ τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ; Νὰ καταξιώσω τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἔγινα κατ᾿ εἰκόνα, θέλω δὲν θέλω. Εἶμαι ἄνθρωπος, θέλω δὲν θέλω. Ἀλλά τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἂν θέλω. Ὄχι «θέλω δὲν θέλω». Ἄν θέλω. Συνεπῶς τί εἶναι νὰ ζητήσω τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι Ἅγιος; Νὰ καταξιώσω τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶπε: «Διώκετε τὸν ἁγιασμὸν οὗ χωρίς (:χωρὶς τὸν Ὁποῖον) οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον». Ἡ ἁγιότητα, μὴν ξεχνᾶμε, ὅτι ἔρχεται ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἀπὸ τὸν Θεὸν στὸν ἄνθρωπο. Ἄν ἐκεῖνος φυσικὰ τὴν ζητήσει τὴν ἁγιότητα. Καὶ πάλι ἡ ἁγιότητα γίνεται ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸν Θεό. Ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ ἁγιότητα καὶ ξαναγυρίζει πάλι πίσω. Καὶ γίνεται δρόμος, γιὰ νὰ φθάσει ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό. Δὲν ἔχομε παρὰ νὰ θυμηθοῦμε τὴν κλίμακα τοῦ Ἰακώβ. Στὴν κορυφὴ τῆς κλίμακος προβάλλεται ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτω. Ὀφείλει νὰ ἀνεβεῖ τὴν κλίμακα. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανό, ἐὰν δὲν ριφθεῖ ἡ κλίμακα ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ στὴ Γῆ, ἂν δὲν στηθεῖ ἡ Κλίμακα. Καὶ τότε ἀνεβαίνει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἄν θέλει.

Ὁ Κύριος ἀκόμα εἶπε: «Καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». «Ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς προστεθοῦν». Ποιά; Ὅλα τὰ ἄλλα. Βλέπετε; Δὲν ἀρνεῖται ὁ Κύριος τὰ ἀγαθά. Ἀλλὰ θέλει νὰ μᾶς πεῖ ὅτι πρῶτα εἶναι τὰ οὐράνια καὶ μετὰ τὰ ἐπίγεια. Λέγει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ εἶπε δοθήσεται ἀλλὰ προστεθήσεται». Δὲν εἶπε «θὰ σᾶς δοθοῦν» ἀλλὰ «θὰ σᾶς προστεθοῦν». Διότι δὲν εἶναι κάτι τὸ ξεχωριστὸ τὰ ἐπίγεια ἀγαθά· ἀλλὰ θά ᾿ρθοῦν νὰ προστεθοῦν σὲ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἤδη θὰ ἔχομε ζητήσει.

Ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος μὲ τὴν Ἐνανθρώπησή Του καὶ μὲ τὴν διδασκαλία Του μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ τὴν σύγχυση τῶν ἀξιῶν. Τί ἀξίζει καὶ ἀκόμη τί εἶναι πρῶτο καὶ τί εἶναι δεύτερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἀξίζει. Κι ἔδωσε τὸ μέτρο ὅλων τῶν πραγμάτων. Μᾶς εἶπε ὅτι στὴν κορυφὴ βρίσκεται ἡ ἀναζήτησις τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμα καὶ ἡ μίμησις τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἔδωσε λοιπὸν δύο κριτήρια. Τὴν Βασιλεία Του καὶ τὴν ἁγιότητά Του. Μ᾿ αὐτὰ τὰ δύο κριτήρια πρέπει νὰ κρίνομε καὶ νὰ ζυγίσουμε καὶ νὰ μετρήσουμε ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου. Μὲ αὐτὰ πρέπει νὰ μάθομε νὰ βλέπομε τὸν κόσμον καὶ τὴν παροῦσα ζωή. Ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ἀνατρέπουμε τὰ πράγματα, τότε κινδυνεύομε νὰ χάσουμε τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀστοχήσουμε βαριὰ καὶ ἀμετάκλητα ἀπὸ τὸν προορισμό μας. Γι᾿ αὐτὸ ἂς ξανακούσουμε ἄλλη μιὰ φορὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν».

 

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ

καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητή

μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,

ψηφιοποίηση τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας καὶ ἐπιμέλεια:

Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

 

ΠΗΓΕΣ:

•   Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.

•   http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p athanasios/omiliai kyriakvn/omiliai kyriakvn 444.mp3

__________________________________

Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»  

2 σχόλια:

  1. Μέσα από αυτό που πρέπει πρώτα να ζητάμε από τον Θεό:
    «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν».

    θα πω δυο λόγια, μέσα από άλλη ομιλία του Μακαριστού πατρός Αθανασίου Μυτιληναίου.

    Όταν ζητούμε την Βασιλεία του Θεού, στην ουσία ζητούμε την σωτηρία μας.
    Δηλαδή να μας σώσει ο Θεός, για να βρεθούμε μέσα στην Βασιλεία Του.
    Γιατί αν δεν σωθούμε, τότε τι να την κάνουμε την Βασιλεία του Θεού, για μας θα είναι άχρηστη αφού θα είμαστε απέξω.

    Δηλαδή βλέπουμε ο Θεός από μας θέλει να σώσουμε πρώτα την ψυχή μας και όλα τα άλλα θα μας δοθούν πλουσιοπάροχα.

    Θα μας δώσει τα επουράνια και θα μας στερήσει τα επίγεια;

    Και θα κλείσω με τον Μακαριστό πατήρ Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο.
    Έλεγε να παρακαλούμε και να ζητούμε από τον Θεό:

    Θεέ μου είτε θέλω, είτε δεν θέλω, Εσύ σώσε με.

    Με αυτό καταργούμε το αυτεξούσιο μας και αφηνόμαστε πλήρως στην πρόνοια και την αγάπη του Θεού.

    Γιατί ο Θεός μπορεί να κάνει τα πάντα για μας, εκτός από το να μας σώσει χωρίς τη θέλησή μας.

    Το αυτεξούσιο, αυτό που σέβεται και δεν καταργεί ο Άγιος Τριαδικός Θεός μας, ας το καταργήσουμε εμείς, για να δείξουμε την αγάπη μας και την εμπιστοσύνη μας στον Κύριό μας Ιησού Χριστό.

    Για αυτό ας το λέμε πάντοτε αυτό στην προσευχή μας:

    Θεέ μου είτε θέλω, είτε δεν θέλω, Εσύ σώσε με.





    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Να προσθέσω κάτι ακόμα, γιατί ίσως κάποιος έχει την απορία:
    Είτε δεν θέλω, τότε πως θα με σώσει ο Θεός;

    Όταν αποφασίσουμε να ακολουθήσουμε τον δρόμο του Αγίου Τριαδικού Θεού μας.
    Μας το είπε ο ίδιος ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός:

    Ότι στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα (οδηγούσα) εις την ζωήν»,

    Θα πρέπει να θυσιάσουμε τα πάθη, τις επιθυμίες και προπαντός τον παχουλό εγωισμό μας.

    Για να θυσιάσουμε όμως όλα αυτά,το φάρμακο που δίνει ο Κύριος μας είναι πικρό.


    Μας δίνει την εντολή να υπομένουμε τις προσβολές και να μην αποδίδουμε προσβολή αντί προσβολής,

    να δείχνουμε εδώ υπομονή, επειδή αυτός είναι ο σταυρός μας.
    Να τα δέχεστε και να τα υπομένετε όλα σαν Σταυρό. Να σηκώσουμε τον Σταυρό σημαίνει ήρεμα και με ευχαριστία να υπομένουμε όλα αυτά που μας στέλνει ο Θεός, τον πόνο και τις θλίψεις, τις ασθένειες και τις αδικίες.

    Χωρίς πειρασμούς ουδέν ο σωζόμενος,
    μόνο τότε στρέφουμε τα μάτια μας στον ουρανό.

    Μέσα σε όλα αυτά μπορεί να λιγοψυχήσουμε ή ακόμα και να γογγίξουμε.

    Να παρακαλάμε τον Θεό, ενώ είμαστε ασθενείς στην πίστη, που μπορεί να γίνει αιτία ώστε να χάσουμε τη σωτηρία μας, να μας ενδυναμώνει ο Θεός ώστε να σωθούμε ακόμα και με το ζόρι.
    (Με το ζόρι εννοώ, ότι βλέποντας όλους τους πειρασμούς που μας κυκλώνουν, ίσως δειλιάσουμε και ζητήσουμε να απαλλαγούμε από αυτούς χάνοντας τελικά την σωτηρία μας).

    ΑπάντησηΔιαγραφή