Το ότι κατακρίνουμε τι σημαίνει; Ότι θεωρούμε τον εαυτό μας μη σφάλλοντα σε οποιοδήποτε αμάρτημα. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος: «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε… εν ω κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. 7:1). Είναι τόσο σοβαρή βέβαια η κατάκριση, παρ’ ότι εμείς την έχουμε για «ψωμοτύρι» και σαν εμπερίστατη αμαρτία. Εμπερίστατη αμαρτία είναι αυτή, που γίνεται σε κάθε περίσταση και κάθε ώρα.
Καίτοι τέτοιοι είμαστε κι εμείς όλοι, λαβωμένοι, καίτοι όλοι είμαστε φορτωμένοι από πληγές κι αμαρτήματα, λέμε για τον άλλον. Όταν πάμε στο νοσοκομείο, θα δούμε ότι όλοι είναι άρρωστοι. Βλέπετε όμως ότι κανένας δεν κατακρίνει τον άλλο άρρωστο· το έχετε παρατηρήσει; Κανείς δεν λέει στον άλλο: «Γιατί εσύ είσαι στο κρεβάτι», αφού είναι κι αυτός άρρωστος στο κρεβάτι. Ενώ εμείς εδώ όλοι είμαστε άρρωστοι ψυχικά κι όμως ο ένας χτυπάει τον άλλον. Ο ένας είναι άρρωστος στο μάτι και κοιτάζει τον άλλον που είναι άρρωστος στο πνευμόνι. Κι όμως δεν το καταλαβαίνουμε οι ταλαίπωροι.