Γέροντα, δὲν ἔχω μεγάλη πίστη καὶ νιώθω ἀδύναμη.
– Ξέρεις τί νὰ κάνης; Νὰ κρεμασθῆς ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως κρεμιέται τὸ παιδάκι ἀπὸ τὸν λαιμὸ τοῦ πατέρα του, καὶ νὰ Τὸν σφίξης ἔτσι ποὺ νὰ μὴν μπορῆ νὰ σὲ ἀπομακρύνη ἀπὸ κοντά Του. Τότε θὰ νιώσης σιγουριὰ καὶ δύναμη.
– Νιώθω, Γέροντα, τὴν ἀνάγκη νὰ ἀκουμπήσω στὸν Θεό, ἀλλὰ δυσκολεύομαι.
– Νὰ σηκώνης τὰ χέρια σου ψηλά· ἔτσι σιγὰ-σιγὰ θὰ μεγαλώσουν καὶ θὰ πιασθῆς ἀπὸ τὸν Θεό.
– Γέροντα, ὅταν δὲν ἔχω πολὺ χρόνο καὶ βιάζωμαι στὴν προσευχή, μήπως κλέβω τὸν χρόνο ποὺ πρέπει νὰ δώσω στὸν Χριστό;
– Ὁ Χριστὸς ἔχει πολλά· ὅσα καὶ νὰ κλέψης, δὲν ἔχει ἀνάγκη· ἐσὺ ὅμως δὲν βοηθιέσαι. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν προσευχή μας, ἀλλὰ ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν βοήθειά Του.
Προσευχόμαστε, γιατὶ ἔτσι ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς δημιούργησε. Ἂν δὲν τὸ κάνουμε, θὰ πέσουμε στὰ χέρια τοῦ διαβόλου, [//28] καὶ τότε ἀλλοίμονό μας!
Εἶδες, τί λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ; «Δὲν θὰ μᾶς ζητήση λόγο ὁ Θεὸς γιατί δὲν κάναμε προσευχή, ἀλλὰ γιατί δὲν εἴχαμε ἐπικοινωνία μαζί Του, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δώσαμε δικαιώματα στὸν διάβολο καὶ μᾶς ταλαιπώρησε»[1].
– Γέροντα, πῶς θὰ ἀγαπήσω τὴν προσευχή;
– Νὰ νιώσης τὴν προσευχὴ ὡς ἀνάγκη. Ὅπως τὸ σῶμα, γιὰ νὰ ζήση, χρειάζεται τροφή, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, γιὰ νὰ ζήση, πρέπει νὰ τραφῆ. Ἂν δὲν τραφῆ, ἀποδυναμώνεται κι ἔρχεται ὁ πνευματικὸς θάνατος.
– Γέροντα, τί μᾶς δυσκολεύει στὴν προσευχή;
– Δυσκολευόμαστε, μόνον ὅταν δὲν αἰσθανώμαστε τὴν προσευχὴ ὡς ἀνάγκη.
Ὅποιος δὲν μπῆ στὸ νόημα τῆς προσευχῆς, γιὰ νὰ τὴν αἰσθανθῆ ὡς ἀνάγκη, τὴν θεωρεῖ ἀγγαρεία καὶ μοιάζει μὲ τὸ ἀνόητο παιδάκι ποὺ ἀποστρέφεται τὸν μαστὸ τῆς μητέρας του καὶ ὅλη τὴν γλυκειά της στοργή, καὶ ἔτσι εἶναι ἀρρωστιάρικο καὶ κακορρίζικο.
______________________________________
[1] Βλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος ΜΒ΄, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1961, σ. 153.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου