Οι γλωσσαμύντορες παντός καιρού συνδέουν τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών με το γλωσσικό ζήτημα. Οι μεν καθαρευουσιάνοι για να την υπερασπιστούν, οι δε δημοτικιστές για να την καταδικάσουν. Και οι μεν και οι δε τη «γλωσσική καθαρότητα» επιδιώκουν.
Οι μεν καθαρευουσιάνοι θεωρούσαν πως η νέα ελληνική είναι απευθείας απόγονος της αρχαίας, άρα η αρετή της θα επετυγχάνετο μόνον με τον εναγκαλισμό της με την αττική διάλεκτο. Οι δε δημοτικιστές, που ήθελαν να καθαρίσουν τη ζωντανή γλώσσα από τα κύτταρα μιας «νεκρής γλώσσας», επεδίωκαν την πλήρη αποκοπή της.
Δεν χρειάζεται να προσθέσω και την πολιτική διάσταση του γλωσσικού – χωρίς το άλας του διχασμού όλα τα προβλήματα μας φαίνονται άνοστα.
Οι μεν καθαρευουσιάνοι ήταν οι «συντηρητικοί», οι δε δημοτικιστές οι «προοδευτικοί». Αρα προκειμένου να διοχετεύσουν τις προοδευτικές τους ιδέες στην εκπαίδευση, οι δεύτεροι απαιτούσαν πάντα την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών τα οποία και αντιμετώπιζαν ως ιδεολογική τροχοπέδη.
Αυτά τα μάλλον κοινότοπα τα επισημαίνει ήδη ο Ιωάννης Συκουτρής στον Μεσοπόλεμο. Και είναι μάλλον αστείο, τουλάχιστον απογοητευτικό, ότι το 2016 ο «διάλογος για την παιδεία» διεξάγεται με τους ίδιους όρους.
Διότι αν εξαιρέσουμε τα περί παρελάσεων και θρησκευτικών και την ανοησία για τα πριγκιπόπουλα και τις βασίλισσες, η μόνη ουσιαστική αλλαγή που προτείνει η μεταρρύθμιση είναι η μείωση των ωρών διδασκαλίας αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο. Εν τω μεταξύ, έχει ήδη καταργηθεί η διδασκαλία του «Επιταφίου» του Θουκυδίδη στο Λύκειο –λόγω ελλείψεως χρόνου– και τα ελληνικά γενικής παιδείας στις εισαγωγικές έχουν περιορισθεί στην έκθεση ιδεών.
Δεν είμαι φιλόλογος, δεν είμαι γλωσσολόγος, ούτε ιστορικός της γλώσσας. Είμαι όμως αναγνώστης. Και όπως λέει ο Οργουελ στο εκπληκτικό του δοκίμιο Politics and the English Language (1946), δεν πειράζει αν ένα κείμενο έχει γραμματικά ή συντακτικά λάθη, αρκεί να ακριβολογεί. Βλέπετε ο Οργουελ ήταν διανοητής και συγγραφέας. Και δεν έγραφε ούτε για τους φιλολόγους ούτε για τους γλωσσολόγους.
Ως αναγνώστης ενδιαφέρομαι για τα κείμενα. Ας μου συγχωρεθεί η ταυτολογία, όμως φοβούμαι πως και σ’ αυτό το σημείο ο σχολαστικισμός έχει καλύψει τον πραγματικό στόχο. Ο στόχος της εκπαίδευσης είναι να κάνει το παιδί να ενδιαφερθεί για τα κείμενα, να γίνει αναγνώστης δηλαδή. Δεδομένου ότι αναγνώστης γίνεσαι στα 13 σου ή στα 14 το πολύ, αν δεν το καταφέρει αυτό η εκπαίδευση, η βλάβη θα γίνει ανήκεστος. Κι αν όλοι εμείς παραπονιόμαστε ότι οι Ελληνες δεν διαβάζουμε, ας αναρωτηθούμε κάποτε ποιο μερίδιο ευθύνης φέρει το σχολείο.
Είναι «νεκρή γλώσσα» τα αρχαία ελληνικά; Μια γλώσσα που συνεχίζει να παράγει αναγνωστική εμπειρία μέσα από το αποθεματικό κεφάλαιο των κειμένων δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί νεκρή. Κι ας μην τη μιλάει κανείς στον κόσμο τούτο κι ας μην τη γράφει πια κανείς.
Ο στόχος της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών λοιπόν δεν είναι να μάθει το παιδί να τα μιλάει αποστηθίζοντας γραμματοσυντακτικούς τύπους και κανόνες, είναι να φτάσει στο σημείο να αναγνωρίζει τόσο ώστε να μπορεί να έχει αναγνωστική εμπειρία. Δεν είναι να ξέρεις απέξω τον υπερσυντέλικο του τάδε ρήματος. Είναι να μπορείς να τον αναγνωρίσεις όταν τον συναντήσεις σε ένα κείμενο. Οσο για τη σημασία των λέξεων, υπάρχουν και τα λεξικά.
Αξίζει τον κόπο; Κι αν αξίζει τον κόπο, για ποιον λόγο τον αξίζει; Για να μάθουν οι Ελληνες να μιλούν καλύτερα ελληνικά; Και τι θα πει να μιλούν καλύτερα ελληνικά; Ελα ντε. Ο Μιστριώτης μιλούσε καλά ελληνικά; Ή μήπως ο Ψυχάρης έκανε καλή λογοτεχνία με τον δογματισμό του; Και γιατί δεν αναρωτιέται κανείς αν αξίζει τον κόπο να σπας το κεφάλι σου με την άλγεβρα;
Μα γιατί τα μαθηματικά είναι σύγχρονη επιστήμη, ενώ τα αρχαία δεν είναι καν επιστήμη. Κι όταν σου λεν οι μαθηματικοί ότι τα παιδιά μαθαίνουν να λύνουν τις εξισώσεις παπαγαλίζοντας τύπους, αλλά δεν μπορούν να τους εξηγήσουν τη μέθοδο που ακολούθησαν, τις πταίει; Φταίνε τα μαθηματικά ή φταίει ο τρόπος που διδάσκονται και τα μαθηματικά και η γλώσσα;
Το ζήτημα με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών δεν είναι γλωσσικό. Δεν είναι καν εθνικό. Είναι πολιτισμικό. Τα αρχαία ελληνικά –ή σκέτα ελληνικά– και η ανάγνωση των κειμένων του Πλάτωνα ή του Θουκυδίδη αργότερα στο πρωτότυπο υπήρξαν η λυδία λίθος του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ο πολιτισμός, όπως λέει ο Καστοριάδης, είναι εμπειρία, και η επαφή με το πρωτότυπο, το πρωτογενές υλικό, είναι αυτό που εντέλει κρίνει την αξία της εμπειρίας. Από μετάφραση; Πολύ ωραία. Τότε γιατί θέλουμε τα πρωτότυπα γλυπτά του Παρθενώνα και δεν μας αρκεί η μετάφρασή τους σε γύψινα αντίγραφα;
Δυστυχώς, για ακόμη μία φορά, οι αστοιχείωτοι που καθορίζουν τι πρέπει να διδάσκεται και τι όχι στο σχολείο σκέφτονται με όρους ιδεολογικούς και πολιτικούς. Δυστυχώς το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό – απλώς εμείς οι Ελληνες έχουμε αυξημένη ευθύνη απέναντι στα αρχαία.
Είναι η λάσπη της μετανεωτερικότητας που απειλεί τους θησαυρούς του πολιτισμού μας όπως η λάσπη του Σηκουάνα απειλεί αυτές τις ημέρες το Λούβρο. Μια μετανεωτερικότητα που αποστρέφεται καθετί κλασικό και προσπαθεί να επιπλεύσει στον ωκεανό του σχετικισμού.
Το πιο αστείο βέβαια είναι ότι όλοι αυτοί οι «προοδευτικοί», οι οποίοι προσπαθούν να αποψιλώσουν την Ευρώπη από την πολιτισμική της ταυτότητα, ως μη πολιτικώς ορθή, γκρινιάζουν πως το μόνο που έχει απομείνει είναι το ευρώ.
ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΗΓΗ
Πηγή: http://thesecretrealtruth.blogspot.com/
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου