Ἀξίζει, πραγματικά, νὰ προσεγγίσῃ κανεὶς τὸ περιεχόμενο τῶν Εὐχῶν τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ὥστε νὰ κατανοήσῃ καλύτερα τὰ σωτήρια νοήματά των γιὰ τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας καὶ εἰδικώτερα γιὰ τὴν Ἐνανθρώπηση καὶ τὴν Ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου μας.
Οἱ Εὐχὲς αὐτές, ποὺ ἀναγιγνώσκονται κατὰ τὴν τελετὴ τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, μετὰ ἀπὸ τίς Προφητεῖες καὶ τὰ Ἀναγνώσματα, εἶναι δύο. Ἡ πρώτη, καὶ πιὸ σύντομη, εἶναι ποίημα τοῦ Γερμανοῦ, Πατριάρχου Κων/πόλεως, καὶ διαβάζεται κάποτε μυστικῶς ὑπὸ τοῦ πρεσβυτέρου. Ἀπευθύνεται στὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν «Κύριο Ἰησοῦ Χριστό», καὶ τὸν ἀποκαλεῖ «ἀληθινὸ Θεό, πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας, φῶς ἐκ φωτός». Στὴν συνέχεια, ἀκολουθοῦν οἱ αἰτήσεις: «καταύγασον (= λάμπρυνε) ἡμῶν τὴν διάνοιαν τῷ Ἁγίῳ σου Πνεύματι...», «πρόσδεξαι ἡμᾶς, εὐχαριστίαν σοὶ προσάγοντας ἐπὶ τοῖς θαυμαστοῖς σου μεγαλουργήμασι καὶ ἐπὶ τῇ σωτηρίῳ σου οἰκονομίᾳ».