Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ. 14,22-34] ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ


ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ [:Ματθ. 14,22-34]

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

«Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. Τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος (:Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ μὴν παρασυρθοῦν οἱ μαθητὲς Του ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ τοῦ πλήθους ποὺ ἤθελε νὰ Τὸν ἀνακηρύξει βασιλιᾶ [μετὰ ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν πεντακισχιλίων] τοὺς ἀνάγκασε νὰ εἰσέλθουν στὸ πλοῖο καὶ νὰ περάσουν πρὶν ἀπὸ Αὐτὸν στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, ὡσότου Αὐτὸς διαλύσει τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. Καὶ ἀφοῦ διέλυσε τὰ πλήθη, ἀνέβηκε στὸ ὄρος, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος καὶ ἀπερίσπαστος. Καὶ ὅταν ἄρχισε νὰ νυκτώνει, ἦταν μόνος Του ἐκεῖ. Τὸ πλοῖο ὅμως βρισκόταν πλέον στὸ μέσο τῆς λίμνης καὶ κλυδωνιζόταν πολὺ ἀπὸ τὰ κύματα, διότι ἦταν ἀντίθετος ὁ ἄνεμος)»[Ματθ. 14,22-27]·[ἑρμην. ἀπόδοση Παν. Τρεμπέλα].

Γιὰ ποιόν λόγο ἀνεβαίνει στὸ ὄρος; Γιὰ νὰ μᾶς διδάξει ὅτι εἶναι καλὸ πρᾶγμα ἡ ἐρημιὰ καὶ ἡ μόνωση ὅταν πρέπει νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τὸν Θεό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν βέβαια καταφεύγει συχνὰ στὶς ἐρήμους καὶ ἐκεῖ πολλὲς φορὲς διανυκτερεύει προσευχόμενος γιὰ νὰ μᾶς διδάξει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἀπόλυτη ἡσυχία κατὰ τὴν προσευχὴ καὶ ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ ἀπὸ τὸν τόπο· διότι ἡ ἔρημος εἶναι μητέρα τῆς ἡσυχίας καὶ τόπος γαλήνης καὶ λιμάνι ποὺ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε θόρυβο.

Καὶ ὁ μὲν Ἰησοῦς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀνέβαινε ἐκεῖ στὸ ὄρος, οἱ μαθητές Του ὅμως κλυδωνίζονται καὶ πάλι ἀπὸ τὴ θαλασσοταραχὴ καὶ ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν κακοκαιρία ὅπως καὶ σὲ κάποια προηγούμενη φορά [πρβλ. Ματθ. 8,23-27: «Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. καὶ ἰδοὺ σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων· αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἤγειραν αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα. καὶ λέγει αὐτοῖς· τί δειλοὶ ἐστε, ὀλιγόπιστοι; τότε ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύμασαν λέγοντες· ποταπὸς ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ; (: Καὶ ὅταν μπῆκε στὸ πλοῖο, Τὸν ἀκολούθησαν οἱ δώδεκα μαθητές Του. Καὶ ἰδοὺ ἔγινε θύελλα ἰσχυρή, ἀναταραχὴ καὶ τρικυμία μεγάλη στὴ θάλασσα, ὥστε τὸ πλοῖο νὰ σκεπάζεται ἀπὸ τὰ κύματα. Ὁ  Ἰησοῦς ὅμως κοιμόταν. Καὶ προσῆλθαν ἔντρομοι οἱ μαθητὲς κοντά Του καὶ Τὸν ξύπνησαν λέγοντας· "Κύριε σῶσε μας, χανόμαστε". Καὶ λέγει πρὸς αὐτούς: "Ὦ ὀλιγόπιστοι, γιατί εἶστε τόσο δειλοί;" Τότε, ἀφοῦ σηκώθηκε ὄρθιος, διέταξε μὲ ἐξουσία καὶ αὐστηρότητα καὶ ἐπέπληξε τοὺς ἀνέμους καὶ τὴν θάλασσα καὶ ἀμέσως ἔγινε γαλήνη μεγάλη. Καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶδαν καὶ ἄκουσαν τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ γεγονός, θαύμασαν καὶ ἔλεγαν μὲ ἔκσταση· τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, ἀφοῦ καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑποτάσσονται σὲ αὐτόν;'')»].

Τότε ὅμως τὸ εἶχαν πάθει αὐτὸ ἔχοντας τὸν Ἰησοῦ μαζί τους μέσα στὸ πλοῖο, ἐνῶ τώρα ἦσαν τελείως μόνοι τους· διότι ἤρεμα καὶ σιγά - σιγά τοὺς εἰσάγει καὶ τοὺς καθοδηγεῖ στὰ μεγάλα πνευματικὰ θέματα καὶ στὸ νὰ ἀντιμετωπίζουν τὰ πάντα μὲ γενναιότητα. Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὅταν συνέβῃ γιὰ πρώτη φορὰ νὰ κινδυνεύσουν, ἦταν μὲν παρών, ἀλλὰ ὅμως κοιμόταν, ὥστε ἀμέσως νὰ τοὺς προσφέρει τὴν βοήθειά Του. Τώρα ὅμως γιὰ νὰ τοὺς κάνει νὰ δείξουν μεγαλύτερη ὑπομονή, δὲν κάνει οὔτε αὐτό, ἀλλὰ φεύγει ἀπὸ κοντά τους καὶ ἐνῶ  βρίσκονται στὸ μέσο τῆς θαλάσσης, ἐπιτρέπει νὰ σηκωθεῖ ἡ θαλασσοταραχή, ὥστε νὰ μὴν ἐλπίζουν ἀπὸ πουθενὰ νὰ σωθοῦν, καὶ ὅλη τὴ νύκτα τοὺς ἀφήνει νὰ θαλασσοδέρνονται, γιὰ νὰ διεγείρει, κατὰ τὴ γνώμη μου, τὴν καρδιά τους ποὺ ἦταν πνευματικῶς νεκρή, εὑρισκόμενη ἀκόμη σὲ νάρκη· διότι τέτοιος εἶναι ὁ φόβος τὸν ὁποῖο δημιουργεῖ ἡ θαλασσοταραχὴ μαζὶ μὲ τὴ νύκτα. Μαζὶ ὅμως μὲ τὴ σύγχυση στὴν ὁποία τοὺς ἄφησε γιὰ λίγο νὰ βρίσκονται, αὔξησε καὶ τὴν ἐπιθυμία τους ἀκόμη περισσότερο γιὰ τὸν Ἴδιο ποὺ καὶ ἄλλη φορά τοὺς εἶχε σώσει, καθὼς ἐπίσης καὶ νὰ Τὸν ἐνθυμοῦνται συνεχῶς.

Καὶ ἀκριβῶς γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο δὲν παρουσιάστηκε ἀμέσως σὲ αὐτούς· διότι λέγει: «Τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης (:Καὶ στὸ τελευταῖο τρίωρο τῆς νύχτας [δηλ. μεταξὺ τῶν ὡρῶν 3-6 π.μ.], ὅταν τὸ τέταρτο τμῆμα τῶν σκοπῶν παραλαμβάνει τὴ στρατιωτικὴ φρουρά, ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπ᾿ τὸ βουνὸ καὶ ἦλθε πρὸς αὐτοὺς περπατῶντας πάνω στὴ θάλασσα, σὰν νὰ ἦταν ἡ θάλασσα στεριά)» [Ματθ. 14,25], μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς διδάξει νὰ μὴ ζητοῦν ταχεῖα ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τίς συμφορὲς ποὺ τοὺς βρίσκουν, ἀλλὰ νὰ ἀντιμετωπίζουν τὰ δυσάρεστα γεγονότα μὲ γενναιότητα.

Μόλις λοιπὸν ἤλπισαν ὅτι θὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴ θαλασσοταραχή, τότε καὶ πάλι ἔγινε μεγαλύτερος ὁ φόβος τους. Διότι λέγει ὁ Εὐαγγελιστής: «Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν (:Ὅταν λοιπὸν Τὸν εἶδαν οἱ μαθητὲς νὰ περπατάει πάνω στὴ θάλασσα, ταράχθηκαν λέγοντας ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν εἶναι φάντασμα. Καὶ ἀπ᾿ τὸν φόβο τους ἔβγαλαν κραυγή)» [Ματθ. 14,26]. Καὶ πράγματι αὐτὸ κάνει πάντοτε, ὅταν δηλαδὴ πρόκειται νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὴ δοκιμασία, τότε ἐπιτρέπει νὰ περιπέσουν σὲ κάποια δυσκολότερη καὶ φοβερότερη, πρᾶγμα ποὺ βέβαια συνέβῃ καὶ τότε· διότι μαζὶ μὲ τὴ θαλασσοταραχὴ καὶ ἡ ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου ποὺ περπατοῦσε ἐπάνω στὴν τρικυμισμένη θάλασσα, τοὺς φόβισε πάρα πολὺ καὶ μάλιστα ὄχι λιγότερο ἀπὸ τὴν τρικυμία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν οὔτε τὸ σκοτάδι διέλυσε, οὔτε καὶ τοὺς φανερώθηκε ἀμέσως, γιὰ νὰ τοὺς ἐξασκήσει, ὅπως προανέφερα, μὲ τὴν παράταση αὐτὴ τοῦ φόβου τους, καὶ γιὰ νὰ τοὺς διδάξει νὰ εἶναι καρτερικοί.

Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἰώβ· διότι ὅταν ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὸν πειρασμό, ἀκριβῶς τότε ἐπέτρεψε νὰ γίνει χειρότερο τὸ τέλος τῆς συμφορᾶς του. Δὲν ἐννοῶ τὸν θάνατο τῶν παιδιῶν του καὶ τὰ λόγια τῆς γυναίκας του, ἀλλὰ τοὺς χλευασμοὺς τῶν ὑπηρετῶν του καὶ τῶν φίλων του. Καὶ ὅταν πάλι ἐπρόκειτο νὰ ἀπαλλάξει τὸν Ἰακὼβ ἀπὸ τίς ταλαιπωρίες του στὴν ξένη χώρα, ἐπέτρεψε νὰ δημιουργηθεῖ καὶ νὰ γίνει μεγάλος θόρυβος. Καθόσον ὁ πεθερός του, ἀφοῦ τὸν συνέλαβε τὸν ἀπειλοῦσε μὲ θάνατο καὶ ὕστερα ἀπὸ ἐκεῖνον δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει ὁ ἀδελφός του ποὺ παραλίγο νὰ τὸν φόνευε [πρβλ. Γέν. κεφ. 31-32]· διότι ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ δίκαιοι νὰ δοκιμάζονται καὶ ἐπὶ πολὺ χρόνο καὶ μὲ μεγάλες δοκιμασίες, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ὅταν πρόκειται νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τίς δοκιμασίες, θέλοντας νὰ τοὺς ὠφελήσει σὲ μεγαλύτερο βαθμό, αὐξάνει τίς δοκιμασίες. Πρᾶγμα ποὺ ἔκανε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἀβραὰμ στέλνοντας σὲ αὐτὸν τὴν τελευταία δοκιμασία, δηλαδὴ τὴ θυσία τοῦ παιδιοῦ του [πρβ. Γέν. 22,1 κ.ε.]· διότι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν οἱ δυσβάστακτες δοκιμασίες γίνονται ὑποφερτές, ὅταν ἀποστέλλονται στὸ τέλος τῆς δοκιμασίας, καὶ εἶναι πλέον πολὺ κοντὰ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτές. Τὸ ἴδιο λοιπὸν καὶ τότε ἔκανε ὁ Χριστὸς καὶ δὲν φανέρωσε προηγουμένως τὸν ἑαυτό Του, ἀλλὰ τότε μόνο, ὅταν οἱ μαθητὲς Τὸν φώναξαν δυνατά· διότι ὅσο περισσότερο μεγάλωνε ἡ ἀγωνία τους, τόσο περισσότερο ἐπιζητοῦσαν τὴν παρουσία Του.

Στὴ συνέχεια, λέγει ὁ εὐαγγελιστής, μόλις φώναξαν δυνατά, «εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε (:ἀμέσως ὅμως τοὺς μίλησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε: "Ἔχετε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβᾶστε")» [Ματθ. 14,27]. Τὰ λόγια αὐτὰ διέλυσαν τὸν φόβο τους καὶ τοὺς ἔδωσαν θάρρος. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἀρχικὰ δὲν Τὸν ἀνεγνώρισαν ὅταν Τὸν εἶδαν, καὶ ἐξαιτίας τοῦ παράδοξου βαδίσματός Του ἐπάνω στὴν θάλασσα καὶ ἐξαιτίας τῆς ὥρας ποὺ συνέβῃ αὐτό, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν φανερώνει τὸν ἑαυτό Του σὲ αὐτοὺς μὲ τὴ φωνή Του.

Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ Πέτρος ποὺ ἦταν ἐνθουσιώδης σὲ ὅλες του τίς ἐνέργειες καὶ πάντοτε ἐκδηλωνόταν πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητές; «Κύριε», λέγει, «εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα (:Κύριε, ἐὰν εἶσαι Ἐσύ, δῶσε μου ἐντολὴ νὰ ἔλθω κοντά Σου περπατῶντας πάνω στὰ νερά)». Δὲν Τοῦ εἶπε νὰ προσευχηθεῖ καὶ νὰ παρακαλέσει τὸν Πατέρα Του, ἀλλὰ Τοῦ εἶπε: «Κέλευσον (:Δῶσε ἐντολή)». Εἶδες πόσο μεγάλος ἦταν ὁ ἐνθουσιασμός του; Πόσο μεγάλη ἡ πίστη του; Μολονότι βέβαια πολλὲς φορὲς ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ του ζητοῦσε πράγματα ποὺ ὑπερέβαιναν τὸ μέτρο.

Καθόσον καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴν ζήτησε πολὺ μεγάλο πρᾶγμα, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη καὶ μόνο καὶ ὄχι πρὸς ἐπίδειξη· διότι δὲν εἶπε «Πρόσταξέ με νὰ βαδίσω ἐπάνω στὰ ὕδατα», ἀλλὰ τί; «Πρόσταξέ με νὰ ἔλθω πρὸς Ἐσένα»· διότι κανεὶς δὲν ἀγαποῦσε τόσο πολὺ τὸν Ἰησοῦ. Τὸ ἴδιο  ἔκανε καὶ μετὰ τὴν Ἀνάσταση· δὲν θέλησε καὶ τότε νὰ πάει στὸν τάφο μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους μαθητές, ἀλλὰ ἔτρεξε νὰ πάει πρὶν ἀπὸ αὐτούς. Καὶ δὲν δείχνει μὲ αὐτὸ μόνο τὴν ἀγάπη του, ἀλλὰ καὶ τὴν πίστη του· διότι δὲν πίστεψε ἁπλὰ καὶ μόνο ὅτι ὁ Ἰησοῦς μπορεῖ νὰ περιπατεῖ ἐπάνω στὴ θάλασσα, ἀλλὰ ὅτι καὶ σὲ ἄλλους μπορεῖ νὰ μεταδώσει αὐτὴν τὴ δυνατότητα. Ἡ ἐπιθυμία του λοιπὸν εἶναι νὰ βρεθεῖ πλησίον Του τὸ ταχύτερο.

«Ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. Καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; (: Ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: "Ἔλα". Καὶ τότε ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περπάτησε πάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ ἔλθει κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Ὅταν ὅμως εἶδε τὸν ἀέρα πόσο δυνατὸς ἦταν, κλονίστηκε ἡ πίστη του καὶ φοβήθηκε, καὶ καθὼς ἄρχισε νὰ βουλιάζει, φώναξε δυνατά: "Κύριε, σῶσε με, διότι κινδυνεύω νὰ πνιγῶ". Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι Του, τὸν ἔπιασε καὶ τοῦ εἶπε: "Ὀλιγόπιστε, γιατί δείλιασες;")». [Ματθ. 14,28-31].

Αὐτὸ τὸ θαῦμα εἶναι πιὸ παράδοξο ἀπὸ τὸ προηγούμενο, καὶ γι᾿ αὐτὸ καὶ γίνεται μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνο. Ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ Ἰησοῦς ἀπέδειξε ὅτι εἶναι ἐξουσιαστὴς τῆς θάλασσας, στὴ συνέχεια ἐπιτελεῖ καὶ τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο θαῦμα· διότι τότε μέν, ἐπιτίμησε μόνο τοὺς ἀνέμους, τώρα ὅμως καὶ ὁ Ἴδιος βαδίζει ἐπάνω στὰ ὕδατα καὶ σὲ ἄλλον παρέχει τὴ δυνατότητα νὰ πράξει τὸ ἴδιο, πρᾶγμα ποὺ ἐὰν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πρόσταζε νὰ γίνει, ὁπωσδήποτε δὲν θὰ τὸ δεχόταν ὁ Πέτρος μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἐπειδὴ δὲν θὰ εἶχε ἀκόμη ἀποκτήσει τόση μεγάλη πίστη.

Γιατί ὅμως ὁ Χριστὸς τὸ ἐπέτρεψε νὰ γίνει αὐτό; Διότι, ἐὰν τοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ βαδίσει ἐπάνω στὴ θάλασσα, ὁ Πέτρος, ἐπειδὴ ἦταν ὁρμητικός, θὰ εἶχε ἀντιρρήσεις. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τὸν πείθει μὲ τὰ γεγονότα, ὥστε στὸ μέλλον νὰ εἶναι πιὸ σώφρονας. Ἀλλὰ καὶ ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήσει τὸν ἑαυτό του πάνω στὴν ἐπιφάνεια. Ἀφοῦ λοιπόν, κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο, κλυδωνίζεται, ἐπειδὴ φοβήθηκε. Καὶ τὸν κλυδωνισμὸ προκάλεσε ἡ τρικυμία, τὸν φόβο ὅμως τὸν δημιούργησε ὁ ἄνεμος. Ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει ὅτι: «Ἤθελον οὖν λαβεῖν αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἣν ὑπῆγον (:Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴ διαβεβαίωσή Του αὐτή, οἱ μαθητὲς ἐκδήλωσαν πολλὴ σπουδὴ καὶ προθυμία νὰ Τὸν πάρουν πάνω στὸ πλοῖο. Καὶ μόλις Τὸν πῆραν, ἀμέσως τὸ πλοῖο ἔφθασε θαυματουργικῶς στὴ στεριὰ ὅπου κατευθυνόταν)» [Ἰω. 6,21]. Ὥστε ὅταν ἐπρόκειτο νὰ προσεγγίσουν τὴν ξηρά, τότε ὁ Ἰησοῦς ἀνέβηκε στὸ πλοῖο.

Ἀφοῦ λοιπὸν κατέβηκε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ πλοῖο, βάδιζε πρὸς τὸν Ἰησοῦ, χαρούμενος ὄχι τόσο ἐπειδὴ περπατοῦσε πάνω στὴ θάλασσα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐρχόταν κοντὰ στὸν Κύριο. Καὶ ἐνῶ εἶχε νικήσει τὸ σπουδαιότερο, ἐπρόκειτο νὰ κακοπαθήσει ἀπὸ τὸ μικρότερο, ἐννοῶ τὴν ὁρμὴ τοῦ ἀέρος καὶ ὄχι τὴ θάλασσα. Πραγματικὰ τέτοια εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση, πολλὲς φορές, δηλαδή, ἐπιτυγχάνει τὰ μεγάλα καὶ ἀποτυγχάνει στὰ ἐλάχιστα. Ὅπως ἔγινε στὸν Ἠλία μὲ τὴν Ἰεζάβελ, τὸν Μωυσῆ μὲ τὸν Αἰγύπτιο καὶ τὸν Δαυὶδ μὲ τὴ Βηρσαβεέ. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ὁ Πέτρος. Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη φοβισμένος, πῆρε τὸ θάρρος νὰ πατήσει ἐπάνω στὰ κύματα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ ἀντισταθεῖ στὴν ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου, ἂν καὶ βρισκόταν κοντὰ στὸν Χριστό.

Ἔτσι, δὲν τὸν ὠφελεῖ καθόλου τὸ ὅτι βρίσκεται κοντὰ στὸν Χριστὸ τοπικῶς, ἐὰν δὲν εἶναι κοντὰ Του μὲ τὴν πίστη. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ φανέρωνε καὶ τὴ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ Διδασκάλου καὶ τοῦ μαθητῆ καὶ ἔδινε παρηγοριὰ καὶ στοὺς ἄλλους μαθητές· διότι ἐὰν ἀγανάκτησαν γιὰ τοὺς δύο ἀδελφοὺς ποὺ ζήτησαν τὰ πρωτεῖα, πολὺ περισσότερο θὰ ἀγανάκτησαν ἐδῶ, ἐπειδὴ δὲν εἶχαν λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Μετὰ τὴν δωρεὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅμως, δὲν συμπεριφέρονται ἔτσι· διότι σὲ κάθε περίπτωση παραχωροῦν τὰ πρωτεῖα στὸν Πέτρο καὶ στὶς ὁμιλίες πρὸς τὸν λαό, αὐτὸν προβάλλουν, ἂν καὶ ἦταν ὁ πιὸ ἀμόρφωτος ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

Καὶ γιατί δὲν διέταξε ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀνέμους νὰ σταματήσουν, ἀλλὰ ἅπλωσε ὁ Ἴδιος τὸ χέρι Του καὶ τὸν ἔπιασε; Διότι χρειαζόταν καὶ ἡ πίστη τοῦ Πέτρου. Ἐπειδή, ὅταν δὲν γίνεται ὅ,τι ἐξαρτᾷται ἀπὸ ἐμᾶς, τότε παύει καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ τοῦ δείξει, λοιπόν, ὅτι δὲν τὸν παρέσυρε ἡ δύναμη τοῦ ἀνέμου, ἀλλὰ ἡ δική του ὀλιγοπιστία, λέγει: «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; (:Ὀλιγόπιστε, γιατί κλονίστηκες στὴν πίστη καὶ δείλιασες;)» [Ματθ. 14,31]. Ὥστε ἐὰν δὲν τοῦ ἔλειπε ἡ πίστη, θὰ μποροῦσε μὲ εὐκολία νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ τὸν ἄνεμο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἀκριβῶς, ἀφοῦ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, ἄφησε τὸν ἄνεμο νὰ φυσᾷ, γιὰ νὰ τοῦ ἀποδείξει ὅτι καθόλου δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βλάψει ὁ ἄνεμος, ὅταν ἡ πίστη του εἶναι σταθερὴ καὶ ἀμετακίνητη. Καὶ ὅπως τὸ μικρὸ πουλάκι, ποὺ πρὸ ὀλίγου πέταξε ἀπὸ τὴ φωλιά του καὶ κινδυνεύει νὰ πέσει στὴ γῆ, τὸ παίρνει στὰ φτερά της ἡ μητέρα του καὶ τὸ ἐπαναφέρει στὴ φωλιά, ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Χριστός.

«Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος (:Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πέτρος μπῆκαν στὸ πλοῖο, ἡσύχασε ὁ ἄνεμος)». Προηγουμένως, ἔλεγαν: «Τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, ἐφόσον καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουν σὲ αὐτόν;» [Ματθ. 8,27]. Τώρα ὅμως δὲν λέγουν τὰ ἴδια. «Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ (:Οἱ μαθητές, ποὺ ἦσαν στὸ πλοῖο)», λέγει ὁ εὐαγγελιστής, «ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ (:Ἦλθαν καὶ Τὸν προσκύνησαν μὲ πολλὴ εὐλάβεια λέγοντας: "Ἀληθινά, εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ")». Βλέπεις μὲ ποιόν τρόπο σιγὰ σιγὰ τοὺς ἀνέβαζε ὑψηλότερα; Πραγματικά, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι βάδισε ὁ Ἴδιος ἐπάνω στὴ θάλασσα καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ σὲ ἄλλον ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ κάνει τὸ ἴδιο καὶ τὸν ἔσωσε ὅταν κινδύνευσε, αὐξήθηκε κατὰ πολὺ ἡ πίστη αὐτῶν. Τότε, βέβαια, ἐπιτίμησε τὴ θάλασσα, τώρα ὅμως, δὲν τὴν ἐπιτιμᾷ, ἀλλὰ μὲ ἄλλον τρόπο ἀποδεικνύει περισσότερο τὴ δύναμή Του.  Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν: «Ἀληθινά, εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Τί λοιπόν; Τοὺς μάλωσε ἐπειδὴ εἶπαν αὐτὸν τὸν λόγο; Ὄχι βέβαια, ἀλλὰ ἀντίθετα, καὶ ἐπιβεβαίωσε τοὺς λόγους τους, μὲ τὸ νὰ θεραπεύει μὲ μεγαλύτερη ἐξουσία ὅσους ἀσθενεῖς βρίσκονταν κοντά Του καὶ ὄχι ὅπως προηγουμένως.

«Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ. καὶ ἐπιγνόντες αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἐκείνου ἀπέστειλαν εἰς ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας, καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· καὶ ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν (:Καὶ ἀφοῦ πέρασαν ἀπ᾿ τὸ ἕνα μέρος τῆς λίμνης στὸ ἄλλο, ἦλθαν στὴ χώρα Γεννησαρέτ. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἐκείνου Τὸν ἀντιλήφθηκαν, ἔστειλαν ἀπεσταλμένους σὲ ὅλη τὴν περιφέρεια ἐκείνη γιὰ νὰ εἰδοποιήσουν τοὺς κατοίκους της γιὰ τὴν ἄφιξὴ Του, καὶ Τοῦ ἔφεραν ὅλους τους ἀσθενεῖς Καὶ Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀφήσει νὰ ἀγγίξουν μόνο τὴν ἄκρη τοῦ ἐξωτερικοῦ Του ἐνδύματος. Καὶ ὅσοι Τὸν ἄγγιξαν, θεραπεύτηκαν τελείως)».[Ματθ. 14,34-36].

Πραγματικά, δὲν πήγαιναν κοντά Του, ὅπως προηγουμένως, ποὺ Τὸν καλοῦσαν στὰ σπίτια καὶ ζητοῦσαν νὰ ἀγγίξει μὲ τὸ χέρι Του τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ δώσει ἐντολὴ γιὰ τὴ θεραπεία· τώρα Τὸν πλησιάζουν μὲ ὑψηλότερο φρόνημα καὶ μὲ μεγαλύτερη εὐσέβεια καὶ μὲ μεγαλύτερη πίστη ζητοῦν καὶ ἐπιτυγχάνουν τὴ θεραπεία· διότι ἡ αἱμορροοῦσα γυναῖκα ποὺ μὲ βαθιὰ πίστη εἶχε ἀναζητήσει τὴ θεραπεία της ἁπλᾶ καὶ μόνο μὲ τὸ ἄγγιγμα τοῦ ἐνδύματός Του, τοὺς δίδαξε ὅλους νὰ φιλοσοφοῦν.

Γιὰ νὰ δείξει ἐπίσης ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι γιὰ πολὺ χρόνο παρέμεινε στὰ μέρη ἐκεῖνα λέγει ὅτι «Ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἐκείνου Τὸν ἀντιλήφθηκαν ἔστειλαν ἀπεσταλμένους σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ ἐκείνη γιὰ νὰ εἰδοποιήσουν τοὺς κατοίκους της περὶ τῆς ἀφίξεώς Του καὶ Τοῦ ἔφεραν ὅλους τους ἀσθενεῖς». Καὶ ὅμως, ἡ μακρὰ παραμονή Του σὲ αὐτοὺς ὄχι μόνο δὲν παρέλυσε τὴν πίστη τους, ἀλλὰ τὴν ἔκανε μεγαλύτερη καὶ τὴν κράτησε σὲ ἀκμή.

Ἄς ἀγγίξουμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τὸ ἄκρο τοῦ ἐνδύματός Του. Ἢ μᾶλλον, ἐὰν θέλουμε, Τὸν ἔχουμε ὁλόκληρο κοντά μας· διότι καὶ τὸ σῶμα Του ἔχει παρατεθεῖ τώρα μπροστά μας. Ὄχι μόνο τὸ ἔνδυμα, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα. Ὄχι νὰ τὸ ἀγγίξουμε μόνο, ἀλλὰ νὰ τὸ φάγουμε καὶ νὰ χορτάσουμε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἂς Τὸν πλησιάσουμε μὲ πίστη, καθένας μας ποὺ ὑποφέρει ἀπὸ κάποια ἀσθένεια· διότι ἐὰν ἐκεῖνοι, ποὺ ἄγγιξαν τὸ ἄκρο τοῦ ἐνδύματός Του, πῆραν τόσο μεγάλη δύναμη, πόση θὰ λάβουμε ἐμεῖς ποὺ Τὸν ἔχουμε ὁλόκληρο;

Ἀλλὰ τὸ νὰ πλησιάσουμε τὸν Χριστὸ μὲ πίστη, δὲν σημαίνει νὰ λάβουμε μόνο τὴ Θεῖα Κοινωνία, ἀλλὰ νὰ τὴ δεχτοῦμε μὲ καθαρὴ τὴν καρδιὰ καὶ νὰ βρισκόμαστε σὲ τέτοια ψυχικὴ διάθεση, σὰν νὰ βαδίζουμε πρὸς τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό. Διότι, τί σημασία ἔχει, ἂν δὲν ἀκοῦμε τὴ φωνή Του; Βλέπεις τὸν Ἴδιο νὰ σοῦ προσφέρεται. Ἢ μᾶλλον ἀκοῦς καὶ τὴ φωνή Του, ἀφοῦ σοῦ ὁμιλεῖ διαμέσου τῶν εὐαγγελιστῶν. Πιστέψτε λοιπὸν ὅτι καὶ τώρα ἐκεῖνο τὸ δεῖπνο γίνεται στὸ ὁποῖο καὶ ὁ Ἴδιος παρευρισκόταν· διότι αὐτὸ δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνο. Οὔτε βέβαια, αὐτὸ μὲν τὸ παραθέτει ἄνθρωπος, ἐνῶ ἐκεῖνο ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο τὸ παρασκευάζει ὁ Ἰησοῦς. Συνεπῶς, ὅταν θὰ δεῖς τὸν ἱερέα νά σοῦ τὸ προσφέρει, νὰ μὴν ἔχεις τὴ γνώμη ὅτι ὁ ἱερέας  τὸ κάνει αὐτό, ἀλλὰ νὰ πιστεύεις ὅτι τὸ χέρι ποὺ ἁπλώνεται εἶναι τοῦ Χριστοῦ· διότι ὅπως ὅταν βαπτίζεσαι, δὲν εἶναι ὁ ἱερέας ποὺ σὲ βαπτίζει, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ σοῦ ἀγγίζει τὸ κεφάλι μὲ ἀόρατη δύναμη, καὶ οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἀρχάγγελος, οὔτε κανεὶς ἄλλος δὲν τολμᾷ νὰ πλησιάσει καὶ νὰ σὲ ἀγγίξει, κατὰ ὅμοιο τρόπο καὶ τώρα.

Πραγματικά, ὅταν ὁ Θεὸς ἀναγεννᾷ κάποιον, ἡ δωρεὰ εἶναι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τοῦ Θεοῦ. Δὲν βλέπεις ἐκείνους ποὺ υἱοθετοῦν ἐδῶ στὴ γῆ ὅτι δὲν ἀναθέτουν τὴ διαδικασία τῆς υἱοθεσίας στοὺς δούλους τους, ἀλλὰ προσέρχονται οἱ ἴδιοι στὸ δικαστήριο; Κατὰ ὅμοιο τρόπο καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀνέθεσε στοὺς ἀγγέλους τὴ διαχείριση τῆς δωρεᾶς Του, ἀλλὰ παρευρίσκεται ὁ Ἴδιος καὶ μᾶς συμβουλεύει καὶ μᾶς λέγει: «Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γὰρ ἐστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς (:Καὶ κανέναν ἐπάνω στὴ γῆ νὰ μὴν τὸν ὀνομάσετε πατέρα σας μὲ κῦρος καὶ ἐξουσία ἀπεριόριστη καὶ ἀπόλυτη· διότι ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας σας, Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι στοὺς οὐρανούς)» [Ματθ. 23,9]. Καὶ τὸ λέγει αὐτὸ ὄχι γιὰ νὰ μὴν ἀποδίδεις τίς πρέπουσες τιμὲς στοὺς γονεῖς σου, ἀλλὰ γιὰ νὰ θέσεις ἐπάνω ἀπὸ ὅλα Ἐκεῖνον ποὺ σὲ δημιούργησε καὶ σὲ συμπεριέλαβε στὰ παιδιά Του· διότι ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε τὸ σπουδαιότερο, δηλαδὴ προσέφερε θυσία τὸν ἑαυτό Του, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ ἀπαξιώσει νὰ σοῦ δώσει καὶ τὸ σῶμα Του.

Ἄς ἀκούσουμε, λοιπόν, ἱερεῖς καὶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι Χριστιανοί, πόσο μεγάλη δωρεὰ λάβαμε. Ἄς τὸ ἀκούσουμε καὶ ἂς νιώσουμε φρίκη. Μᾶς ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ χορτάσουμε μὲ τίς ἀγίες Του σάρκες, πρόσφερε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό Του νὰ θυσιαστεῖ. Ποιά ἀπολογία θὰ ἔχουμε, ὅταν ἐνῶ τρεφόμαστε μὲ τὴν τροφὴ αὐτοῦ τοῦ εἴδους διαπράττουμε τόσο μεγάλες ἁμαρτίες; Ὅταν, ἐνῶ τρώγουμε ἀμνό, γινόμαστε λύκοι; Ὅταν ἐνῶ τρώγουμε πρόβατο, ἁρπάζουμε ὅπως οἱ λέοντες; Διότι τὸ μυστήριο αὐτὸ μᾶς δίνει ἐντολὴ ὄχι μόνο νὰ εἴμαστε τελείως καθαροὶ ἀπὸ ἁρπαγή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἁπλὴ ἔχθρα· διότι τὸ μυστήριο αὐτὸ εἶναι μυστήριο  εἰρήνης. Δὲν ἐπιτρέπει νὰ τὸ ἀνταλλάσουμε μὲ χρήματα. Πραγματικά, ἐὰν ὁ Κύριος δὲν λυπήθηκε τὸν ἑαυτό Του γιὰ ἐμᾶς, ποιὰς τιμωρίας εἴμαστε ἄξιοι ἐμεῖς, ὅταν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὰ χρήματα καὶ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὴν ψυχή μας, χάριν τῆς ὁποίας ὁ Ἰησοῦς θυσίασε τὸν ἑαυτό Του; Στοὺς μὲν Ἰουδαίους ὁ Θεὸς καθόρισε τίς ἐτήσιες ἑορτὲς γιὰ νὰ θυμοῦνται τίς εὐεργεσίες ποὺ τοὺς ἔκανε, ἐνῶ  ἐσένα σοῦ τίς ὑπενθυμίζουν κάθε ἡμέρα, ὅπως μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς, τὰ μυστήρια αὐτά.

Συνεπῶς, νὰ μὴν ντρέπεσαι τὸν σταυρό· διότι αὐτὰ εἶναι γιὰ ἐμᾶς τὰ ἄξια σεβασμοῦ, αὐτὰ εἶναι τὰ μυστήριά μας. Μὲ αὐτὸ τὸ δῶρο κοσμούμαστε, μὲ αὐτὸ δοξαζόμαστε. Καὶ ἂν πῶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐξέτεινε τὸν οὐρανό, ἅπλωσε τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα καὶ ἀπέστειλε τοὺς ἀγγέλους, δὲν θὰ πῶ τίποτε τὸ ἰσάξιο μὲ αὐτό· διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ὅτι δηλαδή, ὁ Θεὸς προσέφερε τὸν ἴδιο τὸν Υἱό Του, γιὰ νὰ σώσει τοὺς δούλους Του ποὺ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ κοντά Του.

Γι᾿ αὐτὸ ἂς μὴν πλησιάζει στὴν τράπεζα αὐτὴν κανένας Ἰούδας, κανένας Σίμων μάγος [αὐτὸς εἶχε προσπαθήσει νὰ ἐξαγοράσει ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο τὸ ἀποστολικὸ χάρισμα τῆς μεταδόσεως τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ ἐμπορευτεῖ τὴ Θεία Χάρη, προκειμένου νὰ κερδίσει χρήματα: βλ. Πράξ. 8,9-25 ἐξ.]· διότι καὶ οἱ δύο χάθηκαν ἀπὸ τὴ φιλαργυρία τους. Ἄς ἀποφύγουμε λοιπὸν τὸ βάραθρο αὐτὸ καὶ ἂς μὴν νομίζουμε ὅτι εἶναι ἀρκετὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας, τὸ νὰ προσφέρουμε δηλαδὴ στὴν Ἁγία Τράπεζα χρυσὸ καὶ στολισμένο μὲ πολύτιμους λίθους ποτήριο, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπογυμνώνουμε χῆρες καὶ ὀρφανὰ μὲ τὴν τρομερὴ φιλαργυρία μας. Ἐὰν ὅμως θέλεις νὰ τιμήσεις τὴ θυσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, νὰ προσφέρεις τὴν ψυχή σου, γιὰ τὴν ὁποία θυσιάστηκε ὁ Χριστός. Αὐτὴν νὰ κάνεις χρυσή. Ἐὰν αὐτή, ὅμως, εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὸ μολύβι καὶ ἀπὸ τὸ ὄστρακο, ποιά εἶναι ἡ ὠφέλεια, καὶ ἂν ἀκόμη τὸ σκεῦος εἶναι ἀπὸ χρυσό;

Ὥστε ἂς μὴ φροντίζουμε μόνο τὸ πῶς θὰ προσφέρουμε στὴν ἐκκλησία χρυσὰ σκεύη, ἀλλὰ τὸ πῶς ἡ προσφορά μας θὰ προέρχεται ἀπὸ δίκαιους κόπους καὶ πλούτη· διότι ἐκεῖνες οἱ προσφορὲς εἶναι πιὸ πολύτιμες καὶ ἀπὸ τὸ χρυσάφι, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι προϊόντα πλεονεξίας. Δὲν εἶναι βέβαια χρυσοχοεῖο, οὔτε ἀργυροκοπεῖο ἡ ἐκκλησία, ἀλλὰ πανήγυρη ἀγγέλων. Γιὰ τὸν λόγο  αὐτὸ καὶ ψυχὲς χρειαζόμαστε ἀγαθές· διότι καὶ ὁ Θεὸς γιὰ τίς ψυχὲς τὰ προσφέρει ὅλα αὐτά. Δὲν ἦταν, βέβαια, ἀργυρὴ τότε ἡ τράπεζα ἐκείνη, οὔτε τὸ ποτήριο χρυσό, μὲ τὸ ὁποῖο ἔδωσε ὁ Χριστὸς τὸ Αἷμα Του στοὺς μαθητές Του. Ἀλλὰ ἦσαν τίμια καὶ φρικτὰ ἐκεῖνα, ἐπειδὴ ἦσαν πλήρη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Θέλεις νὰ τὸ τιμήσεις τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Νὰ μὴν ἀδιαφορήσεις ὅταν εἶναι γυμνός. Οὔτε νὰ Τὸν τιμήσεις ἐδῶ στὸν ναὸ μὲ μεταξωτὰ ἐνδύματα, καὶ ἔξω νὰ Τὸν περιφρονήσεις, ὅταν θὰ βασανίζεται ἀπὸ τὸ ψῦχος καὶ τὴ γυμνότητα· διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε «λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου (:λάβετε καὶ φᾶτε· αὐτὸ εἶναι τὸ Σῶμα μου)» [Ματθ. 26,26] καὶ ἐπιβεβαίωσε μὲ τὸν λόγο Του τὸ πρᾶγμα, ὁ Ἴδιος θὰ πεῖ: «Ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με (:Διότι πείνασα καὶ δὲν μοῦ δώσατε νὰ φάω, δίψασα καὶ δὲν μοῦ δώσατε λίγο νερὸ νὰ πιῶ)» [Ματθ. 25,42] καὶ «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε (:Ἀληθινᾶ σᾶς λέω, καθετὶ ποὺ δὲν κάνατε σὲ ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὁ κόσμος θεωροῦσε πολὺ μικρούς, οὔτε σὲ μένα τὸ κάνατε)» [Ματθ. 25,45]. Τὸ σῶμα Του λοιπόν, δὲν χρειάζεται ἐνδύματα, ἀλλὰ καθαρὴ ψυχή, καὶ ἡ καθαρὴ ψυχὴ ἀπαιτεῖ μεγάλη φροντίδα.

Ἄς μάθουμε, λοιπόν, νὰ φιλοσοφοῦμε καὶ νὰ τιμᾶμε τὸν Χριστό, ὅπως Αὐτὸς θέλει· διότι γιὰ ἐκεῖνον ποὺ τιμᾷται ἡ πιὸ εὐχάριστη τιμὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ ὁ Ἴδιος ἐπιθυμεῖ καὶ ὄχι ἐκείνη ποὺ ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι ἐπιζητεῖ. Ἐπειδὴ καὶ ὁ Πέτρος νόμιζε ὅτι τιμᾷ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ νὰ Τὸν ἐμποδίσει νὰ νίψει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν. Ἡ πράξη του ὅμως δὲν ἦταν τιμή, ἀλλὰ τελείως τὸ ἀντίθετο. Ἔτσι καὶ ἐσὺ νὰ τιμᾷς τὸν Ἰησοῦ μὲ τὴν τιμὴ ποὺ ὁ Ἴδιος καθόρισε, δηλαδή, μὲ τὸ νὰ ξοδεύεις τὰ πλούτη σου στοὺς πτωχούς. Πραγματικά, ὁ Θεὸς δὲν χρειάζεται χρυσὰ σκεύη, ἀλλὰ ψυχὲς χρυσές.

Καὶ αὐτὰ τὰ λέω ὄχι γιὰ νὰ σᾶς ἐμποδίσω νὰ κατασκευάζετε ἀφιερώματα χρυσὰ στὸν Θεό, ἀλλὰ τὰ λέγω, ἐπειδὴ ἔχω τὴν ἀξίωση μαζὶ μὲ αὐτά, καὶ μάλιστα πρὶν ἀπὸ αὐτά, νὰ κάνετε ἐλεημοσύνη· διότι ὁ Θεὸς τὰ δέχεται αὐτά, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο δέχεται τὰ ἔργα τῆς ἐλεημοσύνης. Πραγματικά, μὲ τὰ ἀφιερώματα στοὺς ναοὺς θὰ ὠφεληθεῖ μόνο αὐτὸς ποὺ προσφέρει, ἐνῶ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη ὠφελεῖται καὶ αὐτὸς ποὺ τὴ λαμβάνει. Στὴν πρώτη περίπτωση πιθανὸν νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἡ προσφορὰ εἶναι ἀφορμὴ φιλοδοξίας, ἐνῶ στὴ δεύτερη το πᾶν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ φιλανθρωπία· διότι ποιά ἡ ὠφέλεια, ὅταν ἡ τράπεζα τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεμάτη ἀπὸ χρυσὰ ποτήρια, ἐνῶ ὁ Ἴδιος πεθαίνει ἀπὸ τὴν πεῖνα;

Πρῶτα νὰ χορτάσεις αὐτὸν ποὺ πεινᾷ, καὶ ὕστερα στόλισε καὶ τὴν τράπεζά του μὲ ἀφθονία. Φτιάχνεις χρυσὸ ποτήριο καὶ δὲν προσφέρεις ἕνα ποτήριο κρύο νερό; Καὶ ποιά ἡ ὠφέλεια; Χρυσοποίκιλτα τραπεζομάντηλα κατασκευάζεις γιὰ τὴν Ἁγία Τράπεζά Του καὶ στὸν Ἴδιο δὲν δίνεις οὔτε τὰ ἀναγκαῖα ἐνδύματα; Καὶ ποιό τὸ κέρδος ἀπὸ αὐτά; Διότι πές μου, σὲ παρακαλῶ, ἐὰν δεῖς κάποιον, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε τὴν ἀπαραίτητη γιὰ νὰ συντηρηθεῖ τροφή, καὶ τὸν ἀφήσεις μόνο του νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν πεῖνα, ἀλλὰ παράλληλα, στολίσεις τὴν Ἁγία Τράπεζα μὲ ἄργυρο, ἄραγε θὰ σοῦ χρωστάει εὐγνωμοσύνη ὁ Κύριος ἢ θὰ ἀγανακτήσει πολὺ ἐναντίον σου; Τί λοιπόν; Ἐὰν βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ φορεῖ κουρέλια καὶ παγώνει ἀπὸ τὸ κρύο, καὶ δὲν τοῦ δώσεις ἐνδύματα, ἀλλὰ κατασκευάζεις χρυσοῦς κίονες γιὰ τὸν ναό, ἰσχυριζόμενος ὅτι τὸ κάνεις πρὸς τιμή του, δὲν θὰ νομίσει ὅτι Τὸν εἰρωνεύεσαι καὶ Τὸν περιπαίζεις καὶ μάλιστα μὲ τὸν χειρότερο τρόπο; Τὸ ἴδιο νὰ σκέπτεσαι καὶ γιὰ τὸν Χριστό, ὅταν περιφέρεται ἄστεγος καὶ ξένος καὶ ζητεῖ στέγη. Ἐσὺ ὅμως παραλείπεις νὰ Τὸν ὑποδεχτεῖς καὶ καλλωπίζεις τὸ ἔδαφος καὶ τοὺς τοίχους καὶ τὰ κιονόκρανα. Καὶ ἁπλώνεις ἀργυρὲς ἁλυσίδες ἀνάμεσα στὶς λαμπάδες, ἐνῶ δὲν θέλεις οὔτε νὰ δεῖς τὸν Ἴδιο ποὺ εἶναι δεμένος στὴ φυλακή.

Αὐτὰ τὰ λέγω ὄχι γιὰ νὰ σᾶς ἀφαιρέσω τὴν προθυμία σας γιὰ τίς προσφορὲς αὐτές, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς προτρέψω μαζὶ μὲ αὐτὰ νὰ πράττετε καὶ ἐκεῖνα ἢ μᾶλλον νὰ προτάσσετε ἐκεῖνα ἀπὸ αὐτά· διότι κανένας δὲν κατηγορήθηκε ποτέ, ἐπειδὴ δὲν ἔπραξε αὐτά, ἐνῶ γιὰ ἐκεῖνα καὶ μὲ τὴ γέενα διατυπώθηκε ἀπειλὴ καὶ μὲ τὸ ἄσβεστο πῦρ καὶ μὲ τὴν τιμωρία μὲ τοὺς δαίμονες. Συνεπῶς, νὰ μὴν ἀδιαφορεῖς γιὰ τὸν ἀδελφό σου ποὺ βασανίζεται, ἐνῶ στολίζεις τὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτὸς εἶναι πιὸ σπουδαῖος ναὸς ἀπὸ ἐκεῖνον. Πραγματικά, αὐτὰ τὰ κειμήλια θὰ μπορέσουν νὰ τὰ ἁρπάξουν βασιλεῖς ἄπιστοι, τύραννοι καὶ λῃστές. Ὅσα ὅμως θὰ προσφέρεις στὸν ἀδελφό σου ποὺ πεινᾷ καὶ εἶναι ξένος καὶ γυμνός, οὔτε ὁ διάβολος δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὰ διαρπάξει, ἀλλὰ θὰ φυλαχτοῦν σὲ θησαυροφυλάκιο ἀσύλητο.

Τότε γιατί λέγει ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς: «Τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε (:Διότι τοὺς φτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντοτε μαζί σας καὶ μπορεῖτε ὁποιαδήποτε ὥρα νὰ τοὺς εὐεργετήσετε. Ἐμένα ὅμως δὲν θὰ μὲ ἔχετε πάντοτε)» [Ματθ. 26,11]; Μὰ γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς πρέπει περισσότερο νὰ ἐλεοῦμε, ἐπειδὴ δὲν Τὸν ἔχουμε πάντοτε νὰ πεινᾷ, παρὰ μόνο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παρούσης ζωῆς μας.

Ἐὰν ὅμως ἐπιθυμεῖς νὰ μάθεις ἐξ ὁλοκλήρου τὸ νόημα τῶν λόγων αὐτῶν, μάθε ὅτι αὐτὰ δὲν τὰ εἶπε πρὸς τοὺς μαθητές Του, ἂν καὶ ἐκ πρώτης ὄψεως ἔτσι φαίνεται, ἀλλὰ τὰ εἶπε ἀποβλέποντας στὴν ἀδυναμία τῆς πόρνης γυναίκας ποὺ εἶχε περιλούσει μὲ πολυτίμητο μύρο τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἐκείνη βρισκόταν σὲ πνευματικὰ ἀτελῆ κατάσταση ἀκόμη καὶ οἱ μαθητὲς τὴν ἔφεραν σὲ ἀδιέξοδο, ὁ Ἰησοῦς λέγει τοὺς λόγους αὐτοὺς γιὰ νὰ τὴν ἐνισχύσει καὶ νὰ τῆς δώσει θάρρος. Πραγματικά, γιὰ νὰ δείξει ὅτι αὐτὰ τὰ ἔλεγε γιὰ νὰ τὴν παρηγορήσει, πρόσθεσε: «Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί; ἔργον γὰρ καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ (:Γιατί ἐνοχλεῖτε τὴ γυναῖκα; Μὴν τὴν πικραίνετε. Διότι πράξη καλὴ ἔκανε σὲ μένα. Καὶ ἡ πράξη αὐτὴ εἶναι προτιμότερη στὴ περίσταση αὐτὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴ βοήθεια τῶν φτωχῶν)» [Ματθ. 26,10].

Ὅτι ἐπίσης Τὸν ἔχουμε πάντοτε κοντά μας τὸ ἀπέδειξε, ὅταν εἶπε: «διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν (:διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωὴ τοὺς ὅλα τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε ἐξουσία, θὰ εἶμαι πάντα μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας, μέχρι νὰ τελειώσει ὁ αἰῶνας αὐτός, μέχρι δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν)» [Ματθ. 28,20]. Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ γίνεται φανερό, ὅτι γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν τὰ ἔλεγε αὐτά, παρὰ γιὰ νὰ μὴν καταμαράνει ἡ ἐπιτίμηση τῶν μαθητῶν τὴν πίστη τῆς γυναίκας ποὺ βλάστησε μόλις ἐκείνη τὴ στιγμή.

Ἀλλὰ τώρα ἂς μὴν ἀσχολούμαστε μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν τότε γιὰ κάποιο σκοπό, ἀλλὰ ἀφοῦ ἀναγνώσουμε ὅλους τοὺς νόμους καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης ποὺ κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, νὰ δείξουμε μεγάλη προθυμία γιὰ τὴν ἀρετὴ αὐτήν· διότι αὐτὴ ἀπαλείφει τίς ἁμαρτίες: «Πλὴν τὰ ἐνόντα δότε ἐλεημοσύνην, καὶ ἰδοὺ ἅπαντα καθαρὰ ὑμῖν ἔσται (:Δῶστε ὅμως ἐλεημοσύνη ἐκεῖνα ποὺ εἶναι μέσα στὸ ποτήρι καὶ τὴν πιατέλα, καὶ γίνετε εὐεργετικοὶ στοὺς ἄλλους μὲ τὰ ἀγαθὰ σας˙ καὶ ἔτσι, ὅλα ὅσα τρῶτε, τότε θὰ σᾶς γίνουν καθαρά, ἔστω καὶ ἂν τὰ τρῶτε χωρὶς νὰ πλυθεῖτε προηγουμένως)» [Λουκ. 11,41]. Αὐτὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ θυσία: «ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν (:διότι ἐγὼ προτιμῶ τὴν πρὸς ἐμένα ἀγάπη σας καὶ ὄχι τίς τυπικὲς θυσίες)» [Ὠσηέ, 6,6]. Αὐτὴ ἀνοίγει τὸν οὐρανό: «Αἱ προσευχαὶ σου καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (:Οἱ προσευχές σου καὶ οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβηκαν στὸν οὐρανὸ ὡς προσφορὰ εὐπρόσδεκτη στὸν Θεὸ καὶ ὡς μιὰ ἐνθύμηση γιὰ νὰ μὴ σὲ ξεχνᾷ ποτέ)» [Πράξ.10,4]. Αὐτὴ εἶναι πιὸ ἀναγκαία,ἀναγκαῖα καὶ ἀπὸ τὴν παρθενία: διότι ἔτσι ἐκδιώχτηκαν ἀπὸ τὸν νυμφῶνα οἱ ἀνόητες παρθένοι καὶ δι᾿ αὐτῆς εἰσῆλθαν οἱ φρόνιμες [πρβλ. Ματθ. 25,8: «Ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα (:Ὅταν ὅμως οἱ ἀνόητες παρθένες πήγαιναν νὰ ἀγοράσουν λάδι γιὰ τὰ λυχνάρια τους, ἦλθε ὁ γαμπρός. Καὶ ἔτσι οἱ συνετὲς παρθένες μπῆκαν μαζί του στὴν αἴθουσα τοῦ γάμου καὶ ἔκλεισε ἡ θύρα)].

Αὐτὰ λοιπὸν ἀφοῦ κατανοήσουμε καλά, ἂς σπείρουμε μὲ γενναιοδωρία, γιὰ νὰ θερίσουμε μὲ ἀφθονία καὶ γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε τὰ μελλοντικὰ ἀγαθά, μέ την χάρη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

ἐπιμέλεια κειμένου: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

•   https://greekdownloads3.files.wordpress.com/2014/08/in-matthaeum.pdf

•   Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου Ἅπαντα τὰ  ἔργα, Ὑπόμνημα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία Ν΄, Πατερικὲς ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»(ΕΠΕ), ἐκδ. οἶκος «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 11, σελίδες 338-363.

•   Βιβλιοθήκη τῶν Ἑλλήνων, Ἅπαντα τῶν ἁγίων Πατέρων, Ἰωάννου Χρυσοστόμου ἔργα, τόμος 66, σελ. 198 -203

•   http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient greek/tools/liddell-scott/index.html

•   Π. Τρεμπέλα, Καινὴ Διαθήκη μὲ σύντομη ἑρμηνεία (ἀπόδοση στὴν κοινὴ νεοελληνική), ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Σωτήρ», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2014.

•   Καινὴ Διαθήκη, Κείμενον καὶ ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Ζωή», ἔκδοση τριακοστὴ τρίτη, Ἀθήνα 2009.

•   Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τοὺς ἑβδομήκοντα, Κείμενον καὶ σύντομος ἀπόδοσις τοῦ νοήματος ὑπὸ Ἰωάννου Κολιτσάρα, ἐκδόσεις ἀδελφότητος θεολόγων « Ζωή», ἔκδοση τέταρτη, Ἀθήνα 2005.

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia Diathikh/Biblia/Palaia Diathikh.htm

•   http://users.sch.gr/aiasgr/Kainh Diathikh/Biblia/Kainh Diathikh.htm

___________________________________
Πολυτονισμὸς ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ
«Πᾶνος»  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου