Ὕδωρ λαβεῖν ἐλθοῦσα τὸ φθαρτὸν γύναι,
Τὸ ζῶν ἀπαντλεῖς, ᾧ ῥύπους ψυχῆς πλύνεις.
Έρχεται
ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια
ονομάσθηκε η πόλη που έκτισε το 880 π.Χ. ο βασιλιάς του Ισραήλ, Αμβρί,
έπειτα το όρος Σομόρ που ήταν η ακρόπολή της και τέλος όλο το βόρειο
βασίλειο του Ισραήλ, που καταλύθηκε από τους Ασσυρίους το 721 π.Χ. και ο
ηγεμόνας τους εγκατέστησε εκεί εθνικούς από πολλά μέρη).
Εκεί
ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος ο
Κύριος από την οδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα από το πηγάδι και κάτω
αφελώς, γιατί οι μαθητές του πήγαν να αγοράσουν τροφές. Έρχεται εκεί μια
γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρει νερό και ο Κύριος διψώντας ως
άνθρωπος, της ζήτησε νερό.