Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Περὶ ἀπογνώσεως (δηλαδή, περὶ ἀπελπισίας)

 

Τὸ βιβλίο «ΠΑΝΔΕΚΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ» ἀποτελεῖ ἀποθησαύριση μελετῶν, στὸ ὁποῖο ἀποκαλύπτεται τὸ πνεῦμα τῶν ἁγίων Γραφῶν γιὰ κάθε ἀρετὴ καὶ κακία μέσα σὲ 130 Κεφάλαια. Γράφτηκε ἀπὸ τὸν Μοναχὸ Ἀντίοχο τὸν Πανδέκτη (τὸν ἐκ Γαλατίας) καὶ ἐκδόθηκε μὲ τὴν ἐγγυητικὴ σφραγῖδα καὶ ὑπογραφὴ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. 
Ὅμως, ἐπειδὴ καθίσταται δυσανάγνωστο καὶ δυσνόητο ἀπὸ τοὺς περισσότερους χριστιανούς, λόγῳ τῆς ἀρχαίας ποὺ χρησιμοποιεῖ, δὲν κυκλοφορεῖται ὅσο τοῦ ἀξίζει καὶ παραμένει ἄγνωστο. Ἐμεῖς προσπαθοῦμε, σὺν Θε καὶ στὸ κατὰ δύναμη, νὰ ἀποσπάσουμε ἐπίκαιρα θέματα καὶ νὰ τὰ δημοσιεύσουμε, μεταφέροντάς τα στὴν Νεοελληνική. Καὶ νομίζουμε πώς, μὲ τοὺς καιροὺς ποὺ διατρέχουμε, τὸ ὡς ἄνω θέμα εἶναι πολὺ ἐπίκαιρο καὶ θὰ ἀναπαύσει καὶ θὰ βοηθήσει πολλὲς ψυχές.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν 27ο  Λόγο

Τὸ πάθος τῆς ἀπογνώσεως εἶναι τὸ φοβερότερο καὶ πλέον δυσθεράπευτο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα πάθη ποὺ προηγοῦνται, μέχρι νὰ πέσει ἡ ψυχὴ σ᾿ αὐτό. Διότι ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπιστία καὶ στὴν ἀπελπισία· καὶ ὡς ἐκ τούτου παραδίδει τὸν ἑαυτό του στὰ χέρια τῶν πονηρῶν δαιμόνων καὶ καθίσταται γι᾿ αὐτοὺς τροφὴ καὶ ἀντικείμενο δαιμονικῆς χαρᾶς. Ὅπως ἀντιθέτως ὁ πιστός, ὁ ὁποῖος ἐλπίζει, εἶναι τροφὴ τοῦ Χριστοῦ «διότι, λέει, δική μου πολυτιμότατη τροφὴ εἶναι νὰ πράττω τὸ θέλημα Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε, τοῦ Πατέρα μου» (Ιω. 4,34). Θέλημα δὲ τοῦ Πατέρα του εἶναι τὸ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι καὶ τοῦ πονηροῦ καὶ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου τὸ θέλημα εἶναι νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπόγνωση καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ἀπώλεια, στὸν πνευματικὸ θάνατο.
 
Ἐμεῖς λοιπόν, ποὺ ντυθήκαμε τὸν Χριστὸ καὶ εἴμαστε μέλη τοῦ σώματός του καὶ ἀκοῦμε ἀπ᾿ αὐτὸν νὰ λέει ὅτι «ἐγὼ δὲν ἦλθα νὰ καλέσω ἐκείνους ποὺ νομίζουν τὸν ἑαυτό τους δίκαιο, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσω στὴν μετάνοια καὶ τὴν σωτηρία» (Ματθ.9,13), ἂς ἀγωνιστοῦμε μὲ τὴν μετάνοια, ὥστε νὰ ἐξευμενίσουμε τὸν ἀμνησίκακο Θεό μας, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσουμε ἀπὸ τὸν Ιερεμία· «Μήπως ἐκεῖνος ποὺ πέφτει, δὲν σηκώνεται; Μήπως ἐκεῖνος ποὺ χάνει τὸν δρόμο του καὶ παραπλανᾶται, δὲν προσπαθεῖ νὰ ἐπιστρέψει;»(Ιερ.8,4). Καὶ πάλι· «Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἰαματικὸ βάλσαμο στὴν χώρα Γαλαὰδ ἢ δὲν βρίσκεται ἐκεῖ γιατρός; Διότι αὐτὸς ὁ λαός μου παραπλανᾶται σὲ μίαν ἀδιάντροπη ἀπομάκρυνση ἀπὸ μένα»(Ιερ. 8,22).
 
Ἔχοντας λοιπὸν ἐμεῖς, ἀδελφοί, τὸν Θεὸ συμπαραστάτη καὶ βοηθό, ἂς προσκολληθοῦμε κατὰ πάντα ἐπάνω του καὶ ποτὲ νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπ᾿ αὐτόν· «Πλησιάστε κοντά μου, λέει,  καὶ ἐγὼ θὰ πλησιάσω κοντά σας» (Ιακ.4,8)· διότι αὐτὸς νοιάζεται γιά μᾶς, καθὼς μᾶς ἐξαγόρασε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ αἷμα. Εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα μεγαλοφυοῦς καὶ γενναίας ψυχῆς τὸ νὰ μὴν ἀπελπίζεται σὲ καμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποιεσδήποτε συμφορὲς ποὺ θὰ τὴν βροῦν. Διότι «τόπος δοκιμασιῶν καὶ θλίψεων εἶναι ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ πάνω στὴ γῆ» (Ιώβ, 7,1). Ἀλλὰ ἐμεῖς νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο, μέχρι νὰ δώσει ἐκεῖνος τὴν ἐντολὴ νὰ φύγουν ἀπὸ πάνω μας οἱ πειρασμοὶ καὶ ἔτσι νὰ ἐπιστρέψουμε ξανὰ στὴν ἀληθινὴ ζωὴ μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν σταθερὴ ἀπάθεια. Διότι εἶναι πολὺ χειρότερο τὸ νὰ ἀπελπίζεται κανεὶς ἀπὸ τὸ νὰ ἁμαρτάνει.
 
Ὁ Ἰούδας ὁ προδότης ἦταν μικρόψυχος καὶ ἄπειρος σὲ τέτοιου εἴδους πόλεμο καὶ γι᾿ αὐτό, ὅταν μπῆκε μέσα του ἡ ἀπελπισία, ἔτρεξε ἀμέσως ὁ ἐχθρὸς καὶ περιτύλιξε τὸν λαιμό του μὲ σχοινὶ καὶ κρεμάστηκε. Ὁ Πέτρος ὅμως, ἡ στερεὰ πέτρα, ἀφοῦ περιέπεσε σὲ μεγάλη ἁμαρτία, ἐπειδὴ ἦταν ἐμπειροπόλεμος, δὲν ἀπελπίστηκε οὔτε περιέπεσε σὲ ἀθυμία, ἀλλὰ πρόσφερε πολὺ πικρὰ δάκρυα μετάνοιας μέσα ἀπὸ τὴν φλεγόμενη καρδιά του. Καὶ ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ διάβολος στὴν ὄψη τοῦ Πέτρου νὰ καίγεται σὰν ἀπὸ φωτιά, ἔφυγε γρήγορα μακριά του, ἀλαλάζοντας μὲ φοβερὲς κραυγές.
 
Μὴ λοιπὸν ἀπελπιζόμαστε μὲ τὸν ἑαυτό μας, ἀγαπητοί, ἀλλὰ μᾶλλον παίρνοντας δύναμη καὶ ἀσφαλιζόμενοι ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πίστης, νὰ φωνάζουμε μὲ πολὺ θάρρος καὶ ἄνεση πρὸς τὸν πονηρό: «τί σχέση ἔχουμε ἐμεῖς μὲ σένα, ἀποξενωμένε τοῦ Θεοῦ καὶ δραπέτη τῶν οὐρανῶν καὶ δοῦλε πονηρέ; Ἐσὺ δὲν ἔχεις κανένα δικαίωμα ἀπέναντί μας. Ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἔχει τὴν ἐξουσία καὶ σὲ μᾶς καὶ στὰ πάντα. Σ᾿ αὐτὸν ἁμαρτάνουμε καὶ σ᾿ αὐτὸν θὰ ἀπολογηθοῦμε. Ἐσὺ δὲ φύγε μακριά μας, καταστροφέα. Διότι ἐμεῖς ἔχοντας ἐγγυητὴ τὸν Τίμιο Σταυρό του, πατᾶμε ἐπάνω σὲ σένα τὸ φίδι καὶ μάλιστα στὸ κεφάλι σου». Ἔτσι λοιπὸν νὰ ἀντιστεκόμαστε ἐμεῖς πάντοτε στὸν ἀντίπαλο, μὲ θάρρος καὶ νὰ μὴν παραδίδουμε τοὺς ἑαυτούς μας στὴν ἀπόγνωση. Καί, ἂν οἱ δαίμονες, ποὺ παρακάλεσαν τὸν Κύριο νὰ μήν τοὺς στείλει στὴν ἄβυσσο, εἶδαν νὰ γίνεται δεκτὸ τὸ αἴτημά τους, πόσο μᾶλλον θὰ εἰσακουστεῖ αὐτὸς ποὺ ἔχει ντυθεῖ τὸν Χριστό, παρακαλῶντας τὸν νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸν νοητὸ θάνατο; Μὴ λοιπὸν χάνουμε τὴν ἐλπίδα μας, ἀλλὰ ἂς σταθοῦμε σταθεροὶ στὴν ἐξομολόγηση καὶ ἂς προσευχηθοῦμε μὲ κατάνυξη:
 
«Δέσποτα, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Βασιλεῦ τῶν αἰώνων, εὐδόκησε νὰ ἀνοίξει γιὰ μένα ἡ θύρα τῆς μετάνοιας, διότι μὲ πόνο ψυχῆς σὲ ἱκετεύω, ἐσένα τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ φῶς τοῦ κόσμου, νὰ στρέψεις μὲ συμπάθεια τὸ βλέμμα σου καὶ μὲ τὴν θεία σου εὐσπλαχνία καὶ νὰ δεχτεῖς τὴν παράκλησή μου. Καὶ νὰ μήν τὴν ἀποστραφεῖς, ἀλλὰ νὰ μὲ συγχωρέσεις, ἐμένα, ὁ ὁποῖος ἔχω περιπέσει σὲ πολλὰ ἁμαρτήματα. 
Σκῦψε καὶ ἄκουσε τὴν δέησή μου καὶ συγχώρησέ μου ὅλα, ὅσα κακὰ διέπραξα ὡς ἄνθρωπος νικημένος ἀπὸ τὴν κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας, ποὺ ἐσὺ μοῦ χάρισες. Ποθῶ τὴν ψυχική μου γαλήνη καὶ δὲν τὴν βρίσκω, διότι δὲν μὲ ἀφήνει ἡ συνείδησή μου. Περιμένω ὑπομονετικὰ νὰ ἔρθει ἡ εἰρήνη καὶ δὲν ὑπάρχει μέσα μου εἰρήνη, ἐξαιτίας τῆς βαθιᾶς κατάπτωσης ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πολλῶν μου ἁμαρτημάτων. 
Ἄκουσε, Κύριε, τὴν καρδιά μου ποὺ σοῦ φωνάζει καὶ μὴν λάβεις ὑπόψη σου τὰ φαῦλα μου ἔργα. Ἀλλὰ σκῦψε ἐπάνω στὸν πόνο τῆς ψυχῆς μου καὶ θεράπευσέ με γρήγορα, ποὺ εἶμαι βαριὰ τραυματισμένος. Καὶ χάρισέ μου χρόνο γιὰ μετάνοια, σύμφωνα μὲ τὴν χάρη τῆς φιλανθρωπίας σου, σῶσε με  δέ, ἀπὸ τὰ ἀτιμότατα ἔργα ποὺ διέπραξα. Μήν μοῦ τὰ ἀνταποδώσεις οὔτε νὰ θελήσεις νὰ μὲ τιμωρήσεις ἀνάλογα μὲ τὰ ὅσα ἔπραξα, γιὰ νὰ μὴν ὁδηγηθῶ στὴν ὁριστικὴ ἀπώλεια. 
Ἄκουσέ με, Κύριε, ποὺ βρίσκομαι σὲ ἀπόγνωση. Διότι ἐγώ, ποὺ ἀπογυμνώθηκα ἀπὸ κάθε προθυμία καὶ σκέψη γιὰ νὰ διορθώσω τὸν ἑαυτό μου, προσπίπτω στὴν εὐσπλαχνία σου, νὰ μὲ ἐλεήσεις, ποὺ εἶμαι πεσμένος καταγῆς ἐξαιτίας τῆς ψυχικῆς ταλαιπωρίας τῶν ἁμαρτιῶν μου. Ἐλευθέρωσέ με, Δέσποτα, τὸν αἰχμάλωτο καὶ σκλαβωμένο καὶ ὅμοιο μὲ ἁλυσοδεμένο σφιχτά, ἀπὸ τὶς πράξεις μου. 
Διότι, μόνο ἐσὺ γνωρίζεις νὰ ἀπελευθερώνεις τοὺς σκλαβωμένους, νὰ θεραπεύεις τὶς πληγὲς ποὺ δὲν φαίνονται, τὰ ὁποῖα μόνο ἐσὺ τὰ γνωρίζεις, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ὁ γνώστης ὅλων τῶν κρυφίως γινομένων. Ὅσα κακὰ προστέθηκαν στὴν ψυχή μου ἀπὸ τὰ πάθη μου, γιὰ ὅλα σὲ ἀναγνωρίζω καὶ σὲ ὀνομάζω γιατρὸ πάντων τῶν κακῶς ἐχόντων, θύρα εἰσόδου, γι᾿ αὐτοὺς ποὺ θρηνοῦν ἀπὸ ἔξω, ὁδὸ τῶν πλανεμένων, φῶς αὐτῶν ποὺ ζοῦν στὸ σκοτάδι, λυτρωτῆ αὐτῶν ποὺ τοὺς ἔκλεψε ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ διάβολος, ποὺ ἁπλώνεις συνεχῶς τὸ χέρι σου καὶ δὲν ἐξαπολύεις τὴν ὀργή σου, ἡ ὁποία εἶναι ἕτοιμη νὰ ξεσπάσει ἐπάνω στοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πολλή σου φιλανθρωπία, χαρίζεις καιρὸ μετανοίας καὶ ἐπιστροφῆς. 
Φανερώσου σὲ μένα, Δέσποτα, ποὺ ἔχω πέσει σὲ πολὺ ἄσχημη κατάσταση, ἐσὺ ποὺ πολὺ γρήγορα ἐλεεῖς καὶ ἀργεῖς νὰ τιμωρήσεις καὶ μὲ τὴν θεία σου εὐσπλαχνία εὐδόκησε νὰ μοῦ προσφέρεις χεῖρα βοηθείας καὶ βγάλε με ἀπὸ τὸν βόθρο τῶν ἀνομιῶν μου. Διότι, ἐσὺ εἶσαι ὁ μόνος Θεός μας, ποὺ δὲν θέλεις τὴν ἀπώλεια τῶν ἁμαρτωλῶν οὔτε ἀποστρέφεσαι πρόσωπο, ποὺ σὲ ἀτενίζει μὲ δάκρυα ἐλπίδας. 
Ἄκουσε, Κύριε, τὴν φωνὴ τοῦ δούλου σου, ποὺ σοῦ φωνάζει καὶ φανέρωσέ μου τὸ φῶς σου σὲ μένα τὸν σκοταδιασμένο καὶ στεῖλε μου τὴν ζωτικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος καὶ χάρισέ μου πολλὴ προθεσμία, γιὰ νὰ ἀνανήψω, καθὼς αἰσθάνομαι τὸν ἑαυτό μου νὰ βρίσκεται σὲ πολὺ μεγάλη ἀπόγνωση. 
Ἄλλαξε, Κύριε, «τὸν θρῆνο μου σὲ χαρά, σχίσε τὸν τρίχινο σάκο μου, ποὺ φοράω σὲ ἔνδειξη πένθους καὶ ταπεινώσεως, καὶ πλημμύρισε καὶ περιτύλιξέ με μὲ εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 29,12)•καὶ δεῖξε τὴν εὔνοιά σου, ὥστε νὰ σταματήσω τὰ σκοτεινά μου ἔργα καὶ νὰ ἀπολαύσω τὴν πρωινὴ ἀνάπαυση, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς ἐκλεκτούς σου, Κύριε, ἀπὸ τοὺς ὁποίους χάθηκε, ἐξαφανίστηκε ἡ ὀδύνη, ἡ λύπη καὶ ὁ στεναγμός. Καὶ νὰ μοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ θύρα τῆς βασιλείας σου, ἔτσι ὥστε, ἀφοῦ μπῶ μέσα μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀπολαμβάνουν τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε, νὰ κερδίσω καὶ τὴν αἰώνια ζωή, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
 
Ἄν ἔρθουμε κοντά του ἔτσι, μὲ ταπεινὴ καρδιά, θὰ δεχτεῖ τὴν δέησή μας. Μὲ κάθε λοιπὸν καθαρότητα ὀφείλουμε νὰ τὸν ὑμνοῦμε καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε, διότι αὐτὸς εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἀγαθῶν καὶ ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ οὐσία καὶ ἡ ζωή. Καὶ ὅσων ξεπέφτουν ἀπὸ αὐτὴν γίνεται αὐτὸς ἡ ἀνάκληση καὶ ἡ ἀνάσταση, αὐτῶν δὲ ποὺ τείνουν νὰ ξεφύγουν γίνεται ἀνακαινιστὴς καὶ ἀναμορφωτής, τοὺς δὲ σταθερὰ ἀγωνιζομένους τοὺς συγκροτεῖ καὶ τοὺς ἀσφαλίζει. Λέει δὲ καὶ ὁ Ἐκκλησιαστής· Ὑπάρχει ἐλπίδα, «διότι ἕνα ζωντανὸ σκυλὶ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ ἕνα λιοντάρι μεγαλοπρεπές, ἀλλὰ νεκρό». (Εκκλ. 9,4).

...Μὴ λοιπὸν ἀποδεχτοῦμε, ἀγαπητοί, τὴν καταστροφικὴ συμβουλὴ τοῦ διαβόλου, δηλαδή, αὐτὴν τῆς ἀπελπισίας, ἀλλὰ οὔτε νὰ τοῦ δώσουμε τὸ παραμικρὸ δικαίωμα νὰ βρεῖ τρόπο, γιὰ νὰ μπεῖ στὴν καρδιὰ καὶ στὸν νοῦ μας, διότι αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη καὶ τελειότερη χαρὰ τοῦ διαβόλου. Ἀλλὰ ἂς ἀνακτήσουμε τὴν πνευματική μας διαύγεια, ὅπως ὁ ἄσωτος γιὸς καὶ ἂς ἐπιστρέψουμε πρὸς τὸν εὔσπλαγχνο Πατέρα μας, μὲ θεῖο φόβο ἀλλὰ καὶ μὲ χαρὰ καὶ νὰ τοῦ ποῦμε· «Πατέρα μου, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν σου, δέξου με σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς δούλους σου» (Λουκ.15,21)· καὶ βάλε με μέσα στὸ μαντρί σου, ἐμένα, τὸ χαμένο πρόβατο, γιὰ νὰ μὴ μὲ βρεῖ ἔξω ὁ λύκος, ὁ καταστροφέας διάβολος καὶ μὲ κατασπαράξει. Διότι σὲ γνωρίζω, Δέσποτά μου, ἐσένα τὸν καλὸ ποιμένα καὶ τὸ ἀσφαλὲς λιμάνι τῶν βασανισμένων, τὴν ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, τὸν ἰατρὸ τῶν ἀπογοητευμένων. Περιτύλιξε καλὰ τὶς πληγές, τὶς ὁποῖες μοῦ προκάλεσαν οἱ λῃστὲς καὶ ἄλειψέ τες μὲ λάδι καὶ κρασὶ καὶ θεράπευσέ τες».

Ἐσὺ εἶπες, Κύριε· «δὲν χρειάζονται γιατρὸ οἱ ὑγιεῖς, ἀλλὰ οἱ ἄρρωστοι». (Ματθ.9,12). Ἄν λοιπὸν προσευχηθεὶς μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, θὰ σὲ σηκώσει ὅπως τὸν Παράλυτο καὶ θά σου πεῖ· «πρόσεξε· ἔγινες ὑγιής· μὴν ἁμαρτάνεις ἀπὸ δῶ καὶ πέρα πιά»(Ιω. 5,14).

Διότι, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε τὴν παραβολὴ γιὰ τὴν χήρα καὶ τὸν ἄδικο κριτή, ὅτι πρέπει ἐμεῖς πάντοτε νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ μὴν λιγοψυχοῦμε. Καὶ μᾶς ἐμψυχώνει μὲ τὸν λόγο του· «ὁ Θεὸς ὁ πανάγαθος καὶ δίκαιος δὲν θὰ ἀποδώσει τὸ δίκαιο στοὺς ἐκλεκτούς του, οἱ ὁποῖοι φωνάζουν πρὸς αὐτὸν μὲ τὶς προσευχές τους μέρα καὶ νύχτα, ἔστω καὶ ἂν σὲ πολλὲς περιστάσεις δὲν ἀπαντᾶ ἀμέσως, ἀλλὰ ἀναβάλλει μὲ τὸν σκοπὸ αὐτοὺς μὲν νὰ τοὺς στηρίξει στὴν πίστη καὶ ἐκείνους ποὺ ἀδικοῦν, νὰ τοὺς καλέσει σὲ μετάνοια; (Λουκ.18,7).  Ναί, σᾶς λέω πὼς θὰ τοὺς ἀποδώσει τὸ δίκαιο καὶ μάλιστα πολὺ γρήγορα». Σ᾿ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἐκδόσεις: «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ»

Ἀπόδοση στὴν Νεοελληνική:
Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 2-12-2020

«Πᾶνος»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου